Η έκθεση πεπραγμένων για το 2004, του εισαγγελικού βραχίονα της ΕΕ (Eurojust), και οι προτάσεις που κάνει για το μέλλον, δεν αφήνουν περιθώρια για αυταπάτες
Πρόκειται για την υπηρεσία που στην έκθεση πεπραγμένων της για το 2003 διακήρυττε: «Στην καταπολέμηση των σοβαρών μορφών διασυνοριακών εγκλημάτων δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι: Χωρίς συλλογή μυστικών πληροφοριών δε θα υπήρχε πληροφόρηση. Χωρίς πληροφόρηση δε θα υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία. Χωρίς αποδεικτικά στοιχεία δε θα υπήρχε δίωξη. Χωρίς δίωξη δε θα υπήρχε προσαγωγή σε δίκη και βεβαίως χωρίς δίκη δε θα υπήρχε δυνατότητα καταδίκης των εγκληματιών».
Πρόκειται για την υπηρεσία που βάσει του καταστατικού της αποσκοπεί στη «συλλογή», στο φακέλωμα και στην επεξεργασία προσωπικών στοιχείων, τα οποία αποκαλύπτουν ακόμα και τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τα δεδομένα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή.
Το 2004 ο αριθμός των υποθέσεων που παραπέμφθηκαν στην Eurojust ήταν κατά 27% μεγαλύτερος από το 2003 (381 έναντι 300). Οι περισσότερες παραπέμφθηκαν στην υπηρεσία για την παροχή βοήθειας στην αρχική φάση διεθνών ερευνών. Παράλληλα, από πέρυσι ξεκίνησε «συνεργασία» με Αλβανία, Αργεντινή, Βουλγαρία, Καναδά, Κροατία, Ιαπωνία, Λιχτενστάιν, ΠΓΔΜ, Νορβηγία, Ρουμανία, Ρωσική Ομοσπονδία, Σερβία - Μαυροβούνιο, Ελβετία, Τουρκία, Ουκρανία και ΗΠΑ.
Επίσης, το 2004 διοργάνωσε «στρατηγικές συναντήσεις» με εκπροσώπους των κρατών-μελών και άλλους «εμπλεκόμενους», όπου μεταξύ άλλων συζητήθηκε το θέμα της «τρομοκρατίας». Ο Μ. Kennedy, πρόεδρος της Eurojust, αναφέρει στον πρόλογο της έκθεσης: «Οι συναντήσεις μας με ειδικούς σε θέματα τρομοκρατίας στέφθηκαν με επιτυχία και καταφέραμε να αναπτύξουμε ένα δίκτυο ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών στην Ευρώπη».
Σημειωτέον ότι το 2004 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διόρισε τον G. de Vries «συντονιστή της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την καταστολή της τρομοκρατίας». Ο de Vries επισκέφθηκε τα γραφεία της Eurojust σχεδόν αμέσως μετά το διορισμό του. Την επισκέφθηκε ξανά και προλόγισε τη «στρατηγική συνάντηση» που διοργάνωσε η υπηρεσία για την τρομοκρατία, τον Ιούνη του 2004. Ελαβε δε τη δέσμευση από την Eurojust ότι θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον υποστηρίξει στο σημαντικό έργο του.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται: «Οι σχέσεις μεταξύ της Eurojust και της Europol ισχυροποιούνται και υπάρχει ανταλλαγή πληροφοριών». Επιπλέον, «η Eurojust έχει την ικανότητα να επεξεργάζεται και να χρησιμοποιεί τα αναλυτικά δεδομένα της Europol». Παράλληλα, η υπηρεσία προσβλέπει στο διορισμό ενός Ευρωπαίου εισαγγελέα από την Eurojust.
Αλλού διαβάζουμε: «Μετά τις τραγικές βομβιστικές επιθέσεις στη Μαδρίτη, στις 11 Μαρτίου 2004, το συλλογικό όργανο (σ.σ.: η Eurojust) ανταποκρίθηκε στην αυξημένη ζήτηση για τη διευκόλυνση και τον αποτελεσματικό χειρισμό των αιτημάτων παροχής συνδρομής, δημιουργώντας μία ομάδα από αρκετά εθνικά μέλη, καθένα με εξειδίκευση στον τομέα αυτόν, η οποία ασχολείται για λογαριασμό του συλλογικού οργάνου με θέματα τρομοκρατίας (...) Οι βασικοί στόχοι της ομάδας για την καταστολή της τρομοκρατίας ήταν να διασφαλιστεί ότι οι συντονιστικές συναντήσεις για θέματα τρομοκρατίας είναι σωστά προετοιμασμένες και οργανωμένες, να ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την τρομοκρατία μέσω τακτικών επαφών με τους ανταποκριτές σε θέματα τρομοκρατίας και να καθιερωθεί μία βάση δεδομένων νομικών εγγράφων σχετικών με την τρομοκρατία».
