Αν και ο Πικάσο δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, το έργο του είναι διαποτισμένο από τον αρχαίο μεσογειακό πολιτισμό, με τον οποίο ήρθε σε επαφή κατά την παραμονή του στην Ιταλία και στην Κυανή Ακτή. Τις γνώσεις του για την αρχαία ελληνική τέχνη, που απέκτησε από τα χρόνια της μαθητείας του, συμπλήρωσε από τις επισκέψεις του στις αίθουσες των ελληνικών αρχαιοτήτων του Λούβρου και εμπλούτισε από τη γνωριμία του με τους δύο ελληνικής καταγωγής εκδότες και κριτικούς της παρισινής avant - garde, τους Ζερβό και Τεριάντ.
Οπως σημειώνει στον καλαίσθητο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση ο διευθυντής του Μουσείου, Κυριάκος Κουτσομάλλης: «Οι εικονογραφικές συμπτώσεις των έργων του Πικάσο με την Αρχαία Ελλάδα, που αναδεικνύονται στην έκθεση, αναζητήθηκαν σε φόρμες της πρώιμης κυκλαδικής γλυπτικής και των μυκηναϊκών, αρχαϊκών και κλασικών ειδωλίων. Σε σχέδια πάνω σε αρχαία αγγεία. Σε αμφορείς, υδρίες, ληκύθους, κύλικες και οινοχόες. Σε αρχαίους Κούρους και σε μορφές που συναντάμε σε επιτύμβιες στήλες. Στις μετόπες και τη ζωφόρο του Παρθενώνα. Στις εμβληματικές μορφές, όπως αυτές του πρόβατου, της τροφού του Δία κατσίκας, της κουκουβάγιας της Αθηνάς, του περιστεριού. Και, τέλος, στη σχέση του μινωικού ταύρου με την ισπανική ταυρομαχία και την τελετουργία της».
Ο μεγάλος Ισπανός δημιουργός προσέγγισε για πρώτη φορά την αρχαία ελληνική τέχνη στις σχολές της Λα Κορούνια και της Βαρκελώνης, ζωγραφίζοντας σπουδές από εκμαγεία αρχαίων γλυπτών. Ανάμεσα στις σπουδαστικές ασκήσεις του Πικάσο που έχουν διασωθεί, ξεχωρίζει το σχεδόν ημιτελές σχέδιο με μοντέλο ένα αντίγραφο του κορμού του Ιλισού από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα.
Γύρω στα 1905, η τάση επιστροφής στις κλασικές πηγές, που προασπίζονταν λογοτέχνες και καλλιτέχνες (Α. Gide, M. Denis, J. Cocteau, A. Maillol, κ.ά.), άρχισε να γίνεται αρκετά δημοφιλής στους παρισινούς κύκλους των διανοουμένων. Εκείνη την περίοδο, ο Πικάσο πήγαινε τακτικά στο Λούβρο, όπου μελετούσε την τέχνη των αρχαίων πολιτισμών. Την πρώτη του ουσιαστική αναφορά στις μεσογειακές πηγές και στις αρχαϊκές παραδόσεις ενέπνευσε το ταξίδι του, το 1906, στο Γκοσόλ, ένα απομονωμένο χωριό στα Πυρηναία. Εκεί, στρέφεται προς τον πριμιτιβισμό, ακολουθώντας την τάση της εποχής για απλοποίηση και απαλλαγή από το περιττό. Αυτή η στροφή στη λιτότητα φανερώνει τις επιδράσεις της ελληνικής αρχαϊκής γλυπτικής, αλλά και της ιβηρικής τέχνης.
