ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Μάρτη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ
Διεκδικούμε καλλιτεχνική δημιουργία χωρίς εμπόδια

Συζήτηση με τον Πρόεδρο του ΕΕΤΕ, Μ. Παπαδάκη

Σε οικονομικό αδιέξοδο, ανίσχυρο πλέον να αντιμετωπίσει τις στοιχειώδεις λειτουργικές ανάγκες του, βρίσκεται το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας. Ο φορέας των 4.500 εικαστικών καλλιτεχνών, για μια ακόμη φορά, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, αφού και η τωρινή ηγεσία του ΥΠΠΟ δεν τηρεί τις υποχρεώσεις και τις υποσχέσεις που έδωσε στο ΔΣ του ΕΕΤΕ.

Συγκεκριμένα, ο Π. Τατούλης στη συνάντηση που είχε με το ΔΣ του ΕΕΤΕ (23/2) για δεύτερη φορά για το ίδιο θέμα, δήλωσε ότι θα τηρηθούν στο ακέραιο οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στο Επιμελητήριο τον περασμένο Νοέμβρη. Οτι δηλαδή το ΥΠΠΟ θα καλύψει τις ανελαστικές δαπάνες του ΕΕΤΕ. Οτι από την άνοιξη του 2005 θα δρομολογηθεί ο διάλογος για τη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που αφορά στα μεγάλα προβλήματα των καλλιτεχνών, που είναι ο νόμος του 1% στα δημόσια κτίρια, το ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό και το θέμα των τιμητικών συντάξεων. Επίσης, υποσχέθηκε ότι θα συμβάλει στις εθνικές και διεθνείς πολιτιστικές υποχρεώσεις του ΕΕΤΕ, όπως Διαβαλκανικό, Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παιδεία, συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση ΑΙΑΠ στην Κίνα κ.λπ. Υποσχέσεις που αφορούσαν στον πολύπαθο κλάδο των εικαστικών και που μέχρι σήμερα έχουν γίνει επανειλημμένα αντικείμενο ανεκπλήρωτων κυβερνητικών «δεσμεύσεων».

Για τα ζητήματα που απασχολούν το Επιμελητήριο, τα κύρια αιτήματα του κλάδου και τις προτάσεις του, μας μιλά ο πρόεδρος του ΕΕΤΕ, Μιχάλης Παπαδάκης.

«Ο υφυπουργός Πολιτισμού, Π. Τατούλης, μας υποσχέθηκε ότι θα σταματήσει η απομύζηση οικονομικών πόρων του ΥΠΠΟ από ιδιώτες που κάνουν "κρατικοδίκαιο πολιτισμό", οι οποίοι υλοποιούσαν "τις προσωπικές επιλογές" της προηγούμενης ηγεσίας, και ότι από αυτό το κέρδος θα ενισχυθούν οι θεσμικοί φορείς του πολιτισμού, μέσα στους οποίους περιέβαλε και το ΕΕΤΕ. Πάνω σ' αυτή τη βάση μάς υποσχέθηκε ότι θα καλυπτόταν το 100% των λειτουργικών μας δαπανών».

Από παλιότερη κινητοποίηση των εικαστικών για το ασφαλιστικό
Από παλιότερη κινητοποίηση των εικαστικών για το ασφαλιστικό
Παρ' όλα αυτά, το κονδύλι του τακτικού προϋπολογισμού είναι ξανά 180.000 ευρώ, τη στιγμή που το κατώτατο όριο των ανελαστικών δαπανών του ΕΕΤΕ αγγίζει τις 360.000 ευρώ. Μάλιστα, όλο το 2004 δε δόθηκε ούτε ένα ευρώ για την κάλυψη του ελλείμματος του τακτικού προϋπολογισμού, ενώ τα 60.000 ευρώ που δόθηκαν από τους ειδικούς λογαριασμούς το Φλεβάρη του 2005, είναι τα χρήματα που είχε υπογράψει με υπουργική απόφαση ο Ευάγ. Βενιζέλος το Νοέμβρη του 2003.

