ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Γενάρη 2000
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στην Αίγυπτο

Ο αστικός κόσμος που μετακόμισε στο εξωτερικό, περνούσε τον καιρό του στην Αίγυπτο μέσα σε ατελείωτες αντιλαϊκές δράσεις που σκάρωνε με τους Εγγλέζους. Κύριο μέλημά τους είχαν να συγκροτήσουν, να συντηρήσουν και να ενισχύσουν τα απομεινάρια του αστικού κράτους που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, προετοιμάζοντας και προσβλέποντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Την εκεί κατάσταση την περιέγραψε πολύ παραστατικά ο ποιητής Γ. Σεφέρης, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών των κυβερνήσεων του Καΐρου, που την παρομοίαζε μ' ένα «κουβάρι από σκουλήκια» (Γ. Σεφέρη: «ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ», τ. Α', σελ.131, «Εκδόσεις Ικαρος»).

Ως προς το πώς έβλεπαν τις μεταπολεμικές εξελίξεις και το πώς προετοιμάζονταν ανάλογα, έγραψε ο Πέτρος Ρούσος για τη συνάντησή του με τον γνωστό πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο στο Κάιρο, το καλοκαίρι του 1943: «Ο Κανελλόπουλος έβλεπε πως πλησιάζει και πάλι το "μέγα θέμα" της εξουσίας. Συγκράτησα δύο σκέψεις από τις συνομιλίες μας. Του περιέγραψα την αλγεινή εντύπωσή μας από τη φατριαστική και ηττοπαθή κατάσταση που επικρατεί στις κορυφές του Καΐρου σε αντίθεση με τις μαχητικές διαθέσεις που επικρατούν στους φαντάρους, ναύτες και σμηνίτες υπέρ του συμμαχικού πολέμου. Είχαμε επισκεφτεί την Αλεξάνδρεια και είχαμε μιλήσει με την παράνομη καθοδήγηση της ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), με τον Σαλλά και με ναυτικούς, ιδιαίτερα του πολεμικού στόλου, επίσης με στελέχη της ΟΕΝΟ (Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων) και τον γραμματέα των ναυτεργατών Νίκο Καραγιάννη, που καθοδηγούσαν τον γεμάτο αυτοθυσία αγώνα των Ελλήνων ναυτικών στον πόλεμο.

- Κύριε Κανελλόπουλε, του λέω, είδαμε τα πολεμικά μας και τα πληρώματα έτοιμα για πόλεμο και θυσία και αυτά κρατούνται μακριά από τον αντιχιτλερικό πόλεμο, την ώρα που οι άλλοι θυσιάζονται στην πατρίδα και στους ωκεανούς. Ολοι, και οι Αγγλοι, ομολογούν πως χάρη στους αντιφασίστες είναι πρωτοφανής η πειθαρχία και η επίδοση των πληρωμάτων στα ελληνικά πολεμικά πλοία.

- Μα αυτό είναι ακριβώς που με φοβίζει, μου λέει!» (Π. Ρούσου, ο.π., σελ. 418). Ο φόβος του εκφράστηκε με την πρακτική αντίδραση των Εγγλέζων, των εκεί ελληνικών κομμάτων και των πραιτοριανών τους λίγους μήνες αργότερα (Απρίλης 1944), όταν τσάκισαν το αντιφασιστικό στρατιωτικό κίνημα της Μέσης Ανατολής ενόψει της απελευθέρωσης που πλησίαζε...

Η στρατιωτική δύναμη

Μέσα, λοιπόν, σε συνθήκες οξυμένων κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων, ένοπλου αντιστασιακού λαϊκού κινήματος, σμπαραλιασμένου ή και εξόριστου κρατικού μηχανισμού και κατακερματισμένων και απομαζικοποιημένων αστικών κομμάτων, μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης τους, ήταν αδήριτη ανάγκη για την εγχώρια αστική τάξη να υπάρξει δύναμη ισχυρή και αποφασισμένη να σκορπίσει το θάνατο. Την τελευταία ιδιότητα η ντόπια αστική τάξη τη διέθετε εξ ολοκλήρου. Εκείνη που της έλειπε, στον απαιτούμενο βαθμό, ήταν η στρατιωτική δύναμη.

