Στο γνωστό μοτίβο του «κατευνασμού» κινήθηκε η απάντηση της Επιτροπής σε Ερώτηση της ευρωβουλευτή του ΚΚΕ Δ. Μανωλάκου, για τους κινδύνους που κρύβουν τα μεταλλαγμένα σε βάρος των καταναλωτών
Καθησυχαστική προσπαθεί να φανεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέναντι στους εύλογους φόβους και τις επανειλημμένες καταγγελίες του ΚΚΕ πως η νομιμοποίηση από την ΕΕ της εισαγωγής γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ), θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για τη μαζική εισροή και την ανεξέλεγκτη κυκλοφορία μεταλλαγμένων προϊόντων με σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Κίνδυνοι που επιβεβαιώνονται ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του σχετικού κανονισμού της ΕΕ, τη στιγμή που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τη δικαιολογία ότι μέχρι τώρα «η πείρα που αποκτήθηκε είναι περιορισμένη» και ότι αναμένονται οι σχετικές εκθέσεις των κρατών - μελών μέχρι το τέλος του 2005.
Το παραπάνω προκύπτει από την απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε Ερώτηση της ευρωβουλευτή του ΚΚΕ Διαμάντως Μανωλάκου, για τους κινδύνους που εγκυμονούνται εις βάρος των καταναλωτών από τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Στην Ερώτησή της, η ευρωβουλευτής του ΚΚΕ επισημαίνει ότι «πάνω από 500.000 τόνοι μεταλλαγμένων προϊόντων εισήχθησαν στην Ελλάδα το 2004 για ανθρώπινη κατανάλωση και ζωοτροφές», ενώ τονίζει ότι οι καταναλωτές είναι ανυπεράσπιστοι, καθώς «οι κανόνες για σήμανση όχι μόνο είναι ελλιπείς και δεν τηρούνται, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν ισχύουν για τα παράγωγα προϊόντα» και ζητά από την Επιτροπή να πάρει μέτρα, «ώστε να αποτραπούν οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία που προέρχονται από τη χρήση γενετικά τυποποιημένων οργανισμών για να θησαυρίζουν μια χούφτα πολυεθνικών».
Η Επιτροπή, στην απάντησή της, προσπαθεί να κατευνάσει τις δικαιολογημένες ανησυχίες, επιστρατεύοντας ακόμη και το ψέμα, ισχυριζόμενη ότι εκτός από τη σαφή σήμανση των προϊόντων που περιέχουν ή αποτελούνται από έναν γενετικά τροποποιημένο οργανισμό, η σήμανση είναι υποχρεωτική και για «τρόφιμα ή ζωοτροφές που παράγονται από ένα ΓΤΟ ανεξάρτητα από την ανιχνευσιμότητα τροποποιημένου DΝΑ ή πρωτεΐνης στο τελικό προϊόν». Οπως είναι γνωστό, όμως, ο κανονισμός της ΕΕ διασφαλίζει τη σήμανση μόνο για τα πρώτα παράγωγα των τροποποιημένων προϊόντων και όχι για τα επόμενα, αφήνοντας έτσι τους καταναλωτές και ειδικότερα τους ασθενέστερους οικονομικά καταναλωτές, έρμαια της ασυδοσίας των πολυεθνικών που προμηθεύουν την αγορά με μεταλλαγμένα προϊόντα.
Οπως ήταν αναμενόμενο, στην απάντησή της η Επιτροπή προς την Ευρωβουλευτή του ΚΚΕ, τηρεί για άλλη μια φορά «σιγήν ιχθύος» για το ρόλο και τις ευθύνες των πολυεθνικών και δεν κάνει κανένα λόγο για λήψη μέτρων ελέγχου τους και για τη διασφάλιση της υγείας των καταναλωτών.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο φαινόμενο της διατροφικής κρίσης, η ρίζα της οποίας βρίσκεται στα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, στην παραγωγή του κέρδους. Από την άποψη αυτή, η διατροφική κρίση αποτελεί ενδογενές στοιχείο της γενικότερης καπιταλιστικής κρίσης, το δε ξεπέρασμά της προϋποθέτει το ιστορικό ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
Ανακολουθία μεταξύ των στοιχείων που αναγράφονταν στα τριπλότυπα δελτία διακίνησης οπωροκηπευτικών και των ποσοτήτων που υπήρχαν στους πάγκους, διαπιστώθηκε σε 17 περιπτώσεις παραγωγών - εμπόρων λαϊκών αγορών, στη διάρκεια σχετικών ελέγχων που διενήργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης. Οπως ανακοινώθηκε, διαπιστώθηκε ότι οι ποσότητες που πωλούνταν στους πάγκους ήταν μέχρι και 200% μεγαλύτερες από τις αναγραφόμενες στα αντίστοιχα δελτία αποστολής. Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν πρακτική ορισμένων παραγωγών, οι οποίοι μ' αυτό τον τρόπο επιδιώκουν να παρατείνουν την παραμονή τους στη λαϊκή αγορά, καθώς η νομοθεσία προβλέπει ότι οι παραγωγοί συμμετέχουν στη λαϊκή μέχρις εξαντλήσεως των ποσοτήτων που έχουν δηλώσει ότι καλλιεργούν. Αν ο παραγωγός έχει εξαντλήσει τις δικές του ποσότητες, πουλάει προϊόντα που έχει αγοράσει από χονδρέμπορο, πιθανώς και χωρίς τα απαραίτητα παραστατικά, εντείνοντας το φαινόμενο της δραστηριοποίησης ψευτοπαραγωγών στις λαϊκές.
Βέβαια, για να έχουμε μια πραγματική αίσθηση του ζητήματος, πρέπει να σημειώσουμε ότι το σύστημα των πλαστών, στην ουσία, παραστατικών μπορεί να είναι, και είναι, μια πρακτική μέσω της οποίας σε τελευταία ανάλυση αυξάνονται τεχνητά οι τιμές της αγοράς. Ωστόσο οι μικροί των λαϊκών αγορών στην ουσία αντιγράφουν τις πρακτικές αυτές από τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Το κακό είναι ότι παραγωγοί και έμποροι των λαϊκών αγορών, μαζί με τους καταναλωτές, δε συνειδητοποιούν ότι αυτές οι πρακτικές έχουν κοντά ποδάρια και από το επίσημο κράτος αφήνονταν όσο αυτό δεν ενοχλούσε τις μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες... Τώρα όμως - που απώτερος στόχος τους είναι το κλείσιμο των λαϊκών αγορών - όλες αυτές τις περιπτώσεις θα τις κάνουν «λάβαρο», στην υποτιθέμενη προσπάθεια εξυγίανσης της αγοράς...