Οι δύο αντιμαχόμενοι στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί ήταν η Τριπλή Συνεννόηση (Τριπλή Αντάντ) και η Τριπλή Συμμαχία. Η Τριπλή Συνεννόηση ήταν ο στρατιωτικοπολιτικός συνασπισμός της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Στην ολοκληρωμένη αυτή μορφή του συγκροτήθηκε στα 1907 όταν η Ρωσία και η Αγγλία ήρθαν σε συμφωνία που, στην ουσία, συμπλήρωνε την αγγλογαλλική συμφωνία του 1904, η οποία έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Entente Cordiale) ή αγγλογαλλική Αντάντ. Η Τριπλή Συμμαχία ήταν η στρατιωτικοπολιτική συμμαχία Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, που η συγκρότησή της ξεκίνησε με τη γερμανοαυστριακή στρατιωτική συμμαχία του 1878 και ολοκληρώθηκε με την προσχώρηση σ' αυτήν το 1883 της Ιταλίας.
Σε καθεμία από τις μεγάλες χώρες που ξεκίνησαν τον πόλεμο, αλλά και στις μικρότερες που πήραν μέρος σ' αυτόν, από την πρώτη στιγμή προβλήθηκαν εθνικιστικές - σοβινιστικές διεκδικήσεις αλλά και απατηλά συνθήματα που στόχο είχαν να παρασύρουν τις λαϊκές μάζες και να τις μετατρέψουν σε βορά των κανονιών, στο βωμό των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων. Στη Γερμανία, οι μεγιστάνες του χρηματιστικού κεφαλαίου, οι Γιούνκερς και η στρατιωτική κάστα σχεδίαζαν και προπαγάνδιζαν τη δημιουργία της Μεγάλης Γερμανίας ή μιας, όπως έλεγαν, Μεσευρώπης, που θα συμπεριλάμβανε την Αυστροουγγαρία, τα Βαλκάνια, τις Βαλτικές Χώρες, το Βέλγιο, την Ολλανδία, ένα τμήμα της Γαλλίας κλπ. καθώς αποικίες στην Αφρική και τον Ειρηνικό και σφαίρες επιρροής στη Νότια Αμερική. Τις πολεμικές της επιχειρήσεις εναντίον της Ρωσίας η Γερμανία τις εμφάνιζε ως δήθεν αγώνα για τη συντριβή του μεσαιωνικού τσαρικού καθεστώτος. Στη Γαλλία η χρηματιστική ολιγαρχία διατυμπάνιζε ότι με τον πόλεμο ήθελε να πάρει πίσω από τη Γερμανία την Αλσατία και τη Λωραίνη, να κατακτήσει το λεκανοπέδιο του Ρουρ και φυσικά να επεκτείνει τη γαλλική αποικιοκρατική αυτοκρατορία, προπαντός σε βάρος των γερμανικών κτήσεων στην Αφρική. Στη Ρωσία οι τσιφλικάδες και η αστική τάξη δεν έκρυβαν τα σχέδιά τους να θέσουν υπό το στρατιωτικοπολιτικό τους έλεγχο τα Βαλκάνια, να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά, να μετατρέψουν σε σφαίρα επιρροής τους το Ιράν κλπ. Σχέδια για τον έλεγχο των Βαλκανίων είχε και η Αυστροουγγαρία, ενώ η Ιταλία στόχο είχε να πάρει την Τεργέστη, την Αλβανία, μέρος της Μικράς Ασίας και να θέσει υπό τον έλεγχό της τη λεκάνη της Μεσογείου. Τέλος, η Μ. Βρετανία επιθυμούσε να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη μονοκρατορία της στον κόσμο ως η μεγαλύτερη, η ισχυρότερη και η αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμή του. Από την άλλη, όμως, πλευρά του Ατλαντικού οι Ηνωμένες Πολιτείες έτριβαν τα χέρια τους αφού αυτός ο πόλεμος έδινε τη δυνατότητα να εξασθενίσουν τους αντιπάλους τους, να θησαυρίσουν εμπορευόμενοι και με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και να ενισχύσουν τη δική τους θέση διεθνώς. Γι' αυτό ακριβώς και μπήκαν στον πόλεμο πολύ αργά (6 Απρίλη 1917), όταν αυτός πλησίαζε προς το τέλος του κι όταν είχε διαφανεί η επικείμενη ήττα των κεντρικών δυνάμεων.
