Τόσο ο δημιουργός όσο και ο θεατής πρέπει να ξέρουν. Μόνον τότε ο διάλογος είναι εποικοδομητικός. Μόνον τότε ένα έργο τέχνης γίνεται αποδοτικό. Γιατί τα πράγματα, έστω και όταν φαντάζουν τυχαία, δεν είναι ποτέ τυχαία. Οποιος προτείνει (και το έργο τέχνης είναι μια πρόταση), ξέρει. Και όποιος αναζητεί (και αυτός που φτάνει στο έργο τέχνης αναζητεί), πρέπει να ξέρει τι αναζητεί και από ποιους το αναζητεί. Αυτά με αφορμή τις ταινίες της εβδομάδας, και όχι μόνον...
Με άλλα λόγια πρέπει, οπωσδήποτε, να πάει «διαβασμένος». Γιατί διαφορετικά κινδυνεύει να πέσει θύμα των «τηλεγραφικών» αναφορών, που κάνει η ταινία πάνω σε όλα ετούτα τα, έτσι κι αλλιώς, πολύπλοκα ζητήματα. Τηλεγραφικών αναφορών που, τις περισσότερες φορές, δεν είναι και οι πιστότερες προς την ιστορική αλήθεια!
Παρίσι, 1936. Ο Φιοντόρ, αξιωματικός του τσαρικού στρατού, ζει πρόσφυγας στη Γαλλία με τη ζωγράφο Ελληνίδα γυναίκα του. Δεν κρύβει ότι είναι κατάσκοπος, όμως, δεν αποκαλύπτει για ποιους εργάζεται. Για τους αντι-κομμουνιστές, για την ΕΣΣΔ, για τους ναζί ή για όλους μαζί;
Η ταινία, που είναι «ελεύθερη» μεταφορά μιας πραγματικής(;) ιστορίας, πέρα από την πολιτική της διάσταση μπορεί, στο πρώτο επίπεδο, για τους απαίδευτους πολιτικά θεατές, να ιδωθεί και σαν μια κατασκοπευτική ταινία. Γιατί η πλοκή της έχει και αυτό το ενδιαφέρον. Οπως, επίσης, μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα ερωτικό δράμα, αφού ο Φιοντόρ αγαπά τη γυναίκα του, αλλά τελικά δεν μπορεί να την προστατέψει και συνειδητά ή ασυνείδητα την προδίδει! Ή, ακόμα, μπορεί να ιδωθεί και σαν μια φεμινιστική ταινία, αφού η Ελληνίδα ζωγράφος (Κατερίνα Διδασκάλου) σιγά - σιγά «ολοκληρώνεται» σαν άνθρωπος, πολιτικοποιείται, αποχτάει άποψη για τα γεγονότα και τις πολιτικές. Αλλά, και αυτό είναι θετικό για τη γυναίκα, όταν αγαπάει φτάνει στα άκρα, χωρίς παζαρέματα για τις δόσεις!
Η ταινία, όμως, πάνω απ' όλα, είναι μια πολιτική ταινία! Μια πολυδιάστατη πολιτική ταινία! Γι' αυτό ο σκηνοθέτης της, αριστερός - γενικά - διανοούμενος, με ροπή προς τη φιλοσοφία, χρησιμοποιεί πολύ - σχεδόν αντικινηματογραφικά - τον προφορικό λόγο. Τον χρησιμοποιεί σαν βοηθητικό (επεξηγηματικό) στοιχείο. Αφού τα ζητήματα που χειρίζεται (σχεδόν, σε όλες του τις ταινίες) άπτονται πολιτικών, φιλοσοφικών και άλλων - σχετικών - ζητημάτων και, εκ των πραγμάτων, απαιτούνται περισσότερες «διευκρινίσεις». Ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο δημιουργός δεν τα έχει όλα αυτά στο μυαλό του ξεκαθαρισμένα. Ετσι η παρακολούθηση του «Τριπλού πράκτορα», για τους «αμύητους», απαιτεί υπομονή! Αφού δεν υπάρχουν κυνηγητά, σκοτωμοί, δράση. Ολα αυτά συμβαίνουν, όταν συμβαίνουν και αν συμβαίνουν, έξω από το κάδρο.
Για τους υπόλοιπους, γι' αυτούς που εκτιμούν το έργο του ή τέλος πάντων τη γενική και μακρόχρονη παρουσία και προσπάθεια του Ρομέρ (54 χρόνια παρουσίας), η ταινία είναι μια αισθητική άσκηση. Καθώς το σενάριο (το έγραψε ο ίδιος), οι γωνίες λήψης, οι κινήσεις και η εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς, η φωτογραφία, το ντεκόρ, τα κοστούμια, όλα αυτά που συνθέτουν ένα κινηματογραφικό έργο, υπακούουν στην ίδια πάντα «χορογραφία», στην ίδια πάντα «λογική». Δεν υπάρχουν «ξαφνικές» εκπλήξεις και «αδικαιολόγητες» αντιφάσεις σε κανένα επίπεδο της ταινίας. Τα πάντα υπάρχουν, γίνονται «λογικά» και «μεθοδευμένα». Ο δημιουργός έχει τον πλήρη έλεγχο του έργο του (και φυσικά και την πλήρη ευθύνη).
