ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 2 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Ο «Ρ» ΣΤΙΣ ΤΡΩΓΛΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ
Σκληρή η εκμετάλλευση και η ζωή στο περιθώριο

Απ' τα παραπήγματα στις «πιάτσες» των σκλαβοπάζαρων, για το μεροκάματο της επιβίωσης

Το σημείο όπου την περασμένη Τρίτη καταπλακώθηκε από τόνους μπετόν ο 33χρονος εργάτης Αρτάν Μπραϊλίκα
Το σημείο όπου την περασμένη Τρίτη καταπλακώθηκε από τόνους μπετόν ο 33χρονος εργάτης Αρτάν Μπραϊλίκα
Το ερέθισμα για τούτο το ρεπορτάζ μάς το έδωσε η είδηση για το θανατηφόρο εργατικό δυστύχημα σε οικοδομή στη Λάρισα, με θύμα Αλβανό μετανάστη. Ενα παλικάρι, την ώρα της δουλιάς, καταπλακώθηκε από τσιμεντένιο όγκο, πληρώνοντας με τη ζωή του την παντελή έλλειψη μέτρων προστασίας και ασφάλειας στο χώρο εργασίας του, που επιβάλλει η ανταγωνιστικότητα, η οποία παραβιάζει και καταπατά τα εργατικά δικαιώματα και αδιαφορεί ακόμα και για τις ανθρώπινες ζωές. Αν, μάλιστα, πρόκειται για τη ζωή των οικονομικών μεταναστών - και ιδιαίτερα των Αλβανών - αυτή η εργοδοτική αδιαφορία είναι ακόμα πιο προκλητική και πιο απάνθρωπη.

Αυτό που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το γεγονός ότι ο άτυχος οικοδόμος παρέμεινε άγνωστος και μετά το θάνατό του, πηγαίνοντας «σαν το σκυλί στ' αμπέλι». Ο εργοδότης του δε γνώριζε το όνομά του, το ΙΚΑ και η Επιθεώρηση Εργασίας δεν ήξεραν ότι δούλευε και η Αστυνομία αγνοούσε την ύπαρξή του. Κάποιοι είπαν πως τον φώναζαν «Πέτρο», αλλά ούτε αυτοί ήξεραν από πού «κρατάει η σκούφια του» και πού μένει. Τελικά, μάθαμε ότι ήταν ο Αρτάν Μπραϊλίκα, 33 χρόνων, που ήρθε πριν 7 μήνες στην Ελλάδα από ένα χωριό της Βόρειας Αλβανίας, πατέρας δύο μικρών παιδιών. Εμενε μόνος του σε μια άθλια παράγκα έξω από τη Λάρισα, χωρίς να έχει μόνιμη δουλιά κι έκανε μεροκάματο όπου έβρισκε.

Μέσα σ' αυτές τις άθλιες συνθήκες προσπαθεί να επιβιώσει μια πενταμελής οικογένεια μεταναστών
Μέσα σ' αυτές τις άθλιες συνθήκες προσπαθεί να επιβιώσει μια πενταμελής οικογένεια μεταναστών
Η περίπτωση του Αρτάν, μια τρανταχτή απόδειξη της «μοίρας» των οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας. Αγνωστοι μεταξύ αγνώστων, ζουν στο περιθώριο μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, που δύσκολα τους αποδέχεται κι εύκολα τους εκμεταλλεύεται. Εργάτες, που δουλεύουν σκληρά, χωρίς ν' απολαμβάνουν τα δικαιώματα των ντόπιων συναδέλφων τους. Είναι το ξένο, φτηνό, εργατικό δυναμικό, που χρησιμοποιείται για την αύξηση των κερδών των κάθε είδους αφεντικών.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις τους θέλουν να προσφέρουν για την ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά, ταυτόχρονα, τους παρουσιάζουν και σαν «απειλή» για τους Ελληνες εργαζόμενους, ισχυριζόμενοι ότι τους παίρνουν τη δουλιά και τους οδηγούν στην ανεργία, εκβιάζοντάς και μ' αυτό τον τρόπο την εργατική τάξη να μη διεκδικεί τα δικαιώματά της. Και, βεβαίως, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την ομαλή ενσωμάτωση των οικονομικών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Αντιθέτως, κάνουν ό,τι μπορούν για να δυσκολέψουν τη ζωή τους εδώ, χρησιμοποιώντας εναντίον τους τη γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης και τους μηχανισμούς της κρατικής καταστολής.

