Associated Press |
Λίγες μέρες πριν από τις παραπάνω δηλώσεις, ο Σινιόρα είχε συναντηθεί με την Αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, που πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στη Βηρυτό. Η Ράις συναντήθηκε και με τον «φιλοσύρο» Πρόεδρο Εμίλ Λαχούντ. Εξέφρασε την πρόθεση της Ουάσιγκτον «να βοηθήσει το Λίβανο», αλλά και τη δυσαρέσκειά της για το γεγονός ότι οι ελεύθερες εκλογές, που ο Λευκός Οίκος πριμοδότησε, ανέδειξαν σε υπουργικό θώκο εκπρόσωπο της «Χεζμπολάχ».
Το μέλλον της σιιτικής οργάνωσης και ο αφοπλισμός της ήταν ένα από τα κύρια ζητήματα που έθεσε η Ράις στη νέα λιβανική ηγεσία, πιεστικά. Γνωρίζοντας, όμως, την επιρροή και την εμβέλεια της οργάνωσης, οι Λιβανέζοι συνομιλητές της προσπάθησαν να καταστήσουν σαφές ότι δεν είναι προτεραιότητα η «Χεζμπολάχ», αλλά η ενότητα της χώρας, που κλυδωνίζεται επικίνδυνα από τις αλλεπάλληλες δολοφονικές βομβιστικές επιθέσεις.
Associated Press |
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τη στιγμή που ο Λίβανος εξήλθε από τη δίνη του εμφύλιου σπαραγμού. Ενός σπαραγμού, που, πλέον, είναι πασιφανές σε όλους ότι πυροδοτήθηκε και τροφοδοτήθηκε από ξένες δυνάμεις που επέλεξαν το Λίβανο ως πεδίο αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού των συμφερόντων τους. Οι ίδιες ακριβώς δυνάμεις (με κυρίαρχες τις ΗΠΑ και τη Συρία) ήταν αυτές που κάποια στιγμή επέλεξαν να «κλείσουν» αυτό το κεφάλαιο, καταλήγοντας σε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, τη Συμφωνία του Ταΐφ, η οποία προέβλεπε την ανάπτυξη και παραμονή των συριακών στρατευμάτων στο Λίβανο ως εγγυήτριας δύναμης για την ύπαρξη ηρεμίας.
Από τη Συμφωνία του Ταΐφ μέχρι και λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία Χαρίρι, οπότε είχε αρχίσει, ήδη, να διαφαίνεται ότι η χώρα αρχίζει να βαδίζει σε δρόμο αποσταθεροποίησης, αυτό που, μετά βεβαιότητας, είχε αλλάξει στο Λίβανο ήταν το επίπεδο ασφάλειας. Οντως, τα τελευταία χρόνια, η καθημερινότητα είχε βρει το ρυθμό της και επικρατούσε ηρεμία σε όλες τις γωνιές της λιβανικής γης, ιδιαίτερα μετά το 2000, οπότε ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από την κατεχόμενη ζώνη στις νότιες περιοχές της χώρας.
Κατά τα άλλα, όμως, λίγα βήματα είχαν επιτευχθεί. Ο Ραφίκ Χαρίρι, που στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν πρωθυπουργός επί πολλά έτη, δημιούργησε την ψευδαίσθηση της οικονομικής ανάπτυξης, ξεπουλώντας τη χώρα και προσελκύοντας ξένες επενδύσεις με επαχθείς όρους. Η χώρα ανοικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό και η οικονομία φάνηκε να αρχίζει να κινείται, όχι, βέβαια, προς όφελος των Λιβανέζων εργαζομένων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το εξωτερικό χρέος του Λιβάνου εκτοξεύτηκε στα ύψη, φθάνοντας τα 36 δισεκατομμύρια δολάρια. Η φορολογία αυξήθηκε, ενώ τα τελευταία χρόνια ιδιωτικοποιήθηκαν σταδιακά όλες οι βασικές κρατικές υπηρεσίες. Παρ' όλα αυτά, οι κινήσεις του Χαρίρι, μετά τη λαίλαπα του Εμφυλίου, τον κατέστησαν αρκετά δημοφιλή μεταξύ των απλών Λιβανέζων.
