ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Ιούλη 2005
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ «ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ» ΕΡΓΑΣΙΜΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Την Τρίτη στο Α΄ Θερινό Τμήμα της Βουλής, η συζήτηση

Μεθαύριο Τρίτη ξεκινά στο Α΄ Θερινό Τμήμα της Βουλής, η συζήτηση του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας για τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» και η συζήτηση έχει προγραμματιστεί έως την Πέμπτη. Το νομοθέτημα υπηρετεί τη λογική της ...ανάγκης ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων που συνιστά και την πολιτική ουσία του εν λόγω αντεργατικού κατασκευάσματος.

Ενδεικτικά του αντεργατικού χαρακτήρα του προτεινόμενου νόμου (που επί της ουσίας συνίσταται σε 3 άρθρα, τα οποία προωθούν την κατάργηση του 8ωρου μέσω της περίφημης «διευθέτησης») είναι τα εξής στοιχεία: Κατ' αρχήν η επιλογή του χρόνου συζήτησής του στη Βουλή, με προφανή στόχο να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις των εργαζομένων, λόγω του καλοκαιριού και κατά δεύτερον η «διάνθισή» του με σειρά επιμέρους ρυθμίσεων (π.χ ευνοϊκότερη μεταχείριση για τις συντάξεις χηρείας), προκειμένου να «χρυσωθεί το χάπι» των ουσιαστικών ρυθμίσεων που προωθεί το νομοσχέδιο. Αξίζει, μάλιστα, να σημειώσουμε ότι το νομοσχέδιο που θα εισαχθεί την Τρίτη για συζήτηση προέκυψε ακόμη πιο «αιχμηρό» για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Με ρύθμιση της τελευταίας στιγμής, το υπουργείο Εργασίας έδωσε το «πράσινο φως» στους εργοδότες σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 21 άτομα να προχωρούν σε «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αρκεί να εξασφαλίσουν τις υπογραφές ακόμη και μέρους των εργαζομένων σε αυτή τους την επιδίωξη. Διαπραγματεύσεις δηλαδή «με το πιστόλι στον κρόταφο» για λόγους ...ευελιξίας των επιχειρήσεων, όπως υποστήριξε αιτιολογώντας τη ρύθμιση ο υπουργός Εργασίας.

Από την έως τώρα συζήτηση

Διαφωτιστική ως προς τις θέσεις των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων ήταν η 3ήμερη συζήτηση για το νομοσχέδιο που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής.

Το ΚΚΕ ζήτησε την άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου, σημειώνοντας ότι αποτελεί μέρος της συνολικής επίθεσης που πραγματοποιείται στα δικαιώματα των εργαζομένων με τις ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν την προηγούμενη βδομάδα στη Βουλή για την απελευθέρωση του ωραρίου των καταστημάτων, αλλά και συμπλήρωμα της έως σήμερα αντεργατικής νομοθεσίας που συνίσταται στους νόμους της κυβέρνησης Μητσοτάκη που κάθε άλλο παρά κατάργησε το ΠΑΣΟΚ αλλά και στους δύο νόμους που ψήφισε στη συνέχεια η κυβέρνηση Σημίτη και μεταξύ άλλων εισήγαγαν τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης και τη νομιμοποίηση των γραφείων ενοικίασης εργαζομένων. Ο εισηγητής του ΚΚΕ Τάκης Τσιόγκας έκανε ενδεικτικά λόγο για ένα ακόμη μέτρο «αύξησης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο».

Από την πλευρά της κυβέρνησης αν και ο υπουργός Εργασίας, Πάνος Παναγιωτόπουλος, παραδέχτηκε ευθέως ότι το νομοσχέδιο στοχεύει «στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων» επιχείρησε να το παρουσιάσει ως απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας. Οπως χαρακτηριστικά επισήμανε στην Επιτροπή «θα ενισχύσουμε την παραγωγική δραστηριότητα, εξασφαλίζοντας περισσότερη απασχόληση». Παράλληλα, ο υπουργός Εργασίας χρησιμοποίησε ως άλλοθι την κατάσταση που έχει δημιουργήσει στις επιχειρήσεις η ακολουθούμενη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ πολιτική, λέγοντας ότι «δεν καταργείται το 8ωρο» και πως «ούτε μειώνονται οι υπερωρίες». Οπως σημείωσε, οι εργαζόμενοι δεν έχουν απώλεια εισοδήματος από τη μείωση του κόστους των υπερωριών μια και έως τώρα οι υπερωρίες ήταν πολύ ...ακριβές για τους εργοδότες οπότε αυτοί «κατέφευγαν στη μαύρη εργασία» και «επομένως, είναι αστείο να λέγεται ότι αφαιρείται εισόδημα από εκεί που δεν υπήρχε»! Παράλληλα, ασκώντας κριτική στο ΠΑΣΟΚ υποστήριξε ότι το καθεστώς που νομοθετείται ήταν αυτό που ίσχυε επί των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου και του Κ. Σημίτη.

