Απ' τα παραπήγματα στις «πιάτσες» των σκλαβοπάζαρων, για το μεροκάματο της επιβίωσης
Οι ελληνικές κυβερνήσεις τους θέλουν να προσφέρουν για την ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά, ταυτόχρονα, τους παρουσιάζουν και σαν «απειλή» για τους Ελληνες εργαζόμενους, ισχυριζόμενοι ότι τους παίρνουν τη δουλιά και τους οδηγούν στην ανεργία, εκβιάζοντάς και μ' αυτό τον τρόπο την εργατική τάξη να μη διεκδικεί τα δικαιώματά της. Και, βεβαίως, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την ομαλή ενσωμάτωση των οικονομικών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Αντιθέτως, κάνουν ό,τι μπορούν για να δυσκολέψουν τη ζωή τους εδώ, χρησιμοποιώντας εναντίον τους τη γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης και τους μηχανισμούς της κρατικής καταστολής.
Οι διωκτικές αρχές τούς θεωρούν «κάθ' έξιν παράνομους και εν δυνάμει εγκληματίες», δημιουργώντας κλίμα φοβίας σε βάρος τους. Και πολλές φορές πέφτουν θύματα ξενοφοβικών και ρατσιστικών διαθέσεων, από διάφορους «ελληναράδες», ανάμεσά τους και κάποιοι «άρχοντες» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που βγάζουν «φιρμάνια» κατά των εργασιακών και των άλλων δικαιωμάτων τους.
Το κτίριο, ένα κουμάσι, μέσα στις λάσπες. Σ' ένα δωμάτιο - τρόπος του λέγειν - 3Χ4 τετραγωνικά μέτρα, έχουν τοποθετηθεί πέντε κρεβάτια, με στρώματα από κουρέλια, για να κοιμούνται πέντε νοματαίοι, ο ένας πάνω στον άλλο. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπάρχει, παρά ένα κερί στο μπουκάλι για να φέγγει αμυδρά μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Ούτε νερό, μόνο ένα δοχείο κρεμασμένο απ' έξω για να ξεπλένουν το πρόσωπό τους. Μερικά παλιόρουχα κρεμασμένα στους τοίχους και μια ξυλόσομπα για τις παγωμένες νύχτες του θεσσαλικού χειμώνα. Δίπλα μια άλλη «τρύπα» που χρησιμοποιείται για κουζίνα, μ' ένα μαυρισμένο πετρογκάζ, λίγες ξεγανωμένες κατσαρόλες και μερικά σκουριασμένα κουταλοπίρουνα.
Εκεί βρήκαμε τον «Νίκο» - το όνομα σε εισαγωγικά και «απόρρητο» το επίθετο, καθώς η πλειοψηφία των Αλβανών μεταναστών παίρνουν ελληνικά ονόματα «για το φόβο των Ιουδαίων» - έναν 38χρονο ο οποίος μόλις γύρισε από τη δουλιά και προσπαθεί να ξεκουραστεί καθισμένος στο κρεβάτι. Είναι στην Ελλάδα επτά χρόνια κι έχει αφήσει πίσω του, στην Αλβανία, γυναίκα και δυο παιδιά. Δεν ήξερε για το θάνατο του Αρτάν και στενοχωρήθηκε πολύ σαν του το είπαμε.
«Εχεις δουλιά», τον ρωτάμε. «Εχω», απαντά με χαρά και περηφάνια, λες και κατάφερε να κερδίσει τον πρώτο λαχνό του λαχείου. «Δουλεύω σε μια βιοτεχνία προκατασκευασμένων σπιτιών και έχω καθημερινό μεροκάματο». Βέβαια, δεν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και πληρώνει για την ασφάλισή του στον ΟΓΑ. Ζορίζεται που ζει στην τρώγλη, αλλά δεν παραλείπει να ευχαριστήσει τον άνθρωπο που τους το παραχώρησε, χωρίς να τους ζητήσει να πληρώνουν. «Το παράπονό μου», λέει, «είναι ότι κανένας αρμόδιος από το κράτος, τη Νομαρχία και το δήμο δεν ήρθε να δει πώς ζούμε». Κι ύστερα, κοιτώντας τον Τάκη Τσιόγκα, συμπληρώνει: «Εκτός από το Εργατικό Κέντρο, που ήρθε αρκετές φορές και μας βοηθάει όπου το χρειαζόμαστε».
Δεν έχουν, όμως, όλοι οι μετανάστες καθημερινή δουλιά κι είναι πολλοί που ψάχνουν, κάθε μέρα, το μεροκάματο. Στον «Ρ» μιλούν ο «Σπύρος», ο «Γιώργος» - κι αυτά τα ονόματα είναι ψεύτικα - κι άλλοι Αλβανοί, που συναντήσαμε, αργότερα, σε δρόμο της Λάρισας, περιγράφοντας την «Οδύσσεια» των οικονομικών μεταναστών στην καθημερινή αναζήτηση δουλιάς.
Για να βρουν, λοιπόν, κάπου να εργαστούν, βγαίνουν στη γύρα. Πάνε σε καφενεία, ρωτώντας αν υπάρχει κάποιος που τους χρειάζεται, περνούν από γιαπιά και βιοτεχνίες, παρακαλώντας για ένα μεροκάματο κι ο ένας προσπαθεί να βοηθήσει τον άλλο, ενημερώνοντάς τον που μπορεί ν' αποταθεί.
Οι περισσότεροι βγαίνουν κάθε πρωί, από τα χαράματα, σε συγκεκριμένα σημεία των περιφερειακών δρόμων της Λάρισας και περιμένουν κάποιον να τους πάρει στη δούλεψή του. Αρκετές φορές δε βρίσκουν τίποτε, αλλά κι εκείνοι που στέκονται τυχεροί, περνούν από μεγάλη δοκιμασία. Πολλοί από τους εργοδότες, ποντάροντας στο γεγονός ότι είναι αλλοδαποί και έχουν μεγάλη ανάγκη για εργασία, τους συμπεριφέρονται σαν δουλοκτήτες και οι σκηνές που διαδραματίζονται, θυμίζουν σκλαβοπάζαρο.
Το αφεντικό σταματάει το φορτηγάκι του μπροστά τους κι αρχίζει να «διαλέγει», όποιον του κάνει, κοιτάζοντας να είναι νέος και να έχει μπράτσα. Κι αφού γίνεται το «παζάρι» για το ύψος της αμοιβής - για ασφάλιση κι άλλα εργατικά κι εργασιακά δικαιώματα δε γίνεται λόγος - «φορτώνει» τους «διαλεγμένους» στο φορτηγάκι και τους πάει να πιάσουν δουλιά για μία ή και περισσότερες μέρες. Τις περισσότερες φορές δε ρωτάει καν ποιος είναι ο εργάτης που προσέλαβε - τον βλέπει σαν «αντικείμενο» - κι έτσι έγινε με τον Αρτάν που «πήγε άγραφτος». Στη δουλιά αρχίζει μια νέα δοκιμασία για τον μετανάστη, που δουλεύει σαν τον σκλάβο για όσες ώρες θέλει το αφεντικό, με χαμηλή αμοιβή, με τον κίνδυνο του «ατυχήματος» να επικρέμαται πάνω από το κεφάλι του και με την αγωνία αν θα πληρωθεί κανονικά κι αν θα έχει κι αύριο μεροκάματο...