Η παρέμβαση του εγγλέζικου παράγοντα τής έλυσε και αυτό το πρόβλημα. Η παρέμβαση ήταν ακριβώς εκείνη που της χρειαζόταν: Αποφασιστική. Ηταν παρέμβαση με πυγμή, που δεν είχε το χρόνο να «παίζει» με τις αντιθέσεις κομμάτων - παλατιού ή κομμάτων μεταξύ τους. Ηταν παρέμβαση πρακτική.

Στο Λίβανο, απέναντι στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κάθονταν οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων. Ομως, στο παρασκήνιο, πίσω από τις αστικές ηγεσίες βρίσκονταν οι Εγγλέζοι. Ενώ στην Καζέρτα ήσαν οι ίδιοι στο προσκήνιο.

Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Κρις Γουντχάουζ ως προς το «τιμόνι» που κρατούσαν οι Εγγλέζοι: «Μέχρι το 1947 η Βρετανική κυβέρνηση διόριζε και απέλυε Ελληνες πρωθυπουργούς δίνοντας ελάχιστη προσοχή στους συνταγματικούς τύπους» (Γιάννη Στεφανίδη: «Από τον εμφύλιο στον ψυχρό πόλεμο», σελ. 6, εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ).

Πολύ χαρακτηριστική είναι η στάση της Μ. Βρετανίας απέναντι στον τότε βασιλιά Γεώργιο τον Β`, που βρισκόταν εγκατεστημένος στην Αγγλία.

Την 4η Ιούλη 1943 ο Γεώργιος ο Β` είχε δηλώσει δημόσια ότι μετά την απελευθέρωση ο ελληνικός λαός θα κληθεί να αποφασίσει με ποιο πολίτευμα θα ζει. Λίγο αργότερα, στις 19 Αυγούστου, ο Γεώργιος έστειλε τηλεγράφημα στους Τσώρτσιλ - Ρούσβελτ, όπου έθετε το ζήτημα «να επιστρέψω με τον στρατόν μου εις την Ελλάδα», προφανώς για να προετοιμάσει καλύτερα την εγκατάστασή του στη χώρα, όταν θα' ρχόταν η στιγμή. Και βεβαίως, επειδή οσμιζόταν ότι οι Εγγλέζοι ίσως προσωρινά να τον παραγκώνιζαν, αφού η Μοναρχία ήταν μισητή στο λαό και δε διευκόλυνε τους χειρισμούς τους, στη λύση του μεταπολεμικού πολιτικού ζητήματος, η πρόταξη της επανόδου της.

Αυτές οι κινήσεις είχαν προκαλέσει αντιδράσεις στους Ελληνες πολιτικούς. Ακόμη και πρώην αντιβενιζελικοί είχαν αντιδράσει. Ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ απάντησαν στον Γεώργιο με ένα διπλωματικό χαστούκι, αφού ο τότε βασιλιάς και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις που ήσαν μαζί του έδειχναν να μην αντιλαμβάνονται τα κύρια καθήκοντα της στιγμής και τοποθετούσαν το ζήτημα της επιστροφής με τέτοιο τρόπο, που δεν έπαιρνε υπόψη του την κατάσταση στην Ελλάδα (ανάπτυξη ΕΑΜ) και δυσκόλευε τους χειρισμούς που απαιτούνταν.

Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ ενήργησαν ως εκφραστές του συνολικού αστικού συμφέροντος και απάντησαν στον Γεώργιο ως εξής:

Τσώρτσιλ: «... ελπίζω ότι θα είναι δυνατόν η Μεγαλειότης σας να αποφύγει νέας δηλώσεις επί του παρόντος, όσον αφορά την ιδικήν σας θέσιν όταν ελευθερωθεί η Ελλάς» (Π. Ρούσου, ο. π., σελ. 427).

Και ο Ρούσβελτ: «Ελπίζω ότι προς το συμφέρον της κοινής πολεμικής προσπάθειας όλοι οι Ελληνες θα βάλουν εις δευτέραν μοίραν άλλους σκοπούς προ της επειγούσης ανάγκης να κερδηθεί ο πόλεμος και να απελευθερωθεί η πατρίς των» (ο. π.).

Τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι οι Ελληνες πολιτικοί ενεργούσαν άβουλα, ως μαριονέτες. Αντίθετα, συμμετείχαν ουσιαστικά στη λήψη των αποφάσεων, ενεργούσαν από κοινού με τον εγγλέζικο παράγοντα, ενώ, όποτε υπήρχε διαφωνία ως προς την ακολουθητέα τακτική, ελίσσονταν ανάλογα.