«Ζητούμενο είναι το αν η κυβέρνηση θα ασκήσει πολιτιστική πολιτική μέσω των θεσμικών φορέων και όχι με προσωπικές επιλογές, όπως είχε καταγγείλει τον προηγούμενο υπουργό. Αυτό συνεπάγεται ότι το ΕΕΤΕ δε θα στραγγαλιστεί οικονομικά, πράγμα που ήδη γίνεται και το ΥΠΠΟ θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το νόμο».

«Το Επιμελητήριο έχει δύο πλευρές που ορίζουν την οντότητά του, προσδιορισμένες από το νόμο του, και σε αντιστοιχία με τις συλλογικές ευθύνες των καλλιτεχνών ως κοινωνικού στρώματος. Η πρώτη είναι αυτή της προαγωγής της ελευθερίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της προάσπισης του πολιτισμού. Η δεύτερη πλευρά αφορά στη δραστηριότητα του ΕΕΤΕ να αναπτύξει τις κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τους εικαστικούς δημιουργούς και το έργο τους».

Το άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζει ότι «η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».


«Το Επιμελητήριο, ως νομοθετικά κατοχυρωμένο συλλογικό όργανο, είναι σε απόλυτη αντιστοιχία με αυτό το άρθρο. Ανήκει στη θεσμική πυραμίδα που διασφαλίζει τις δημοκρατικές ελευθερίες της Τέχνης. Ως θεσμικό όργανο έπρεπε να έχει από την πολιτεία την αναγνώριση που του ανήκει. Συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Τόσο με οικονομικά μέσα «η εκάστοτε κυβέρνηση ασκεί σε μας όλη της την "αυστηρότητα" για την "οικονομία" στη δημοσιονομική της πολιτική», όσο και την παραγνώριση του ρόλου του ΕΕΤΕ στη διαμόρφωση και πραγμάτωση της πολιτιστικής της πολιτικής».

«Δυστυχώς, η πιο πάνω υποβάθμιση του φορέα μας από τη μεριά της εκάστοτε κυβέρνησης, έχει ευθέως ανάλογο αντίχτυπο στην αντίληψη που διαμορφώνει ένα πολύ μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών για το Επιμελητήριο. Δε βλέπει ότι δεν πρόκειται μόνο για την απαξίωση του κοινωνικού ρόλου του καλλιτέχνη ως στρώματος, αλλά πολύ περισσότερο δε βλέπει ότι αυτό συνδέεται (αποτελεί μέρος) της προσπάθειας να αποδιοργανωθεί η θεσμική πυραμίδα μέσα από την οποία λειτουργεί και κάθε άλλη δημοκρατική ελευθερία στην κοινωνική μας ζωή».

Ανασφάλιστοι οι εικαστικοί δημιουργοί

«Αιχμή του δόρατος», το θέμα Ασφάλισης και συνταξιοδότησης των εικαστικών καλλιτεχνών. Ενα ζήτημα που ταλαιπωρεί τους καλλιτέχνες πολλές δεκαετίες.

«Ο καλλιτέχνης, ως τέτοιος, είναι παντελώς χωρίς συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Από τα 4.500 μέλη μας, αυτοί που δεν έχουν κάποιας μορφής εξαρτημένη εργασία, όπως οι καθηγητές δημοσίων και ιδιωτικών σχολών και άλλων συναφών επαγγελμάτων, είναι παντελώς ανασφάλιστοι. Ο αριθμός αυτών των καλλιτεχνών υπερβαίνει κατά λίγο τα χίλια άτομα. Από αυτούς, κάθε χρόνο φτάνουν σε ηλικία συνταξιοδότησης λιγότεροι από είκοσι. Στους 20 έως 22 περίπου, που διεκδικούσαν μέχρι το 2002 τιμητική σύνταξη ετησίως, περιλαμβάνονταν και αυτοί που είχαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα, συνήθως πολύ μικρό, σε άλλα Ταμεία πλην του Δημοσίου. Ο νόμος του 2002 αναφέρεται πλέον στους παντελώς ανασφάλιστους».