Οι διωκτικές αρχές τούς θεωρούν «κάθ' έξιν παράνομους και εν δυνάμει εγκληματίες», δημιουργώντας κλίμα φοβίας σε βάρος τους. Και πολλές φορές πέφτουν θύματα ξενοφοβικών και ρατσιστικών διαθέσεων, από διάφορους «ελληναράδες», ανάμεσά τους και κάποιοι «άρχοντες» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που βγάζουν «φιρμάνια» κατά των εργασιακών και των άλλων δικαιωμάτων τους.

Η ζωή στις τρώγλες

Ενα μαυρισμένο από το χρόνο πετρογκάζ στην «κουζίνα» του παραπήγματος...
Ενα μαυρισμένο από το χρόνο πετρογκάζ στην «κουζίνα» του παραπήγματος...
Ο Αρτάν Μπραϊλίκα δεν ήταν ο μόνος που έμενε σε παράγκα. Εκατοντάδες αλλοδαποί εργάτες διαμένουν σε παραπήγματα έξω από τη Λάρισα, σε συνθήκες που θυμίζουν καταστάσεις της δεκαετίας του '50. Ο «Ρ», μαζί με τον Τάκη Τσιόγκα, πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Λάρισας και βουλευτή του ΚΚΕ, επισκέφτηκε μια από αυτές τις παράγκες των μεταναστών, που βρίσκεται έξω από τη Λάρισα, μέσα στα χωράφια. Η πρώτη σκέψη μόλις την είδαμε ήταν: «Εδώ δεν μπορούν να ζήσουν ούτε ζώα».

Το κτίριο, ένα κουμάσι, μέσα στις λάσπες. Σ' ένα δωμάτιο - τρόπος του λέγειν - 3Χ4 τετραγωνικά μέτρα, έχουν τοποθετηθεί πέντε κρεβάτια, με στρώματα από κουρέλια, για να κοιμούνται πέντε νοματαίοι, ο ένας πάνω στον άλλο. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπάρχει, παρά ένα κερί στο μπουκάλι για να φέγγει αμυδρά μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Ούτε νερό, μόνο ένα δοχείο κρεμασμένο απ' έξω για να ξεπλένουν το πρόσωπό τους. Μερικά παλιόρουχα κρεμασμένα στους τοίχους και μια ξυλόσομπα για τις παγωμένες νύχτες του θεσσαλικού χειμώνα. Δίπλα μια άλλη «τρύπα» που χρησιμοποιείται για κουζίνα, μ' ένα μαυρισμένο πετρογκάζ, λίγες ξεγανωμένες κατσαρόλες και μερικά σκουριασμένα κουταλοπίρουνα.

Εκεί βρήκαμε τον «Νίκο» - το όνομα σε εισαγωγικά και «απόρρητο» το επίθετο, καθώς η πλειοψηφία των Αλβανών μεταναστών παίρνουν ελληνικά ονόματα «για το φόβο των Ιουδαίων» - έναν 38χρονο ο οποίος μόλις γύρισε από τη δουλιά και προσπαθεί να ξεκουραστεί καθισμένος στο κρεβάτι. Είναι στην Ελλάδα επτά χρόνια κι έχει αφήσει πίσω του, στην Αλβανία, γυναίκα και δυο παιδιά. Δεν ήξερε για το θάνατο του Αρτάν και στενοχωρήθηκε πολύ σαν του το είπαμε.