Το ΠΑΣΟΚ, παρά τις φραστικές εξάρσεις - που αναμένονται και κατά τη διάρκεια της επικείμενης συζήτησης στη Βουλή - δεν ήταν δυνατόν να αποκρύψει την πολιτική του συναίνεση στη λογική της «διευθέτησης του χρόνου εργασίας». Αρκεί, όπως επισήμαναν οι βουλευτές του, να στηρίζεται σε μια «πολιτική, βασισμένη στην αίσθηση κοινής ευθύνης των κοινωνικών εταίρων». Σ' αυτή τη λογική κινήθηκε ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ Ε. Παπαχρήστος, ζητώντας «αντισταθμιστικά οφέλη και κοινωνικές εγγυήσεις», καθώς και «αυτοματισμούς» μετατροπής της απώλειας εισοδήματος των εργαζομένων σε επενδύσεις.

Τέλος, όσον αφορά στον ΣΥΝ ο εισηγητής του, Γ. Δραγασάκης αν και δήλωσε ότι το νομοθέτημα επιφέρει εισοδηματικές απώλειες στους εργαζόμενους και έχει ευρύτερες επιπτώσεις επισήμανε ότι το νομοσχέδιο «δεν αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας» θέτοντας ερωτήματα σχετικά με το τι είδους επιχειρηματικότητα επιδιώκει να ενισχύσει η κυβέρνηση.

ΠΑΣΟΚικά... ανέκδοτα για το εργασιακό

Ισως, θα έμοιαζε με ανέκδοτο, αν δεν αφορούσε στα δικαιώματα, στις κατακτήσεις, στην ίδια τη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων, όλο αυτό το παιχνίδι που γίνεται στις πλάτες τους με αντικειμενικό και τελικό σκοπό το αυγάτεμα των υπερκερδών της πλουτοκρατίας και την όλο και μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στα χέρια λίγων πολυεθνικών μονοπωλίων.

Πρόκειται για τη δικομματική συμπαιγνία και υποκρισία γύρω από το εργασιακό που ξεπερνάει κάθε όριο πολιτικής απάτης. Ολο αυτό το σκηνικό αποτυπώνεται σε «ενημερωτικό σημείωμα για το νομοσχέδιο για τα εργασιακά» του Ευ. Βενιζέλου, υπό την ιδιότητα του υπευθύνου του Τομέα Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής και Υγείας του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ.

Πρόκειται πραγματικά για ένα ΠΑΣΟΚικής έμπνευσης κείμενο, καθώς ο συγγραφέας του δε διστάζει να χρησιμοποιήσει όρους «ταξικούς», να διαπιστώσει, τελείως υποκριτικά, ότι η κατάσταση σήμερα στα εργασιακά δικαιώματα οδεύει ολοταχώς προς το παρελθόν, αλλά και δε διστάζει - έτσι για να μην παρεξηγηθεί από κανέναν ότι πράγματι τα εννοεί αυτά και πως ανησυχεί για τα προβλήματα των εργαζομένων - να κάνει προτάσεις προς την κυβέρνηση για πιο «έξυπνη» αντιμετώπιση που θα εξασφάλιζε τη συναίνεση και των εργαζομένων, καλλιεργώντας τους συμμετοχικές αυταπάτες.

Ετσι, λοιπόν, ο Ευ. Βενιζέλος κατηγορεί την κυβέρνηση ότι εργάζεται με «υπερωρίες» υπέρ των «ολίγων» και επισημαίνει ότι «η κυβέρνηση εγκαταλείπει τα προσχήματα και εμφανίζει απροκάλυπτα το κοινωνικά άδικο και μονομερές ταξικό πρόσωπό της». Και αφού διαπιστώνει ότι «η κυβέρνηση θεωρεί προφανώς ότι για τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας υπαίτιος είναι ο εργαζόμενος, άρα μόνο μέσα από τη μείωση των αποδοχών και την αποδυνάμωση των δικαιωμάτων του εργαζόμενου, θεωρεί ότι μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και να ενισχυθεί η ανάπτυξη», σπεύδει να περιγράψει το πολιτικό στίγμα του ΠΑΣΟΚ και τη «διαφορά» του από την πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά διαφορετική ανάγνωση της ίδιας πολιτικής διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού σε βάρος των εργαζομένων.

