ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 30 Ιούνη 2004
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θέατρο
Τρίτη ματιά στον «Οιδίποδα»

Ο μεγάλος Ιάπωνας σκηνοθέτης Γιούκο Νιναγκάβα, ο οποίος είχε αποσπάσει πολλούς επαίνους με τη συγκλονιστική παράσταση της ευριπίδειας «Μήδειας» που παρουσίασε στο Ηρώδειο και το Λυκαβηττό, πριν είκοσι περίπου χρόνια, επιστρέφει στην Ελλάδα με τον «Οιδίποδα Τύραννο».

Πρόκειται για την τρίτη προσέγγιση του πολυβραβευμένου σκηνοθέτη πάνω στην τραγωδία του Σοφοκλή, την οποία έπειτα από δίχρονη εντατική δουλιά, θα παρακολουθήσουμε, με ελληνικούς υπέρτιτλους, στο Ηρώδειο, αύριο, την Παρασκευή και το Σάββατο.

Τρέφοντας ιδιαίτερη αγάπη στους Ελληνες τραγικούς, το 1976 σκηνοθέτησε τον «Οιδίποδα Τύραννο», εισάγοντας στο έργο έναν ασυνήθιστα πολυπρόσωπο χορό (160 ηθοποιούς), ενώ δέκα χρόνια αργότερα ανέβασε την ίδια τραγωδία με πρωταγωνιστές τον Μικιτζίρο Χίρα και την Ασπασία Παπαθανασίου, περιορίζοντας το χορό σε 79 άτομα. Ο πρώτος «Οιδίποδας» παρουσιάστηκε στο θέατρο «Νισέι» και ο δεύτερος στο ιερό του ναού Τσουκίτζι.

Η ιδιομορφία του Νιναγκάβα όσον αφορά στον «Οιδίποδα», είναι ότι κάθε φορά τον παρουσιάζει διαφορετικό. Στην τρίτη εκδοχή, με τον Μανσάι Νομούρα του «Θεάτρου ΝΟ», στο ρόλο του Οιδίποδα και τη Ρέι Ασάμι ως Ιοκάστη, περιορίζει το χορό σε 20 άτομα, ενώ η παράσταση ενισχύεται από τη μουσική του Χ. Τόγκι, ένα τυπικό, αλλά ταυτόχρονα εκσυγχρονιστικό, δείγμα μουσικής της ιαπωνικής αυτοκρατορικής αυλής.

Η σημαντικότερη διαφορά της τρίτης σκηνοθεσίας του Νιναγκάβα εντοπίζεται από τον ίδιο στο κείμενο. Μένει απόλυτα πιστός στο πρωτότυπο, σε μετάφραση της πεπειραμένης με την αρχαιοελληνική τραγωδία Χ. Γιαμαγκάτα.


ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ευριπίδης και Νίτσε
«Ζαρατούστρα» από το «Stary»

«Τρωάδες» με τη «Διαδρομή»
«Τρωάδες» με τη «Διαδρομή»
Πάνω από έναν αιώνα σπουδαίας δημιουργίας μετρά το θέατρο «Stary» της Κρακοβίας, η οποία ήταν και παραμένει η «καρδιά» του πολωνικού πολιτισμού. Καθώς το θέατρο αυτό, επί δεκαετίες μετά τον πόλεμο, υπήρξε η «εστία» του μοντερνισμού, των πρωτοποριακών και πειραματικών αναζητήσεων, επηρεάζοντας θετικά όλες τις τέχνες που συμβάλλουν στη θεατρική πράξη, από τη δεκαετία του 1960 η φήμη του έφθασε σ' όλη την Ευρώπη και μερικές παραστάσεις του μετακλήθηκαν σε διάφορες χώρες της. Με καθυστέρηση, λοιπόν, δεκαετιών, το ιστορικό αυτό θέατρο φιλοξενήθηκε από το Ελληνικό Φεστιβάλ στο Ηρώδειο, με την πολύ ενδιαφέρουσα, πειραματικού χαρακτήρα, δυσπρόσιτη όμως - για τον αμύητο στη νιτσεϊκή φιλοσοφία, ποίηση και δραματουργία - παράσταση υπό τον τίτλο «Ζαρατούστρα». Μια παράσταση, που μόνον όσοι, λιγοστοί, έτυχε να δουν παραστάσεις του θεάτρου αυτού στην Κρακοβία, κατανοούν ότι πρόκειται για παράσταση που συνεχίζει την παράδοση των πειραματικών ρεπερτοριακών και μορφολογικών αναζητήσεων του θεάτρου αυτού, με δεδομένη βέβαια και την τεράστια, διεθνή κρίση του θεατρικού ρεπερτορίου. Εξηγείται, λοιπόν, η συχνή προσφυγή του επικεφαλής σκηνοθέτη του «Stary», Κριστιάν Λούπα (είναι επίσης εικαστικός καλλιτέχνης, σκηνογράφος, δάσκαλος σκηνοθεσίας, συγγραφέας), σε διασκευές μεγάλων μυθιστορημάτων, όπως και η επιλογή-διασκευή του αριστουργηματικού ποιητικού, φιλοσοφικού χαρακτήρα, έργου του Νίτσε «Τάδε έφη Ζαρατούστρα».