Η δολοφονία του, το Φλεβάρη, λειτούργησε ως εναρκτήριο λάκτισμα εξελίξεων που είχαν δρομολογηθεί αρκετούς μήνες νωρίτερα. Από τότε που η απόφαση της λιβανικής Βουλής να παρατείνει τη θητεία του, γνωστού για τις φιλοσυριακές του θέσεις, Προέδρου Εμίλ Λαχούντ, υπερσκελίζοντας τα συνταγματικά κωλύματα, αξιοποιήθηκε από τις ΗΠΑ ως πρόσχημα για να προωθήσουν στο Συμβούλιο Ασφαλείας το ψήφισμα 1559, το οποίο προχωρούσε σε ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά του Λιβάνου, απαιτώντας την άμεση αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων και απειλώντας με κυρώσεις, τόσο το Λίβανο, όσο και τη Συρία. Το ψήφισμα υιοθετήθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Είναι γεγονός ότι η Συμφωνία του Ταΐφ προέβλεπε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα σταδιακής αποχώρησης του συριακού στρατού, μετά από συνεννόηση Λιβάνου και Συρίας. Το χρονοδιάγραμμα αυτό είχε παραβιαστεί και η Δαμασκός, με διάφορους ελιγμούς, διαιώνισε τη στρατιωτική της παρουσία στη γείτονα χώρα, η οποία συνοδευόταν από ενεργό συριακή ανάμειξη στη λιβανική πολιτική σκηνή. Η κατάσταση είχε προκαλέσει τη δυσφορία μεγάλου μέρους του λιβανικού λαού.
Το ζήτημα, όμως, αφορούσε το Λίβανο και τη Συρία, όχι το Συμβούλιο Ασφαλείας. Πόσο μάλλον, που στην πολιτική σκηνή του Λιβάνου είναι ξεκάθαρο, και όσο περισσότερος χρόνος περνά τόσο πιο σαφές γίνεται, ότι η Συρία δεν είναι ο μοναδικός εξωτερικός παράγοντας.
Μετά τη δολοφονία Χαρίρι, οι πιέσεις, κυρίως αμερικανικές αλλά και γαλλικές, που ασκήθηκαν στη Βηρυτό και στη Δαμασκό ήταν ασφυκτικές.
Τα συριακά στρατεύματα εγκατέλειψαν το Λίβανο μέσα σε λίγες μόνο βδομάδες. Το ίδιο έπραξαν και οι συριακές μυστικές υπηρεσίες, τουλάχιστον σε επίπεδο εγκαταστάσεων. Η χώρα προχώρησε σε εκλογές, από τις 4 φάσεις των οποίων αναδείχτηκε νικητής ο γιος του Χαρίρι, ο οποίος συμμετείχε, προ των εκλογών, στην «αντισυριακή» συμμαχία. Επίδειξη δύναμης στις εκλογές, όμως, έκανε και η «Χεζμπολάχ», η ένοπλη σιιτική οργάνωση, γνωστή για τις στενές της σχέσεις με τη Συρία αλλά κυρίως με το Ιράν, λόγω δόγματος (σιισμός).
Το σκηνικό που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές στο Λίβανο διόλου δε συνέβαλε στην έναρξη μιας νέας εποχής. Αντίθετα, αναπαρήγαγε τα αδιέξοδα που προκάλεσαν τα προβλήματα, παρά τις διακηρύξεις όλων περί διαφύλαξης της ενότητας. Και αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού και αυτές οι εκλογές διεξήχθησαν με τον παλιό εκλογικό νόμο, ένα νόμο - κυκεώνα, που διαχωρίζει το λιβανικό λαό ανάλογα με τη θρησκεία και το δόγμα. Με βάση την αναλογία στον πληθυσμό της κάθε θρησκείας και του κάθε δόγματος, ορίζεται και ο αριθμός των βουλευτών ανά περιοχή.
Οι υποψήφιοι μπορούν να έχουν τις πολιτικές τους απόψεις, αλλά δεν μπορούν να συμμετάσχουν, αν δεν ενταχθούν σε λίστες σύμφωνα με τη θρησκεία τους. Το έδαφος, στο οποίο καλλιεργήθηκε και θέριεψε ο εμφύλιος σπαραγμός, όπως είναι κατανοητό, ουδόλως έχει αλλάξει. Αντίθετα, παραμένει κυρίαρχο.