Ο θεσμός των τιμητικών συντάξεων έχει ξεπέσει πλέον σε κρατικό επίδομα προς αναξιοπαθούντες άπορους καλλιτέχνες. «Η πολιτεία προτιμά, μέχρι τώρα, να "παίζει" με την αξιοπρέπεια των δημιουργών, παραλλάσσοντας το νόμο για τις τιμητικές συντάξεις (τον έχει αλλάξει ήδη τρεις φορές και πάει για τέταρτη, όπως μας ανακοίνωσε του ΥΠΠΟ), παρά να λύσει το συνταξιοδοτικό τους, όπως αντιστοιχεί στη φύση του αντικειμένου (της Τέχνης) που υπηρετούν. Σπρώχνει διαρκώς τον ελεύθερο δημιουργό προς την αυτασφάλιση του ΤΕΒΕ».

Αίτημα των εικαστικών καλλιτεχνών είναι να ενταχτούν στο δημόσιο ή το ΙΚΑ με τριμερή χρηματοδότηση, όπου η πλευρά των καλλιτεχνών θα είναι ενταγμένη μέσω του συλλογικού τους φορέα, ώστε να διασφαλίζεται τουλάχιστον η βασική σύνταξη και αυτού του δημιουργού που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ατομική του υποχρέωση, εφόσον δεν πουλάει αρκετά.

«Αυτό είναι όχι απαραίτητο μόνον, αλλά κρίσιμο, προκειμένου να ενισχύσουμε την ελευθερία στο δημιουργό να αποφεύγει την εμπορευματοποίηση της δημιουργικής του δραστηριότητας, της ερευνητικής της πλευράς, και να μην υποχρεώνεται να φτιάχνει τυποποιημένα (αναγνωρίσιμα) καλλιτεχνικά προϊόντα ατομικής κατανάλωσης».

Ενα ακόμη καυτό ζήτημα, που μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί, είναι ο νόμος του 1997, που προβλέπει το 1% του προϋπολογισμού για τα δημόσια κτίρια να διατίθεται για την καλλιτεχνική τους διακόσμηση.

«Ο νόμος αυτός του 1997 αντικατέστησε, προς το καλύτερο, τον προηγούμενο νόμο του 1989 που επίσης δεν είχε ποτέ εφαρμοστεί. Ο νόμος αυτός, του 1%, συνδέεται άμεσα με την πολιτιστική αναβάθμιση των πολιτών και τη διαμόρφωση ενός πιο υγιούς περιβάλλοντος για την εικαστική δημιουργία στη χώρα μας. Θα μπορέσει όμως να λειτουργήσει ευνοϊκά προς την κατεύθυνση αυτή για όλους (κοινό και καλλιτέχνες) μόνον, εάν συνδεθεί με τις θεσμικές διαγωνιστικές διαδικασίες, που διαρκώς παραβιάζονται, ώστε να μην ισχύουν οι αποκλεισμοί των δημιουργών από το δικαίωμά τους να διαγωνίζονται, και τα αποτελέσματα να είναι τα καλύτερα δυνατά».

«Σε σύνδεση με τα παραπάνω είναι και η ενίσχυση του νομικού πλαισίου των διαγωνιστικών διαδικασιών για την Τέχνη στο δημόσιο χώρο, σ' όλα τα επίπεδα της Δημόσιας Διοίκησης, ώστε να μην παραβιάζονται διαρκώς, πράγμα που γίνεται σήμερα».


Προσανατολισμός χειραγώγησης

Σημαντικά προβλήματα είναι ακόμη εκείνα που αφορούν στα πνευματικά δικαιώματα, στα ζητήματα της Παιδείας γενικά και της τριτοβάθμιας ειδικότερα, στα ευρωπαϊκά προγράμματα κ.ά. Ακόμη, το θέμα των χορηγιών, ως κύρια πολιτική επιλογή της σημερινής κυβέρνησης, διευκολύνουν στο χώρο της Τέχνης, και όχι μόνο, τη χειραγώγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

«Ο προσανατολισμός προς τις χορηγίες προβάλλεται αυτή την περίοδο ως μια στρατηγική πολιτική επιλογή από την κυβέρνηση. Θα πρέπει όμως να δούμε ότι αυτός ο προσανατολισμός απομακρύνει τα θεσμικά όργανα από την άσκηση της πολιτιστικής πολιτικής, η οποία "μεταβιβάζεται" στην ελεύθερη, λεγόμενη, αγορά, με το ολέθριο αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής εμπορευματοποίησης της Τέχνης. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο προσανατολισμός συμπαρασύρει και την πολιτιστική μας κληρονομιά που υποβαθμίζεται σ' ένα απλό τουριστικό καταναλωτικό προϊόν».