Την ίδια πολιτική

Επιβεβαιώνει ότι στην ουσία και οι δύο εταίροι του δικομματισμού εκφράζουν την ίδια ταξική πολιτική, μια πολιτική που έχει ως δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που θα κάνουν τις θυσίες. Απλώς η διαφορά είναι στο τι είδους αυταπάτες θα οδηγηθούν. «Τίποτα, λέει, δε διασφαλίζει ότι οι θυσίες που επιβάλλονται στους εργαζόμενους θα μετατραπούν σε όφελος για το κοινωνικό σύνολο και κυρίως σε νέες θέσεις εργασίας με στόχο τη μείωση της ανεργίας». Επίσης, η άλλη «μεγάλη» διαφορά είναι το αν η «αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων θεωρείται αυτόματα ταυτόσημη με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εθνικής οικονομίας». Δηλαδή, στο «ίδιο καζάνι» βράζουν τους εργαζόμενους, η όποια διαφορά ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αφορά τον τρόπο που θα τους σερβίρουν στο τραπέζι της πλουτοκρατίας.

Με όσα αναφέρει επιβεβαιώνει ότι τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ υπηρετούν συμπληρωματικά την ίδια πολιτική. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «οι συνέπειες επεκτείνονται με σκληρότερο τρόπο σε όσους εργάζονται χωρίς να τους συνδέει με τον εργοδότη μια κανονική σύμβαση εργασίας, αλλά με συμβάσεις έργου και δελτία παροχής υπηρεσιών, με "δανεισμό" ή "μίσθωση εργαζομένων"». Δηλαδή, όλες αυτές οι «μορφές απασχόλησης» που εδραίωσε το ΠΑΣΟΚ διαπιστώνει τώρα ότι με τη συνδρομή της ΝΔ θα επιδεινώσουν τη θέση των εργαζομένων.

Επίσης, ανησυχεί μήπως υπάρξει πρόβλημα στη μείωση της εντατικοποίησης: «Η προσδοκία μιας μικρότερης σε διάρκεια, αλλά εντατικότερης και καλύτερα αμειβόμενης λόγω των υπερωριών απασχόλησης, ουσιαστικά καταργείται». Και όλα αυτά υπό το πρίσμα του «διευθυντικού δικαιώματος» ένα θέμα γύρω από το οποίο έχει επικεντρωθεί μια αντιπαράθεση που εστιάζεται στο αν ο εργαζόμενος πάει με τη θέλησή του στη σφαγή των εργασιακών του δικαιωμάτων ή αν του επιβληθεί ελέω «διευθυντικού δικαιώματος» του εργοδότη.

Το σημείο όμως που αποτελεί την αποθέωση του ΠΑΣΟΚισμού είναι το επιμύθιο του εν λόγω κειμένου: «Αντί για μια "έξυπνη" αναπτυξιακή πολιτική, βασισμένη στην αίσθηση κοινής ευθύνης των κοινωνικών εταίρων και στην προσδοκία των εργαζομένων να μετάσχουν στα κέρδη της επιχείρησης, βλέπουμε μια επιστροφή σε παλαιού τύπου πολιτικές αντιλήψεις που ταυτίζουν το συμφέρον της εθνικής οικονομίας και της ανταγωνιστικότητάς της με τη μείωση του κόστους εργασίας». Εδώ καταγράφεται όλη η «έξυπνη» λογική ενσωμάτωσης των εργαζομένων, όπου ως καλοί «κοινωνικοί εταίροι» με τους εργοδότες τους, θα ζουν και θα υπομένουν με «αίσθημα ευθύνης» την αφαίμαξή τους μέχρι εξαθλίωσης, όμως, με την «προσδοκία» της συμμετοχής στα κέρδη της επιχείρησης που στο μεταξύ τα καρπώνονται άλλοι.

Βέβαια, οι εργαζόμενοι μπορούν να προσδοκούν μόνο από τον δικό τους οργανωμένο, ταξικό και αταλάντευτο αγώνα. Ούτε ελπίδα ούτε αυταπάτες μπορούν να υπάρχουν από τους διαχειριστές της δικής τους υπερεκμετάλλευσης και εξαθλίωσης.

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ
Πατώντας σε δύο βάρκες

Μια αναδρομή στις θέσεις του Συνασπισμού για τις εργασιακές σχέσεις και το ωράριο εργασίας, με αφορμή τα προωθούμενα από την κυβέρνηση νομοσχέδια, μας έφερε προ εκπλήξεως. Σε κείμενο του ΣΥΝ υπό τον τίτλο «Το παρόν και το μέλλον των εργασιακών σχέσεων και της εργασίας», τον Ιούνιο του 1997, διαβάσαμε: «Επαναπροσδιορισμός του πλαισίου λειτουργίας της υπερωριακής απασχόλησης μέσα από τον περιορισμό της αλλά και τη θέσπιση σχετικών αντικινήτρων (π.χ. μείωση του ποσοστού της προσαύξησης του ωρομισθίου)»!