Η δολοφονία του πρώην ΓΓ του ΚΚ Λιβάνου, Τζ. Χάουι λίγο μετά τις εκλογές, ήταν το πρώτο σήμα ότι οι εκλογές δεν ήταν παρά μία παρένθεση στην πορεία προς τη νέα δίνη όπου οδεύει η χώρα. Τα κόμματα που είχαν εκφράσει «αντισυριακές» θέσεις έσπευσαν να επιρρίψουν και πάλι την ευθύνη σε συριακό δάκτυλο, υποστηρίζοντας ότι και το ΚΚ Λιβάνου είχε ταχθεί υπέρ της συριακής αποχώρησης. Αποσιώπησαν, όμως, ότι το ΚΚ Λιβάνου είχε ζητήσει την εφαρμογή της Συμφωνίας του Ταΐφ, την επίλυση του θέματος σε διμερές επίπεδο, και την αλλαγή του εκλογικού νόμου, χαρακτηρίζοντάς τον «θρησκευτικό μεσαίωνα» και «μέθοδο εγκλωβισμού του λιβανικού λαού σε ένα φαύλο κύκλο», που τον απομακρύνει από την πολιτική επίλυση των προβλημάτων του. Επίσης, το ΚΚ Λιβάνου είχε καταγγείλει την απόφαση 1559 του ΟΗΕ, ως παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας.
Ολα αυτά τα στοιχεία, αν και εξαιρετικά αποκαλυπτικά, σε τελική ανάλυση, για το ποιος θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από αυτού του είδους τις δολοφονικές επιθέσεις, τέθηκαν στο περιθώριο. Η απόπειρα, όμως, κατά του υπηρεσιακού υπουργού Αμυνας, Ελίας Μουρ, γαμπρού του Προέδρου Λαχούντ, και γνωστού για τις στενές του σχέσεις με τη Συρία, θόλωσε περισσότερο τα, ήδη, ταραγμένα νερά, καθιστώντας σαφές ότι η «εύκολη λύση του αποδιοπομπαίου τράγου της Δαμασκού» δεν μπορεί «να ανοίξει όλες τις πόρτες».
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, αν κανείς θελήσει να προσεγγίσει αστυνομικά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Μουρ. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε με βόμβα που πυροδοτήθηκε από μακριά και όχι με παγιδευμένο αυτοκίνητο ή βόμβα που είχε τοποθετηθεί κάτω από το στόχο. Η ίδια ακριβώς μέθοδος είχε χρησιμοποιηθεί, πέρυσι το φθινόπωρο, στη δολοφονική απόπειρα κατά του μαρωνίτη χριστιανού, Μαρουάν Χαμαντέχ.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δολοφονήθηκε το 2002 ο πρώην υπουργός Ελίε Χομπέικα, πάλαι ποτέ στενός συνεργάτης των ισραηλινών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ο οποίος απειλούσε με σειρά αποκαλύψεων για το ρόλο του νυν πρωθυπουργού Σαρόν στις σφαγές στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα, το 1982. Η δολοφονία Χομπέικα αποδόθηκε στις ισραηλινές μυστικές δυνάμεις. Οπότε, με τις κατάλληλες αναλογίες, το κουβάρι μπλέκεται αρκετά μετά την απόπειρα κατά του Μουρ.
Ενας άλλος στενός συνεργάτης του ισραηλινού στρατού στον Εμφύλιο, και γνωστός για τις ανηλεείς σφαγές στις οποίες επιδόθηκαν οι παραστρατιωτικές του δυνάμεις, ο μαρωνίτης χριστιανός Σαμίρ Ζαζά αφέθηκε ελεύθερος, μετά από 11 χρόνια κράτησης, μόλις πριν από λίγες βδομάδες, μετά από μια απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, στο πλαίσιο «των προσπαθειών ενότητας».
Κατά ορισμένους, ο Λίβανος είναι ένας σημαντικός μοχλός άσκησης πίεσης προς τη Δαμασκό από τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική της Συρίας στην περιοχή και ξεκάθαρα επιδιώκουν τον περιορισμό της επιρροής της, αλλά και την εναρμόνιση των απόψεών της με τις επιδιώξεις τους. Οι σχέσεις της Δαμασκού με παλαιστινιακές οργανώσεις, με τη «Χεζμπολάχ» αλλά και με τις εξελίξεις στο Ιράκ, που διόλου ευχάριστες δεν είναι για τις κατοχικές δυνάμεις, είναι στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον εδώ και μήνες.
