Η υγρασία που εμποτίζει όλο το βιβλίο προέρχεται από έναν άντρα και μια γυναίκα που τη λένε Λορίν. Ο άντρας - σωστά ο σκλάβος μέσα στο δομημένο τίποτα αυτής της κοινωνίας - δεν έχει πρόσωπο και ως εκ τούτου δεν έχει κι όνομα. Το μόνο που κάνει είναι να δίνει το χέρι του στο καθόλου (που είναι όλα και τίποτα μαζί), γι' αυτό και εύκολα αφήνει το στασίδι του στη Λορίν για ν' απολαύσει από κει τη θέα της ζωής της. Η Λορίν λειτουργώντας το θαύμα του έρωτα, το καταγράφει με τη μανία της λεπτομέρειας, στέλνοντας κάθε μέρα από ένα γράμμα στον άντρα: «Εγώ ξέρω πόσο θα τιμωρηθείς γι' αυτό που έκανες. Κι αν, έστω μ' αυτή την εναντίον αγάπη, μ' αγαπάς έστω και λίγο, τότε η τιμωρία σου θα είναι διπλή. Ποτέ δε θα συνέλθεις, επειδή ποτέ δε θα συνέλθω, και υπάρχει ένα ηθικό δίκαιο σ' αυτό τον κόσμο και μπορεί να χωρίζουν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται και το Ζώο εκεί πάνω να μην κάνει τίποτα για να τους ξαναφέρει κοντά. Αλλά, όσο δε συνέρχεται ο ένας, ούτε κι ο άλλος συνέρχεται».
Γεννιέται ο ερωτικός λόγος και όλα πια δεν μπορεί να είναι όπως πριν. Η μεταμόρφωση της Λορίν μπροστά στον άντρα παίρνει το χαρακτήρα ενός μεγάλου εγκωμίου του έρωτα, που η δύναμή του ξεπερνά τα πρόσωπα, συνδέει τη μοίρα τους και τα κατευθύνει όπως εκείνο γνωρίζει. Τα απίστευτα περιστατικά καταστούν τον άντρα μια μαριονέτα μπροστά στο θαύμα της γυναίκας που τα έχει αναλάβει όλα από την αρχή.
Ο χρόνος του έρωτά τους είναι αόριστος. Είναι και οι δυο φυλακισμένοι σε μια κατάσταση που, αν δεν τελειώσει, δεν μπορούν να σηκώσουν κεφάλι, να δουν φως. Μέσα σ' έναν κόσμο που καταρρέει, ο απόκοσμος έρωτας παρουσιάζει αυτοσχεδιάζοντας τα χαρακτηριστικά που έχουν τα σύννεφα. Αλλοτε ψηλά, άλλοτε χαμηλά, άλλοτε διαλύονται, για να ξανασυναντηθούν όμως με μεγαλύτερη δύναμη. Η ζήλια, που δεν την κρύβει ούτε στιγμή η Λορίν, το ανοιχτό προς όλους τσαλάκωμά της, το γεγονός ότι δε φοβάται τίποτα και κανέναν - όλα αυτά αφανίζουν τον άντρα και τον πετρώνουν σε κάθε προσπάθεια για κάτι λογικό και σωστό.
Πρόκειται για ένα βιβλίο εγκώμιο γυναικών, που με το τέλος του ανατρέπει τα πάντα και μέσα στον κόσμο αυτό λέει ότι οι γυναίκες πεθαίνουν από έρωτα.
...και η απειλή της «αναδιαμόρφωσης»
Την ίδια δυσκολία είχαν και οι αρμόδιοι με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς διεθνείς φορείς, όπως το ICOMOS (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών) και τα παραρτήματά τους σε εκείνες τις χώρες, αφού και οι δικές τους δυνάμεις επικεντρώθηκαν εξαρχής στην αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, όμως, η προστασία των ανθρώπων και των μνημείων δεν (πρέπει να) τίθενται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, αφού η καταστροφή των δεύτερων αποτελεί παράλληλο πλήγμα, η σημασία του οποίου φαίνεται συνήθως στο μέλλον.
