ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 30 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ - ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ
Οργιάζει ατιμώρητη

Η ετήσια Εκθεση του «Συνηγόρου του Πολίτη» επιβεβαιώνει αυτό που εκατοντάδες άνθρωποι έχουν βιώσει και αντιμετωπίζουν καθημερινά

Αμείωτη συνεχίζεται η αστυνομική αυθαιρεσία, όπως αποτυπώνεται και στην ετήσια Εκθεση του «Συνηγόρου του Πολίτη» (ΣτΠ). Βίαιες και αναιτιολόγητες προσαγωγές με βάση «υπόνοιες» απλών αστυνομικών οργάνων. Καταχρηστική καταφυγή στη χρήση χειροπεδών. Αλυσιτέλεια των εσωτερικών ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. για διακρίβωση καταχρήσεων εξουσίας. Επίρριψη των όποιων ευθυνών στους προσαγόμενους. Απόκρυψη κρίσιμων στοιχείων από τους συνηγόρους των κρατουμένων. Δυνατότητα για τέτοιες συμπεριφορές με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο ή έστω διασταλτικές - κατασταλτικές ερμηνείες του.

Η εικόνα αυτή αναδεικνύεται από την ετήσια Εκθεση του ΣτΠ και αφορά στις υποθέσεις που του καταγγέλθηκαν και ερεύνησε κατά το 2003. Οι συντάκτες του κειμένου, σε ορισμένα σημεία, το λένε καθαρά ότι η κατάσταση που αντιμετώπισαν πέρυσι δε βελτιώθηκε από αυτή που χειρίστηκαν το 2002. Και δυστυχώς η ειδησεογραφία συχνά - πυκνά ενισχύει την άποψη ότι ανάλογα θα γράφονται και στην επόμενη ετήσια Εκθεση του ΣτΠ, αυτή για το 2004.

Ποια «προσωπική ελευθερία»;

Κατά το Σύνταγμα «κανείς δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος» (άρθρο 5 παράγρ. 3).

Στην Εκθεση του ΣτΠ, στην ενότητα «προσωπική ελευθερία», σημειώνεται ότι η Αρχή έλπιζε πως η εκδήλωση περιστατικών αυθαιρεσίας εκ μέρους της ΕΛ.ΑΣ. θα παρουσίαζε το 2003 «έστω κάποια κάμψη». «Ωστόσο, οι αναφορές πολιτών, με τις οποίες αυτοί διαμαρτύρονται για προσβολές της προσωπικής τους ασφάλειας και ελευθερίας ή και της τιμής και προσωπικότητάς τους από αστυνομικά όργανα, στο πλαίσιο είτε συνήθων ελέγχων είτε της κράτησής τους, εξακολούθησαν αμείωτες και κατά το έτος 2003».


Στις υποθέσεις αυτές, τις οποίες διερεύνησε ο ΣτΠ, οι απαντήσεις που έδιναν οι αρμόδιες Αστυνομικές Διευθύνσεις «προέδιδαν πάγιες ερμηνευτικές απόψεις, οι οποίες καθιστούσαν αδύνατη τη διενέργεια οποιασδήποτε πειθαρχικής έρευνας ή ακόμη και τη συνέχιση της διαμεσολάβησης του ΣτΠ».

Κατά την Εκθεση, οι πάγιες αυτές αιτιολογήσεις των Αστυνομικών Διευθύνσεων εστιάζονται ιδίως στην εξατομικευμένη αιτιολόγηση της «σοβαρής υπόνοιας» ως προϋπόθεσης που νομιμοποιεί τη σύλληψη και προσαγωγή για έλεγχο ταυτότητας (άρθρο 74 παράγρ. 15 περίπτ. θ' ΠΔ 141/91), τη δέσμευση με χειροπέδες (άρθρο 119 περίπτ. δ' ΠΔ 141/91), την εγκληματολογική σήμανση (άρθρο 27 παράγρ. 1 εδ. η' & άρθρο 29 παράγρ. 1 εδ. γ' ΠΔ 342/77), τη σωματική έρευνα και την έρευνα μεταφορικού μέσου (άρθρο 96 παράγρ. 3 ΠΔ 141/91).

