ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /20
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ

Ο Νίκος Καραντηνός είναι δημοσιογράφος της Εθνικής Αντίστασης και τέως αντιπρόεδρος της Ενωσης Συντακτών. Το λαογραφικό αφήγημα που δημοσιεύουμε είναι από την ανέκδοτη συλλογή: «Πικρή γη, οι ξωμάχοι της Κεφαλονιάς».


To μονοπάτι της Αφράλας

Μέρος πρώτο

Είναι μια συνήθεια παλιά. Κρατιέται βέβαια και σήμερα, μπορεί λιγότερο, μα αντέχει να φτάνουν στους ξενιτεμένους του νησιού τα μικρά εκείνα δώρα. Είναι της γης τα καλούδια. Ετσι όταν λαχαίνουν τα συναπαντήματα, ύστερα από το ξεκαλοκαίριασμα, γίνεται λόγος - καθένας βέβαια με τα δικά του - για τα μικρά πεσκέσια που φτάνουν μόλις κρυαδίσει.

Κάθε λογής πράματα όλα αναγκαία για το τραπέζι μας, αλλά το πιο σίγουρο όλα τους καθαρά από το δικό σου το χωράφι, την ελιά. Δικό σου και το σκόρδο ειδικό να 'χεις τον πρεπούμενο τόνο στην αλιάδα σου (σκορδαλιά), το κρασί σου, τη ρομπόλα ή το θηνιάτικο, το κότο (πετιμέζι), αλλά και μια ολόκληρη σειρά άλλα που τα 'χει ανάγκη και σήμερα ένα οργανωμένο σπιτικό. Να 'χουμε δικό μας καθαρό χαμομήλι, δύο μπόγια ύψος φτάνει όταν ο χρόνος το βοηθάει. Βάλε κι όλα τα υπόλοιπα, τα πιο συνηθισμένα, αλλά καμιά φορά και τα πιο πικάντικα.

Ελαχε σ' ένα τέτοιο συναπάντημα ν' αραδιάσω τα δικά μου δεξίματα κι ανάμεσα στ' άλλα έκανα λόγο και για την Αφράλα. Είδα τότε μια συναγωνίστρια να με σταματά, ζητώντας να μάθει περισσότερα για την Αφράλα, που τότε πρωτάκουγε.

Επρεπε, λοιπόν έτσι, να γυρίσω τη σελίδα πολλά, πολλά χρόνια πίσω. Τότε, που έκανα την πρώτη γνωριμία με την αφράλα τα χρόνια που τέτοια εποχή έβλεπα να φτάνει η Αννέτα από το κοντινό χωριό. Από μικρή είχε μπει στο μεροκάματο, δουλεύοντας λιομαζώχτρα στα λιοστάσια του χωριού μας. Είχε βγάλει όνομα η Αννέτα, καθώς αίλουρος σωστός σκαρφάλωνε στις θεόρατες ελιές που φυτεύτηκαν στης Βενετιάς τα χρόνια. Κι εκεί «τρυγούσε»!

Εμοιαζε σαν να τρυγούσε να 'ναι στ' αμπέλι με τα μοσχάτα και τραγουδούσε. Τα γειτονικά λιοστάσια την άκουγαν και συχνά την κέντριζαν με χαιρετισμούς κι άλλα πειράγματα, μα πάντα καλά λόγια. Εμοιαζε με τον κοκκινολαίμη που γυρόφερνε κι αυτός τα λιόδεντρα και το μελαγχολικό του τραγούδι έδινε στο γλυκό φθινοπωρινό τοπίο του χειμώνα το μήνυμα.

Μικροπαντρεμένη η Αννέτα μπήκε στα γερά στο ξένο μεροδούλι, όταν έφυγε ξαφνικά ο πατέρας της, που βαστούσε με τη δουλιά του τον κάμπο και το σπιτικό, ύστερα από μια βαριά πνευμονία. Την έπαθε ένα βροχερό Μάη, που με την ψεκαστήρα στον ώμο ολημερίς κυνηγούσε τον περονόσπορο που 'χε «ανάψει» στ' αμπέλια και που σταματημό δεν είχε. Αρπαξε την πούντα άγρια. Και μέσα σε δύο βδομάδες βαρούσε του Αϊ-Νικόλα η καμπάνα. Ετσι γινόταν εκείνα τα χρόνια με τα ραντίσματα και τις πούντες. Δεν υπήρχαν τα αντιβιοτικά. Κι ο χάρος θέριζε τους ξωμάχους.