Η Συρία, όμως, έχει καλές συμμαχικές σχέσεις και αμυντικές συμφωνίες με το Ιράν. Και το Ιράν, επίσης, έχει προκαλέσει την οργή της Ουάσιγκτον για τους ίδιους ακριβώς λόγους με τη Συρία, ενώ επιπλέον υπάρχει και το ζήτημα του πυρηνικού του προγράμματος. Αν κανείς θελήσει να προσεγγίσει τις εξελίξεις σε ολόκληρη την περιοχή από γεωστρατηγική σκοπιά, αναδεικνύεται ότι κομβικό σημείο στον έλεγχο της πλούσιας, ενεργειακά, περιοχής της λεγόμενης Ευρασίας κατέχει το Ιράν, τόσο ως παραγωγή, όσο και ως «πέρασμα». Σε συνδυασμό με τη σημαντική επιρροή που ασκεί, καθώς ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η Τεχεράνη επισταμένα χτίζει το προφίλ του περιφερειακού παράγοντα στην περιοχή, γίνεται ξεκάθαρο γιατί το Ιράν, κυρίως, και μετά η Συρία συγκαταλέγονται στον «άξονα του κακού» του Προέδρου Μπους.
Μετά από αυτά, δεν είναι εξαιρετικά τραβηγμένο να υποθέσει κανείς ότι ο Λίβανος, μια χώρα όπου όλοι οι «άμεσα ενδιαφερόμενοι» αυτής της αναμέτρησης έχουν ερείσματα και κινούν νήματα, έχει μετατραπεί σε ένα γήπεδο «προθέρμανσης» της επόμενης φάσης της αναμέτρησης. Μιας αναμέτρησης, στην οποία δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι με χαμηλότερους τόνους εμπλέκονται και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εκτός των ΗΠΑ, τόσο η ΕΕ ως σύνολο, όσο και οι ξεχωριστές της δυνάμεις με πρώτη τη Γαλλία, αλλά επιπλέον και τη Ρωσία. Γεγονός που καθιστά ακόμη πιο εύφλεκτη την ατμόσφαιρα στο Λίβανο και ακόμη πιο εκρηκτική την οποιαδήποτε εξέλιξη.
Μιλώντας για το χαρακτήρα των ΕΔ, το ζήτημα αυτό βρίσκεται σε ευθεία σχέση με τον προσανατολισμό τους, σύμφωνα με τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του Ευρωατλαντικού Συμφώνου. Μάλιστα, αυτός ο προσανατολισμός προεκτείνεται και πέρα από το συλλογικό ΝΑΤΟικό στρατόπεδο, στις διμερείς λεόντειες συμφωνίες Ελλάδας - ΗΠΑ. Αυτές οι επιλογές δομήθηκαν στις μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες υποταγής της Ελλάδας στην αγγλο-αμερικάνικη κυριαρχία.
Οσον αφορά τον προσανατολισμό των ΕΔ, η πρώτη πράξη του καθορίστηκε από το γενεσιουργό τους χαρακτήρα ως εμφυλιοπολεμική δύναμη υποταγμένη και καθοδηγούμενη από την παλατιανή καμαρίλα, τους αντιδραστικούς πολιτικούς σχηματισμούς και τα κάθε λογής αντιλαϊκά κρατικά και παρακρατικά μορφώματα. Το απόγειό τους ήταν η δικτατορία του 1967. Η δεύτερη πράξη του προσανατολισμού τους είναι η δημιουργία μισθοφορικών μονάδων προσανατολισμένων στη συμμετοχή τους στις ιμπεριαλιστικές δραστηριότητες των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Οπως στην πρώτη πράξη, ο προσανατολισμός τους καθορίζεται από τον κοινωνικά ανεξέλεγκτο χαρακτήρα τους κι από την ανατροπή βασικών πατριωτικών αξιών. Ετσι, στο γενικότερο πλαίσιο συμμετοχής στις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ, οι ελληνικές ΕΔ αυξάνουν τον επιθετικό τους χαρακτήρα έστω και περιορισμένο στους μισθοφόρους και στους σχετικά δεύτερους ΝΑΤΟικούς ρόλους, από τους οποίους κατ' ουσία εξαρτάται κι ο χαρακτήρας των εξοπλισμών τους.