Με απλά λόγια το εκάστοτε αστυνομικό όργανο, μόνο του, εκφράζει υπόνοιες για την επικινδυνότητα εκάστου από εμάς, και ξεκινά από σωματικό έλεγχο ή έλεγχο του οχήματός μας, μέχρι που, σιδεροδέσμιους, να μας μπουζουριάσει για να μας πάρει δαχτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφίες στο Τμήμα.

Αρκούν οι «υπόνοιες»;

Ενα παράδειγμα της άνεσης με την οποία λειτουργούν και αυθαιρετούν - πατώντας οπωσδήποτε στο ισχύον νομικό πλαίσιο: Απαντώντας στο ΣτΠ σχετικά με τη νομιμότητα συγκεκριμένου ελέγχου μεταφορικού μέσου (υπόθεση 6419/2003), η Αστυνομική Διεύθυνση Μαγνησίας επικαλέστηκε την υψηλή εγκληματικότητα της περιοχής, σε συνδυασμό με την αρμοδιότητα των αστυνομικών να σταθμίζουν ελευθέρως τα δεδομένα: «Ο έλεγχος αυτός μπορεί να γίνει και χωρίς τη συναίνεση του ελεγχόμενου, όταν κριθεί, κατά την ελεύθερη εκτίμηση του επικεφαλής αστυνομικού, ότι συντρέχει σοβαρή υπόνοια τέλεσης αξιόποινων πράξεων ή απόλυτη ανάγκη... Η περιοχή αυτή έχει κριθεί ότι χρήζει έντονης και συντονισμένης αστυνόμευσης, εξαιτίας των αδικημάτων που συχνά εντοπίζονται εκεί. Με βάση την ανωτέρω εκτίμηση, ο επικεφαλής αστυνομικός θεώρησε, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειάς του, πως υπάρχει σοβαρή υπόνοια τέλεσης αξιόποινης πράξης».

Απέναντι σε αυτήν την άποψη ακόμα και ο ΣτΠ έκρινε ότι η κρίση των αστυνομικών «δεν είναι ανεξέλεγκτη, ακριβώς επειδή αποτελεί αρμοδιότητα και όχι δικαίωμα. Οφείλει, συνεπώς, να στηρίζεται σε επαληθεύσιμους συλλογισμούς, οι οποίοι να καθιστούν εκ των υστέρων δυνατό τον έλεγχο νομιμότητας». Προσθέτει ότι ένας συλλογισμός που καταλήγει σε «σοβαρή υπόνοια τέλεσης αξιόποινης πράξης» είναι μεν «ελεύθερος», με την έννοια ότι στηρίζεται στις ειδικές εμπειρίες και γνώσεις των αστυνομικών, πλην όμως οφείλει, κατ' ελάχιστον, να στηρίζεται σε δεδομένα αφορώντα το συγκεκριμένο ελεγχόμενο κατά τρόπο στοιχειωδώς εξατομικεύσιμο, αντί να αρκείται σε δεδομένα αφορώντα γενικώς το χώρο ή το χρόνο.

Φταίνε οι... διαβάτες

Η Εκθεση σημειώνει και τα εξής: «Παρεμφερείς πλημμέλειες παρουσιάζει η αιτιολόγηση των προσαγωγών πολιτών σε Αστυνομικά Τμήματα, για τη νομιμότητα των οποίων η ΕΛ.ΑΣ. επικαλείται, κατά κανόνα, γενικές διαπιστώσεις αφορώσες τον τόπο και το χρόνο της επέμβασής της». Φταις εσύ που υπόκεισαι σε έλεγχο, καθότι βρέθηκες σε λάθος τόπο, λάθος χρόνο.

«Η αιτιολογία αυτή καθίσταται ακόμη περισσότερο προβληματική, όταν η Αστυνομία επιχειρεί να εξατομικεύσει τις υπόνοιές της επιρρίπτοντας ευθύνες στους ίδιους τους προσαγομένους, οι οποίοι είτε απλώς "περιφέρονταν ύποπτα", είτε, κληθέντες να αιτιολογήσουν την παρουσία τους, "δεν ήταν σε θέση να δώσουν πειστικές απαντήσεις" και "δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εκεί παρουσία τους" (υπόθεση 20949/2002, που εξέτασε ο ΣτΠ), είτε, τέλος, επέδειξαν ανοίκεια συμπεριφορά και "καθ' όλη τη διάρκεια του ελέγχου ήταν αρνητικοί, ειρωνικοί και αντιδραστικοί" (υπόθεση 20580/2002)», υπογραμμίζει η Αρχή, που ούτε η ίδια, ως θεσμός του αστικού κράτους, δεν μπορεί να χωνέψει τέτοιες χοντράδες.

