ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 2 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /40
Η τυφλή βία δεν έχει τυφλά αίτια

Στο προάστιο - γκέτο του Κλισί Σου Μπουά, η ζωή τώρα κυλά σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια, μέχρι... την επόμενη έκρηξη

Associated Press

Στο προάστιο - γκέτο του Κλισί Σου Μπουά, η ζωή τώρα κυλά σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια, μέχρι... την επόμενη έκρηξη
Η «αυτοψία» του «Ρ» στα εργατικά προάστια του Παρισιού, ολοκληρώνεται σήμερα. Το οδοιπορικό μας που κράτησε περίπου 10 μέρες, προσπάθησε να προσεγγίσει την πρόσφατη εξέγερση των νέων από διάφορες πλευρές. Το σίγουρο είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει λύση στα αδιέξοδα που το ίδιο δημιουργεί. Κλείνοντας δε θα μπορούσαμε να μην ευχαριστήσουμε την Αντια, τον Γιανί, τον Μαρσέλ, τον Ντανιέλ, την Ειρήνη, την Καθί, τον Μισέλ, γιατί χωρίς τη βοήθεια, που ο καθένας μάς έδωσε με τον τρόπο του, δε θα ήταν καθόλου εύκολο να ολοκληρωθεί αυτή η αποστολή και να καταγράψουμε τις εικόνες πίσω από τις κάμερες.

«

Δε χρειάζεται να ζήσω ούτε εγώ ούτε κάποιος άλλος σε προάστιο, ούτε χρειάζεται να έχω υψηλές σπουδές για να αντιληφθώ ότι οτιδήποτε και οποιοσδήποτε έγιναν στόχος όσων συμμετείχαν στις ταραχές, εκπροσωπούν το κράτος. Ενα κράτος που αρνείται να δει κατάμουτρα το πρόβλημα και που συνεχίζει, από αριστερή κυβέρνηση σε δεξιά, και αντιστρόφως, να μην αποδέχεται τις ευθύνες του...

Ακόμη και αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν δεν είναι ούτε τα κατάλληλα, ούτε τα δίκαια, ακόμη και έτσι, είναι τα μόνα μέσα που διαθέτουν αυτοί οι άνθρωποι για να ακουστούν. Τα χιλιάδες πυρπολημένα αυτοκίνητα και η ολική απώλεια του κύρους της πολιτικής, συμβολίζουν κάτι πολύ περισσότερο από απλές εκρήξεις τυφλής βίας...

Οταν επικαλείστε την ανάγκη επιστροφής στις δημοκρατικές αξίες, μην ξεχνάτε ότι για να σεβαστεί κανείς κάτι, θα πρέπει πρώτα να τον σεβαστούν και αυτόν... Και υπάρχουν πλείστα παραδείγματα, εδώ και πολλά χρόνια, ότι αυτό δε συμβαίνει...».

Αυτά ανάμεσα σε πολλά άλλα, έγραψε, σχολιάζοντας τα επεισόδια στα προάστια, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ματιέ Κασοβίτς, δημιουργός της ταινίας «Μίσος», που πριν από δέκα χρόνια περιέγραφε ρεαλιστικότατα τις συνθήκες στα γαλλικά γκέτο και προκαλούσε ποικίλες αντιδράσεις προβλέποντας μια έκρηξη. Ο Κασοβίτς προκάλεσε την προσωπική αντίδραση του υπουργού Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί και ανταπάντησε, μιλώντας για «χαράκωμα» στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας.

Η «κόντρα» ανάμεσα στους δύο μόλις αρχίζει ενώ εγώ ετοιμάζομαι να εγκαταλείψω το Παρίσι. Για πρώτη φορά, όλες αυτές τις μέρες έχει βγάλει έναν δυνατό και λαμπερό ήλιο. Περπατώ στους δρόμους, προσπαθώντας να συγκεντρώσω οποιοδήποτε έντυπο, εφημερίδα ή περιοδικό υπάρχει, που να περιέχει στοιχεία για την κατάσταση και τις εξελίξεις στα προάστια. Είναι φανερό ότι λίγα μόλις 24ωρα, μετά το διάγγελμα Σιράκ και την παράταση για τρεις μήνες του νόμου περί κατάστασης έκτακτης ανάγκης, το θέμα συστηματικά και μεθοδικά...«προωθείται» σε δεύτερη μοίρα.