Το «κακό» στο σπιτικό της Αννέτας δε σταμάτησε εκεί. Λίγους μήνες πιο ύστερα, αυγουστιάτικα, ήρθε στο χωριό ένα χαρτί, που καλούσε τον άντρα της στο στρατό. Ολα μύριζαν πως ο πόλεμος κοντοζύγωνε. Ετσι όλα του σπιτιού τα βάσανα έπεσαν πάνω της. Και να έμεναν ως εκεί, θα 'ταν βέβαια καλά. Αλλά το κακό «δίπλωσε»! Και τ' αστροπελέκι έφτασε τώρα από τον άντρα της. Ενα γράμμα του υπουργείου, που στάλθηκε στον κοινοτάρχη, έκανε γνωστό πως ο στρατιώτης Παντελής Καρούσος «έπεσε» ηρωικά στη μάχη του Καλπακιού. Βροχή και καθημερινά του θανάτου τα αγγελτήρια στα φτωχόσπιτα. Τότε αναποδογύρισαν όλα στο σπιτικό της. Τα δύο παιδιά της, τα σερνικά, μόλις και μπουσουλούσαν. Και το τρίτο, στην κοιλιά, χτυπούσε δυνατάμ έδινε στη μάνα του το μήνυμα πως βιαζόταν να βγει...

Πριν ακόμη κλείσει τα σαράντα του άντρα της, η Αννέτα, μαυροντυμένη, πρόβαλε στον κάμπο. Ο άντρας της είχε αφήσει στον κάμπο κάτι υπόλοιπα, όσο κι αν είχε φροντίσει ξέμειναν στις λιγοστές σταφίδες, η καινούρια φυτειά που του έδινε μια ανάσα. Βιάστηκε να βγει για να μπορέσει να αρπάξει και κανένα μεροκάματο στο ξένο. Βρισκόταν πνιγμένη στα χρέη.

Ανοιχτοί όλοι οι λογαριασμοί, όπως καθημερινά ήταν ανοιχτά και τα τρία στόματα, που καρτερούσαν τον «άρτον τον επιούσιον», που έπρεπε η μάνα να τον κυνηγήσει.

Από πολύ μικρή είχε κοντά στον πατέρα της μάθει όλου του κάμπου τις δουλιές. Το μάτι έκοβε και το μυαλό ήταν ξουράφι και στις πιο δύσκολες δουλιές που απαιτούσαν εμπειρία. Είχε επίσης παρακολουθήσει η Αννέτα δίπλα στον πατέρα της και της Αφράλας την περιπέτεια.

Από το χωριό της ψηλά στου Αϊ-Λια τα ψηλώματα αγνάντευαν το Ιόνιο πότε άγριο, θυμωμένο να μουγκρίζει και τα κύματα να χτυπάνε, να δέρνουν τα βράχια σε εκτινάξεις αφρολουσμένες. Κι άλλοτε πάλι ήρεμο, τρυφερό, να σβήνει ήσυχο και να βουτά σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια ο ήλιος στου Ιονίου τα βάθη.

Σ' εκείνα τα θεόρατα βράχια η θάλασσα κι ο χρόνος ακούραστα έσκαψαν κι εξακολουθούν να σκάβουν τις μοναδικές εκείνες λίμπες που μέσα σ' αυτές το θαλάσσιο νερό θα δώσει με του ήλιου τη βοήθεια την αφράλα.

Πολλές φορές η Αννέτα, γαντζωμένη στις πλάτες του πατέρα της, έπειτα του άντρα της, πέρασε κι αυτή ώρες πάνω στο βράχο, που ασταμάτητα τον μπούχιζε το κύμα βοηθώντας στης λίμπας το καθάρισμα. Αλλες φορές πάλι, το 'χε ψήσει ο δυνατός, ο καυτός ήλιος, τότε κι η Αννέτα βοηθούσε να μαζευτεί και καθώς ήταν πάλλευκο έμοιαζε σαν να 'χει στρώσει πάνω στις λίμπες χιόνι.

Ολα αυτά, στα παλιά, τα προπολεμικά χρόνια γίνονταν κρυφά, μυστικά, όσο το μπορούσαν βέβαια, και τούτο γιατί το χωριό και τ' άλλα τα κοντινά είχαν μερτικό στης αφράλας τ' αλώνια, που 'χαν στους Βαρδιάνους και σε άλλες βραχούρες, που ήταν απλησίαστες.