Εξ ου και τονίζει ότι δεν μπορεί όλοι οι «παρατυχόντες πολίτες» να αντιμετωπίζονται ως εκ προοιμίου ύποπτοι. Σημειώνει δε κάτι αρκετά χρήσιμο για τέτοιες περιπτώσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας:

«Οι πολίτες δεν υποχρεούνται να συνδέουν προς ορισμένο "νόμιμο" σκοπό τη φυσική τους παρουσία σε δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγρ. 15 περίπτ. θ' ΠΔ 141/91, η επίδειξη δελτίου αστυνομικής ταυτότητας απαλλάσσει τον ελεγχθέντα από το ενδεχόμενο προσαγωγής για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων, αφού το αντίθετο επιτρέπεται μόνον αν η συμπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες. Επιπλέον, τις προϋποθέσεις για την κίνηση υπονοιών πληροί μόνον εκείνη η συμπεριφορά, η οποία, κατά την κοινή πείρα ή κατά τις ειδικές εμπειρίες και γνώσεις των αστυνομικών, θα μπορούσε να συνδεθεί αιτιωδώς ή συνειρμικά με την τέλεση αξιόποινων πράξεων».

«Αντίθετα, η γενικώς "αρνητική συμπεριφορά" των ελεγχομένων εξηγείται, κατ' αρχήν, από στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης και από χαρακτηρολογικά στοιχεία της προσωπικότητας του καθενός, ενώ δεν προσκρούει σε κάποιαν αντίθετη έννομη υποχρέωση προθυμίας, οπότε δε συνιστά, αφ' εαυτής, πράξη επίμεμπτη».

Γηρατειά πρηνηδόν

Ανάλογα ζητήματα εντόπισε ο ΣτΠ σε σχέση με τη διενέργεια σωματικής έρευνας από αστυνομικά όργανα, τόσο ως προς την αιτιολόγησή της, με επιχειρήματα ανάλογα εκείνων που αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τις έρευνες μεταφορικών μέσων, όσο και ως προς τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους.

Πχ, διερευνώντας περίπτωση κατά την οποία οι αστυνομικοί εξανάγκασαν ηλικιωμένο και ασθενή πολίτη να ξαπλώσει πρηνηδόν στο οδόστρωμα (υπόθεση 15917/2002), η Αστυνομική Διεύθυνση Ορεστιάδας παραδέχτηκε ότι ο ελεγχόμενος «ξάπλωσε μπρούμυτα με υπόδειξη των Αστυνομικών», αν και «ενημέρωσε τους αστυνομικούς ότι έχει υποστεί εγχείριση στο πρόσφατο παρελθόν».

Σημειωτέον ότι «νομιμοποιούνται» να εξαναγκάζουν πολίτες σε τέτοιον εξευτελισμό, βάσει της υπ' αρ. 13/93 «Κανονιστικής Διαταγής» της ΕΛ.ΑΣ. («κατά τη διεξαγωγή της έρευνας... θα πρέπει να λαμβάνεται κάθε μέτρο προστασίας του ερευνώντος από τυχόν επίθεση του ερευνωμένου. Προς τούτο... ο ερευνώμενος λαμβάνει ορισμένη θέση είτε όρθιος με τα χέρια ακουμπισμένα στον τοίχο και τα πόδια ανοιχτά, είτε σε θέση πρηνή ή γονατιστός». Εξάλλου αυτή η «Διαταγή» δεν προβλέπει τίποτα για την προστασία του ερευνωμένου απέναντι σε μεθόδους οι οποίες, πέραν του απαξιωτικού τους χαρακτήρα, θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία του.

«Ωστόσο» αναφέρει ο ΣτΠ, «η παραπάνω "Κανονιστική Διαταγή» δεν αίρει την υποχρέωση των αστυνομικών, πρώτον μεν να επιφυλάσσουν τη χρήση επώδυνων μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όχι αδιακρίτως, δεύτερον δε να συνεκτιμούν παραμέτρους, όπως λ.χ. είναι η ηλικία ή η κατάσταση της υγείας του ελεγχομένου.