Η σύμπραξη των Εγγλέζων και των αστών πολιτικών έγινε πιο απροκάλυπτα φανερή εκείνα τα χρόνια. Το ίδιο και στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και στη Βάρκιζα, καθώς και μέχρι τις αρχές του 1947, όταν τους Βρετανούς αντικατέστησαν στην Ελλάδα οι Αμερικανοί. Φάνηκε και μετά. Αλλά αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η όποια στάση κράτησαν τα κόμματα της οικονομικής ολιγαρχίας (βασιλικά - φασιστικά, «φιλελεύθερα», κοινοβουλευτικά της «Δεξιάς», σοσιαλδημοκρατικά) δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σ' ένα και μόνο αποτέλεσμα: Στην απομαζικοποίησή τους (όσων βέβαια είχαν μαζική λαϊκή βάση), στη βαθιά κρίση τους και στη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού μας στις γραμμές του ΕΑΜ. Γιατί ο λαός διαπίστωσε με την πείρα του, ότι φθάνοντας οι Γερμανοί στην Ελλάδα, δεν είχε ν' ακουμπήσει παρά μόνο σε ένα κόμμα: στο ΚΚΕ. Μόνο το ΚΚΕ, καταματωμένο απ' τα βασανιστήρια πέντε χρόνων, βρισκόταν δίπλα στις λαϊκές μάζες. «... το Κόμμα και ο κάθε κομμουνιστής ξεχωριστά οφείλει να προσανατολίζεται έγκαιρα και σωστά στα σοβαρά γεγονότα που αλλάζουν, να οργανώνει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας», υπογράμμιζε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ τον Ιούλη του 1941(«Το ΚΚΕ απ' το 1931 ως το 1952», σελ. 105, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ).

Αυτή ήταν σε συντομία και σε πολύ χοντρές γραμμές η διάταξη και η στάση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Κι αποτελεί κατάφωρη παραχάραξη της ιστορίας και πρόκληση πρώτης γραμμής, η προσπάθεια ν' αγιοποιηθεί ο αστικός πολιτικός κόσμος, ιδιαίτερα ο βενιζελοπαπανδρεϊκός, και να του απονεμηθούν εύσημα για τη «φιλολαϊκή» δράση του.

Πάντως, σ' όσους λαθολογούν, όταν αναφέρονται στο ΚΚΕ, τα αληθινά γεγονότα υπενθυμίζουν ότι το ΚΚΕ έκανε και λάθη, αλλά τα έκανε πολεμώντας για τα λαϊκά συμφέροντα, ενώ τα αστικά κόμματα διέπραξαν εγκλήματα συνειδητά σε βάρος του λαού.

(Την επόμενη Κυριακή το Β` Μέρος)


Μάκης ΜΑΪΛΗΣ

Οι κατοχικές κυβερνήσεις

Ο Γ. Τσολάκογλου πηγαίνει να υπογράψει την παράδοση της Ελλάδας στους ξένους εισβολείς. Συνοδεύεται από «τιμητική φρουρά» Γερμανού αξιωματικού
Ο Γ. Τσολάκογλου πηγαίνει να υπογράψει την παράδοση της Ελλάδας στους ξένους εισβολείς. Συνοδεύεται από «τιμητική φρουρά» Γερμανού αξιωματικού
Ενα τμήμα του αστικού κόσμου επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές. Ησαν οι γνωστοί «κουίσλινγκ», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις υπό τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι.Ράλλη. Με την ενίσχυση αυτών των κυβερνήσεων και των Γερμανών σχηματίστηκαν τα φασιστικά κόμματα «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας», «Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις»(ΕΣΠΟ), η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) κ. ά.

Πρέπει να σταθούμε στο ζήτημα του σχηματισμού των κατοχικών κυβερνήσεων, και λόγω σημασίας και γιατί υπάρχει μια ουσιαστική πλευρά της όλης υπόθεσης, που συνήθως παραγνωρίζεται.

Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί, βεβαίως μέσα στις συνθήκες μιας κατακτημένης χώρας. Στα πλαίσια της ύπαρξης και λειτουργίας του - και ως προϋπόθεσή τους - σχηματίστηκαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, που αναφέρθηκαν παραπάνω, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης του λαού. Δημιουργήθηκαν τα «Τάγματα Ασφαλείας» και συναφείς κρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η Ειδική Ασφάλεια, στην οποία βασανίζονταν κομμουνιστές (π.χ. η Ηλέκτρα Αποστόλου) και άλλοι αγωνιστές, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή (αν και η τελευταία στις περισσότερες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας ξηλώθηκε σε μια πορεία και αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό). Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο Αμυνας, πάρα το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο προηγούμενος τακτικός στρατός.

Η παραπάνω εξέλιξη είχε αντικειμενική βάση. Η κατοχή δεν κατάργησε - ούτε ήθελε φυσικά να καταργήσει - το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους.

Τα πράγματα, δηλαδή, έθεταν εξ αντικειμένου το ζήτημα ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί άμεσα - και κυρίως μακροπρόθεσμα - την εξουσία της τάξης του. Αυτή την ανάγκη την αναγνώριζε ολόκληρος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Γι' αυτό ακριβώς επικρότησε τη δημιουργία των κατοχικών κυβερνήσεων ως εθνική ανάγκη. Γι' αυτό ακριβώς και ο αστικός Τύπος τις στήριξε. Πέρα, βεβαίως, και από το γεγονός ότι οι κατακτητές χρειάζονταν κυβερνήσεις - υποχείρια τους, για να συμβάλουν στο δικό τους (των κατακτητών) ρόλο καταστολής του λαού, ως τοποτηρητές γερμανικών συμφερόντων.

Ο στόχος, επομένως, ήταν διπλός και αυτό το δίπτυχο αποτελούσε τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Πρέπει, λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες -συνεργάτες των Γερμανών ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι' αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά την απελευθέρωση.

Για τη σημασία και το ρόλο των κατοχικών κυβερνήσεων ο Κ. Πυρομάγλου θίγει μια άλλη αξιοπρόσεκτη πλευρά, ανεξάρτητα απ' το γεγονός ότι οι εξελίξεις τελικά δεν την επιβεβαίωσαν. Θέτει το θέμα ότι το υπουργείο Αμυνας λειτουργούσε στην κυβερνητική συγκρότηση των «κουίσλινγκ», αν και δεν υπήρχε στρατός. Ποιο σκοπό εξυπηρετούσε αυτό, πέρα απ' την προσπάθεια συγκρότησης στρατιωτικών δυνάμεων και την προσπάθεια να εμποδιστούν αξιωματικοί του τακτικού στρατού να στελεχώσουν τον ΕΛΑΣ; Γράφει: «Ο σκοπός απεκαλύφθη κατά τους τελευταίους μήνας του 1941, όταν εις μίαν ανά την Ελλάδα περιοδείαν του ο στρατηγός Τσολάκογλου, ατένιζων τας ακτάς της Μικράς Ασίας, εδήλωσεν ότι "οι εκδιωχθέντες Ελληνες, θα πρέπει να επανέλθουν...". Ητο η περίοδος, κατά την οποίαν το Γερμανικόν Επιτελείον εμελέτα την εισβολήν εις την Τουρκίαν και είχεν ανάγκην μισθοφορικού στρατού. Η παγερά σιωπή του Ελληνικού Λαού έπεισε και "Κυβέρνησιν των Αθηνών" και Γερμανικάς Αρχάς, περί της πλήρους αρνήσεως των Ελλήνων, να εμπλακούν εις μίαν τοιαύτην περιπέτειαν» (Κ. Πυρομάγλου, ο. π., σελ. 143).

Οι απόντες

Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα. Ο Θ. Σοφούλης, αρχηγός των «Φιλελευθέρων», ο Γ. Καφαντάρης, των «Προοδευτικών», ο Ι. Σοφιανόπουλος, του «Αγροτικού Κόμματος», ο Γ. Παπανδρέου, του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», ο Παν. Κανελλόπουλος, του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος», ο Κ. Καραμανλής, του «Λαϊκού Κόμματος», απείχαν ουσιαστικά, ορισμένοι και τυπικά, ενώ ο Στυλ. Γονατάς, υπαρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων», καθοδήγησε την ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» του Ι. Ράλλη. Ο Γ. Καφαντάρης, σε πρόταση που του έγινε από το ΚΚΕ να προσχωρήσει στην Αντίσταση, απάντησε: «Οι Ελληνες να μη νοιάζονται, το ζήτημα θα το λύσουν οι σύμμαχοι» (δηλαδή οι Εγγλέζοι) (Π.Ρούσος, ο. π., σελ. 137). Την ίδια στάση κράτησαν στις προτάσεις του ΚΚΕ και άλλοι. Στον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο έγινε πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το επίσης κατηγορηματικό «όχι», που έδωσε ως απάντηση. Εξάλλου από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: Παραθέτουμε το σχετικό γράμμα του Ν. Πλαστήρα: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 14 Σεπτέμβρη 1998). Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.

