ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Γενάρη 2000
Σελ. /28
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2000
Πολιτική «ψαλιδίσματος» των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα

Η συμπίεση των κοινωνικών κρατικών δαπανών αποτελεί βασικό «πυλώνα» της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία εντάσσεται στην ευρύτερη πολιτική της για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ

Τα προβλήματα της δημόσιας Παιδείας -τα οποία διαρκώς εντείνονται λόγω της χρόνιας κρατικής υποχρηματοδότησης- Ουσιαστικά
Τα προβλήματα της δημόσιας Παιδείας -τα οποία διαρκώς εντείνονται λόγω της χρόνιας κρατικής υποχρηματοδότησης- Ουσιαστικά "αντιμετωπίζονται" με τον περιορισμό των σχετικών αναγκών
Οι δαπάνες του Προϋπολογισμού του 2000, οι οποίες προορίζονται για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών είτε μειώνονται είτε παραμένουν ουσιαστικά στάσιμες. Κάτι παραπάνω: σε σχέση με τις ανάγκες που διευρύνονται διαρκώς, καθώς και με τα συσσωρευμένα προβλήματα του παρελθόντος είναι εντελώς ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα να μένουν ακάλυπτες ή να καλύπτονται πολύ λίγο οι ανάγκες των εργαζόμενων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων που στενάζουν κάτω από την πολιτική της λιτότητας και σηκώνουν το κύριο βάρος της φορολογίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα που την ίδια ώρα η Κυβέρνηση - και μέσα από τον Προϋπολογισμό - φροντίζει, ώστε τα μονοπώλια κυριολεκτικά να λυμαίνονται ένα πακτωλό εκατοντάδων δισ. ή και δεκάδων τρισ. δρχ. κάθε χρόνο.

Η συμπίεση των κοινωνικών κρατικών δαπανών αποτελεί βασικό «πυλώνα» της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία εντάσσεται στην ευρύτερη πολιτική της για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Η κυβέρνηση δε διστάζει στην Εισηγητική Εκθεση για τον προϋπολογισμό (σελ. 21), να διευκρινίσει ότι το έτος 2000 «δε θα είναι έτος δημοσιονομικής χαλάρωσης, αλλά έτος κατά το οποίο θα συνεχιστεί η πορεία δημοσιονομικής σταθεροποίησης». Επιπλέον, η κυβέρνηση ξεκαθαρίζει ότι μετά την ένταξη στη ζώνη του ΕΥΡΩ, η κατάσταση δε θα βελτιωθεί, αφού «η δημοσιονομική πολιτική θα ασκείται με βάση τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (Εισηγητική Εκθεση, σελίδα 31).

Παρ' όλα αυτά η κυβέρνηση δε διστάζει να υποστηρίζει ότι αυτή η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική επιτρέπει τη μεγάλη αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Ωστόσο τα στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού ανατρέπουν αυτόν τον ισχυρισμό.