Το χαβά τους

Τον Ιούνη 2003 ο ΣτΠ απέστειλε «πόρισμα» στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, όπου περιέγραφε όλες αυτές τις περιπτώσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας και πρότεινε τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους. «Ωστόσο, ανταπόκριση υπήρξε μόνο σε σχέση με το ειδικό ζήτημα της διάρκειας παραμονής των προσαγομένων στα αστυνομικά τμήματα (άρθρο 74 παράγρ. 15 περίπτ. θ' ΠΔ 141/91), όπου το Αρχηγείο ΕΛ.ΑΣ. παρήγγειλε στις αρμόδιες εγκληματολογικές υπηρεσίες, "όπως προβούν στις απαραίτητες ενέργειες... για την επίσπευση των διαδικασιών ολοκλήρωσης της ηλεκτρονικής κατοχύρωσης των Αρχείων τους, ώστε οι εξακριβώσεις με το on-line σύστημα να γίνονται άμεσα με την πληκτρολόγηση των στοιχείων».

«Πέραν αυτού, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν έχει ανταποκριθεί στις εισηγήσεις του ΣτΠ. Αντίθετα, μάλιστα, μεταγενέστερες αναφορές επιβεβαιώνουν τη διαιώνιση των παρατηρηθέντων προβλημάτων:

Οι προσαγωγές εξακολουθούν να πραγματοποιούνται με ευρεία διασταλτική ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του ΠΔ 141/191 και με βάση κριτήρια, που απηχούν "συλλογικοποίηση" της ευθύνης και μη εξατομικευμένη προσέγγιση του υφιστάμενου τον αστυνομικό καταναγκασμό.

Τόσο το ευεπίφορο στη διασταλτική - κατασταλτική ερμηνεία του νομοθετικό κείμενο, όσο και, σε πολλές περιπτώσεις, η αλυσιτέλεια των εσωτερικών ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τη διακρίβωση καταχρήσεων εξουσίας εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων, φαίνεται να διαιωνίζουν το πρόβλημα».

Επίσης η Εκθεση επισημαίνει ότι «ειδικότερη εκδοχή καταχρηστικότητας των προληπτικών ελέγχων εκ μέρους της Αστυνομίας αποτελεί η ιδιαίτερα εύκολη καταφυγή στο μέτρο της δέσμευσης με χειροπέδες. Το μέτρο τείνει να αναχθεί σε γενική πρακτική της ΕΛ.ΑΣ., χωρίς να ελέγχονται πάντοτε οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του ΠΔ 141/91 (άρθρο 119 περίπτ. δ') κατά τη σύλληψη (υποθέσεις 11514/2002, 16983/2002)».

Ούτε στοιχεία δίνονται

Ο ΣτΠ εντοπίζει και περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αστυνομικές αρχές δε δίνουν στοιχεία για υποθέσεις προσαγωγών και κρατήσεων, επικαλούμενες η κάθε μια ξεχωριστά, διαφορετικά «παραθυράκια» του νόμου.

Για παράδειγμα, πληρεξούσιοι αλλοδαπών κρατουμένων ζήτησαν αντίγραφα των φακέλων τους από δύο Τμήματα Αλλοδαπών. Το Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά χορήγησε μόνον όσα στοιχεία ήταν απαραίτητα για την άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 44 παράγρ. 3-5 Ν. 2910/2001 (αντιρρήσεις κατά της απόφασης κράτησης, προσφυγή κατά της απόφασης απέλασης). Απάντησε ότι τα λοιπά στοιχεία των φακέλων ανάγονται στη διαδικασία «επανεισδοχής» (κατ' εφαρμογή του σχετικού ελληνοτουρκικού πρωτοκόλλου). Εκρινε επομένως ότι δε συνδέονται με την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων των κρατουμένων (αφού δεν προβλέπονται αντιρρήσεις ή προσφυγές στη διαδικασία «επανεισδοχής») και ότι είναι απόρρητα ως απτόμενα διακρατικών σχέσεων.