«Οι χορηγίες διευκολύνουν τη χειραγώγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και όχι μόνον αυτής. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι μόνο τα οφέλη που αποκομίζει ο χορηγός από την είσοδό του στην αγορά της Τέχνης (στην «AGORA», όπως σοφιστικά αρεσκόταν ο κύριος Βενιζέλος να την αποκαλεί, παίζοντας με τη διττή έννοια που έχει ο όρος ως δημόσιος χώρος και αγορά-παζάρι), αλλά, και προπάντων, η ιδεολογική παρέμβαση στον τρόπο της καλλιτεχνικής έκφρασης, με άμεσες κοινωνικές προεκτάσεις. Το μεγάλο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι μετακυλίει ένα μέρος του οικονομικού βάρους για τον πολιτισμό στους ιδιώτες. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αλήθεια, ούτε ως επιχείρημα καθαρά οικονομίστικο, και έχουμε πικρή πείρα και από άλλους τομείς».

«Το πιο σημαντικό εδώ είναι ότι η κυβέρνηση απεμπολεί τη συνταγματική της ευθύνη, προκειμένου να ανοίξει το δρόμο στην ίδρυση franchise-καταστημάτων μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων, όπως ας πούμε της Philipp Morris, της Malboro και λοιπά. Ο τομέας του πολιτισμού (κάθε τέχνη γενικά, πολιτιστικά ιδρύματα όλων των ειδών, η πολιτιστική κληρονομιά) είναι ο δεύτερος σε μέγεθος επενδυτικός τομέας στον δυτικό κόσμο».

«Η χειραγώγηση της αγοράς της Τέχνης οδηγεί σ' ένα μέγιστο βαθμό χειραγώγησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η Τέχνη, βέβαια, πάντα θα βρει τρόπους να αντισταθεί σ' αυτούς τους μηχανισμούς. Μακροπρόθεσμα είναι δυνατότερη από αυτούς, παρ' όλη τη ζημιά που παθαίνει βραχυπρόθεσμα. Η επιδίωξη αυτών των μηχανισμών να χειραγωγήσουν την Τέχνη οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή συνδέεται, με τα δικά της μέσα, με τη Φιλοσοφία και την κοινωνική συνείδηση. Ο αγώνας για τη χειραγώγησή της, αν και γίνεται με το αζημίωτο, είναι αυτονόητο ότι συνδέεται και με τη διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας».


