ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 20 Γενάρη 2000
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Υποτίμηση της δραχμής, ανατίμηση της λιτότητας

Η αναπροσαρμογή της ισοτιμίας, η έγκριση του προγράμματος «σύγκλισης», οι επιπτώσεις τους, οι συστάσεις της Κομισιόν και οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).-

Η αναπροσαρμογή της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ΕΥΡΩ, η μονομερής κυβερνητική δέσμευση για υποτίμηση τουλάχιστον κατά 3,3% εντός του 2000 και η έγκριση από την Κομισιόν του νέου αντεργατικού προγράμματος «σύγκλισης» (ΠΣ) 1999 - 2002, άνοιξαν την αυλαία του εξαμήνου διαδικασίας ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ του Μάαστριχτ, καταδείχνοντας, όμως, τα πραγματικά προβλήματα μιας ασθενούς οικονομίας από το σοκ της εισόδου στη «ζώνη ΕΥΡΩ». Πρόκειται για γεγονότα που δεν άπτονται της τυπικής διαδικασίας ένταξης, αλλά αφορούν στην ουσιαστική προετοιμασία του ελληνικού κεφαλαίου, για μείωση των κραδασμών από την, έτσι και αλλιώς, ταραγμένη μετάβαση στη «ζώνη ΕΥΡΩ», επιβαρύνοντας με επιπλέον κόστος αποκλειστικά τους Ελληνες εργαζόμενους.

Οι εγγενείς αδυναμίες του ελληνικού οικονομικού συστήματος, που δεν μπορούν να μασκαρέψουν τη φτιαχτή μετάβαση με λογιστικά τερτίπια (αδυναμία διαρκούς και σταθερού ελέγχου του πληθωρισμού, φουσκωμένη «ισχυρή» δραχμή, τεράστια πραγματικά χρέη και ελλείμματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα) θα αρκούσαν από μόνες τους να δημιουργήσουν δικαιολογημένο πανικό σε κάθε σώφρονα πολιτικό και τραπεζίτη που αντιλαμβάνεται επαρκώς ότι η ένταξη στην ΟΝΕ θα 'ναι περισσότερο «κόλαση» παρά «παράδεισος».

Εξάλλου, οι δύο μόνοι «αντισταθμιστικοί» παράγοντες που αναγνωρίζει η νεοφιλελεύθερη κυβερνητική αντίληψη, η «συγκράτηση» μισθών και η αύξηση της ανεργίας, με δεδομένη και την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, επιτείνουν την πολιτική δυσχέρεια προπαγάνδισης της ένταξης στην ΟΝΕ. Οι προπαγανδιστικές κορόνες του πρωθυπουργού και του ΥΠΕΘΟ Γ. Παπαντωνίου και ο ασφυκτικός έλεγχος της πλειοψηφίας των ΜΜΕ δεν αρκούν για να μασκαρέψουν την ωμή πραγματικότητα.

Υπό διαρκή διωγμό οι μισθοί

Η «ιστορική», προαναγγελθείσα, υποτίμηση της τάξης του 3,3% για το 2000 δεν αλλάζει όσο και αν οι κυβερνώντες φώναζαν στα κανάλια για (...) «ανατίμηση». Οσο για την Κομισιόν, από τις Βρυξέλλες, όσο και αν συμπάσχει με την κυβερνητική αγωνία, εγκρίνοντας το κυβερνητικό ΠΣ επισήμανε με έμφαση τα προβλήματα της πραγματικής κατάστασης, τονίζοντας:

  • Η εκπλήρωση των ονομαστικών «κριτηρίων» για ένταξη στη «ζώνη ΕΥΡΩ» δεν αντανακλά μια πραγματική ευρωστία της ελληνικής οικονομίας και απαιτούνται «περαιτέρω προσπάθειες για την επιδίωξη της πραγματικής σύγκλισης».
  • Η αναπροσαρμογή της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής «θα στηρίξει περαιτέρω τη διαδικασία αποπληθωρισμού» στην Ελλάδα, αλλά «η επικείμενη νομισματική χαλάρωση ενόψει της ΟΝΕ μπορεί να οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις, ιδίως από το 2001 και μετά», και γι' αυτό «η κυβερνητική δέσμευση για συγκρατημένες μισθολογικές εξελίξεις είναι μεγάλης σημασίας ως αντισταθμιστικός παράγοντας των πληθωριστικών πιέσεων».
  • Η Κομισιόν εκτιμά ότι «η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια», πολύ περισσότερο που με την επανένταξη στην ΟΝΕ πρέπει να ληφθεί υπόψη «η σύγκλιση των νομισματικών συνθηκών της Ελλάδας με εκείνες που επικρατούν στη ζώνη ΕΥΡΩ».