  • Παρ' όλο που μεταφέρονται ολοένα και πιο πολλές αρμοδιότητες της Κεντρικής Διοίκησης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση, ο νέος Προϋπολογισμός για πολλοστή χρονιά δεν προβλέπει τη μεταφορά και των αντίστοιχων πιστώσεων. Κάτι περισσότερο: Η κυβέρνηση δεν αποδίδει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ούτε κι αυτά τα ποσά, τα οποία είναι υποχρεωμένη να διαθέτει, όπως προβλέπεται από τους Νόμους που ψηφίζουν στη Βουλή οι εκάστοτε κυβερνητικές πλειοψηφίες. Υπολογίζεται ότι το σύνολο των παρακρατηθέντων ποσών που θα έπρεπε να διατεθούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ξεπερνούν για την περίοδο 1990-2000 τα 1,2 τρισ. δρχ. σε τρέχουσες τιμές (ενώ αν συνυπολογιστεί και ο πληθωρισμός τότε ξεπερνούν τα 1,8 τρισ. δρχ.). Ετσι «αρμοδιότητες» που ανατίθενται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, λ.χ., στον τομέα της Πρόνοιας ή της Παιδείας, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ή σπρώχνουν τις Νομαρχιακές και Δημοτικές αρχές να τις «αντιμετωπίζουν» στη βάση της ανταποδοτικότητας. Ο λαός καλείται να πληρώσει ξανά για υπηρεσίες που έπρεπε να τις παρέχει δωρεάν το κράτος και για τις οποίες φορολογείται άγρια. Συμπερασματικά και από τον Προϋπολογισμό του 2000 προκύπτει ότι η πολιτική της αφαίρεσης πόρων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που εφαρμόζεται από την κυβέρνηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνεχής αφαίμαξη των εργαζομένων, ολόκληρου του λαού. Χρησιμοποιείται η Τοπική Αυτοδιοίκηση σαν μέσο διοχέτευσης και εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, της πρόσθετης φορολογίας, αλλά και σαν όργανο διαμόρφωσης συνειδήσεων υποταγής σ' αυτήν την πολιτική. Για να καλυφθεί η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, να μεταφερθούν οι ευθύνες της στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα οικονομικά βάρη στους δημότες. Είναι φανερό ότι αυτή η πολιτική δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Για το ΚΚΕ η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει και μπορεί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης με αρμοδιότητες και πόρους στα πλαίσια μιας άλλης αναπτυξιακής πολιτικής, που έχει ανάγκη η χώρα και η οποία θα έχει στο κέντρο της τον εργαζόμενο άνθρωπο. Επιβεβαιώνεται η θέση του ΚΚΕ ότι στις σημερινές συνθήκες η οικονομική επάρκεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εξασφαλίζεται μόνον όταν οι ΟΤΑ έχουν στη δικαιοδοσία τους ένα σημαντικό ποσοστό (και όχι από επιμέρους φόρους) από το σύνολο του Κρατικού Προϋπολογισμού που θα αυξάνει ανάλογα με τις αρμοδιότητές της και την κατανομή τους σ' όλα τα επίπεδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
  • Το δημόσιο Εθνικό Σύστημα Υγείας ξεθεμελιώνεται. Νοσοκομεία διαλύονται, άλλα που είναι έτοιμα δε λειτουργούν, οι τεράστιες ελλείψεις προσωπικού όλων των ειδικοτήτων και κατηγοριών παραμένουν κτλ. Η Πρόνοια και γενικότερα το κοινωνικό δίχτυ προστασίας των αδύνατων ομάδων του πληθυσμού, συρρικνώνεται διαρκώς. Η αναλγησία της κυβερνητικής πολιτικής - όπως αυτή εκφράζεται και με τις σχετικές πιστώσεις του Προϋπολογισμού - εδώ εμφανίζει το πιο αποκρουστικό της πρόσωπο. Οι σχετικές πιστώσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας για το 2000 (+6,9%, σε σύγκριση με το 1999) είναι εντελώς ανεπαρκείς. Απλώς και μόνο «πετυχαίνουν» να μην καταρρεύσει τελείως το δημόσιο Σύστημα Υγείας. Ολοένα και πιο πολύ γίνεται καθαρό ότι όποιος πολίτης θέλει την υγεία του, πρέπει να πληρώσει. Πρέπει να πληρώσει ακόμα και στο κατά τα άλλα δημόσιο Σύστημα Υγείας. Την ίδια ώρα τα ιδιωτικά μονοπωλιακά συγκροτήματα που δραστηριοποιούνται στο χώρο, κάνουν χρυσές δουλιές και γιγαντώνονται. Οι δαπάνες για την Πρόνοια (+2,2%) ουσιαστικά μειώνονται και έτσι οι λογής - λογής «φιλάνθρωποι» βρήκαν πεδίον δόξης λαμπρό και κερδοσκοπούν παντοιοτρόπως. Η κυβέρνηση δε διαθέτει τις αναγκαίες πιστώσεις, όχι μόνο να αναπτύξει το όλο σύστημα, αλλά έστω και απλώς να συντηρήσει αυτό που υπάρχει.