Το πώς δουλεύουν οι αρχές καταστολής φαίνεται και παρακάτω στην έκθεση, όπου τονίζεται ότι μετά την επίθεση «οι δικαστικές αρχές της Ισπανίας ζήτησαν από την Eurojust να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλα κράτη της ΕΕ με συντονισμένες έρευνες και να συμβάλει στην αποφυγή συγκρούσεων δικαιοδοσίας. Η Eurojust διοργάνωσε μία συντονιστική σύσκεψη την 24η Ιουνίου 2004, στην οποία παρέστησαν δικαστικές και αστυνομικές αρχές από την Ισπανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.
»Η συνάντηση αποτέλεσε ένα φόρουμ για την ανταλλαγή πληροφοριών και την οικοδόμηση έγκαιρης διμερούς συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών και δικαστικών αρχών σε ορισμένες από τις εμπλεκόμενες χώρες. Εγιναν οι απαραίτητες ρυθμίσεις για την ταχεία εκτέλεσή των. Οι αρχές της Γαλλίας είχαν ξεκινήσει έρευνες καθώς ένας Γάλλος υπήκοος είχε τραυματιστεί και έτσι ήταν σε θέση να βοηθήσουν τις ανακριτικές αρχές της Ισπανίας, χρησιμοποιώντας τις δικές τους έρευνες προκειμένου να βοηθήσουν με περαιτέρω αιτήματα. Κατάφεραν επίσης να συντονιστούν με τις ισπανικές αρχές και να αντιμετωπίσουν θέματα σύγκρουσης δικαιοδοσίας.
»Οι αρχές της Ιταλίας διενεργούσαν επίσης έρευνες μετά τη σύλληψη ενός άλλου υπόπτου με διασυνδέσεις στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν θέματα δικαιοδοσίας και επίσης να αναζητήσουν λύσεις για την επίλυση θεμάτων έκδοσης».
Στον ελληνικό ευρωτρομονόμο 3251/9-7-04 συμπεριλήφθηκαν και οι διατάξεις για το «Ευρωπαϊκό Ενταλμα Σύλληψης και Παράδοσης». Με αυτές η ελληνική νομοθεσία προσαρμόστηκε και υιοθέτησε την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ της 13ης Ιούνη 2002 για το «Ευρωπαϊκό Ενταλμα Σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών-μελών».
Ουσιαστικά, το ευρωπαϊκό ένταλμα αποτελεί μια απλοποιημένη διαδικασία προσαγωγής παντού στην ΕΕ, όχι πλέον με την παρέμβαση πολιτικών οργάνων, αλλά απευθείας, μέσω των εθνικών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών. Δηλαδή, ακόμα κι αν βρεθεί στο περιβάλλον των κρατούντων κάποιος αξιοπρεπής πολιτικός παράγοντας να αρνηθεί μια έκδοση, δε θα έχει το δικαίωμα, εφόσον υπάρχει θετική απόφαση των δικαστηρίων. Μάλιστα, με το ευρωένταλμα άνοιξε ο δρόμος για την έκδοση Ελληνα στο εξωτερικό (άρθρο 11 παρ. η), αν η «αξιόποινη πράξη» δε διώκεται στην Ελλάδα. Η ρύθμιση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα (άρθρο 5, παρ. 2 εδ. γ), το οποίο απαγορεύει κάθε έκδοση ημεδαπού για πράξη που τελέστηκε στην Ελλάδα.
Το ΕΕΣ δεν εφαρμόζεται με πρόσχημα μόνο την τρομοκρατία. Εκδοση επιτρέπεται ακόμα και για πλημμελήματα. Ανάμεσα στις 32 κατηγορίες «αξιόποινων πράξεων», βάσει των οποίων θα γίνεται σύλληψη και έκδοση από χώρα σε χώρα, ξεχωρίζουν τα «εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», ή η «δολιοφθορά». Αλήθεια, μια κατάληψη των γραφείων της Κομισιόν στην Αθήνα, από απεργούς αγωνιζόμενους για ένα καλύτερο αύριο, πώς θα ερμηνευτεί από τους νομικούς των Βρυξελλών;
Κάπου εδώ μπαίνει στο «παιχνίδι» και η Eurojust. Το ετήσιο σεμινάριό της (25-26/10/2004), στην Πράγα, ήταν αφιερωμένο στην εφαρμογή του ΕΕΣ και σε «πρακτικά ζητήματα γύρω από αυτό». Στην έκθεση ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Παράρτημα II υπό τον τίτλο «Η νομική και πρακτική εφαρμογή της απόφασης- πλαίσιο για το ΕΕΣ».