«Εχεις δουλιά», τον ρωτάμε. «Εχω», απαντά με χαρά και περηφάνια, λες και κατάφερε να κερδίσει τον πρώτο λαχνό του λαχείου. «Δουλεύω σε μια βιοτεχνία προκατασκευασμένων σπιτιών και έχω καθημερινό μεροκάματο». Βέβαια, δεν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και πληρώνει για την ασφάλισή του στον ΟΓΑ. Ζορίζεται που ζει στην τρώγλη, αλλά δεν παραλείπει να ευχαριστήσει τον άνθρωπο που τους το παραχώρησε, χωρίς να τους ζητήσει να πληρώνουν. «Το παράπονό μου», λέει, «είναι ότι κανένας αρμόδιος από το κράτος, τη Νομαρχία και το δήμο δεν ήρθε να δει πώς ζούμε». Κι ύστερα, κοιτώντας τον Τάκη Τσιόγκα, συμπληρώνει: «Εκτός από το Εργατικό Κέντρο, που ήρθε αρκετές φορές και μας βοηθάει όπου το χρειαζόμαστε».

Τα σκλαβοπάζαρα

Δεν έχουν, όμως, όλοι οι μετανάστες καθημερινή δουλιά κι είναι πολλοί που ψάχνουν, κάθε μέρα, το μεροκάματο. Στον «Ρ» μιλούν ο «Σπύρος», ο «Γιώργος» - κι αυτά τα ονόματα είναι ψεύτικα - κι άλλοι Αλβανοί, που συναντήσαμε, αργότερα, σε δρόμο της Λάρισας, περιγράφοντας την «Οδύσσεια» των οικονομικών μεταναστών στην καθημερινή αναζήτηση δουλιάς.

Για να βρουν, λοιπόν, κάπου να εργαστούν, βγαίνουν στη γύρα. Πάνε σε καφενεία, ρωτώντας αν υπάρχει κάποιος που τους χρειάζεται, περνούν από γιαπιά και βιοτεχνίες, παρακαλώντας για ένα μεροκάματο κι ο ένας προσπαθεί να βοηθήσει τον άλλο, ενημερώνοντάς τον που μπορεί ν' αποταθεί.

Οι περισσότεροι βγαίνουν κάθε πρωί, από τα χαράματα, σε συγκεκριμένα σημεία των περιφερειακών δρόμων της Λάρισας και περιμένουν κάποιον να τους πάρει στη δούλεψή του. Αρκετές φορές δε βρίσκουν τίποτε, αλλά κι εκείνοι που στέκονται τυχεροί, περνούν από μεγάλη δοκιμασία. Πολλοί από τους εργοδότες, ποντάροντας στο γεγονός ότι είναι αλλοδαποί και έχουν μεγάλη ανάγκη για εργασία, τους συμπεριφέρονται σαν δουλοκτήτες και οι σκηνές που διαδραματίζονται, θυμίζουν σκλαβοπάζαρο.

Το αφεντικό σταματάει το φορτηγάκι του μπροστά τους κι αρχίζει να «διαλέγει», όποιον του κάνει, κοιτάζοντας να είναι νέος και να έχει μπράτσα. Κι αφού γίνεται το «παζάρι» για το ύψος της αμοιβής - για ασφάλιση κι άλλα εργατικά κι εργασιακά δικαιώματα δε γίνεται λόγος - «φορτώνει» τους «διαλεγμένους» στο φορτηγάκι και τους πάει να πιάσουν δουλιά για μία ή και περισσότερες μέρες. Τις περισσότερες φορές δε ρωτάει καν ποιος είναι ο εργάτης που προσέλαβε - τον βλέπει σαν «αντικείμενο» - κι έτσι έγινε με τον Αρτάν που «πήγε άγραφτος». Στη δουλιά αρχίζει μια νέα δοκιμασία για τον μετανάστη, που δουλεύει σαν τον σκλάβο για όσες ώρες θέλει το αφεντικό, με χαμηλή αμοιβή, με τον κίνδυνο του «ατυχήματος» να επικρέμαται πάνω από το κεφάλι του και με την αγωνία αν θα πληρωθεί κανονικά κι αν θα έχει κι αύριο μεροκάματο...


ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