  • Τα προβλήματα της δημόσιας Παιδείας - τα οποία διαρκώς εντείνονται λόγω της χρόνιας κρατικής υποχρηματοδότησης - ουσιαστικά «αντιμετωπίζονται» με τον περιορισμό των σχετικών αναγκών. Ετσι το ποσοστό των δαπανών του υπουργείου Παιδείας είναι κάτω από το 8% (7,99%) των συνολικών δαπανών του Προϋπολογισμού του 2000. Και στο νέο Προϋπολογισμό τα όποια - ανεπαρκή, πάντως - κονδύλια προβλέπονται, ουσιαστικά χρηματοδοτούν και στηρίζουν τη διαβόητη «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», η οποία κυριολεκτικά πετά έξω από το σχολικό σύστημα δεκάδες χιλιάδες μαθητών και συνεπώς οι... ανάγκες μειώνονται. Και όπου αυτές δεν καλύπτονται, αναλαμβάνει η «αγορά» να καλύψει τα σχετικά κενά: η ιδιωτική εκπαίδευση και η παραπαιδεία διογκώνονται και ο χώρος της μόρφωσης εγκαταλείπεται στις κερδοσκοπικές ορέξεις των ιδιωτών.
  • Ο Πολιτισμός εγκαταλείπεται στους κάθε λογής «χορηγούς», στην ιδιωτική κερδοσκοπία. Οι δαπάνες για τον Πολιτισμό μόλις που φθάνουν το 0,46% των συνολικών δαπανών του Προϋπολογισμού του 2000. Οι αρχαιολογικοί χώροι για άλλη μια χρονιά θα μείνουν αφύλακτοι και στο έλεος των κάθε λογής αρχαιοκαπήλων, η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα εξακολουθήσει να «λειτουργεί» με τεράστια κενά σε προσωπικό και μέσα, ενώ και τα όποια κονδύλια διατίθενται για προγράμματα, τίθενται στην κρίση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία τα συγχρηματοδοτεί. Το ιδιωτικό κεφάλαιο απολαμβάνει ιδιαίτερης μεταχείρισης με χρήματα «κάτω από το τραπέζι» (χρηματοδοτήσεις του ΟΠΑΠ εκτός Προϋπολογισμού), αλλά και επισήμως: ο Προϋπολογισμός του 2000 προβλέπει για ενίσχυση των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων 54 Νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, 900 Δήμων και 132 Κοινοτήτων μόλις 2 δισ. δρχ., ενώ για τα Μέγαρα Μουσικής Αθήνας και θεσσαλονίκης του κ. Λαμπράκη 4 δισ. δρχ.!
  • Οι δαπάνες για τον Αθλητισμό που προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2000, φτάνουν στα 34,1 δισ. δρχ., δηλαδή είναι λιγότερα από όσα εκτιμάται ότι διατέθηκαν το 1999 (37,0 δισ. δρχ.). Ετσι οι κρατικές δαπάνες για τον Αθλητισμό - οι οποίες περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό - είναι εντελώς ανεπαρκείς και αυτό έχει συγκεκριμένες συνέπειες. Λ.χ., ο ερασιτεχνικός, ο σχολικός και γενικότερα ο μαζικός λαϊκός αθλητισμός, ουσιαστικά είναι ανύπαρκτος και πάντως δε χρηματοδοτείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ τα ΤΕΦΑΑ στενάζουν κάτω από το βάρος των προβλημάτων τους. Ολα αυτά γίνονται σε μια χώρα, η οποία υποτίθεται ότι προετοιμάζεται για την ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ του 2004. Στην πραγματικότητα και ο Αθλητισμός παραδίδεται στην κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα ιδιωτών, οι οποίοι ξεκοκαλίζουν κυριολεκτικά τα τεράστια κέρδη του ΟΠΑΠ και τσακώνονται στη μοιρασιά της πίτας των έργων για την ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ.
  • Ο Προϋπολογισμός του 2000 στον τομέα του Περιβάλλοντος χαρακτηρίζεται από ασάφεια, συγκεχυμένη αναφορά, έλλειψη ανάλυσης για το πού και πόσα χρήματα δαπανώνται σε κάθε απαιτούμενη παρέμβαση, ενώ θα έπρεπε να παρουσιάζονται ανάγλυφα, καθαρά και με σαφήνεια οι αντίστοιχες δαπάνες για τις όποιες προβλεπόμενες δραστηριότητες, που όχι μόνο θα προστατεύουν, αλλά και θα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης και της υπαίθρου. Γίνεται φανερό ότι το περιβάλλον, όπως και οι άλλοι τομείς που συνδέονται με τα ζητήματα ποιότητας ζωής, θα υποστούν από τους πρώτους τις συνέπειες της σφιχτής αντιλαϊκής πολιτικής. O Προϋπολογισμός του 2000 για το περιβάλλον βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τη συνολική πολιτική της κυβέρνησης. Μια πολιτική που χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση, επέκταση και εφαρμογή ενός θεσμικού πλαισίου, που το ΠΑΣΟΚ καταδίκαζε όταν ήταν αντιπολίτευση, καθώς και από τη συνεχή αναβολή στην αντιμετώπιση ακόμη και των οξυμένων προβλημάτων, τα οποία έχουν φτάσει σε οριακό σημείο, όπως είναι τα σκουπίδια, τα τοξικά απόβλητα κτλ.

Κ.Ο.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