Ο Λούπα, πιστεύοντας ότι «το σύγχρονο θέατρο έχει κορεστεί με το να αφηγείται ιστορίες» και γνωρίζοντας την «κάθαρση» της νιτσεϊκής δημιουργίας από την πληθώρα νόθων στοιχείων που παρενέβαλε στην έκδοση των έργων του, μετά το θάνατό του, η εθνικιστικών και αντισημιτικών πεποιθήσεων αδελφή του, όπως και πολλοί άλλοι διανοούμενοι, στράφηκε στο έργο του Νίτσε - έργο-ορόσημο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας - για να ξαναθέσει, αναφορικά με τον σύγχρονο άνθρωπο, τα αέναα ερωτήματα για το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης. Ο Νίτσε, αντίθετος με κάθε κατεστημένη εξουσία και διαφωνώντας με την ηθική που επιβάλλουν οι ισχυροί ως καλή, καταλογίζοντας στους αδυνάτους την κακή, και αντλώντας από την πανάρχαιη φιλοσοφία του μεγάλου αναμορφωτή των ανατολικών θρησκειών, του Ζωροάστρη, ιδρυτή της αρχαίας θρησκείας των Περσών, μέσα από το αποφθεγματικό έργο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», μίλησε για τη διττή φύση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι μια φθαρτή, υλική φύση, συνθεμένη από το κακό και το καλό, αλλά και με τις τεράστιες δυνάμεις του - σώματος, πνεύματος, δημιουργίας - μπορεί να βγει από την κατάσταση του ζώου και να προσεγγίσει το τέλειο, ό,τι μοιάζει ακατόρθωτο και υπεράνθρωπο. Μέσα του υπάρχει το «απολλώνιο» και το «διονυσιακό», η αρετή και η κακία, η αγάπη και το μίσος, η ηθική και ανηθικότητα, η λογική και το παράλογο, η σοφία και η βλακεία. Οτιδήποτε προσδιορίζει μια θετική έννοια και την αντίθετή της. Αυτό το ποιητικοφιλοσοφικό «κήρυγμα» συνέθεσε με λαμπερή γλώσσα και γοητευτικούς παρότι δυσπρόσιτους συλλογισμούς ο Νίτσε, φορώντας ο ίδιος τη «μάσκα» του Ζαρατούστρα.

Το έργο του Νίτσε διασκευάστηκε και διδάχθηκε από τον Κρ. Λούπα, σε μια λιτότατη, μπρεχτικής αποστασιοποίησης παράσταση, διάρκειας τεσσερισήμισι ωρών, που έμοιαζε με διερευνητική «ανάγνωση» και «πρόβα» του έργου, με σκόπιμα πολύ αργούς, σαν της ζωής ρυθμούς. Μια αργορυθμία, όμως, που καθώς ξεπέρασε κάθε μέτρο, κάθε θεατρική σύμβαση, σε συνδυασμό με το εκ φύσεως δύσβατο, αν όχι και δυσνόητο κείμενο και την ξένη γλώσσα, κούρασε περισσότερο τους θεατές, παρά τις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών.

«Τρωάδες» από τη «Διαδρομή»