Με τη θέση αυτή, ο ΣΥΝ προφανώς θεωρεί τον εργαζόμενο υπεύθυνο για την επέκταση της υπερωριακής απασχόλησης, αφού για τον περιορισμό της προτείνει να μειωθεί η αμοιβή του. Αντιθέτως, ο εργοδότης αθωώνεται και μάλιστα πριμοδοτείται, αφού με την πρόταση αυτή θα πληρώνει λιγότερα για τις υπερωρίες...

Αν, φυσικά, τα παραπάνω μοιάζουν να έχουν βγει με καρμπόν από τις θέσεις του κυβερνητικού νομοσχεδίου για τις υπερωρίες, αυτό θα πρέπει να προβληματίσει τους εργαζόμενους για τις θέσεις του ΣΥΝ στο σύνολο των θεμάτων που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις και τα οποία βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

Στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το πλέγμα των εργατικών δικαιωμάτων - κατακτήσεων εξετάζεται υπό το πρίσμα της «ανταγωνιστικότητας». Αποτιμώντας το «κόστος» αυτών των δικαιωμάτων, οι ιθύνοντες της ΕΕ ενοχοποιούν το 8ωρο, τις αποζημιώσεις, τις άδειες, την πλήρη απασχόληση, το σύνολο των εργατικών κατακτήσεων, για τη χαμηλή «ανταγωνιστικότητα» της ευρωπαϊκής οικονομίας. Λογικό επακόλουθο και αφού η «ανταγωνιστικότητα» είναι, σύμφωνα με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας», ο δείκτης στον οποίο υποτάσσονται όλα τα υπόλοιπα μεγέθη της οικονομίας, τα εργατικά δικαιώματα είναι «εμπόδιο» που πρέπει να εκλείψει.

Φυσικά, αυτή η θεώρηση έχει νόημα μόνο από τη σκοπιά των καπιταλιστών και των ενώσεών τους, που ανάγοντας την «ανταγωνιστικότητα» σε κρίσιμο μέγεθος για την αύξηση των κερδών τους, επιχειρούν να την καταστήσουν κρίσιμο μέγεθος για το σύνολο της κοινωνίας, δηλαδή και για τους εργαζόμενους.

Η «ανταγωνιστικότητα» δεν είναι τίποτα λιγότερο, ή τίποτα περισσότερο, από τη διαμάχη των μονοπωλίων για το μεγαλύτερο κέρδος. Επομένως, ως στόχος όχι μόνο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά αντιθέτως, τα αντιστρατεύεται, βρίσκεται στον αντίποδά τους.

Πατά σε δυο βάρκες και είναι με το σύστημα

Παρ' όλα αυτά, ο Γιάννης Δραγασάκης, βουλευτής του ΣΥΝ, σχετικά με τα προωθούμενα κυβερνητικά μέτρα (υπερωρίες, διευθέτηση χρόνου εργασίας, ωράριο λειτουργίας καταστημάτων) δηλώνει: «Τα μέτρα αυτά δεν έχουν καμία θετική συσχέτιση με το υπαρκτό πρόβλημα της παραγωγικότητας της εργασίας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας».

Και το ερώτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων είναι: Πώς είναι δυνατόν να συνεξυπηρετηθούν ο στόχος της «ανταγωνιστικότητας» και της προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων;

Είναι προφανές ότι η διαρκής προσπάθεια του ΣΥΝ να πατήσει σε δύο βάρκες, δηλαδή και στην κοινοτική «νομιμότητα» και στα προβλήματα των εργαζομένων, οφείλεται σε μια θεμελιώδη επιλογή του. Στην υποστήριξη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, με κορυφαία πράξη την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Διαφορετικά, πώς μπορεί να εξηγηθεί ότι ο ΣΥΝ, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα που συγκροτούν το Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα, ζητούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών «να εργαστούν για μια άλλη οικονομική και κοινωνική πολιτική με κοινωνικές προτεραιότητες, υπέρ της πλήρους απασχόλησης και της κατάρτισης, των δημοσίων υπηρεσιών και μιας τολμηρής πολιτικής επενδύσεων για το περιβάλλον». (Προγραμματική Διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Αριστερού Κόμματος).

Αντικειμενικά, υπό τις παρούσες συνθήκες, ο ΣΥΝ ως πολιτική δύναμη αναλαμβάνει να συντηρεί και να αναπαράγει ψευδαισθήσεις σχετικά με το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της συμβατότητας των λαϊκών συμφερόντων με τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των τραπεζιτών.


Δ.Β.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