ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Φλεβάρη 2005
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ - 35ΩΡΟ
Από το κακό στο χειρότερο

Από την πρόσφατη απεργία στις μεταφορές

Associated Press

Από την πρόσφατη απεργία στις μεταφορές
Με μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, χτες, συνεχίζουν τα γαλλικά συνδικάτα τις κινητοποιήσεις, αντιδρώντας στα σχέδια της κυβέρνησης να προχωρήσει σε «ελαστικοποίηση» του 35ωρου και σε σταδιακή ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών υπηρεσιών με βάση τις οδηγίες της ΕΕ. Η τριήμερη συζήτηση που ολοκληρώθηκε την Παρασκευή στο Κοινοβούλιο δεν είχε, ούτως ή άλλως, πολλά περιθώρια εκπλήξεων. Διαθέτοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κυβέρνηση Ραφαρέν έχει στρέψει την προσοχή της περισσότερο στην προσπάθεια να κατευνάσει την οργή των εργαζομένων, παρά στην εξασφάλιση κοινοβουλευτικής στήριξης.

Οι προθέσεις της κυβέρνησης ήταν σαφείς από το καλοκαίρι, όταν, αρχής γενομένης από τον υπουργό Οικονομικών και ισχυρό άνδρα του κυβερνώντος κόμματος UMP, Νικολά Σαρκοζί, το θέμα του 35ωρου τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Ο Σαρκοζί, χωρίς περιστροφές, είχε υποστηρίξει ότι για να «τονωθεί η γαλλική οικονομία και να ξαναγίνει ανταγωνιστική μειώνοντας το δημόσιο έλλειμμά της χρειάζονται σκληρά μέτρα. Αυτοί που θέλουν να δουλέψουν περισσότερο, θα πρέπει να μπορούν να το πράξουν».

Ακολούθησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ζαν Πιερ Ραφαρέν, ο οποίος, αφού εξαπέλυσε επίθεση στην προηγούμενη κυβέρνηση του σοσιαλιστικού κόμματος επί Ζοσπέν ότι «στραγγάλισε τη γαλλική οικονομία εφαρμόζοντας το 35ωρο», τάχθηκε υπέρ της ψήφισης νομοσχεδίου που θα διασφάλιζε, μεν, τη νομική του ισχύ, αλλά και την, κατά περίπτωση, ελαστικοποίησή του. Ολα αυτά τα σχέδια τίθενται πλέον σε εφαρμογή, προκαλώντας την έντονη αντίδραση των εργατικών συνδικάτων και την, όπως λένε οι σχολιαστές, πρώτη μεγάλη κρίση που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Ραφαρέν. Οσο για τους σοσιαλιστές, δε διστάζουν να μιλήσουν για πλήρη απελευθέρωση των όρων και των ωρών εργασίας.

Οι κυβερνητικές προτάσεις θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν εμπεριέχουν τίποτε καινούριο, επί της ουσίας, αφού, ήδη, η εφαρμογή του 35ωρου καρκινοβατούσε. Με βάση το νόμο του 1999, που τέθηκε σε εφαρμογή από τις αρχές του 2000, οι ώρες εργασίας δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις 1.600 ετησίως, κάτι που σημαίνει, κατά μέσο όρο, 35 ώρες την εβδομάδα.

Προβληματικό εξαρχής

Αλλο, όμως, τα λόγια και άλλο η πράξη. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης Ζοσπέν έδινε τη δυνατότητα στους εργοδότες να ρυθμίσουν τις εργασιακές ώρες ανά εβδομάδα μεταξύ 31-39 ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Οι επιπλέον ώρες δε θεωρούνταν υπερωρία και δεν πληρώνονταν. Επίσης, υπήρχε η δυνατότητα, «αν το απαιτούσαν οι ανάγκες της επιχείρησης», οι εργασιακές ώρες να ξεπερνούσαν τις 39 την εβδομάδα για 4 συνεχόμενες εβδομάδες, επίσης χωρίς να εκλαμβάνεται αυτό ως υπερωρία.

