Ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε βαθύτατη συνείδηση, ότι ο λαϊκός αγώνας κατά των καταχτητών είχε κατά βάθος ταξικό περιεχόμενο. Δεν ξεγελιόταν από το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο του, που «υπερκάλυπτε», σε μεγάλο βαθμό, το κοινωνικό. Κατανοούσε καλά, πως ο ερχομός των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο, έστω με αφετηρία την εθνική απελευθέρωση, δε γινόταν να περιοριστεί σ' αυτήν, απ' τα ίδια τα πράγματα, αφού τα δύο παραπάνω στοιχεία συνυπήρχαν. Και ότι, στην πορεία της πάλης, έτσι κι αλλιώς, θα οξύνονταν και τα αντικαπιταλιστικά κριτήρια των λαϊκών μαζών. Γιατί την ίδια στιγμή, που 100άδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα κι η δυστυχία ήταν ο καθημερινός σύντροφος των υπολοίπων, κάποιοι θησαύριζαν. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο και η εξαθλίωση μεγάλου τμήματος της αγροτιάς δεν οφειλόταν μόνο στους καταχτητές. Μαζί με τους τελευταίους υπήρχε και η ντόπια αστική τάξη. Κατά συνέπεια κατανοούσαν, ότι σε κάποια στιγμή η λαϊκή αντίθεση μπορούσε να στραφεί εναντίον όλων.
Ωστόσο ο Ψαρρός, είτε από έκπληξη, είτε από υποκρισία, έλεγε: «Η έννοια του εθνικού αγώνος συγχέεται και με πολιτικόν και κοινωνικόν περιεχόμενον. Και το περιεχόμενον αυτό παίρνει ακόμη στενοτέραν έκφρασιν και εκδήλωσιν, εν σχέσει με την προσωπικότητα του επί κεφαλής των ανταρτικών τμημάτων. Εφ' όσον από την αρχήν ο ένοπλος ανταρτικός αγών δεν έχει ενοποιηθεί, ο στρατιωτικός ηγέτης μιας Οργανώσεως ή μιας περιοχής θα πρέπει να είναι έτοιμος, μαζί με τον αγώνα εναντίον του κατακτητού, να υποστεί ή να αντιμετωπίσει και τον εμφύλιον πόλεμον» (Κ. Πυρομάγλου, ο.π., σελ. 171).
Ταυτόχρονα ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε καθαρό, ότι ο ξεσηκωμός του λαού θα τον αφύπνιζε και σε ό,τι αφορούσε στη στάση των αστικών κομμάτων στα προηγούμενα χρόνια, οπότε είχαν παραδώσει την εξουσία στην 4η Αυγούστου. Γι' αυτό και έκαναν ό,τι περνούσε απ' το χέρι τους, για να μείνει ο λαός υποταγμένος. Η καλλιέργεια της ηττοπάθειας, του «ρεαλισμού» (!) και της κινδυνολογίας - μαζί με τον αντικομμουνισμό - οργίασε!
Από την άλλη υπήρχαν - αυτό σαν δευτερεύον όμως στοιχείο - και οι προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, να παίξουν κι αυτοί ρόλο στην κυβέρνηση του Καΐρου (στις κυβερνήσεις για την ακρίβεια που σχηματίζονταν στο εξωτερικό), ενώ άλλοι καιροσκοπούσαν έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο σε ευνοϊκές γι' αυτούς εξελίξεις μετά την απελευθέρωση.
Είναι χαρακτηριστική η στάση που κράτησε ο Ι. Σοφιανόπουλος. Οταν το 1943 τον συνάντησαν εκ μέρους του ΚΚΕ οι Γιάννης Ιωαννίδης και Πέτρος Ρούσος, μέλη του ΠΓ, και του πρότειναν ν' αναλάβει την πρωθυπουργία «της κυβέρνησης του βουνού», που τότε υπήρχε η σκέψη να σχηματιστεί, ο Σοφιανόπουλος αρνήθηκε. «Συμφωνούσε πως ο άξονας θα χάσει τον πόλεμο, μα τόνε φόβιζε η στάση της Αγγλίας:
-Δε θ' αφήσει, είπε, η Αγγλία και ζητάτε πολλά οι κομμουνιστές.
-Δε ζητάμε, του είπα, παρά την κατοχύρωση των θυσιών που δίνει ο λαός για τη λευτεριά και την αναγέννηση του τόπου. Αλλωστε, σε άλλες συνθήκες είχαμε κιόλας κάνει την αρχή με το σύμφωνο που είχαμε υπογράψει μαζί του (με το Σοφιανόπουλο) το 1936. Δεν αντέταξε τίποτα σ' αυτά μα δεν το αποφάσισε» (Π. Ρούσου, ο.π., σελ.350). (σημείωση: Ο Π. Ρούσος αναφέρεται στο «Συμφωνητικό μεταξύ Αγροτικού Κόμματος και ΚΚΕ» που υπογράφτηκε την 22η Ιούλη 1936 από τον Ι. Σοφιανόπουλο, του Αγροτικού Κόμματος και τον Β. Νεφελούδη, του ΚΚΕ).