Ενα χρόνο αργότερα, ο Πικάσο γνώρισε τον Ζ. Μπρακ, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά έως το 1914, στο πλαίσιο μιας νέας εικαστικής γραφής, του κυβισμού. Το πρώτο κίνημα της αφηρημένης τέχνης, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο κυβισμός, έμελλε να επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη της τέχνης στα χρόνια που ακολούθησαν. Κατά την κυβιστική περίοδο, ο Πικάσο εγκατέλειψε προσωρινά το διάλογο με την αρχαιότητα, όμως οι αρχαιοελληνικές επιρροές εντάθηκαν ύστερα από το ταξίδι του στην Ιταλία, το 1917. Τα έργα του καλοκαιριού στο Biarritz (1918) είναι σκηνές από την παραλία, των οποίων το μέτρο και η αρμονία παραπέμπουν στη «Χρυσή Εποχή» του κλασικισμού. Το 1920, ο Πικάσο πραγματοποιεί τα πρώτα έργα με μυθολογικές αναφορές στο θέμα της αρπαγής της Δηιάνειρας από τον κένταυρο Νέσο.
Οι τακτικές επισκέψεις του στη Νότια Γαλλία υπήρξαν η αφορμή της μεταστροφής του προς θέματα του μεσογειακού κόσμου. Εμπνευσμένος από την επαφή με τη Μεσόγειο, ζωγράφιζε έργα σε «νεοκλασικό» ύφος, όπως τη γνωστή δημιουργία του «Τρεις λουόμενες». Ομως, τους σπουδαιότερους πίνακες αυτής της περιόδου τους δημιούργησε όταν εγκαταστάθηκε στο Φοντενεμπλό, το 1921. Πρόκειται για τα έργα «Τρεις γυναίκες στην κρήνη», «Μεγάλη λουόμενη», «Η πηγή», «Τρεις μουσικοί». Αυτή η «αναβίωση» του κλασικισμού στο έργο του Πικάσο είναι επίσης συνδεδεμένη με τις παραγγελίες χαρακτικών που εκτέλεσε για την εικονογράφηση βιβλίων, όπως οι «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου (1930) ή η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη (1934).
Μετά το 1924, επηρεασμένος από την επαφή του με το σουρεαλισμό, άρχισε να απομακρύνεται από τον κλασικισμό, χωρίς όμως να δίνει τέλος στο διάλογο με την ελληνική αρχαιότητα, την οποία προσέγγιζε μέσα από μυθολογικά θέματα, με κυριότερο εκείνο του Μινώταυρου. Ο Μινώταυρος αποτελεί το κυρίαρχο μυθολογικό θέμα στο έργο του Πικάσο, «κήρυκας των δικών του συναισθημάτων και συγκινήσεων». Οπως έγραφε στον Romuald Dor de la Souchere: «Αν κάποιος σημείωνε πάνω σε ένα χάρτη όλες τις διαδρομές που διήνυσα και τις ένωνε μεταξύ τους με μια γραμμή, θα σχεδίαζε ενδεχομένως ένα Μινώταυρο».
Στα τέλη της δεκαετίας του '30, τυπώνεται και εκδίδεται στο Παρίσι η «Σειρά Βολάρ». Πρόκειται για εκατό χαρακτικά, παραγγελία του έμπορα τέχνης και εκδότη, Βολάρ. Η επάνοδος της ειρήνης μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαίνει την επάνοδο της χαράς και του αισθησιασμού της ζωής στην ύπαιθρο. Το 1943, τον απασχολεί η κατασκευή του μνημειακού γλυπτού «Ο άνδρας με το πρόβατο», για το οποίο ο Πικάσο κάνει εκατό περίπου προσχέδια.
Η συστηματική ενασχόληση του Πικάσο με τη γλυπτική ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του '30, σ' ένα μικρό πύργο βορειοδυτικά του Παρισιού, όπου ο Πικάσο στήνει το εργαστήριό του. Εκεί, παράλληλα με μεταλλικές κατασκευές, δημιούργησε γλυπτά εμπνευσμένα από αρχαϊκές φόρμες και τεχνικές. Η σχέση του με την αρχαία τέχνη εκφράστηκε, επίσης, μέσα από τη συστηματική παραγωγή κεραμικών έργων στο Vallauris, όπου έζησε τα καλοκαίρια του 1947-'48.