Τα πρώτα συγκεντρωτικά στοιχεία για την κατάσταση της μνημειακής κληρονομιάς των χωρών που επλήγησαν από το τσουνάμι δόθηκαν το Γενάρη, αν και η καταγραφή συνεχίζεται. Το ενδιαφέρον αρχικά επικεντρώθηκε στις περιοχές που βρίσκονται μνημεία χαρακτηρισμένα ως παγκόσμιας κληρονομιάς. Η ΟΥΝΕΣΚΟ έδωσε έναν πρώτο κατάλογο ο οποίος περιλάμβανε τα εξής: Την παλιά πόλη Γκάλε (Galle) και το φρούριό της του 16ου αιώνα στη Σρι Λάνκα, που είχε χτιστεί από τους Πορτογάλους και διατηρεί ένα αξιοθαύμαστο μείγμα ευρωπαϊκών και τοπικών αρχιτεκτονικών παραδόσεων. Την περιοχή Μαχαμπαλιπουράμ (Mahabalipuram) στην Ινδία, όπου βρίσκεται μια παράκτια ομάδα ιερών, κατασκευασμένων στα βράχια, ενώ η πόλη ιδρύθηκε από τη δυναστεία των Παλάβα (Pallava) κατά τους 7ο και 8ο αιώνες. Ο ινδικός Ναός των Ηλιων του 13ου αιώνα, που βρίσκεται στην ακτή του Κόλπου της Βεγγάλης. Τέλος, το ινδονησιακό εθνικό πάρκο Ουγιούνγκ Κουλόν (Ujung Kulon) και το τροπικό δάσος στη Σουμάτρα, όπου περιλαμβάνονται τρία εθνικά πάρκα.
Υπάρχουν όμως μαρτυρίες για μεγάλες ζημιές σε άλλους παράκτιους ναούς της Ινδίας, όπως αυτός στο Ναντού (Nadu) του 14ου αιώνα και ακόμη τέσσερις αρχαίοι ναοί στην Κεράλα. Ζημιές υπέστη και η κυψελοειδής φυλακή Ανταμάν (Andaman), που είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ινδίας.
Το Galle σώθηκε επίσης λόγω της αντοχής των τειχών του(!), ωστόσο, το εργαστήριο των ενάλιων αρχαιοτήτων και τα ντοκουμέντα του, που βρίσκονταν στην περιοχή, καταστράφηκε. Οι αναφορές που φτάνουν στην ΟΥΝΕΣΚΟ όμως αναφέρουν ότι είναι πολύ πιθανό να υπέστησαν ζημιές τα υποθαλάσσια τμήματα του μνημείου. Πάντως, σύμφωνα με τις αναφορές του ICOMOS της Σρι Λάνκα, έχουν υποστεί ζημιές ναοί και άλλα θρησκευτικά κτίρια που χρήζουν διαφορετικών επιπέδων επέμβασης. Σε ερείπια έχουν μετατραπεί ιστορικά κτίρια, ενώ άλλα μπορούν να αποκατασταθούν. Το τοπικό ICOMOS ωστόσο εκτιμά ότι η κυβέρνηση δεν έχει χρήματα για αποκαταστάσεις μνημείων, ούτε βέβαια οι ιδιοκτήτες των χαρακτηρισμένων κτιρίων... εάν ζουν. Γι' αυτό και ο φορέας δηλώνει ότι χρειάζεται αφενός χρηματοδότηση, αλλά και «μεταφορά» τεχνογνωσίας, αφού, η απώλεια αυτών των μνημείων θα σημάνει την εξαφάνιση και της πολιτιστικής ταυτότητας των περιοχών στις οποίες βρίσκονται.
Η σημαντικότερη απειλή όμως στην οποία εστιάζει το ICOMOS της Σρι Λάνκα είναι «οι προτάσεις αναδιαμόρφωσης», οι οποίες θα «έχουν επιπτώσεις» στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της πολιτιστικής κληρονομιάς! Είναι φανερό πως ο λόγος γίνεται για όσους ετοιμάζονται να κερδοσκοπήσουν πάνω και στα μνημεία, δεδομένου του συνεχιζόμενου χάους και της κυβερνητικής αδιαφορίας.