Η Αννέτα, μικρή ακόμα, δεν μπορούσε βέβαια να εξηγήσει όλα αυτά τα κρυφά και τα μυστικά, όταν ξεκινούσαν με τον πατέρα ή τον άντρα της για να συγκεντρώσουν τη δική τους λίμπα, αν βέβαια είχε γίνει. Κι ούτε κανείς άλλος έβαζε το χέρι του πάνω στις άλλες λίμπες. Εκείνο που κοίταγαν όλοι με κάθε τρόπο ν' αποφύγουν ήταν ο «καπετάνιος» του χωριού, ο Ενωμοτάρχης που 'κανε κουμάντο σ' όλα και φυσικά και στην αφράλα, που την είχε πάρει στα χέρια του ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος (ΔΟΕ) που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα το 1897 και πέρασαν στη διαχείρισή του κι άλλα, όπως ο καπνός, τ' αλάτι κλπ.

Μ' όλα αυτά τα «φερμπότεν» του Μονοπωλίου οι ξωμάχοι δεν τα λογάριαζαν. Κι εξακολουθούσαν να κατεβαίνουν στα Τάρταρα της βραχουριάς του Ιονίου για να φροντίσουν και να τρυγήσουν τ' «αμπέλια» τους, που δεν ήταν άλλο από τις λίμπες τους με το αλάτι.

Συχνά όμως μαζί με την Αφράλα, όταν το 'φερνε η ώρα και τους βόλευε κι ο «καπετάνιος» έπαιζε την πρέφα του στου χωριού το καφενείο αμολούσαν και κανένα μάτσο δυναμίτη και κουβαλούσαν στο χωριό τα ψάρια. Ο «καπετάνιος» έπαιρνε το μερτικό του, ό,τι καλύτερο είχαν πετύχει, ταιριαστό στα δόντια και την ηλικία του. Ηξεραν όλες τις ανωμαλίες του. Και φρόντιζαν να τα 'χουν καλά μαζί του. Δεν έλειπαν, βέβαια, και τα ξαφνιάσματα και οι αιφνιδιασμοί για να παίζεται έτσι «σωστά» το παιγνίδι. Και για να μην έχει παρατράγουδα με το δικό του αφεντικό στην πολιτεία.

Στο χωριό και το καφενείο ο λόγος γυρόφερνε για τις λίμπες, που κληρονόμησε η χήρα και αυτό που λεγόταν το περισσότερο ήταν πως η μαυροφορεμένη Αννέτα δε θ' άντεχε πολύ στο παιγνίδι κι οι λίμπες θα πήγαιναν σε λίγο σ' άλλα χέρια. Οσο και τούτα όλα να τα κρυφομιλούσαν, φτάνανε στ' αυτιά της χήρας, που ένιωθε να 'ναι ανυπεράσπιστη.

Η Αννέτα όλα τα μάθαινε, όλα τ' άκουγε, όσο κι αν τα κρυφόλεγαν, την ξάναβαν και αυτοί που έπαιζαν στο παιγνίδι και λογάριαζαν καρτέρα το απόβραδο να μιλήσει, να φωνάξει. Η Αννέτα, όσο κι αν άναβαν την κουβέντα εκείνοι, απόφευγε τα λόγια, τις μισοκουβέντες, πήγαινε, όπως θα πήγαινε στο αμπελάκι της, φρόντιζε τις λίμπες της, καθάριζε απ' όσα η θάλασσα είχε μαζέψει, έπαιρνε το γινόμενο αλάτι, την Αφράλα της και ανηφόριζε για το χωριό από το πιο αμίλητο, δύσκολο μονοπάτι. Και τούτο όχι από παραξενιά, αλλά γιατί δεν ήθελε να πιάσει κουβέντα, ούτε να έχει τέτοια συναπαντήματα που μπορούσε να τις βγάλουν κουβέντες. Μια χήρα που δεν ξεπερνούσε τα 30 χρόνια, ολομόναχη μέσα στην ερημιά. Εκείνη όλο και είχε κίνδυνο να βρεθεί σε απρόσμενα πράγματα. Γι' αυτό και με κάθε τρόπο, σαν να 'ναι αγρίμι, χάραζε τα δικά της δρομολόγια και στο πήγαινε, αλλά και στο γυρισμό της.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