Αν και τα αφιερώματα, οι έρευνες και οι συνεντεύξεις ειδικών φιλοξενούνται ακόμη σε αρκετά έντυπα, στα μεγάλα ηλεκτρονικά ΜΜΕ το κλίμα έχει, ήδη, αλλάξει. Το ζήτημα αγγίζεται αλλά διά της πλαγίας οδού: Τι ευθύνη έχουν οι γονείς; Γιατί δεν μπορούν να ελέγξουν τα παιδιά τους; Πώς θα τους βοηθήσουν οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στα προάστια; Ποια μαθήματα θα μπορούσαν να μπουν στα σχολεία για να κάνουν τη διαφορά; Ενδεικτικό ότι η προαναφερόμενη «κόντρα» Κασοβίτς - Σαρκοζί δε φιλοξενήθηκε παρά κυρίως στο Διαδίκτυο.

Κατά τα άλλα, η ατμόσφαιρα είναι σαφώς χαλαρή, ιδιαίτερα εφόσον αρχίζει το Σαββατοκύριακο. Σε τηλεόραση και ραδιόφωνο, το ένα μετά το άλλο τα κανάλια και οι σταθμοί αυξάνουν τις ώρες μουσικής και βομβαρδίζουν τηλεθεατές και ακροατές, αντιστοίχως, με προτάσεις διασκέδασης: θέατρα, συναυλίες, κινηματογραφικές ταινίες, εκθέσεις, εστιατόρια, κλαμπ. Ολοι μοιάζουν να ασχολούνται με αυτό, με τις προαναγγελθείσες κυλιόμενες απεργίες των διαφόρων κλάδων του δημοσίου και με το επερχόμενο κύμα κακοκαιρίας. Τα προάστια είναι πολύ μακριά από την πόλη του φωτός, πόσο μάλλον τα γκέτο.

«Ας σκύψουμε το κεφάλι και ας πούμε ευχαριστώ»

Κατευθύνομαι προς το αεροδρόμιο την ώρα που σουρουπώνει. Το μποτιλιάρισμα στους αυτοκινητόδρομους από και προς το Παρίσι είναι απερίγραπτο. Πιάνω κουβέντα με τον οδηγό του ταξί, που είναι Λιβανέζος, πράγμα διόλου ασυνήθιστο αφού στη Γαλλία σε δουλιές όπως οδηγός ταξί ή οδοκαθαριστές ή συνεργεία καθαρισμού, σπανίως βλέπει κανείς... αυτό που πολλοί αποκαλούν «καθαρόαιμους» Γάλλους. Μου εξηγεί ότι ο ίδιος είναι δέκα χρόνια στη χώρα και πήρε την υπηκοότητα πριν από 5. Τα παιδιά του είναι Γάλλοι πολίτες εκ γενετής.

Κουβέντα στην κουβέντα, δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στα τεκταινόμενα στα προάστια και στα γκέτο. «Καλά έκανε και πήρε μέτρα ο Σαρκοζί. Και λίγοι συνελήφθησαν. Η συμπεριφορά όσων συμμετείχαν στα επεισόδια είναι απαράδεκτη», μου πετά κατάμουτρα. Του εξηγώ ότι δεν επικροτώ, απαραίτητα, την πυρπόληση αυτοκινήτων και γενικότερα αυτού του είδους τη συμπεριφορά, αλλά κατανοώ την οργή τους και τους λόγους που την προκαλούν.

Με διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι κάνω μεγάλο λάθος. «Κοίτα, δε θα σου πω ότι οι Γάλλοι είναι όλοι φιλικοί και καλοί μαζί μας. Δεν είναι. Μας κοιτούν με περιφρόνηση, μας φέρονται διαφορετικά. Ναι, υπάρχει μια σοβινιστική και ρατσιστική νοοτροπία σε πολλούς από αυτούς. Αλλά μας δέχτηκαν στη χώρα τους. Εμείς είμαστε οι ξένοι και πάντα θα είμαστε. Δε θα αλλάξει αυτό. Αντί να είμαστε ευγνώμονες που έχουμε δουλιά, που ζούμε την οικογένειά μας, που είμαστε σε μια προηγμένη χώρα, θέλουμε και τα ρέστα».

Μα δεν υπάρχει δουλιά πια, αντιλέγω, και επιπλέον ένα παιδί που γεννήθηκε εδώ είναι Γάλλος και έχει κάθε δικαίωμα να ζητά τις ίδιες ευκαιρίες με όλα τα υπόλοιπα παιδιά. «Δεν πρόκειται να υπάρξουν ίδιες ευκαιρίες, με αποστομώνει. Οποιος θέλει δουλιά, βρίσκει. Αλλά τώρα, όλοι αυτοί οι πιτσιρικάδες μεγαλοπιάνονται και απαιτούν ανώτερες θέσεις και τέτοια. Ας προσπαθήσουν να επιβιώσουν όπως οι γονείς τους. Πώς το έκαναν αυτοί;».