Οπως έγραψε ο Γιώργης Αθανασιάδης, «ήταν φανερό ότι ο Ι. Σοφιανόπουλος, όπως και άλλοι αστοί πολιτικοί, προτιμούσε να συχνάζει σε διάφορα στέκια (σαλόνια, καφενεία, βίλες κ.λπ.), όπου συζητούσαν για τις πολεμικές και πολιτικές εξελίξεις και καιροφυλακτούσαν να εκμεταλλευτούν αυτές τις εξελίξεις προς όφελός τους. Οι ηγέτες αυτοί τροφοδοτούσαν με πληροφορίες και σκέψεις τη συκοφαντική εκστρατεία των Αγγλων, του βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησης ενάντια στην Εθνική Αντίσταση. Σε κοινή δήλωσή τους π.χ. που στάλθηκε τηλεγραφικά στο Κάιρο στις 19 του Γενάρη 1944, υπογραμμένη από τους Σοφούλη, Παπανδρέου, Καφαντάρη, Γονατά, Μυλωνά, Ράλλη και Σοφιανόπουλο, χαρακτήριζαν την Εθνική Αντίσταση του ελληνικού λαού «αναρχουμένην ανταρτικήν κίνησιν» και αποφαίνονταν ότι «η κίνησις αυτή, η χρησιμοτάτη, παρεξέκλινε του προορισμού της και τείνει να μεταβληθεί, αν δε μετεβλήθη ήδη, από απελευθερωτικήν εις κίνησιν εξοντώσεως του ελληνικού πληθυσμού» («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», σελ. 385, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Είναι ανακριβές ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος, που δεν μπήκε στις κυβερνήσεις των κουίσλινγκ, ήταν αμέτοχος στη συγκρότησή τους και ότι αυτές δεν είχαν τη σύμφωνη γνώμη του. Το αντίθετο. Και να τι έγραφαν οι αθηναϊκές εφημερίδες της 8 Μάη 1941: «Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ. κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις: "Ο κ. πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς. Επίσης πάντες ανεγνώρισαν το σφάλμα του εκπεσόντος καθεστώτος να κηρύξη τον πόλεμον κατά της Γερμανίας και διεκήρυξαν το χάσμα, το οποίον χωρίζει την Ελλάδα από την κυβέρνησιν των εν Κρήτη εγκατασταθέντων φυγάδων. Πολλοί εξ αυτών εξεδήλωσαν τον ζωηρόν αποτροπιασμόν των, διότι οι φυγάδες ούτοι δε συνεταύτισαν τας τύχας των με τον ελληνικόν Λαόν, τον οποίον, εκτός της συμφοράς του πολέμου, απεγύμνωσαν διά της αφαιρέσεως του Δημοσίου Χρήματος"...»(Κ. Πυρομάγλου, ό.π., σελ. 136-137).
Ο Τσουδερός, λοιπόν, επεδίωξε η σύνθεση της κυβέρνησης να είναι αντιπροσωπευτική των κομμάτων. Αλλά μπήκαν στη μέση οι Εγγλέζοι, που ήθελαν να προφυλάξουν τους δημοκρατικούς πολιτικούς (Γ. Παπανδρέου κ.ά.) και μαζί με τον Τσουδερό σχημάτισαν αμιγή φασιστική κυβέρνηση. Στη σύνθεσή της περιλήφθηκαν τα πιο εκτεθειμένα, τα πιο αντιδραστικά στοιχεία: Ο ναύαρχος Σακελλαρίου, ο Μανιαδάκης - υφυπουργός Ασφάλειας επί Μεταξά - ο Κοτζιάς, ο Νικολούδης, ο Δημητράτος!