Εκεί εξηγείται ότι η «στρατηγική συνάντηση» στην Πράγα είχε ως βασικό στόχο και τον προσδιορισμό «των νομικών και πρακτικών εμποδίων» για την εφαρμογή του ΕΕΣ. Προστίθεται ότι «αν και το ΕΕΣ τέθηκε σε ισχύ αρκετά πρόσφατα σε ορισμένα κράτη-μέλη, φαίνεται ότι διάφορα προβλήματα έχουν ήδη ανακύψει σχετικά με την εκτέλεσή του». Ανάμεσα στα «προβλήματα» αυτά διαβάζουμε:
Ετσι, η Eurojust υποστηρίζει ότι «η αρχική εμπειρία των ειδικών σε υποθέσεις που διεκπεραιώθηκαν βάσει της απόφασης-πλαίσιο για το ΕΕΣ καταδεικνύει ότι θα χρειαστεί χρόνος και θα πρέπει να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις προκειμένου η απόφαση να τεθεί πλήρως σε εφαρμογή (...) Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν μέχρι τώρα τα κράτη-μέλη εστιάζεται στην ανεπαρκή ρύθμιση των γλωσσών επικοινωνίας, των όρων παράδοσης και των μέσων μετάφρασης. Οσον αφορά τη διαβίβαση του εντάλματος είναι εμφανής η έλλειψη ομοιομορφίας. Στο άμεσο μέλλον θα πρέπει να διευκρινιστεί και να ενοποιηθεί ο τρόπος διαβίβασης του ΕΕΣ ούτως ώστε το σύστημα να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά».
Η Eurojust «είχε προετοιμάσει μία σειρά οδηγιών σχετικά με τις πληροφορίες που υποβάλλονται από τους εθνικούς ανταποκριτές σε θέματα τρομοκρατίας και τις αρμόδιες εθνικές αρχές στα εθνικά μέλη της Eurojust, προτείνοντας πρακτικούς κανόνες για την ανταλλαγή πληροφοριών (...) Οι οδηγίες διατίθενται στο παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας έκθεσης». Εκεί πληροφορούμαστε ότι:
Η απόφαση 2003/48 του Συμβουλίου των υπουργών Δικαιοσύνης - Εσωτερικών της 19ης/12/2002 σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να διαβιβάζουν στην Eurojust τις πληροφορίες σχετικά με τις έρευνες σε υποθέσεις τρομοκρατίας.
Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της απόφασης προβλέπει: «Κάθε κράτος-μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες που συγκεντρώνονται από τον εθνικό ανταποκριτή ή από την ενδεδειγμένη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή διαβιβάζονται στην Eurojust, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και στο μέτρο που επιτρέπεται από τις διατάξεις της απόφασης της Eurojust, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά της:
α) Τα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας
β) Οι υπό διερεύνηση ή δίωξη πράξεις και οι ειδικές συνθήκες τέλεσής τους
γ) Η σχέση τους με άλλες συναφείς περιπτώσεις τρομοκρατικών πράξεων
δ) Η ύπαρξη αιτήσεων Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών παραγγελιών, οι οποίες μπορούν να έχουν γίνει προς ή από άλλο κράτος-μέλος, καθώς και τα αποτελέσματά τους».
Ωστόσο, η Eurojust δε μένει εκεί, καθότι «μελέτησε προσεκτικά τον καταλληλότερο τρόπο διαβίβασης των πληροφοριών (...) και προτείνει τις εξής κατευθυντήριες γραμμές»:
-- «Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται θα πρέπει να αφορούν τον κατάλογο προσώπων (σ.σ.: η υπογράμμιση είναι της ίδιας της Eurojust), ομάδων και οντοτήτων, ο οποίος εμπεριέχεται στην ενημερωμένη έκδοση του παραρτήματος της κοινής θέσης του Συμβουλίου για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (Κοινή Θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ). Για περισσότερες πληροφορίες, η τελευταία έκδοση είναι η Κοινή Θέση 2004/500/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2004, Επίσημη Εφημερίδα τεύχος L 196 της 3ης Ιουνίου 2004».