Μα, επιμένω, η Γαλλία είναι η χώρα τους, η μοναδική πατρίδα που ξέρουν. Απλώς, είναι παιδιά των φτωχότερων οικογενειών και αντικειμενικά οι συνθήκες στις οποίες μεγαλώνουν, είναι χειρότερες. Δε με ακούει καν. Συνεχίζει το λογίδριό του διαβεβαιώνοντάς με ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι πως «όλοι εμείς, Αραβες, μαύροι κλπ., ήρθαμε από υποανάπτυκτες χώρες. Από χώρες που ο καθένας νομίζει ότι είναι αφεντικό, και δεν υπάρχει ούτε νόμος, ούτε κράτος.

Ε, εδώ υπάρχει και πρέπει να το σεβαστούμε. Δε θα κάνουμε ό,τι θέλουμε, δεν είναι χάος. Είμαστε στη χώρα τους. Ας σκύψουμε το κεφάλι να δουλέψουμε, να σεβαστούμε τους κανόνες τους και να πούμε και ευχαριστώ». Μου έρχεται στο μυαλό ο Οσκάρ, από το γκέτο, που μου έλεγε ότι δεν προτίθεται να συμπεριφερθεί σαν σκλάβος, όπως οι παππούδες του, για να γίνει αρεστός μέσα στην ίδια του τη χώρα.

Η συζήτηση τείνει σε αδιέξοδο. Σκέφτομαι να του υπενθυμίσω ότι δεν κατέληξαν ως διά μαγείας ορισμένες χώρες υποανάπτυκτες. Οτι η πατρίδα του, ο Λίβανος, «χρωστά» πολλά από τα τωρινά της βάσανα στη γαλλική αποικιοκρατία, και πολλά άλλα. Επίσης, να τον ρωτήσω αν τα παιδιά του, που είναι Γάλλοι, θα έχουν άδικο αν εξοργιστούν μετά από μερικά χρόνια, βρισκόμενα στην ανεργία και υπό κοινωνικό αποκλεισμό. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχει νόημα. Αλλωστε, έχουμε φθάσει στο αεροδρόμιο...

Μαγική εικόνα

Καθώς το αεροπλάνο απογειώνεται, η εικόνα του Παρισιού και της περιφέρειάς του είναι μαγική. Ολα μοιάζουν πανέμορφα και εκπληκτικά συμμετρικά, ισότιμα και δίκαια κατανεμημένα. Κλείνω για λίγο τα μάτια και βλέπω μπροστά μου το διαπεραστικό βλέμμα του Αλάν από το γκέτο «Λες Ουλίς». Τον βλέπω να μετρά τις φορές που εξευτελίστηκε από την αστυνομία, να συγκρατεί με κόπο το θυμό. Την Σάλι να μου μιλά για τον, αδίκως, φυλακισμένο αδελφό της που καταστράφηκε η ζωή του και για τη δικαιοσύνη της χώρας της, που δεν «είναι γι' αυτήν».

Τη Φρανσουάζ, τον Νταβίντ, τον Αλεξίς, να περιγράφουν τα σχολεία ως φυτώρια διακρίσεων, περιθωριοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού. Την Σοφί να με ξεναγεί στη «γειτονιά» των 4.000 στη «Λα Κουρνέβ» και να μου απαριθμεί τις δεκάδες οικογένειες ανέργων, τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, και την αδυναμία των δήμων να ανταπεξέλθουν σε όλα όσα τους φόρτωσαν. Την Μισέλ και τον Μαχμούντ να σκιαγραφούν την εικόνα των παιδιών των γκέτο, σκοτεινή με σωρεία τραυμάτων και προβλημάτων που ίσως να μην ξεπεράσουν ποτέ λόγω της διαρκούς λεκτικής και σωματικής βίας που δέχονται.

Τον Μαρσέλ και τον Φιλίπ να διηγούνται πώς οι εργάτες και τα παιδιά των γκέτο βρέθηκαν μόνοι, στη γωνία, με τα συνδικάτα και την Αριστερά να τους εγκαταλείπουν σε μια λίμνη απελπισίας. Τα μικρά φωτισμένα παράθυρα, με τη μικρή γλάστρα στο περβάζι, στα τερατουργήματα των δεκάδων ορόφων. Την εγκατάλειψη, τους έρημους δρόμους, την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

Ανοίγω τα μάτια και τα φώτα στο έδαφος έχουν, ήδη, αρχίσει να χάνονται. Το σκοτάδι απλώνεται. Το διακόπτει μόνο ένα βλέμμα. Εκείνο το οργισμένο βλέμμα που μου είπε επιτακτικά: «γράψε ότι αυτό είναι μόνο η αρχή... γιατί δεν ελπίζουμε τίποτε».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