Ποια ήταν η επιδίωξη τους; Ηταν η ίδια της προπολεμικής - προδικτατορικής περιόδου: Οταν θα φύγουν κάποτε οι κατακτητές, να επανέλθουν τα πράγματα στην προ της 4ης Αυγούστου κατάσταση και ν' αναλάβουν αυτοί τα ηνία της διακυβέρνησης. Μέχρι τότε «ας κάτσουμε όλοι στ' αβγά μας», περιμένοντας την αίσια έκβαση του πολέμου, που θα τη φέρουν οι ισχυροί σύμμαχοι... Από αυτή την άποψη, μόνη δυσφορία δημιουργούσε, σε όσους ήταν αντιμοναρχικοί, το θέμα του βασιλιά. Δυσφορούσαν από το γεγονός ότι οι Βρετανοί είχαν τη Μοναρχία ως ένα από τα βασικά τους στηρίγματα στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που και οι ίδιοι στήριζαν στους Βρετανούς τις ελπίδες τους...

Στα χρόνια που προηγήθηκαν των προηγουμένων γεγονότων, είχαν οξυνθεί οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις και στο Παλάτι. Είχε μεσολαβήσει η βασιλομεταξική δικτατορία των Μεταξά - Γλύξμπουργκ, στη διάρκεια της οποίας μια σειρά απ' αυτούς είχαν γνωρίσει τόπους εξορίας και άλλους περιορισμούς, γεγονός που είχε προσθέσει νέες αντιδράσεις στις εκ πεποιθήσεως αντιμοναρχικές αντιλήψεις τους. Ενώ λίγους μήνες πριν την τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία είχε πραγματοποιηθεί το νόθο δημοψήφισμα της 3ης Νοέμβρη 1935, το οποίο έδωσε υπέρ της Μοναρχίας το 105% των ψήφων! «... δηλαδή ήταν περισσότεροι οι ψήφοι υπέρ της μοναρχίας από τους ψηφοφόρους... Οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες της νοθείας θορυβήθηκαν για την γκάφα τους και όλη τη νύχτα της 3-4 Νοεμβρίου έκαναν διάφορες αλχημείες για να... μειώσουν τώρα τους ψήφους υπέρ της βασιλείας»! (Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 136). Εννοείται, φυσικά, ότι παρά τις αντιθέσεις μεταξύ τους και της Μοναρχίας, ήσαν πρόθυμοι να τη στηρίξουν, αρκεί αυτή να τους εξυπηρετούσε κομματικά...

Η αστική τάξη στην Ελλάδα, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, είχε δεσμούς κυρίως με τη Μ. Βρετανία, ανεξάρτητα απ' το κόμμα ή τα κόμματα που βρίσκονταν στην κυβερνητική εξουσία, ανεξάρτητα απ' το πολίτευμα που είχε στην α ή στη β χρονική στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η τεταρτοαυγουστιανή φασιστική δικτατορία (1936-1941), που οι φιλικές διαθέσεις της προς τη χιτλερική Γερμανία ήσαν διάχυτες, είχε κι αυτή εξωτερική πολιτική που κινιόταν στη γραμμή πλεύσης της Μ. Βρετανίας.

Μόλις η Ελλάδα κατακτήθηκε, αλλά και στην πορεία, ένα μεγάλο τμήμα του παραπάνω πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ' όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση... Θα επιστρέψουμε στα όσα αφορούν στη δράση τους στο εξωτερικό. Για την ώρα ας μείνουμε στη στάση τους απέναντι στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.

Κείμενα:

Μάκης ΜΑΪΛΗΣ

Την επόμενη Κυριακή το Β' μέρος



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