ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Γενάρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Της Κούλας ΚΑΡΑΜΗΝΑ - ΠΟΘΟΥ

Η Κούλα Καραμηνά - Πόθου γεννήθηκε το Νοέμβρη του 1953 στην Αθήνα από γονείς Σαμιώτες. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1982 με δημοσιεύσεις σε περιοδικά και εφημερίδες. Εργάστηκε ως γραμματέας, δημοσιογράφος και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών σε Ραδιοσταθμούς της Αθήνας και της Σάμου. Βιβλία της: Στιγμές Αποκάλυψης, Προεκτάσεις (ποίηση), Εν Μυτιληνιοίς τη... (λαογραφικό). Τιμητικές διακρίσεις: Α' βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί για τα «Τραγούδια στη φίλη μου Αϊσέ», δυο πρώτα βραβεία σε πανελλήνιους διαγωνισμούς ποίησης, έπαινοι από το Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» για τις ποιητικές συλλογές «Ημέρα Πρώτη», «Νεάρχου Απόπλους».

Είναι τακτική συνεργάτης της εφημερίδας της Σάμου «Χαραυγή». Ασχολείται και με τη ζωγραφική κι έχει εκθέσει έργα της σε Πνευματικά Κέντρα της Αττικής και της Σάμου.

Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Ζει μόνιμα στη Σάμο από το 1984 και συμμετέχει ενεργά σε πολιτιστικούς και γυναικείους συλλόγους, στο κίνημα Ειρήνης κ.α.


Μέρες του ανθόνερου

Μέσα από τις αναμνήσεις των παιχνιδιών, ξετρυπώνουν, σαν τα παιδιά που αφήνουν τις κρυψώνες τους στο κρυφτό, διάφορες μυρωδιές, γεύσεις, εικόνες, συζητήσεις. Του Δεκέμβρη τα παιχνίδια μυρίζανε μπόλικο ανθόνερο. Η ζάχαρη άχνη ήταν στη φαντασία μας ένα γλυκό μαλακό χιόνι. Σκέπαζε τους κουραμπιέδες και τα αμυγδαλωτά. Να ζυμώσεις αμυγδαλωτό και να μη βάλεις ανθόνερο, αποκλείεται.

Να ψήσεις κουραμπιέδες και να μην τους ραντίσεις με ανθόνερο, πάλι αποκλείεται.

Πρώτος μάστορας ανθόνερου, ήταν ο κυρ - Κοσμάς από τη Χίο. Παλιά, στο νησί του δούλευε σε λουκουματζίδικο. Μας έλεγε για τα λουκούμια κι εμείς ονειρευόμασταν πελώριους δίσκους και κουτιά με λουκούμια διαφόρων χρωμάτων, τυλιγμένα στην τρυφερή αγκαλιά της άχνης, μέσα σε μια κατάλευκη αγνότητα και γλυκιά ηρεμία. Βρέθηκε στη γειτονιά μας ξεριζωμένος από τον τόπο του κι έλεγε «όπου γης πατρίς», γιατί δεν είχε μέσα του κακία για τους προδότες που γίνανε ένα με τους Γερμανούς, για τους δοσίλογους που τον αναγκάσανε να αφήσει γυναίκα και παιδιά και να ανέβει στα βουνά, αντάρτης, γιατί είχε αξιοπρέπεια. Τότε δεν ήταν αριστερός, ούτε κουκουές, ο κουνιάδος του ήτανε στο κόμμα, αλλά βλέπεις σ' αυτό το ιερό χώμα πάντα βρίσκονται οι χαφιέδες που δεν ξέρουνε τι θεό λατρεύουνε κι είναι κακομοίρηδες κατά βάθος, γιατί ούτε εφοπλιστές γίνανε, ούτε τίποτα. Αχ, κυρ-Κοσμά, καλοκάγαθε, σοφέ και πολυδιαβασμένε, εσύ που ξέρεις ολόκληρα κεφάλαια από σπουδαία βιβλία κι αράδες από ποιήματα, έχεις τόση ευωδιά στην ψυχή, γι' αυτό φτιάχνεις το καλύτερο ανθόνερο για τα γλυκά μας.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, είχαμε κάνει όλη η παρέα τον απολογισμό μας, πόσα μελομακάρονα και πόσους κουραμπιέδες είχαμε φάει κρυφά από τη μάνα μας. Κάτι ανάλογο γινόταν και με τα παγωτά το καλοκαίρι, αλλά εκείνα έπρεπε να τα πληρώσουμε. Τα γλυκά τα είχαμε τζάμπα στο σπίτι.