Η προδοσία της Διεθνούς ήταν μια ήττα τεραστίων διαστάσεων για το παγκόσμιο προλεταριάτο, που μόνο με τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων προς το τέλος του 20ού αιώνα μπορεί να συγκριθεί. Παρ' όλη όμως την ήττα οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα στο εργατικό κίνημα δεν εξαφανίστηκαν, δεν υποτάχθηκαν στο μοιραίο, κατάφεραν να αντισταθούν και να ανασυνταχθούν. Πρωταγωνιστής σ' αυτή την προσπάθεια υπήρξε το κόμμα του Λένιν. Ο Λένιν, που στα συνέδρια της Διεθνούς είχε πρωταγωνιστήσει να ληφθούν επαναστατικές θέσεις ενόψει του πολέμου, προσδιόρισε με σαφήνεια και επιστημονική καθαρότητα τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του. «Η αρπαγή των εδαφών και η υποδούλωση ξένων εθνών - έγραφε μόλις ξέσπασε ο πόλεμος -, η καταστροφή του ανταγωνιζόμενου έθνους, η καταλήστευση του πλούτου του, η απόσπαση της προσοχής των εργαζόμενων μαζών από τις εσωτερικές πολιτικές κρίσεις της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας και των άλλων χωρών, η διαίρεση και η εθνικιστική εξαπάτηση των εργατών και η εξόντωση της πρωτοπορίας τους με σκοπό την εξασθένιση του επαναστατικού κινήματος του προλεταριάτου, αυτό είναι το μοναδικό πραγματικό περιεχόμενο, το νόημα και η σημασία του σημερινού πολέμου» (Απαντα, τόμος 26, σελ. 15).
Οι μπολσεβίκοι καταδίκασαν το συμβιβασμό με την αστική τάξη και πρόβαλαν το διεθνιστικό σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. Ως προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής καθόρισαν τη χωρίς όρους άρνηση των σοσιαλιστών να ψηφίσουν τις πολεμικές πιστώσεις, την υποχρεωτική παραίτηση αντιπροσώπων τους από τις αστικές κυβερνήσεις, την απόλυτη άρνηση για κάθε συμβιβασμό με την αστική τάξη, τη δημιουργία από μέρους τους παράνομων οργανώσεων, την υποστήριξη της συναδέλφωσης των στρατιωτών στο μέτωπο και την προετοιμασία και οργάνωση των επαναστατικών εξεγέρσεων της εργατικής τάξης. Η πολιτική αυτή, που ακολουθήθηκε με απόλυτη συνέπεια από το μπολσεβίκικο κόμμα, απέδωσε καρπούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση.
Ο πρώτος ιμπεριαλιστικός παγκόσμιος πόλεμος τελείωσε στις 11 Νοέμβρη του 1918 με την υπογραφή της ανακωχής της Κομπιένης, που ήταν και η επισφράγιση της ήττας της Γερμανίας και των συμμάχων της. Στην έκτασή του ο πόλεμος αυτός είχε ξεπεράσει όλους τους γνωστούς μέχρι τότε πολέμους. Κράτησε πάνω από 4 χρόνια και στη δίνη του παρασύρθηκαν 34 κράτη με πληθυσμό πάνω από ένα δισεκατομμύριο πολίτες ή το 67% περίπου του πληθυσμού της Γης. Υπό τα όπλα βρέθηκαν 70 περίπου εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους 10 εκατομμύρια έχασαν τη ζωή τους και 20 εκατομμύρια τραυματίστηκαν. Τις μεγαλύτερες απώλειες τις είχε η Ρωσία με 2.300.000 νεκρούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών. Ακολούθησε η Γερμανία με 2 εκατομμύρια νεκρούς, η Αυστροουγγαρία με 1.440.000 νεκρούς, η Γαλλία με 1.383.000 νεκρούς, η Αγγλία με 747.000, η Ιταλία με 700.000 περίπου και οι Ηνωμένες Πολιτείες με 53.000. Οι πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν σε έδαφος που η έκτασή