Ανατρέχοντας στο μακρύ αυτό κατάλογο διαβάζουμε τα ονόματα Σαουδαράβων, Λιβανέζων, Πακιστανών, Φιλιππινέζων και Αλγερινών τρομοκρατών, όπως και μελών της βασκικής ΕΤΑ. Στις ομάδες και οντότητες βρίσκουμε οργανώσεις όπως τα διάδοχα σχήματα του ιρλανδικού ΙΡΑ, φυσικά την ΕΤΑ και το πολιτικό κόμμα «Ερι Μπατασούνα», τη μεσανατολική «Χαμάς», το κουρδικό PKK και το διάδοχο σχήμα του KADEK, το Παλαιστινιακό Απελευθερωτικό Μέτωπο, την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τις Επαναστατικές Ενοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) και το επίσης λατινοαμερικάνικο «Φωτεινό Μονοπάτι».
-- «Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται θα πρέπει να είναι σχετικές με τα καθήκοντα της Eurojust. Θα πρέπει δηλαδή να αφορούν και να προέρχονται από ποινικές διαδικασίες που διεξήχθησαν υπό την ευθύνη των δικαστικών αρχών. Επομένως, θα πρέπει να διαβιβάζονται μόνο οι πληροφορίες των δικαστικών αρχών, αποτέλεσμα των δικαστικών ερευνών και διώξεων, και όχι δεδομένα των μυστικών αστυνομικών υπηρεσιών, ήτοι πληροφορίες που συγκεντρώνονται από συλλήψεις, έρευνες, ανακρίσεις, κλπ.».
Προσπαθεί εδώ να σώσει τα προσχήματα, ότι δέχεται πληροφορίες που προέρχονται μόνο από διαύλους της Δικαιοσύνης. Αλλά μήπως οι δικαστικές αρχές - για να εκδώσουν πορίσματα και αποφάσεις - δε δέχονται, εξετάζουν και βασίζονται σε πληροφορίες και στοιχεία που συγκεντρώνουν οι μυστικές αστυνομικές υπηρεσίες, με τους δικούς τους ιδιαίτερους τρόπους; Και με το να δέχονται τέτοια στοιχεία, αποτελέσματα τέτοιων ερευνών, δεν τις νομιμοποιούν;
Αλλωστε, παρακάτω αφήνει ορθάνοιχτα κάποια σχετικά «παραθυράκια»: «Οι πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβάζονται στην Eurojust μέσω του εθνικού μέλους με τη μορφή περιληπτικής έκθεσης, η οποία θα διαβεβαιώνει: Την αιτία έναρξης των ερευνών. Τα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν στις έρευνες (...) Τα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας (...)». Και λίγες γραμμές μετά: «Συμπληρωματικές πληροφορίες για τις υποθέσεις θα πρέπει να είναι στη διάθεση των εθνικών μελών κατόπιν αίτησής τους».
- Τέλος, η Eurojust ορίζει ότι οι πληροφορίες που της διαβιβάζονται «θα πρέπει να αφορούν τρομοκρατικές αξιόποινες πράξεις, όπως αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/475 του Συμβουλίου ΔΕΥ, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας».
Στα επίμαχα αυτά άρθρα τονίζεται ότι «θεωρούνται ως εγκλήματα τρομοκρατίας οι εκ προθέσεως πράξεις (...) οι οποίες είναι δυνατόν, εκ της φύσεως ή του συναφούς πλαισίου τους, να προσβάλλουν σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, όταν ο δράστης τις διαπράττει με σκοπό» π.χ.:
Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι ως «τρομοκρατική ομάδα» νοείται: «Η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων που δρουν από κοινού προκειμένου να τελέσουν τρομοκρατικά εγκλήματα. Ο όρος "διαρθρωμένη ένωση" σημαίνει μια ένωση που δεν συγκροτήθηκε τυχαία με σκοπό να διαπράξει αμέσως ένα ορισμένο έγκλημα και η οποία δεν έχει απαραιτήτως τυπικά καθορισμένους ρόλους των μελών της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή πολυσύνθετη δομή».
Ετσι, όλες οι υπάρχουσες οργανώσεις μπαίνουν στο μικροσκόπιο των μηχανισμών καταστολής, καθώς αργότερα ίσως διαπράξουν τρομοκρατικό έγκλημα, κατά των οικονομικών δομών της ΕΕ βεβαίως βεβαίως...