Ζεστές, σπιτικές μυρωδιές των γιορτών. Τα χαρτάκια της κανέλας, οι μικρές ζελατίνες της δραχμής κρεμότανε από το χαρτόνι των μπαχαρικών στο μπακάλικο και δίπλα τα μοσχοκάρφια, τα γαρίφαλα. Για πιο φτηνά και φρέσκα, μπορούσες να τα αγοράσεις από τη λαϊκή αγορά. Τα ζύγιζε ο κυρ-Γιώργης στα γυαλιστερά τάσια της ζυγαριάς του και τα τύλιγε προσεκτικά στα χωνάκια από λαδόχαρτο. Μου άρεσε εκείνη η μικρή σέσουλα για τις κανέλες και τα γαρίφαλα. Για πιπέρι, πάπρικα κλπ., είχε μεγάλα κουτάλια και σβέλτα εκτελούσε τις παραγγελίες κι έδινε και συνταγές.

- Ακου κι εμένα, κύμινο και κοκκινοπίπερο στα σουτζουκάκια, να γλυκάνει η σάλτσα και πού είσαι, μη ξεχάσεις ζαχαρίτσα στη μύτη του κουταλιού. Α, μπράβο, πρόσεξε, όχι πολλή μαστίχα χιώτικη στο ραβανί και στο σάμαλι, δεν είναι για χόρταση. Λίγη θα κοπανίσεις στο γουδί, μαζί με ζάχαρη, γιατί άμα βάλεις παραπάνω θα πικρίσει. Ρέγουλα, κόρη μου, κι αγάπη στο φαΐ και στο γλυκό, άντε να με θυμόσαστε καμιά φορά κι εμένα τον κυρ-Γιώργη τον Πολίτη.

- Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, είπα μέσα μου, για αστείο, γιατί μου άρεσε ο κυρ-Γιώργης από την Κωνσταντινούπολη, που μίλαγε και λίγο διαφορετικά κι αγαπησιάρικα.

- Ελα δω πουλάκι μου, νάτο το γιαβρί μου, να σε τρατάρω, ψυχή μου, δυο κουνιά μαστίχα χιώτικη, να μασάς να μοσχομυρίζει το χνότο σου, πουλί μου.

Η μυρωδιά του ανθόνερου θαρρείς είχε κάνει μια αόρατη πάχνη κι είχε ευωδιάσει τη γειτονιά. Από κοντά και το φρεσκοκαβουρντισμένο σουσάμι κι η κανέλα με τα μοσχοκάρφια για τον μπακλαβά.

Στο φτωχικό δεντράκι με τα στολίδια και τα φωτάκια σε σχήμα μαργαρίτας, με το μπαμπάκι για χιόνι και τις τούφες από συνθετική πάχνη κοντά στη φάτνη, μαζί με τις άλλες γιορτινές κάρτες, υπήρχε και μία που σου προκαλούσε στεναχώρια. Λευκή, με ένα καγκελένιο παράθυρο και δυο χέρια να κρατάνε τα κάγκελα. Ητανε η κάρτα της Διεθνούς Αμνηστίας. Μ' αυτή μαζεύαμε υπογραφές για να βγούνε οι πολιτικοί κρατούμενοι από τις φυλακές της Αίγινας, της Κέρκυρας.

Κοίταζα την κάρτα και σκεφτόμουνα τους θείους που ήτανε στα «σίδερα». Εκείνα τα χέρια που κρατούσαν τα κάγκελα λες κι είχαν φωνή. Και το πρόσωπο; Πού να ήτανε ο άνθρωπος; Μάλλον δε θα έφτανε στο παραθυράκι του κελιού. Μόνο τα χέρια του. Το μεσημεράκι σαν τελειώσαμε με τα κάλαντα, μέτρησα τα λεφτά - δέκα οκτώ δραχμές - εν έτει 196... , και σκέφτηκα ν' αγοράσω κρυφά μοσχοσάπουνο, στυλό και τετράδια, να φυλάξω και για τα εισιτήρια και να πω του πατέρα μου να με πάρει κι εμένα όταν πάει κάποια Κυριακή επίσκεψη στα «παιδιά» στις φυλακές. Αισθανόμουνα μεγάλη που θα μπορούσα κάτι να προσφέρω με το δικό μου κόπο.