Οσες επιχειρήσεις εφάρμοσαν το 35ώρο επωφελήθηκαν ελαφρύνσεων όσον αφορά την εισφορά τους στα συνταξιοδοτικά ταμεία των εργαζομένων, κενό που κλήθηκε να καλύψει το γαλλικό κράτος, δηλαδή πάλι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Επίσης, υπό την ασφυκτική πίεση των μεγάλων επιχειρήσεων, η κυβέρνηση Ζοσπέν είχε αποδεχτεί να μη συνυπολογίζονται στο σύνολο των εργασιακών ωρών, ετησίως, ορισμένες αργίες, αλλά και ορισμένες ημέρες από τη νόμιμη άδεια των εργαζομένων, ενώ παραλλήλως υιοθετήθηκαν μια σειρά από λεπτομερή μέτρα που προβλέπουν παραδείγματος χάριν αφαίρεση της ώρας που χρειάζεται ο εργαζόμενος για να βάλει τα ρούχα της δουλιάς του από τις εργασιακές ώρες.

Με κύριο σύνθημα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τότε κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις των συνδικάτων για τον τρόπο εφαρμογής του 35ωρου. Ετσι, οι Γάλλοι εργαζόμενοι βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να θεωρούνται από τους πλέον προνομιούχους, αφού, διά νόμου, εργάζονταν 35 ώρες, ενώ την ίδια στιγμή είχαν αποδεχτεί όλα τα παραπάνω μέτρα, αλλά και την προοπτική του «παγώματος» των μισθών, της ελαστικοποίησης του εβδομαδιαίου ωραρίου τους, την κατάργηση των υπερωριών και την εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι από το σύνολο των γαλλικών επιχειρήσεων, μόνο το 27% υποχρεώνονταν από το νόμο να εφαρμόσουν το 35ωρο, καθώς οι υπόλοιπες απασχολούσαν λιγότερους από 20 εργαζομένους και παραπέμπονταν «στο απώτερο μέλλον».

Ακόμη χειρότερα σήμερα

Τέσσερα χρόνια μετά την εφαρμογή του 35ωρου, οι πιέσεις των εργοδοτών αποδίδουν και πάλι καρπούς. Η Ενωση Εργοδοτών (MEDEF), εξαρχής, είχε ταχθεί κατά του 35ωρου, υποστηρίζοντας ότι πλήττει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των γαλλικών επιχειρήσεων. Σήμερα, η κυβέρνηση Ραφαρέν χρησιμοποιεί τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα, τονίζοντας ότι το 35ωρο στοίχισε στη γαλλική οικονομία 50 δισεκατομμύρια ευρώ και στο γαλλικό κράτος (που αντάμειψε τις επιχειρήσεις που το εφάρμοσαν αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις τους στο ταμείο της κοινωνικής ασφάλισης) άλλα 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Νέες θέσεις εργασίας δε δημιουργήθηκαν. Η ανεργία παραμένει πάντα πάνω από το 10% με τάσεις αύξησης. Επιπλέον, το 1/5 των εργαζομένων εργάζεται, ήδη, υπό τη μορφή μερικής απασχόλησης, κάτι που σημαίνει ότι δεν καλύπτεται από καμία νομοθεσία.

Το νομοσχέδιο που προτείνει η κυβέρνηση Ραφαρέν δεν καταργεί το 35ωρο. Καλύπτει, όμως, νομικά τις επιχειρήσεις που θα υποχρεώσουν τους εργαζομένους τους να εργάζονται παραπάνω, αρκεί οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας να μην ξεπερνούν τις 48 (αν και σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται να φθάσουν τις 60!). Τυχόν αύξηση του μισθού θα κριθεί στις διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και θα διασφαλιστεί μέσα από συλλογικές συμβάσεις. Η πληρωμένη άδεια του εργαζομένου μειώνεται στις 4 εβδομάδες και ουσιαστικά ελαχιστοποιείται η δυνατότητά του να συγκεντρώσει ορισμένες μέρες αδείας αξιοποιώντας τις επιπλέον ώρες που έχει εργαστεί, αφού δε θεωρούνται υπερωρίες. Οπότε δεν μπορεί ούτε να τις πληρωθεί.

