ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Οχτώβρη 2004
Σελ. /32
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΠΟΕ - ΚΑΠ
Εργαλεία των εμποροβιομηχάνων

Οι μεγάλες δυσκολίες που παρατηρούνται στη διάθεση όλων σχεδόν των αγροτικών προϊόντων, όπως σιτηρά, ρύζι, πατάτες, σταφίδα, οπωροκηπευτικά, σταφύλια, τομάτες, ροδάκινα, κ.ά., και οι εξευτελιστικές τιμές που δίνονται στους μικρομεσαίους αγρότες, δεν αποτελούν πια μεμονωμένα και παροδικά φαινόμενα και δεν οφείλονται σε συγκυριακή ή διαρθρωτική υπερπαραγωγή.

Είναι γενικευμένα φαινόμενα και παίρνουν πια μόνιμα χαρακτηριστικά. Συνυπάρχουν με τη στασιμότητα και τη συρρίκνωση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής και έχουν αιτία τους τις συνδυασμένες συνέπειες των αναθεωρήσεων της ΚΑΠ, που ξεκίνησαν το 1992, και της συμφωνίας της ΓΚΑΤΤ, στην οποία για πρώτη φορά το 1996 εντάχθηκαν και τα αγροτικά προϊόντα.

Με τη συμφωνία της ΓΚΑΤΤ, που εφαρμόστηκε σταδιακά σε έξι χρόνια, η χώρα μας στα πλαίσια της ΕΕ δεσμεύτηκε να διευκολύνει τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από τρίτες χώρες, μειώνοντας τους δασμούς κατά 36% και αυξάνοντας κατά 5% τις εισαγωγές ακόμα και στα προϊόντα που ήταν πλεονασματική. Να δυσκολέψει τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων προς τρίτες χώρες, μειώνοντας το ύψος των εξαγωγικών επιδοτήσεων κατά 36% και την ποσότητα των επιδοτήσεων εξαγωγών κατά 21%. Να μειώσει τις τιμές και επιδοτήσεις στην εγχώρια παραγωγή κατά 20%.

Με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ, εκτός των άλλων, εκφυλίστηκαν ή και καταργήθηκαν οι θεσμικές τιμές όλων σχεδόν των αγροτικών προϊόντων της ΕΕ και της χώρας μας, όπως τιμές παρέμβασης, αναφοράς, κατωφλιού, κ.ά., οι οποίες έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στο ύψος των δασμών και εξαγωγικών επιδοτήσεων, που υπολογίζονταν με βάση τη διαφορά των κοινοτικών και των λεγόμενων διεθνών τιμών.

Αποτέλεσμα του συνδυασμού των αναθεωρήσεων της ΚΑΠ και της συμφωνίας της ΓΚΑΤΤ ήταν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της ΕΕ, να μειωθούν οι εξαγωγικές επιδοτήσεις της ΕΕ από 10 δισ. ευρώ το 1992, σε 2,8 δισ. ευρώ το 2001.

Στη χώρα μας, σύμφωνα με τις ετήσιες Εκθέσεις των κρατικών προϋπολογισμών, οι εξαγωγικές επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων από 23 δισ. δραχμές το 1991 μειώθηκαν σε 11,3 δισ. δραχμές το 2000. Την ίδια περίοδο, το έλλειμμα στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο τριπλασιάστηκε και από 112 δισ. δραχμές έφθασε στα 346,5 δισ. δραχμές, ενώ το 2003 έφθασε στα 670,5 δισ. δραχμές.

Η παραπάνω κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη με την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ, την οποία ξεκίνησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ολοκληρώνει η κυβέρνηση της ΝΔ, και με την προσυμφωνία του ΠΟΕ, η οποία υπογράφτηκε τον Ιούλη του 2004 στη Γενεύη και στην οποία η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έφερε καμιά αντίρρηση.

Και αυτό γιατί με την ενδιάμεση αναθεώρηση εκφυλίζονται ακόμα πιο πολύ οι θεσμικές τιμές των αγροτικών προϊόντων, που σημαίνει παραπέρα μείωση των δασμών και των εξαγωγικών επιδοτήσεων. Ενώ με την προσυμφωνία του ΠΟΕ, σε μικρό χρονικό διάστημα που θα καθοριστεί κατά τη συμφωνία, θα καταργηθούν οι εξαγωγικές επιδοτήσεις και θα μειωθούν δραστικά οι δασμοί στις εισαγωγές και οι επιδοτήσεις στην παραγωγή.

Τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτών των βασικών πολιτικών επιλογών, τις οποίες υιοθετούν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, δεν μπορούν να συγκαλυφτούν και, πολύ περισσότερο, να αποτραπούν με την ίδρυση του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών Γεωργικών Προϊόντων που εξήγγειλε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Και αυτό γιατί ο Οργανισμός αυτός δε θα διαθέτει κανένα εργαλείο, όπως εξαγωγικές επιδοτήσεις, για την προώθηση των εξαγωγών, με συνέπεια να εκφυλιστεί σ' ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό.

Ετσι, θα οξυνθούν τα προβλήματα διάθεσης της παραγωγής και οι τιμές θα μειωθούν ακόμα παραπέρα. Για παράδειγμα, οι τιμές των σιτηρών και του καλαμποκιού μπορεί να μειωθούν μέχρι 34,5 δρχ./κιλό και αυτό γιατί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνη του 2003 με την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ πρότεινε και ψήφισε η τιμή παρέμβασης των σιτηρών μέχρι το 2013 να παραμείνει σταθερή στο 0,10 ευρώ/κιλό ή 34,5 δρχ./κιλό.

Σαν προσχήματα γι' αυτές τις αλλαγές το Διευθυντήριο της ΕΕ και οι κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών κρατών χρησιμοποιούν τη φτώχεια των αναπτυσσόμενων χωρών που θέλουν τάχα να την εξαλείψουν με το άνοιγμα των αγορών των πλούσιων χωρών στα αγροτικά τους προϊόντα και τους καταναλωτές που πρέπει τάχα να αγοράζουν φθηνά τρόφιμα.

Οσον αφορά στο ενδιαφέρον των ιμπεριαλιστών για τους καταναλωτές, αποδείχνεται πόσο υποκριτικό και παραπλανητικό είναι από την επίσημη εργασία της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της ΕΕ, που στηρίχτηκε στα στοιχεία του ΟΟΣΑ.

Σύμφωνα με την εργασία αυτή, στην εικοσαετία 1980-2000, οι πραγματικές διεθνείς τιμές των σιτηρών μειώθηκαν κατά 70%, του καλαμποκιού κατά 30%, της ζάχαρης κατά 420%, του καφέ κατά 220%, κ.ο.κ. Την ίδια όμως περίοδο οι αντίστοιχες λιανικές τιμές των προϊόντων σιτηρών (ψωμί, κ.ά.) αυξήθηκαν κατά 330%, των προϊόντων καλαμποκιού κατά 270%, ζάχαρης κατά 170%, καφέ κατά 200%, κ.ο.κ.

Στη χώρα μας το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις τιμές των αγροτών και των καταναλωτών μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο και έχει πάρει προκλητικές διαστάσεις. Για παράδειγμα, το 1992 η τιμή του ψωμιού ήταν 3,2 φορές μεγαλύτερη από την τιμή του σιταριού και δέκα χρόνια αργότερα, το 2002, έγινε 7,8 φορές μεγαλύτερη.

Οσον αφορά στο ενδιαφέρον των ιμπεριαλιστών για την εξάλειψη της φτώχειας από τις αλλαγές του ΠΟΕ, διαπιστώνεται ότι ανοίγουν πράγματι σ' ένα βαθμό τις αγορές των πλούσιων χωρών στα αγροτικά προϊόντα των φτωχών χωρών, αλλά με τέτοιο τρόπο που τα μονοπώλια και οι πολυεθνικές να ληστεύουν πιο πολύ το μόχθο και τον πλούτο των φτωχών χωρών, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται και να οξύνεται το πρόβλημα της φτώχειας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο όρος της προσυμφωνίας του ΠΟΕ, όπου αναφέρει ότι η ευνοϊκή μεταχείριση που θα τύχουν τα αγροτικά προϊόντα των αναπτυσσόμενων χωρών, επειδή στις χώρες αυτές δε θα μειωθούν οι όποιες εξαγωγικές επιδοτήσεις και οι δασμοί, θα αντισταθμιστεί με κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων από τις ανεπτυγμένες χώρες.

