Πρόκειται για το βιβλίο του συναγωνιστή Βαγγέλη Σάμιου «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΙΟΣ, 1912-1944. Ο Αγωνιστής, ο λογοτέχνης, ο Ανθρωπος. Μια Ηρωική Κορινθιακή Μορφή» (Αυτοέκδοση, Αθήνα 2004. Σελίδες μεγάλες 425. Διανέμεται δωρεάν). «Χρέος και υποθήκη παλαιά - γράφει ο ΒΣ - από παιδάκι Γυμνασίου, - όταν μάθαινα το φρικτό μαντάτο. Γιατί ο Γιώργος λειτούργησε στην αθώα ψυχή μου ως πρότυπου ανθρώπου».
Ο Γ. Σάμιος γεννήθηκε το 1912 στην Κόρινθο. Αριστούχος στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών φοιτητής Νομικής, δεινός ρήτορας. Το 1934, από τους ιδρυτές του Φοιτητικού Συλλόγου Κορίνθου. Συνεργάτης με το ψευδώνυμο S ή Γοργίας, αλλά και με το πραγματικό του όνομα, ενώ στα ποιητικά του ως Ρήγας Παλμύρας. Για την αρθρογραφία του, το 1936, η δικτατορία Μεταξά - Μανιαδάκη τον κλείνει για ένα διάστημα στην Ακροναυπλία. Στα 1940-41 ήταν στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου. Στην Κατοχή, αρχικά στην Κόρινθο και ύστερα στην Αθήνα, παράνομος, αναπτύσσει τεράστια δράση. Στα μεγάλα συλλαλητήρια, το 1942 και το 1943, βρίσκεται στις πρώτες γραμμές. Τον Οκτώβρη του 1943 πιάνεται από την Ειδική Ασφάλεια. Κλείνεται στις φυλακές Χατζηκώστα κι από εκεί στο Χαϊδάρι. Εμεινε αλύγιστος!
Οπως γράφει ο Αλέκος Παπαγεωργίου στο βιβλίο του «Εμπειρίες Ενοπλων Αγώνων», στην Κατοχή, ο Σάμιος, ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, τον σύνδεσε με το Κόμμα και του ανέθεσε να πάει στην Κορινθία να συγκροτήσει αντάρτικο. Το βιβλίο αυτό, πλούσιο σε περιεχόμενο - άρθρα, επιφυλλίδες, γράμματα, φωτοτυπίες, φωτογραφίες - και φροντισμένη έκδοση, αποτελεί ντοκουμέντο. Κι αξίζει να διαβαστεί.
Μετά από ένα πολύωρο, κουραστικό αλλά πολύ όμορφο ταξίδι, φτάσαμε επιτέλους στην πολύκοσμη πόλη του Αμριτσάρ. Ο οδηγός άφησε αρκετά μακριά το λεωφορείο - πάνω από ένα χιλιόμετρο - γιατί ήταν αδύνατο να προσεγγίσουμε το Χρυσό Ναό με αυτοκίνητο, αφού ο κόσμος ήταν μιλιούνια, μυρμήγκιαζαν τα πλήθη στους μεγάλους δρόμους του Αμριτσάρ, έτσι που δυσκολεύονταν ακόμα και τα γνωστά δίτροχα και τρίτροχα μοτοποδήλατα αλλά και ανθρωπο-ποδήλατα να κινηθούν εξαιτίας της πολυκοσμίας.
Σε λίγο βρισκόμασταν έξω από το Χρυσό Ναό. Εκεί μας εξήγησαν τις απαγορεύσεις της επίσκεψης αυτής. Απαγορεύεται ρητά η είσοδος στον τεράστιο υπαίθριο χώρο που περιβάλλει το ναό οποιασδήποτε ποσότητας καπνού ή άλλης ναρκωτικής ή τοξικής ουσίας. Επρεπε να αφήσουμε τα παπούτσια μας, τις κάλτσες μας, ομπρέλες, μπαστούνια και οτιδήποτε σχετικό έξω από τον «ιερό χώρο». Αυτά φυλάσσονται από εργαζόμενους του ναού, χωρίς πληρωμή από τους επισκέπτες. Οι επισκέπτες στη συνέχεια είναι υποχρεωμένοι να πλύνουν τα πόδια τους στις βρύσες που βρίσκονται έξω από το χώρο και που τρέχουν συνεχώς σε μαρμάρινα αυλάκια, από τα οποία περνάς για να προχωρήσεις προς την είσοδο του «ιερού τόπου». Σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης πρέπει όλοι - άνδρες και γυναίκες - να έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους με ειδικά μαντίλια που δίνονται από τους υπεύθυνους.