Με τη μονομερή απόφαση του ελληνικού κεφαλαίου για επίσπευση της ένταξης στην ΟΝΕ - που θα μπορούσε να γίνει και αργότερα - οξύνονται απότομα όλα τα «δομικά» προβλήματα της ελληνικής στρεβλής ανάπτυξης και το επιπλέον κόστος πέφτει αποκλειστικά στους ώμους των μισθωτών.

Οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν τις δύο υποτιμήσεις του 1998 και του 2000, τη «δέσμευση» της κυβέρνησης «να εξακολουθήσει να εφαρμόζει συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο τομέα για το 2000 και εντεύθεν» και την περαιτέρω παραγωγική διάλυση εξαιτίας των «συνθηκών» που επικρατούν στη «ζώνη ΕΥΡΩ».


Η ένταση της εκμετάλλευσης, μόνιμος στόχος της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Ο ταξικός χαρακτήρας των εξελίξεων στην ΕΕ και της πολιτικής της κυβέρνησης

Οταν το Μάρτη 1998 η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδωσαν το «πράσινο φως» για ένταξη 11 κρατών - μελών στη «ζώνη ΕΥΡΩ» της ΟΝΕ - απόφαση που εγκρίθηκε οριστικά την Πρωτομαγιά του 1998 και τέθηκε σε ισχύ την 1/1/1999 - η Ελλάδα κρίθηκε ότι «δεν πληροί» ακόμα τις προϋποθέσεις. Βασική εκκρεμότητα ήταν η μη συμμετοχή της χώρας στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) και έτσι η δραχμή υποτιμημένη κατά 12,8% εντάχθηκε αναγκαστικά το Μάρτη του '98 στο Ενιαίο Νομισματικό Σύστημα.

Η περιπέτεια της δραχμής

Με την ένταξη των «11» στη «ζώνη ΕΥΡΩ», το ΜΣΙ μετονομάζεται σε ΜΣΙ (2) και περιλαμβάνει μόνο την ελληνική δραχμή και τη δανέζικη κορόνα. Βρετανία και Σουηδία όχι μόνο απέχουν από το «τρίτο στάδιο» της ΟΝΕ, αλλά δε συμμετέχουν καν στο ΜΣΙ (2). Για τη δραχμή ο νέος μηχανισμός προβλέπει το ΕΥΡΩ ως «νόμισμα αναφοράς» και κεντρική ισοτιμία με σχετικά μεγάλα περιθώρια συναλλαγματικής διακύμανσης έναντι του ΕΥΡΩ (15%). Καθορίστηκε κεντρική ισοτιμία 357 δραχμές ανά ΕΥΡΩ, «αισθητά χαμηλότερη από την αγοραία ισοτιμία» (Κομισιόν), η οποία έγινε 353,109 δραχμές ανά ΕΥΡΩ την 1/1/1999 με την έναρξη του «τρίτου σταδίου» της ΟΝΕ. Και παρέμεινε αμετάβλητη μέχρι το περασμένο Σάββατο.

Ομως η δραχμή ανατιμήθηκε τεχνητά, ή μη, στο εσωτερικό της χώρας και την περασμένη Παρασκευή η αγοραία ισοτιμία ήταν 331,80. Ηταν σαφές ότι η δραχμή έπρεπε, έτσι και αλλιώς, να υποτιμηθεί γιατί ένταξη στην ΟΝΕ, δεν μπορεί να γίνει παρά στη βάση της κεντρικής ισοτιμίας. Το Μάαστριχτ όμως απαγορεύει υποτίμηση για τη δραχμή από το Μάρτη του 1998 μέχρι το Μάρτη του 2000, οπότε η κυβέρνηση θα καταθέσει την αίτηση ένταξης στην ΟΝΕ. Ετσι χρησιμοποιήθηκε το τέχνασμα της ανατιμημένης διολίσθησης, ώστε μέχρι τέλος του χρόνου να υποτιμηθεί η δραχμή όχι με εφάπαξ υποτίμηση, αλλά με σταδιακή διολίσθηση. Με 340,75 δραχμές ανά ΕΥΡΩ, η δραχμή «ανατιμάται» έναντι της κεντρικής ισοτιμίας (353,109), αλλά υποτιμάται έναντι της τρέχουσας, αγοραίας ισοτιμίας, που, όμως, πρέπει να καλύψει σταδιακά την «ψαλίδα», τάξης μείον 3,3% μέσα στους «επόμενους δώδεκα μήνες». (Γ. Στουρνάρας).