Παίζουν: Σερζ Ρένκο (πολύ καλός), Κατερίνα Διδασκάλου (γερή κινηματογραφική παρουσία), Γκριγκόρι Μανούκοφ, Ντιμίτρι Ραφάλσκι.
Παράνομα ιδιωτικά ανθρακωρυχεία, κάπου στην τεράστια Κίνα! Οι άνθρωποι δουλεύουν σε συνθήκες περασμένων αιώνων. Δυο άθλιοι τυχοδιώκτες επωφελούνται αυτής της κατάστασης. Βρίσκουν διάφορα αφελή και άνεργα θύματα, τα παίρνουν μαζί τους στα παράνομα αυτά ανθρακωρυχεία. Εκεί τα εμφανίζουν σαν συγγενείς τους. Στη συνέχεια τα σκοτώνουν. Μετά εμφανίζουν το θάνατό τους σαν εργατικό ατύχημα, αποτέλεσμα των ανύπαρκτων μέτρων ασφαλείας. Εκβιάζουν τα αφεντικά και παίρνουν τις αποζημιώσεις των θυμάτων. Μια μέρα συναντάνε έναν άνεργο 16χρονο...
Μπορεί αυτά να συμβαίνουν στη σημερινή Κίνα; Η χώρα είναι τόσο αχανής που, τουλάχιστον ο σοβαρός Δυτικός θεατής, αδυνατεί να τα αποδεχτεί ή να τα απορρίψει. Αφού, αντικειμενικά, αδυνατεί να ελέγξει την πιστότητα των λόγων και των έργων. Ετσι, βλέποντας την ταινία του Γιανγκ, που εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά (και στη φόρμα και στο περιεχόμενο) του ντοκουμέντου, έχει δυο επιλογές. Η μια είναι να της παραδοθεί (συναισθηματικά) και η άλλη να την απορρίψει (λογικά).
Η ταινία, ισχυρίζονται οι δημιουργοί της, λέει την αλήθεια. Γυρίστηκε ολοκληρωτικά στην Κίνα όπου, σύμφωνα με το γραφείο διανομής, είναι απαγορευμένη. Ο σκηνοθέτης, που «φοβάται» ακόμα για τη ζωή του, δηλώνει, στις συνεντεύξεις του, πως δε στρέφεται ενάντια στην κινεζική κυβέρνηση, ούτε στην οικονομική πολιτική της! Αυτά, βέβαια, δε φαίνονται από την ταινία. Αντίθετα στην ταινία επικρατεί το απόλυτο χάος. Εχεις την αίσθηση πως απουσιάζει κάθε μορφή νόμου και τάξης σε αυτή τη χώρα. Ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει... Αυτή η απολυτότητα δε σε διευκολύνει. Αντίθετα σε κάνει καχύποπτο για να αποδεχτείς αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη. Επιπρόσθετα, η αδύνατη κινηματογραφική «γλώσσα» της ταινίας, σε κάνει ακόμα πιο επιφυλακτικό. Καθώς πουθενά, και σε κανένα σημείο του έργου, δεν μπαίνεις μέσα σε αυτό. Η «κατασκευή» είναι τέτοια που παραμένεις πάντα παρατηρητής!..
Είναι γνωστοί οι δυτικοί πολιτικοί σχεδιασμοί για την Κίνα. Πολλοί απ' αυτούς τους σχεδιασμούς, όπως αντιλαμβάνεστε, θα υλοποιηθούν και με την τέχνη. Δεν έχω στοιχεία να χαρακτηρίσω έτσι το έργο του Γιανγκ. Θεωρώ, όμως, ότι είναι μεροληπτικό. Δε λέει ολόκληρη την αλήθεια. Κάπου σε κάποιο σημείο, βέβαια, κάπου αναφέρεται ότι η «απελευθέρωση» της οικονομίας στην Κίνα έχει ήδη φτιάξει μια νέα τάξη ανθρώπων. Τους αδίστακτους. Ομως, έως εκεί! Πάντως, έτσι ή αλλιώς, εύχεσαι «Τα Τυφλά Εγκλήματα» να μην είναι αληθινά. Αν είναι αληθινά τότε τα πράγματα για την Κίνα θα είναι πολύ χειρότερα από τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες. Το μέγεθος της Κίνας σηματοδοτεί και το μέγεθος της καταστροφής...