Φεύγοντας η κυβέρνηση Τσουδερού άφησε πίσω της κυβερνητικό κλιμάκιο με επικεφαλής τον αρχιδήμιο Κ. Μανιαδάκη, «που έπρεπε να φροντίσει να μην απολυθούν οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι και να εμποδιστεί η αναχώρηση, στην Κρήτη ή αλλού, των ανεπιθύμητων στο καθεστώς. Ο Μανιαδάκης εξετέλεσε πιστά τη βασιλική θέληση και την κυβερνητική εντολή. Ετσι, πολλοί φυλακισμένοι και εξόριστοι παραδόθηκαν στον κατακτητή και Κρητικοί που ήθελαν να πάνε στο νησί τους και να πολεμήσουν, εμποδίστηκαν από το φρουρό του καθεστώτος, τον Μανιαδάκη!» (Γ. Αθανασιάδη: «Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας», σελ. 67, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ως προς την παραπάνω διαπλοκή μπορούμε να δούμε και τις περιπτώσεις των Δαμασκηνού και Αγγελου Εβερτ. Ο πρώτος ήταν (έγινε) αρχιεπίσκοπος στην Κατοχή, ενώ μετά την Κατοχή έγινε αντιβασιλιάς και έπαιξε ηγετικό ρόλο στην καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος ως στενός συνεργάτης και άνθρωπος του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και μετά. Τον ίδιο ρόλο έπαιξε και ο Εβερτ ως αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων. Και τους δύο τους προτίμησαν οι Γερμανοί, αλλά στηρίζονταν σ' αυτούς και οι Εγγλέζοι. Τους ήθελε, όμως, και ο Γ. Παπανδρέου και ο Πλαστήρας και γενικά η πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου...
Τι έχει, ωστόσο, αποδειχθεί; Πρώτο, ότι ο ΕΔΕΣ δημιουργήθηκε και δρούσε με την έμπνευση, τα σχέδια και τις λίρες της Μ. Βρετανίας. Δεύτερο, ότι κύριος στόχος του δεν ήταν οι Γερμανοί, όπως ισχυριζόταν η ηγεσία του, αλλά ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ. Τρίτο, ότι στην ηγεσία του συνυπήρχαν και συνεργάτες των Γερμανών, ενώ ο ίδιος ο Ζέρβας ήταν άνθρωπος των Εγγλέζων. Ταυτόχρονα ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κ. Πυρομάγλου συγκαταλεγόταν σ' εκείνες τις προσωπικότητες που είχαν περισσότερες σχέσεις με «φιλελεύθερους» πολιτικούς. Οσο για τον Γ. Καρτάλη, ο Σοβιετικός πρέσβης Ροντιόνοφ, σε έκθεσή του προς το σοβιετικό υπουργείο Εξωτερικών, ανέδειξε το εξής γεγονός: Οτι ο Καρτάλης στηριζόταν και αυτός στην εγγλέζικη δύναμη, προκειμένου, μέσω αυτής της ενίσχυσης, να συμβάλει στη δημιουργία μετακατοχικών εξελίξεων διατήρησης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Αυτό εξάλλου έκανε και το κάθε κόμμα της οικονομικής ολιγαρχίας.
Τον παραπάνω στόχο τον εξυπηρετούσαν και δυνάμεις συνεργαζόμενες με το ΕΑΜ, αλλά και δυνάμεις που ήταν εντός του ΕΑΜ. Και βέβαια οι επιδιώξεις τους ήταν φυσικό επακόλουθο του χαρακτήρα τους ως αστικών δυνάμεων και του προγράμματός τους.
Ηταν πρώτα απ' όλα θέμα της συνειδητής πρωτοπορίας του Μετώπου που δημιουργήθηκε, να πάρει αυτό κατεύθυνση προς τη λαϊκή εξουσία. Αυτό, δυστυχώς, για μια σειρά λόγους, που δεν είναι του παρόντος, δεν έγινε κατορθωτό.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι καθόλου δεν υπήρχαν σινικά τείχη ανάμεσα στα κόμματα της αστικής τάξης, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Αντίθετα, όσο κι αν αυτές οξύνονταν, τα κοινά υπόβαθρα παρέμεναν.
α) Τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού και ταυτόχρονα τη συσπείρωση σωμάτων κρούσης που θα χτυπούσαν το ΕΑΜικό κίνημα και το ΚΚΕ.
β) Οτι η στρατιωτική δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας ήταν μέσον εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση της κυριαρχίας της τάξης. Και την αξιοποίησαν στο έπακρο.
γ) Την ταχύτατη ανάπτυξη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, κατά συνέπεια την ανάγκη τους να παρεμβάλουν εμπόδια και κυρίως να υπονομεύσουν πολιτικά και οργανωτικά την ΕΑΜική πάλη. Η παρουσία της εγγλέζικης αποστολής στα ελληνικά βουνά (Εντι Μάγερς, Κρις Γουντχάουζ κ.ά.) διεκπεραίωνε και αυτόν το ρόλο, σε συνεργασία με πολιτικούς παράγοντες που θεωρούνταν... προοδευτικοί! Και τον διεκπεραίωνε, στα πλαίσια της ταυτόχρονης αντιχιτλερικής πάλης που διεξήγαγε γενικότερα η Μεγάλη Βρετανία.