Οσο θα γίνονται επεκτατικοί πόλεμοι. Οσο θα γκρεμίζονται πόλεις. Οσο θα βεβηλώνονται και θα ληστεύονται τα ιερά και τα όσια, ο πολιτισμός και οι παραδόσεις κάποιου λαού. Οσο θα σφαγιάζονται και θα βασανίζονται οι γιοι των μανάδων και οι ομόκλινοι των γυναικών. Οσο θα βιάζονται γυναίκες. Οσο θα εξευτελίζονται και θα ξεριζώνονται λαοί από τον τόπο τους. Οσο θα δολοφονούνται, θα ακρωτηριάζονται, θα ορφανεύουν παιδιά από ιμπεριαλιστές εισβολείς, σε οποιαδήποτε χώρα της Γης, τόσο οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη θα αποτελούν τη συνταρακτικότερη, την πιο καίρια και πιο επίκαιρη αντιπολεμική κραυγή. Αυτή την τραγωδία παρουσίασε στην Επίδαυρο το θέατρο «Διαδρομή», στην εξαιρετική μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, μια μετάφραση καθάριου ρεαλισμού και υπέροχων λυρικών κορυφώσεων (με χαρακτηριστικότερη το θρηνικό σπαραγμό της Ανδρομάχης για το χωρισμό της και τη θανάτωση του μικρού μοναχογιού της, Αστυάνακτα, που παραπέμπει στον Επιτάφιο θρήνο της Μ. Παρασκευής, στη δημοτική μας ποίηση, στη βαρναλική «Μάνα του Χριστού», στον «Επιτάφιο» του Ρίτσου). Η παράσταση αυτή είχε και άλλες αρετές. Το πανέμορφο, εξαιρετικής σύλληψης και τελειοθηρικής λεπτομέρειας ολόγλυφο σκηνικό-λείψανο των ανακτόρων του Πριάμου, με σύμβολο της Τροίας αλλά και του Ιππιου Ποσειδώνα, ένα «γλυπτό» άλογο, κομμένο στα δύο, αλλού το κεφάλι και αλλού ο κορμός (εκπληκτική αισθητική λεπτομέρεια του πού και πώς ράγισε ο κορμός του αλόγου), καθώς και τα όμορφα, λιτά κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ. Η μουσική εισαγωγή του Σταύρου Ξαρχάκου, μια θρηνητική φλογέρα που γεφυρώνει τα ελληνικά δημοτικά ηχοχρώματα με τη μικρασιατική μουσική παράδοση, αλλά και τα μελωδικά χορικά, καλοδιδαγμένα από την Νανά Θρασυβουλίδου. Οι χορογραφίες της Νατάσας Ζούκα είχαν καλό σχεδιασμό, όμως στην εκτέλεση έδειχναν να τους λείπει η εσωτερική, ψυχοσωματική οδύνη των πενθούντων, σκλαβωμένων και ξεριζωνόμενων γυναικών.

Η σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου σεμνή, λιτά ρεαλιστική, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς, ξεκίνησε με ένα εύστοχο, επίκαιρα εύγλωττο αν και σιωπηλό εύρημα. Ενα σημερινό παιδάκι, μοναχό, περιφέρεται στα ερείπια της συντριμμένης Τροίας, όπως χιλιάδες παιδάκια ορφανεμένα περιφέρονται στους δρόμους της Γιουγκοσλαβίας και του Αφγανιστάν χτες, του Ιράκ και της Παλαιστίνης σήμερα, και ξάφνου το αρπάζει και το θανατώνει ο κατακτητής. Το συμβολικό εύρημα, κατά τη γνώμη μας, έμεινε μισό στο τέλος της παράστασης, καθώς το παιδάκι της έναρξης, το οποίο «παίζει» το βουβό ρόλο του μικρού, δολοφονημένου Αστυάνακτα, επανεμφανίζεται στο τέλος, μαζί με τον Ποσειδώνα, σαν προστατευόμενό του και ντυμένο με το κοστούμι του Αστυάνακτα, και όχι με τα σύγχρονα ρουχαλάκια που φορούσε στην αρχή, ώστε να συνεχιστεί ο επίκαιρος συμβολισμός του ευρήματος. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών ήταν από καλές έως αξιοπρεπείς, λαμβανομένου υπόψη ότι οι περισσότεροι είναι πρωτόπειροι ή ολιγόπειροι στο αρχαίο δράμα. Ο Γιάννης Θωμάς έπλασε έναν ανθρώπινο, οικείο Ποσειδώνα. Η Αννα Βαγενά, με σύνεση και έχοντας δύο πολύ καλές δραματικές στιγμές, προσπάθησε να αντεπεξέλθει στο τεράστιο και καθοριστικό όλης της παράστασης «βάρος» της χαροκαμένης Εκάβης. Ανθρώπινος ήταν και ο Ταλθύβιος του Γιάννη Βούρου. Η Πέγκυ Τρικαλιώτη (Κασσάνδρα), φωνητικά αδύνατη για το αρχαίο δράμα, υπερεκμεταλλεύτηκε την εντυπωσιακά εκφραστική ευκολία της, ενώ το ζητούμενο είναι η αναμέτρηση με το μέτρο και τη δυσκολία. Η Τάνια Τρύπη (Ανδρομάχη), αν και πρωτόπειρη στο αρχαίο δράμα, απέδειξε ότι διαθέτει ευρεία, δυναμική υποκριτική γκάμα, φωνητικές δυνατότητες και δραματικό αίσθημα και μέτρο. Η σκηνή της με τον Αστυάνακτα ήταν η πιο αληθινή, η πιο συγκινητική δραματική σκηνή της παράστασης. Ο ταλαντούχος και με πείρα στο αρχαίο δράμα Δημήτρης Λιγνάδης προσέδωσε στο ρόλο του Μενελάου την ελαφρά ειρωνεία με την οποία ο Ευριπίδης «στόλισε» τον ανόητο και κερατωμένο Μενέλαο. Η Κατερίνα Λέχου, επίσης πρωτόπειρη, σοβαρά και μετρημένα υποδύθηκε την Ελένη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