Παίζουν: Λι Γι Ξιάνγκ, Γουάνγκ Σουανγκμπάο, Γουάνγκ Μπαπκβιάνγκ.
«Κακή εκπαίδευση»; Κάκιστη! Από πού να αρχίσεις; Θα μπορούσες αφοριστικά να φωνάξεις ένα, «ελάτε αγόρια μου, μη μου κάνετε τη ζωή σας ιδεολογία». Ομως, ούτε αποτελεσματικός θα ήσουν ούτε και δίκαιος.
Ο Αλμοδοβάρ δεν είναι μια περίπτωση που μπορείς να τον «χαρακτηρίσεις» και να τελειώνεις. Εχει ταλέντο, που χρόνο με το χρόνο, δυναμώνει. Η κινηματογραφική φωνή του καθημερινά αποκτά καινούριους φίλους. Αν δεν αυτοκαταστραφεί και εάν, κυρίως αυτό, «πλατύνει» τη θεματολογία του και την ελευθερώσει από το «ιδιόμορφο» και το «προσωπικό», τότε θα μας πει σημαντικά πράγματα!
Καθολικό σχολείο. Οι παπάδες βιάζουν τα παιδιά. Τα παιδιά εθίζονται και στη συνέχεια ερωτεύονται και μεταξύ τους. Με έναν έρωτα παραβατικό και βίαιο. Η «εκπαίδευση» φέρνει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Η κοινωνία θα στελεχωθεί από καταπιεσμένα - και σεξουαλικώς - άτομα. Από εκεί και πέρα όλα είναι δυνατά. Το «έγκλημα» είναι δίπλα!
Αυτό ξεκινάει να πει η ταινία! Και είναι η μαγιά για περισσότερη κοινωνική παρατήρηση, κάτι που θα έκανε, ας πούμε ο Μπουνιουέλ, ιδιαίτερα γιατί όλα αυτά συμβαίνουν στην περίοδο του Φράνκο! Ομως δυστυχώς η αδυναμία, που εμφανίζεται με τη μορφή της εμμονής στον Αλμοδοβάρ, να εγκλωβίζει την άποψή του σε «ειδικό» χώρο, στένεψε την προβληματική και η ταινία μετατράπηκε σε ένα αστυνομικό θρίλερ με ήρωες τραβεστί. Στη συνέχεια, βέβαια, τα πράγματα μόλις και σώνονται από το πορνό. Καθώς ο φακός δεν μπορεί να αντισταθεί απέναντι στα αρσενικά γεννητικά όργανα και όταν βρει ευκαιρία «ρίχνεται» πάνω τους. (Για τους μη γνωρίζοντες: η «γωνία» λήψης και ο χρόνος «έκτασης» στοιχειοθετεί το διαχωρισμό μιας ερωτικής ταινίας σε πορνό ή σε απλώς - μια «τολμηρή» ερωτική ταινία). Μόνον το ταλέντο του σκηνοθέτη και των πολύ καλών - σε όλους, σχεδόν, τους ρόλους - ηθοποιών σώζει το συγκεκριμένο φιλμ, από την καθαρή χυδαιότητα.
Το αγοράκι που βιάστηκε, και ερωτεύτηκε συμμαθητή του, έγινε στη συνέχεια μια κακιά τραβεστί. Ενα κακό βαποράκι και ένας κακός εκβιαστής. Δίπλα σε αυτό το παιδί ένας ακόμα χειρότερος - ηθικά - αδερφός. Που τα «φτιάχνει» με το βιαστή παπά, σκοτώνει τον τραβεστί αδερφό του και εξαπατά όποιον βρει μπροστά του. Μύλος..!
Ενας «μύλος», που θα αρκούσε σε ένα μέτριο σκηνοθέτη, σε μια σάτιρα και θα σκορπούσε γέλια. Ομως τώρα, ο σκηνοθέτης έχει ταλέντο, η ταινία δεν είναι σάτιρα και δεν ξεσπάς σε γέλια. Αντίθετα «σοβαρεύεσαι», γιατί το «τίποτα» ντύνεται με γυαλισμένο μπρούτζο, που στο σκοτάδι της αίθουσας, και της κοινωνίας(;) φαντάζει χρυσός!
Παίζουν: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Φέλε Μαρτίνες, Χαβιέ Καμάρα, Ντάνιελ Χιμένες Κάτσο κ.ά.
Η ιστορία, λένε οι δημιουργοί της - και εμείς δεν έχουμε ειδικές περί της Ταϊλάνδης γνώσεις ούτε και άλλους ιδιαίτερους λόγους να διαφωνήσουμε - στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα! Γιατί, φαίνεται, οι βασιλικές οικογένειες της Ασίας, είναι στο δεκαπλάσιο χειρότερες από τις ευρωπαϊκές! Αφού, με αφάνταστη ευκολία, σκοτώνουν ακόμα και τα ίδια τους τα παιδιά, για την εξουσία!