Το Τμήμα Βορειοανατολικής Αττικής βρήκε άλλη φόρμουλα και δικαιολογία για να μη δώσει πλήρη αντίγραφα των φακέλων. Αντιπρότεινε στους πληρεξουσίους τη δυνατότητα να λάβουν αντίγραφα κάποιων εγγράφων, εφόσον τα ζητήσουν εξατομικευμένα. Αρνήθηκε την πρόσβαση σε ολόκληρους τους φακέλους, με την αιτιολογία ότι τούτο θα μπορούσε να δυσχεράνει τη διενεργούμενη έρευνα σχετικά με την τέλεση διοικητικών παραβάσεων.

Βασανισμός με ηλεκτροσόκ

Σε μια άλλη περίπτωση, υπήκοος Νιγηρίας αναφέρθηκε, μέσω εκπροσώπου του, στον ΣτΠ καταγγέλλοντας βασανισμό του με ηλεκτροσόκ από όργανα του Τμήματος Αλλοδαπών Βορειοανατολικής Αττικής, κατά τη διάρκεια κράτησής του προς εκτέλεση απόφασης απέλασης.

Κατά το χρόνο εμπλοκής της Αρχής στην εν λόγω υπόθεση, το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. είχε διατάξει τη διεξαγωγή Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης. Το Πόρισμα της ΕΔΕ κοινοποιήθηκε στο νόμιμο εκπρόσωπο του ενδιαφερόμενου από τον ΣτΠ, καθώς η αρμόδια Διεύθυνση («Αστυνομικού Προσωπικού») του υπουργείου Δημόσιας Τάξης αρνήθηκε να επιτρέψει την πρόσβαση του δικηγόρου σε στοιχεία του φακέλου της έρευνας.

Σύμφωνα με την Εκθεση, το υπουργείο επικαλέστηκε, για να δικαιολογήσει την άρνησή του, την αρχή της μυστικότητας της ανάκρισης και την τήρηση εντός του φακέλου της έρευνας, ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων...

Ούτε παραλαβή, ούτε καταγραφή, μόνο καθυστέρηση

Σύμφωνα με το Ν. 3094/2003, κατά τη διερεύνηση των αναφορών που του υποβάλλονται, ο ΣτΠ μπορεί να διενεργεί αυτοψίες προκειμένου να διαμορφώσει ιδίαν αντίληψη για πραγματικά γεγονότα ή καταστάσεις.

Ετσι, το Γενάρη 2003 διενεργήθηκε αυτοψία στην Αστυνομική Διεύθυνση Δωδεκανήσου - Τμήμα Ασφάλειας Ρόδου, η οποία αφορούσε στη διαδικασία παροχής ασύλου και στα προσκόμματα που αντιμετώπιζαν κρατούμενοι αλλοδαποί, καθώς και στην εξέλιξη της διαδικασίας παροχής ασύλου από πλευράς των κεντρικών και περιφερειακών αστυνομικών αρχών. «Σε συνάντηση με αλλοδαπούς στο χώρο κράτησής τους έξω από την πόλη της Ρόδου διαπιστώθηκε ότι πεπλανημένα οι αλλοδαποί πίστευαν ότι είχαν ήδη υποβάλει γραπτά αιτήματα ασύλου, διότι στην πραγματικότητα η ΕΛ.ΑΣ. είχε αρνηθεί να τα παραλάβει από εκπρόσωπο Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης», σημειώνεται στην Εκθεση.

«Επίσης, κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι το υπουργείο Δημόσιας Τάξης έχει ως πρακτική να εξαντλείται το τρίμηνο κράτησης προτού παραδοθούν οι κάρτες αιτούντων άσυλο, και στη συνέχεια επισημάνθηκε το νομοθετικό κενό σχετικά με τα ζητήματα πρόνοιας των προσφύγων, οι οποίοι συχνά δε διαθέτουν τα έξοδα για μετάβαση στο κέντρο που εξευρίσκεται για τη διαμονή τους σε άλλα μέρη της Ελλάδας».