- Τακ - τακ, να τα πούμε;

- Τρέξε Μήτσο άνοιξε, ποιος να 'ναι τέτοια ώρα, φώναξε από το κουζινάκι η μάνα μου.

Πρώτα φανήκανε δυο χέρια πίσω από την πλάτη του πατέρα μου, ύστερα άλλα δυο. Αγκαλιάστηκαν οι σύντροφοι Νίκος και Βασίλης με τον πατέρα μου.

- Βγήκαμε, Μήτσο, βγήκαμε, είμαστε στον κόσμο πάλι.

«Λαέ σκλαβωμένε, λαέ βασανισμένε», τραγουδούσαν τα πιο ανθρώπινα κάλαντα. Κι εγώ τώρα, τι θα τα κάνω τα λεφτά; Να τους δώσω από εννιά δραχμές ντρέπομαι. Καλύτερα είναι να προσφέρεις ένα μικρό δωράκι. Ο κυρ - Κοσμάς, δεν έφτιαχνε μόνο ανθόνερο, αλλά και κολόνιες για άντρες και γυναίκες, ένα τάλιρο το μεγάλο μπουκάλι με το χρυσαφί καπάκι. Ούτε που με πήρανε χαμπάρι, αλλά ο κυρ - Κοσμάς δεν καταδέχτηκε να πάρει λεφτά. - Τι λες, παιδί μου, θα πλουτίσω παραμονιάτικο; Και τα συντρόφια δηλαδή, να μην έχουνε κάτι από μένα; Τρέξε σπίτι και πάρε και για σένα αυτό.

Ο θείος Νίκος κοιμήθηκε στο μπαουλοντίβανο. Για τον θείο Βασίλη άνοιξε ο πατέρας μου το ράντζο εκστρατείας, την «προίκα» του από τη Μέση Ανατολή, που το είχε και στις εξορίες. Η μάνα είχε βγάλει τα καλά στρωσίδια, αυτά που έχουμε για τους μουσαφίρηδες στο κομό και μυρίζουνε λεβάντα και σαπούνι, γιατί χώνει ανάμεσά τους κομμάτια σαπουνιού. Το καλό το χράμι που είχε υφάνει η προγιαγιά, το «καραμελωτό» κόκκινο με τη λευκή πλεκτή δαντέλα, τo 'βαλε πάνω από την κουβέρτα, για να μην κρυώνει ο Βασιλάκης. Σκέψου πόσα υπέφερε στη φυλακή τόσα χρόνια.

Τελικά, το μικρό μπουκαλάκι με το ανθόνερο που μου χάρισε ο κυρ - Κοσμάς, ήτανε το καλύτερο, όχι μόνο γιατί νιώθω ακόμη τη μυρωδιά του, αλλά γιατί σε κάθε μπουκάλι που γέμιζε, έλεγε κι από ένα τραγούδι, πότε επαναστατικό, αντάρτικο, πότε δημοτικό ή νησιώτικο, έκλεινε μέσα λόγια από ποίηση και λογοτεχνία με κείνη τη φωνή του τη χιώτικη την τραγουδιστή. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων θαρρώ πως κρατώ σφιχτά το μικρό μπουκαλάκι, πως βλέπω μπροστά μου το τραπέζι με τις καλές πιατέλες των γλυκών και μόλις χαμηλώνω λίγο τα γόνατα, ακουμπάω το κεφάλι μου στο βελούδινο τραπεζομάντιλο που μου χαϊδεύει το μάγουλο, κλείνω το ένα μάτι και με το άλλο κοιτάζω το κόκκινο χράμι με την άσπρη δαντέλα, το ράντζο και τον θείο Βασίλη που κοιμάται λεύτερος, λεύτερος, λεύτερος!


Της Κούλας ΚΑΡΑΜΗΝΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