του ξεπερνούσε τα 4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι καθαρά στρατιωτικές δαπάνες των εμπολέμων κρατών έφτασαν τα 208 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ενα βασικό χαρακτηριστικό επακόλουθο του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι ότι έφερε, τουλάχιστον στην Ευρώπη και στις αποικίες, επαναστατική κρίση, που με τη σειρά της γέννησε ένα τεράστιο κύμα αντιιμπεριαλιστικών - εθνικοαπελευθερωτικών και προλεταριακών επαναστάσεων (Βλέπε επαναστάσεις σε Ασία, Αφρική, Ρωσία, Γερμανία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ασία κ.α.). Ασφαλώς αυτές οι επαναστάσεις δε στέφθηκαν όλες με επιτυχία. Πολλές, όπως η γερμανική ή η ουγγρική, συντρίφτηκαν από τον ταξικό εχθρό. Ομως το εργατικό κίνημα ξεπερνούσε την προδοσία της Δεύτερης Διεθνούς, έβρισκε το βηματισμό του και ξαναένωνε τη γραμμή που το συνέδεε με τις επαναστατικές του παραδόσεις. Κορύφωση αυτής της πορείας ήταν η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το Μάρτη του 1919. Η παγκόσμια εργατική τάξη αποκτούσε έτσι διεθνή επαναστατική οργάνωση και ηγεσία.
Η Οχτωβριανή επανάσταση κατάφερε να νικήσει γιατί οι μπολσεβίκοι συμπεριφέρθηκαν ως πραγματικοί επαναστάτες, δημιούργησαν ισχυρούς δεσμούς με τις μάζες, είχαν ορθή πολιτική στη διάρκεια του πολέμου, είχαν ισχυρό ιδεολογικό εξοπλισμό, ανέπτυξαν τη μαρξιστική θεωρία με το σπουδαίο θεωρητικό έργο που παρήγαγε ακατάπαυστα ο Λένιν, αξιοποίησαν επιστημονικά την επαναστατική πλημμυρίδα που δημιούργησε η ρωσική επανάσταση του Φλεβάρη του '17 καθώς και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Μέγιστη υπήρξε η σημασία της Οχτωβριανής επανάστασης αν ληφθεί υπόψη ότι επιτάχυνε όλη την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας προς τα μπρος, κατήργησε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, έμπασε στη ζωή έναν καινούριο τύπο δημοκρατίας, την προλεταριακή δημοκρατία, έσπασε την αλυσίδα συμφερόντων που συνέδεε τον διεθνή ιμπεριαλισμό, άνοιξε το δρόμο στους καταπιεζόμενους λαούς των αποικιών, στις καταπιεζόμενες τάξεις των καπιταλιστικών χωρών για να βρουν την εθνική και κοινωνική τους απελευθέρωση. Τα εθνικοαπελευθερωτικά και κοινωνικά κινήματα που γνώρισε η ανθρωπότητα στον 20ό αιώνα, οι εθνικοαπελευθερωτικές και κοινωνικές επαναστάσεις, η κατάρρευση του αποικιακού συστήματος και οι αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες απ' άκρη σ' άκρη της υφηλίου, υπογραμμίζουν του λόγου το αληθές. Ποτέ στην παγκόσμια ιστορία, από αρχαιοτάτων χρόνων ως τα σήμερα, οι λαϊκές μάζες δεν είχαν διαδραματίσει τόσο αποφασιστικό και τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η Οχτωβριανή επανάσταση έφερε την εργατική τάξη και τους λαούς στο προσκήνιο της ιστορίας ως συνειδητή δύναμη αλλαγής κάτι που δεν μπόρεσε ποτέ να το χωνέψει η κυρίαρχη, διεθνώς, τάξη των καπιταλιστών. Αυτό είναι και το στοιχείο που φανερώνει πως πρόκειται για μια ολοζώντανη επανάσταση, μια επανάσταση που ενέπνευσε, εμπνέει και θα συνεχίσει να εμπνέει έως ότου η απελευθέρωση των καταπιεσμένων από τα δεσμά τους γίνει πραγματικότητα.