Την ίδια στιγμή, φυσικά, δεν αναιρούνται τα αρνητικά, για τους εργαζομένους, μέτρα που είχαν ληφθεί ως «αναγκαίες προϋποθέσεις» για την εφαρμογή του 35ωρου, όπως είναι το «πάγωμα» των μισθών και η μείωση του ποσοστού συμμετοχής των εργοδοτών στην ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Παραλλήλως, δε, παραμένει σε ισχύ και ο νόμος που υιοθετήθηκε το 2003 και προβλέπει παράταση του χρόνου εισφοράς στα συνταξιοδοτικά ταμεία, προκειμένου να πάρει σύνταξη ένας εργαζόμενος. Ο συγκεκριμένος νόμος, μάλιστα, προβλέπει ότι υπάρχει περίπτωση ένας εργαζόμενος να εργάζεται δωρεάν για ένα χρόνο, μόνο και μόνο, για να συμπληρώσει τα χρόνια που απαιτούνται για τη συνταξιοδότησή του.

Οι επιχειρήσεις «προηγούνται» της κυβέρνησης

Δε χρειάζεται να περάσει καιρός για να δει κανείς τα αποτελέσματα που το νομοσχέδιο της κυβέρνησης Ραφαρέν θα επιφέρει. Ηδη, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, απειλώντας τους εργαζομένους ότι θα κλείσουν τις εγκαταστάσεις τους στη Γαλλία και θα τις μεταφέρουν στην Ανατολική Ευρώπη ή σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου θα έχουν λιγότερα λειτουργικά έξοδα, πέτυχαν περισσότερα, ίσως, από όσα προσπαθεί να νομοθετήσει η κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εργαζόμενοι στο παράρτημα της αυτοκινητοβιομηχανίας «Robert Bosch», στο Βενισιέ, κοντά στη Λυόν.

Οι εργαζόμενοι, ήδη από το καλοκαίρι, υπό τον εκβιασμό της μεταφοράς του παραρτήματος στην Τσεχία, προχώρησαν στην υπογραφή ιδιωτικής σύμβασης με την εργοδοσία, αποδεχόμενοι να εργάζονται 36 ώρες την εβδομάδα, χωρίς αύξηση μισθού και γνωρίζοντας ότι δε θα πάρουν αύξηση για τα επόμενα 3 χρόνια. Σε ανάλογους εκβιασμούς έχουν προχωρήσει και άλλες μεγάλες εταιρίες, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στη Γερμανία, όπως είναι οι «Renault», «Siemens», «DaimlerChrysler» κλπ.

Στη Γαλλία, το ζήτημα, πλέον, δεν είναι αν η κυβέρνηση θα υιοθετήσει ή όχι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Ούτε τίθεται θέμα για το αν θα υπάρξει σύγκρουση με τα συνδικάτα, η οποία έχει ήδη αρχίσει να κλιμακώνεται. Το ζήτημα είναι αν τα συνδικάτα, όπως οι ίδιοι οι εκπρόσωποί τους διατείνονταν, θα επιμείνουν μέχρι τέλους στην αντίδρασή τους, χωρίς να αποδεχτούν υποσημειώσεις όπως έγινε με την εφαρμογή του 35ωρου, υποχρεώνοντας κυβέρνηση και εργοδότες να αναδιπλωθούν. Το βέβαιο είναι ότι το επιχείρημα της κυβέρνησης Ραφαρέν ότι με τον τρόπο αυτό «σώζει θέσεις εργασίας», δεν ισχύει, καθώς, με βάση σχετικές έρευνες, τα τελευταία 50 χρόνια, στην Ευρώπη έχουν μειωθεί οι ώρες εργασίας και έχει αυξηθεί η ανεργία, αλλά το ίδιο ακριβώς έχει συμβεί και στις ΗΠΑ, όπου έχουν αυξηθεί οι ώρες εργασίας. Γιατί απλούστατα, δεν είναι αυτή η ουσία του προβλήματος, αλλά η ίδια η φύση της μισθωτής εργασίας στο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν υπάρχει δίπολο «εργασιακών ωρών - ανεργίας», αλλά υπεραξίας της εργασίας των εργαζομένων και κερδών των εργοδοτών.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