Χειροπιαστό επίσης παράδειγμα αποτελεί η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο κανονισμό της ζάχαρης, όπου η ίδια η Επιτροπή εκτιμά ότι θα αυξήσει τις εισαγωγές ζάχαρης κατά 25% από τις χώρες της Αφρικής, Καραϊβικής, Ειρηνικού και της Ινδίας, με τις οποίες υπάρχουν προτιμησιακές συμφωνίες. Ομως, οι τιμές εισαγωγής θα μειωθούν κατά 33%, με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές με το νέο καθεστώς να εξάγουν περισσότερη ζάχαρη και να παίρνουν λιγότερα χρήματα.

Ομως, το υποκριτικό ενδιαφέρον της ΕΕ για τις αναπτυσσόμενες χώρες αποκαλύπτεται και από τη λογική πάνω στην οποία στηρίζουν την προώθηση των διεπαγγελματικών οργανώσεων, με στόχο να υποτάξουν πρακτικά και θεσμικά τους μικρομεσαίους αγρότες στα συμφέροντα των εμποροβιομηχάνων και των μονοπωλίων.

Ισχυρίζεται η ΕΕ ότι στα πλαίσια της λεγόμενης παγκοσμιοποιημένης αγοράς, οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι εμποροβιομήχανοι δεν έχουν αντίθετα αλλά κοινά συμφέροντα. Κοινός εχθρός και των δύο είναι ο ανταγωνισμός των αγροτικών προϊόντων των φτωχών χωρών (εδώ τα συμπαθή θύματα γίνονται εχθροί) και για να τον αντιμετωπίσουν καλύτερα θα πρέπει να οργανωθούν σε κοινές επαγγελματικές οργανώσεις, τις λεγόμενες διεπαγγελματικές, με στόχο να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Δηλαδή, να μειώσουν τις τιμές και το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών με τάση να το εξισώσουν με το εισόδημα των αγροτών των αναπτυσσόμενων χωρών.

Τις διεπαγγελματικές οργανώσεις, που θεσμοθέτησε η ΕΕ με κανονισμό και προώθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τις ίδιες οργανώσεις πρότεινε και η κυβέρνηση της ΝΔ στους σιτοπαραγωγούς, σαν λύση στο οξυμένο πρόβλημα διάθεσης των σιτηρών.

Ομως, οι σιτοπαραγωγοί ζητάνε να απαγορευτούν οι εισαγωγές σιτηρών για να διατεθεί η εγχώρια παραγωγή, ενώ οι εμποροβιομήχανοι πιέζουν να απελευθερωθούν οι εισαγωγές για να μειωθούν πιο πολύ οι τιμές, παρά το γεγονός ότι οι φετινές τιμές είναι μειωμένες κατά 25% τουλάχιστον σε σχέση με τις περσινές. Θέλουν, με δυο λόγια, να αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τα σιτηρά, είτε από τους αγρότες των αναπτυγμένων χωρών, είτε από τους αγρότες των αναπτυσσόμενων χωρών.

Στην πράξη, δηλαδή, φαίνεται ότι τα συμφέροντα των μικρομεσαίων αγροτών των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών είναι κοινά και αντίθετα με τα συμφέροντα των εμποροβιομηχάνων και μονοπωλίων, γι' αυτό δεν μπορούν να λυθούν με συναίνεση αλλά με ριζικές κοινωνικές αλλαγές σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, που θα αμφισβητούν την κυριαρχία των μονοπωλίων και των κυβερνήσεών τους.

Σημαντική συμβολή στην προώθηση αυτών των κοινωνικών αλλαγών συνεισφέρουν τα λαϊκά κινήματα των διαφόρων χωρών, που με στόχο την κατάργηση της εκμετάλλευσής τους παλεύουν για διεύρυνση των κατακτήσεών τους, και όχι εκείνες οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των διαφόρων κοινωνικών οργανώσεων, που στο όνομα τάχα της φτώχειας ξεπουλάνε συνειδητά και τα άμεσα αιτήματα αλλά και το στρατηγικό στόχο.


Του Γιάννη ΣΦΥΡΗ*
*Ο Γιάννης Σφυρής είναι υπεύθυνος του Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