Ηλιάνα ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Αμφια και γαστέρες

Με την εκκλησία δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις. Κι όταν, μάλιστα, μας πήγαιναν με το σχολειό υποχρεωτικά, και έπαιρναν και απουσίες και ο γυμναστής, ένας κατάμαυρος, απόστρατος λοχίας, φασίστας του κερατά, μας απειλούσε με αποβολή. Και ο θεολόγος, ένας κοκαλιάρης, σκέτο λείψανο, μας περιέγραφε με μελανά χρώματα την κόλαση, όπου θα μας έστελνε ο σχετικός άγιος (πού να θυμάμαι το όνομά του, ύστερα από τόσα χρόνια), αν δεν πηγαίναμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και δε στεκόμασταν στην ουρά, για να πάρουμε και αντίδωρο. (Κι εδώ που τα λέμε, το μόνο πράγμα που με ενθουσίαζε από όλη την εκκλησιαστική διαδικασία, ήτανε το αντίδωρο και τα κόλλυβα. Μου φαίνονταν τόσο νόστιμα). Και πάνω από όλους ο κύριος διευθυντής, Λυκογιάννης, με όνομα, το φόβητρο μαθητών, δασκάλων και γονέων. Γνωστός σε όλη την Ανω Τούμπα. Τι δε μας έψελνε κάθε Δευτέρα, όταν έβλεπε το χαρτί με τις απουσίες. Οι αγαπημένες του βρισιές, με τις οποίες μας στόλιζε ήτανε «Παπούες της Νέας Γουινέας» και «σκερβελέδες». Το πρώτο, όταν προχώρησα στο μάθημα της γεωγραφίας, έμαθα τι σήμαινε. Το δεύτερο όμως στάθηκε αδύνατο να το μάθω μέχρι σήμερα. Παρ' όλ' αυτά, έβρισκα τον τρόπο και τόσκαγα, και δεν πήγαινα στην εκκλησία. Εκανα πως είχε λυθεί το κορδόνι από το παπούτσι μου και πως έσκυβα να το δέσω. Καθυστερούσα με το κόλπο αυτό και γλίτωνα τον κυριακάτικο εκκλησιασμό. Τα πράγματα άλλαζαν τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Στο μεταξύ, βέβαια, είχε αλλάξει και ο καιρός. Η Ανοιξη έμπαινε με τα μπούνια. Ανθιζαν οι πασχαλιές, οι σαλκιμιές, τα φούλια και οι ακακίες, τα ζουμπούλια, οι υάκινθοι και οι κατιφέδες. Μα πάνω απ' όλα άνθιζε μέσα μας μια άλλη ζωή, που ανεβοκατέβαινε μέρα - νύχτα σαν καυτή μπίλια. Από το εφηβικό μας υπογάστριο, ανθισμένο κι αυτό και ασίγαστο, μέχρι το ακοίμητο στόμα μας, που ονειρευότανε μέρα νύχτα κι αυτό κουβέντες ερωτικές και φιλιά ασταμάτητα, με ερωμένες που δεν έλεγαν να υποκύψουν. Μπαινόβγαιναν, ωστόσο, στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες. Πότε να κρεμάσουν στεφάνια στο σταυρωμένο Χριστό και πότε να στολίσουν επιτάφιους. Και μεις με τη φυσαρμόνικα στη γωνιά. Κάτω από το αγιόκλημα να τραγουδάμε και να προσμένουμε. Να τραγουδάμε και να αμαρτάνουμε με το ανοιξιάτικο μυαλό μας μέσα σ' εκείνες τις μεγαλοβδομαδιάτικες νύχτες. Τότε μόνο έπαιρνε για μένα νόημα η εκκλησία. Τότε μόνο γινότανε ένα με τη ζωή. Κι εγώ ξεχνούσα το γυμναστή και το θεολόγο, και τον κύριο διευθυντή, και μαζί με όλους αυτούς την κόλαση.

Και κει πάνω που έλεγα να τους ξεχάσω όλους και να συμφιλιωθώ με την ανοιξιάτικη εκκλησία, εγώ ο έφηβος της φυσαρμόνικας και του φανταστικού έρωτα, εγώ ο έφηβος της κόλασης και του ονείρου, νάσου και πρόβαλε από την «ωραία πύλη» ο δεσπότης με την προτεταμένη γαστέρα του, απειλητική και ακόρεστη, με την απαστράπτουσα τιάρα του και τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του. Προκλητικός και ανοικονόμητος, ψεύτικος και κατασκευασμένος απέναντι στο πάθος που περιέγραφαν οι γραφές, και ψαλμωδούσαν πότε καλλίφωνοι και πότε παράφωνοι ψαλτάδες, και κελαηδούσαν με τα σπαρακτικά εγκώμια οι άπιαστες ερωμένες μας «Ω γλυκύ μου έαρ» και «Πώς έδυ σου το κάλλος». «Αρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης» θα γράψει ο Ρίτσος στον «Επιτάφιό» του. Γι' αυτό σας λέω πως ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις με την εκκλησία. Γιατί δεν μπορούσα να τη συνταιριάξω με τη ζωή. Να τη συνταιριάξω με την καυτή μπίλια που ανεβοκατέβαινε μέσα μου και μ' έκανε να ανθίζω και να κοινωνώ, άθεος εγώ την Ομορφιά και την Ελευθερία.


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