Τεχνάσματα στην υπηρεσία της ΟΝΕ

Το τέχνασμα της ανατίμησης έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα στο παρελθόν από την Ιταλία (1996), τη Φινλανδία (1996) και την Ιρλανδία (1998), ακριβώς γιατί η μονεταριστική επιταγή του Μάαστριχτ βρίσκεται εκτός οικονομικής πραγματικότητας, και πολλές κυβερνήσεις, σε συνεννόηση με τις Βρυξέλλες, «διορθώνουν» με τέτοιους τρόπους τους οικονομικούς δείκτες για να μην αναγκαστούν να αποδεχτούν δημόσια τη θεωρητική ανεπάρκεια της ΟΝΕ. Η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής δεν είναι χωρίς κόστος, γιατί ενδεχόμενη «θετική» επίδραση στα επιτόκια, ή αναγκαστική παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος, αν κάτι πάει στραβά, συμμετράται από τις Βρυξέλλες ως «μη υγιής συμπεριφοράς», στα πλαίσια της «αξιολόγησης της σταθερότητας».

Η «σταθεροποίηση» της χρηματιστηριακής αγοράς δεν αφορά τις Βρυξέλλες. Η διαδικασία ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ, που αρχίζει το Μάρτη του 2000 και θα ολοκληρωθεί τον Ιούνη, αφορά την πλήρωση των «κριτηρίων» Μάαστριχτ ανεξάρτητα από τα όποια λογιστικά τερτίπια χρησιμοποιηθούν. Ετσι από την όλη ιστορία, το μόνο σίγουρο είναι «η κεντρική σημασία των μισθολογικών εξελίξεων». Μ' άλλα λόγια, όχι μόνο θα 'χουμε υποτίμηση της δραχμής εντός του 2000, αλλά οι Βρυξέλλες απαιτούν περαιτέρω μείωση των μισθών με ή χωρίς φορολογική επιβάρυνση. Και αυτό είναι ένα επιπλέον κόστος της τελευταίας στιγμής, που θα κληθούν να πληρώσουν και πάλι οι Ελληνες εργαζόμενοι. ΟΝΕ δε σημαίνει το ίδιο για πλούσιους και φτωχούς.

Οι δυο όψεις του νομίσματος

Η υποχρεωτική υποτίμηση της δραχμής και η ταξική επιταγή Κομισιόν - κυβέρνησης για μείωση μισθών και συντάξεων, αλλά και έλεγχο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελούν, ουσιαστικά, τα πρώτα κακά μαντάτα από την ένταξη στην ΟΝΕ. Το Μάαστριχτ είχε επιβάλει σκληρές ταξικές «στρατηγικές» ήδη από το «πρώτο στάδιο» (1990-1994) και το «δεύτερο, μεταβατικό στάδιο» (1994-1998) της ΟΝΕ. Αλλά το «τρίτο στάδιο» που τέθηκε σε ισχύ από 1/1/1999 και η δημιουργία της «ζώνης ΕΥΡΩ» επιβάλλουν, εκ των πραγμάτων, περισσότερη και αποδοτικότερη εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας στο σύνολο της ΕΕ. Αυτός είναι και ο λόγος που κυβέρνηση και τραπεζίτες κραυγάζουν υπέρ της ΟΝΕ, χωρίς να έχουν εξηγήσει ποτέ τις σκληρές οικονομικές υποχρεώσεις που το Μάαστριχτ (1992) και το «Σύμφωνο Σταθερότητας» (1997) επιβάλλουν στους εργαζόμενους. Αξίζει τον κόπο να τους ρωτήσει κανείς γιατί η δραχμή κουρελιάζεται έναντι του ΕΥΡΩ, γιατί ξεπουλάνε ό,τι απέμεινε από τον πλουτοπαραγωγικό ιστό της χώρας, αλλά κανένας δεν κάνει λόγο π. χ. για εξίσωση μισθών στην ΕΕ; Μετά από εικοσαετή άγρια λιτότητα του ελληνικού λαού, γιατί ο εργαζόμενος να «κερδίζει» από την περιβόητη ένταξη στην ΟΝΕ μόνο υποτίμηση, «συγκρατημένους» μισθούς, φτώχεια και ανεργία; Γιατί είναι «εθνικός στόχος» κάτι που θα κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους; Το κυβερνών κόμμα και οι θιασώτες του Μάαστριχτ επαίρονται για την ένταξη στην ΟΝΕ, αλλά γιατί οι εργαζόμενοι να επανεκλέξουν αυτούς που θεωρούν «ιστορική» μια απόφαση περαιτέρω εξαθλίωσης, φτώχειας και ανεργίας του ελληνικού λαού;



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