Αφού, λοιπόν, κάναμε όλη αυτή την προεργασία ήμασταν έτοιμοι να προχωρήσουμε προς την είσοδο του χώρου αυτού. Εκεί νέα έκπληξη μας περίμενε. Νομίζαμε ότι θα συναντούσαμε ένα ναό αρκετά μεγάλο βέβαια τον φανταζόμαστε, αλλά δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι αυτό θα ήταν ένα ολόκληρο συγκρότημα, απίθανων διαστάσεων, περιτριγυρισμένο από ψηλά τείχη και πανέμορφα οικοδομήματα, με μια τεράστια λίμνη στο εσωτερικό του, όπου στο κέντρο της, σαν σε μικρό νησάκι, έστεκε περίλαμπρος, να ακτινοβολεί στο φως του καυτού ήλιου της Ασίας, ο περίφημος Χρυσός Ναός, το Ιερό Τέμενος των Σιχ.
Ο Γκουρού Νανάκ έζησε εδώ για ένα διάστημα το 1532. Η λιμνούλα μεγάλωσε και μετατράπηκε σε κανονική τεχνητή λίμνη από τον Γκουρού Ραμντάζ, ο οποίος και την ονόμασε Αμριτ Σαροβάρ (Η Λίμνη του Νέκταρος). Η πόλη που αναπτύχθηκε γύρω από αυτή τη λίμνη έγινε γνωστή ως Αμριτσάρ.
Ο Ναός, το Χάρι Μαντίρ (Ναός του Θεού) φτιάχτηκε από τον Γκουρού Αρτζάν στο κέντρο ακριβώς της λίμνης. Η θεμελίωση του ναού έγινε από τον μουσουλμάνο Μιανμίρ, ένα φίλο και θαυμαστή του γκουρού Αρτζάν, και ανήκε τότε στη Λαχώρη. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 1601.
Το Χάρι Μαντίρ έχει μεγάλη ιστορία, πέρασε από πολλές περιπέτειες. Αλλαξε χέρια πολλές φορές. Οι Σιχ εκδιώχθηκαν από το ναό τους, ενώ ο ίδιος ο ναός καταστράφηκε επανειλημμένα. Κάθε φορά οι Σιχ τον ξανάφτιαχναν από την αρχή. Υπάρχουν πολλές ιστορίες ηρωισμού για το πώς οι Σιχ αναστύλωναν το ναό τους.
Μετά από πολλές περιπέτειες τελικά, ο Ρατζίβ Σινγκ (1780-1839) - το Λιοντάρι του Παντζάμπ - διαμόρφωσε το Ναό σε Χρυσό. Τοποθετήθηκε χρυσός στο πάνω μέρος του ναού, ενώ στα χαμηλά επιστρώθηκε με ινδικό μάρμαρο, με μωσαϊκό και με πολύτιμους λίθους.
Κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής, ο Χρυσός Ναός πέρασε κάτω από τον έλεγχο ενός ανθρώπου, του Σαρμπράχ (μάνατζερ). Ο «Σαρμπράχ» ήταν διορισμένος από τον διοικητή του Αμριτσάρ, κακοδιαχειριζόταν τις υποθέσεις του ναού, υπήρχε μεγάλη διαφθορά, κλπ. Η δυσαρέσκεια του λαού συνεχώς μεγάλωνε, μέχρι που στο τέλος, βρήκε έκφραση στο μεταρρυθμιστικό κίνημα στις αρχές της εικοσαετίας του προηγούμενου αιώνα. Ο Ακάλι Νταλ έγινε ο ιθύνων νους του αγώνα για τη μετατροπή των χώρων της λατρείας. Ο αγώνας κατευθυνόταν και ενάντια στον ξένο ιμπεριαλιστή κατακτητή. Οι δραστηριότητες του κινήματος αυτού ξεσήκωσαν το Παντζάμπ. Ηταν οπαδοί της «μη βίας». Τελικά η αυλαία έπεσε, όταν οι Σιχ το 1925 απέκτησαν τον έλεγχο και τη διοίκηση του Ιερού Χρυσού Ναού, μέσα από την εκλογή επιτροπής από ένα αντιπροσωπευτικό σώμα Σιχ.