Η ταινία δε διεκδικεί Οσκαρ ιστορικής καταγραφής και ανάλυσης. Δε στοχεύει προς τα εκεί. Θέλει να είναι μια εμπορική ταινία με αναφορές στην ιστορία. Και το καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο. Μάλιστα, μερικές στιγμές, είναι τέτοια η φωτογραφική και ενδυματολογική αισθητική της, που έχεις την αίσθηση ότι τα κάδρα τα σχεδίασε και τα ζωγράφισε ο Λoτρέκ! Ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του καταφέρνουν να σε μπάσουν στην υγρασία και το μυστήριο του τόπου και του τοπίου. Καταφέρνουν, ακόμα, να σε παρασύρουν στα ερωτικά πάθη άρρωστων για την εξουσία ανθρώπων.
Συνωμότες, πράκτορες, δολοφόνοι, εταίρες, εραστές... Ενα τρομερό υλικό για μια όπερα. Μια όπερα που θα έκανε τον Ριγκολέτο να φωνάξει: «Βασιλείς (και αυλικοί βέβαια), γενιά καταραμένοι»! Ωστόσο η πριγκίπισσα, για την παράδοση (αχ! αυτή η παράδοση, μερικές φορές), με την τελευταία πράξη της ζωής της, που πεθαίνει προσπαθώντας να σώσει την πατρίδα της από την επίθεση της γειτονικής Βιρμανίας, έγινε θρύλος για τον τόπο της (ο τίτλος της ταινίας).
Παίζουν: Τζόνι Aνφον, Μ. Λ. Πιγιάπας Μπιρομπάκντι, Μάι Καροεπούρα.
Και να πεις πως δεν υπάρχει «θέμα»; Ενας «Ανατολικός» (σιγά μην ήταν Δυτικός) για διάφορους λόγους (γραφειοκρατικούς κλπ), εγκλωβίζεται στο αεροπορικό τέρμιναλ της Νέας Υόρκης και υποχρεώνεται να παραμείνει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. (Υπάρχει μια αληθινή παρόμοια ιστορία, όπου ο Ιρανός Μεχάν Νασέρι παρέμεινε για έντεκα ολόκληρα χρόνια στο αεροδρόμιο «Charles de Gaulle»!). Εκεί, λοιπόν, στο terminal της ΝΥ αντί να σπάσουν τα ηχεία από το γέλιο και την αγανάκτηση, πλήττει ο ήρωας και πλήττουμε και εμείς με τη σειρά μας. Στο τέλος, όπως γίνεται με τον καθαρά εμπορικό κινηματογράφο, όλα αποκαθίστανται! Η ζωή, βέβαια, άλλα καταδείχνει!
Εάν δεν υπήρχε αυτή η όμορφη γυναικεία παρουσία της Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, η αίθουσα θα άδειαζε μετά το πρώτο δεκάλεπτο. Κοντά της κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες, πότε πετυχαίνει πότε γίνεται σχηματικός, ο Τομ Χανκς. Αγωνίζονται, επίσης, οι Στάνλεϊ Τούτσι, Ντιέγκο Λούνα, Κουμάρ Παγιάνα.
Νιάου! Ισως ο Σωτήρης, ο γάτος μου, να έβρισκε ενδιαφέρουσα, για το μέλλον του, την ταινία αφού αυτός, διακριτικός όπως είναι, ποτέ δεν τόλμησε - και δε θα τολμήσει - να παρέμβει στα ζητήματα που αφορούν εμάς τους ανθρώπους.
Η Cat-women, όμως, αυτή η «σατανική» καρτουνο-εφεύρεση (1940), όχι μόνον τολμάει και μπλέκεται, αλλά λύνει και τα σχεδόν άλυτα ανθρώπινα προβλήματα. Βέβαια, ετούτη (τι φαντασία!), ήταν κάποτε άνθρωπος που, αφού σκοτώθηκε από ανθρώπους, και άλλαξε δεκάδες χαρακτήρες όλα αυτά τα χρόνια, έγινε στη συνέχεια μια super-γάτα, με τρομερά μυτερά ηλεκτρονικά νύχια και εκδικείται τους κακούς!
Ενδιαφέροντα, επίσης για το γάτο μου, είναι και τα επιμέρους τεχνικά επιτεύγματα της ταινίας. Η τρομερή ηχητική μπάντα, ας πούμε, το γρήγορο μοντάζ, οι θαυμάσιες μακέτες και η πολύ όμορφη νεαρή ηθοποιός που υποδύεται τη γάτα! Νιάου!
Παίζουν: Χάλι Μπέρι (η γάτα), Μπένζαμιν Μπρατ (ο αστυνομικός), Λάμπερτ Γουίλσον, Σάρον Στόουν (άλλη γάτα αυτή).