Σε μια άλλη υπόθεση, το Μάη του 2003, διενεργήθηκε αυτοψία στο Τμήμα Ασύλου του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών και ερευνήθηκε η διαδικασία παραλαβής και καταγραφής αιτημάτων παροχής ασύλου. «Διαπιστώθηκε ότι αντί να λαμβάνονται δακτυλικά αποτυπώματα και να χορηγείται υπηρεσιακό σημείωμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 του ΠΔ 61/1999, κατά την παραλαβή του αιτήματος ασύλου χορηγούνταν στους αιτούντες αντίγραφο της αίτησής τους χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου, με σημείωση της ημερομηνίας κατά την οποία θα έπρεπε να παρουσιαστούν για να αρχίσει επίσημα η διαδικασία εξέτασης του αιτήματός τους, η οποία καθοριζόταν ενίοτε ακόμη και ύστερα από δέκα μήνες.

Επισημάνθηκε εκ μέρους της διοίκησης ότι η συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου αριθμού αιτημάτων για παροχή ασύλου (12.753 αιτήματα το α' τρίμηνο του 2003) καθιστά αδύνατη την εξέτασή τους από το υφιστάμενο δυναμικό του αρμόδιου Γραφείου του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών μέσα στις νόμιμες προθεσμίες. Ωστόσο, η μη τήρηση ενός στοιχειώδους μητρώου καταγραφέντων αιτημάτων με τη χορήγηση αριθμού πρωτοκόλλου δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια δικαίου στους αιτούντες άσυλο, εκτός του ότι παραβιάζονται διατάξεις του ΚΔΔ και η διαδικασία δεν μπορεί να ελεγχθεί. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα είναι ότι κατά το μεγάλο αυτό διάστημα οι αιτούντες άσυλο παραμένουν στη χώρα χωρίς να μπορούν να απολαύουν των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει ο νόμος» διαβάζουμε στην Εκθεση.

Τέλη Σεπτέμβρη - αρχές Οκτώβρη 2003 διενεργήθηκε αυτοψία στο Τμήμα Ασφάλειας Μυτιλήνης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λέσβου, για τις συνθήκες κράτησης των παράνομα εισερχόμενων στη χώρα αλλοδαπών, στα δύο λειτουργούντα κέντρα κράτησης (περιοχές Λαγκάδα και Παγανή) και την άσκηση των δικαιωμάτων των αλλοδαπών, οι οποίοι ανήκαν στην κατηγορία των αιτούντων άσυλο.

Παρά το γεγονός ότι οι κρατούμενοι αλλοδαποί τελούσαν υπό τη δικαιοδοσία του Τμήματος Ασφαλείας Μυτιλήνης, διαπιστώθηκε ότι η Νομαρχία Λέσβου ήταν ο φορέας ο οποίος είχε αναλάβει τόσο τα έξοδα σίτισης όσο και την ευθύνη για την αναζήτηση κατάλληλου χώρου υποδοχής, ακόμη και πέραν των πρώτων 30 ημερών παραμονής - χρονικό διάστημα, κατά το οποίο προβλέπεται από το Σχέδιο «Ποσειδώνειο» η σχετική αρμοδιότητά της.

Ως προς την τήρηση των εγγυήσεων της διαδικασίας παροχής ασύλου, διαπιστώθηκε ότι δεν εξασφαλίζεται απρόσκοπτη πρόσβαση για όλους τους αλλοδαπούς που επιθυμούν να ζητήσουν άσυλο. Ακόμα ότι δε δίνεται αριθμός πρωτοκόλλου στις αιτήσεις ασύλου, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να διαπιστωθεί η έγγραφη υποβολή κάποιου αιτήματος.

Και η «τιμωρία»

Αν κατά τη διερεύνηση αναφοράς, ο ΣτΠ διαπιστώσει παράνομη συμπεριφορά διοικητικού οργάνου, συντάσσει έκθεση την οποία και διαβιβάζει στο αρμόδιο, για τον πειθαρχικό έλεγχο του υπαίτιου οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγρ. 10 του Ν. 3094/2003.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣτΠ ζήτησε από την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών να διερευνήσει καταγγελία πολίτη σε βάρος αστυνομικού του Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα για ανάρμοστη συμπεριφορά, εξύβριση, απειλή και περιέλευση σε κατάσταση μέθης (υπόθεση 6603/2003).

Οπως αναγράφεται στην Εκθεση, η Αστυνομική Διεύθυνση προχώρησε σε «άτυπη έρευνα», διαπίστωσε πειθαρχικές ευθύνες και επέβαλλε στον εγκαλούμενο αστυνομικό πρόστιμο 40 (σαράντα) ολόκληρων ευρώ...


Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