ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 17 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Ποιοι αγώνες είναι αποτελεσματικοί

Αποτελεσματικοί μπορούν να είναι μόνο οι αγώνες που βάζουν στο στόχαστρό τους το σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής του κεφαλαίου και των πολιτικών - συνδικαλιστικών εκφραστών του
Αποτελεσματικοί μπορούν να είναι μόνο οι αγώνες που βάζουν στο στόχαστρό τους το σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής του κεφαλαίου και των πολιτικών - συνδικαλιστικών εκφραστών του
Είναι γνωστό ότι στην ιστορία της προσπάθειας του ανθρώπου για την απελευθέρωσή του από τους αφέντες του, από τη δουλοκτητική κοινωνία ακόμα, οι αγώνες της τάξης των καταπιεσμένων, των δούλων ήταν ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας. Η δύναμη που έσπρωχνε τον τροχό της ιστορίας να κινηθεί προς τα μπρος.

Σ' αυτή την ιστορική πορεία οι εργαζόμενοι τους τελευταίους δύο αιώνες κατάφεραν και έφθασαν με αφάνταστα σκληρούς αγώνες από το 16ωρο δουλιάς, στο 8ωρο και σε κατακτήσεις(κατοικία-Υγεία-Παιδεία-ειρήνη) που διασφαλίστηκαν με το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα.

Σήμερα, σε περίοδο ανατροπών του συνόλου των κατακτήσεων, επανέρχεται ισχυρό το ερώτημα αν μπορούμε να νικήσουμε με τους αγώνες. Το ερώτημα δεν είναι φιλολογικό αλλά βαθιά ταξικό, δεδομένου ότι αγώνες είχαμε, αλλά κατακτήσεις όχι.

Αγώνες και «αγώνες»

Είναι αναγκαίο από την αρχή να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ πραγματικών ταξικών αγώνων που οργανώνουν οι ταξικές δυνάμεις και «αγώνων» που οργανώνει η συμβιβασμένη συνδικαλιστική ηγεσία με την ανοχή και τη στήριξη των ίδιων των αφεντικών.

Οι αγώνες των ταξικών δυνάμεων αμφισβητούν τη στρατηγική του κεφαλαίου και επιχειρούν να μεταφέρουν τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο προς τη μεριά των εργαζομένων, ενώ οι «αγώνες» της συνδικαλιστικής ηγεσίας σταματάνε εκεί που αρχίζουν να θίγονται τα συμφέροντα του συστήματος και κινούνται γύρω από τις διεκδικήσεις που ορίζει ο ΣΕΒ (θυμηθείτε ότι οι συμβάσεις που υπογράφει η ΓΣΕΕ είναι πάντα γύρω από την πρόταση του ΣΕΒ) και εξασφαλίζουν την πολυπόθητη για το κεφάλαιο «εργασιακή ειρήνη».

Σήμερα η στρατηγική των καπιταλιστών, που εκφράζεται με τις αποφάσεις της ΕΕ, του ΣΕΒ, των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, είναι η υπηρέτηση της ανταγωνιστικότητας. Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων απαιτεί να αυξηθεί το ωράριο εργασίας, οι ώρες εκμετάλλευσης (για συσσώρευση κερδών- κεφαλαίων).

Απαιτεί ελαστικές μορφές εργασίας για να αξιοποιείται καλύτερα η κάθε εργατική δύναμη, ακύρωση ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, όπως και χτύπημα του συνδικαλισμού για να μην υπερασπιστεί κατακτήσεις που πρέπει (κατά την ανταγωνιστικότητα) να ακυρωθούν.

Με δυο λόγια, η ανταγωνιστικότητα είναι ένα μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο με τις εργατικές κατακτήσεις και καθόλου σχέση δεν έχει με την καλύτερη ποιότητα των προϊόντων όπως πολλοί πιστεύουν. Αυτή η στρατηγική των καπιταλιστών, που ξαναγυρίζει τους εργαζόμενους στον εργασιακό μεσαίωνα, είναι διακηρυγμένο «Πιστεύω» αυτών των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Για παράδειγμα, το «ευρωσύνταγμα», που υπηρετεί ακριβώς αυτή τη στρατηγική, ο κ. Πολυζωγόπουλος σε ημερίδα του ΕΚΘ δήλωσε ότι «έχει την κριτική στήριξη των ελληνικών συνδικάτων» (βλ. περιοδικό «Ο κόσμος της εργασίας» του ΕΚΘ, τεύχος 32) και ότι «η κριτική στήριξη αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική προσέγγιση...».

Σύμμαχοι του κεφαλαίου

Το ερώτημα λοιπόν είναι: Τι αγώνες μπορεί να κάνουν οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες ενάντια σε αυτά που δηλώνουν ότι αποτελούν «τη μόνη ρεαλιστική προσέγγιση»;

Σήμερα, που η στρατηγική του κεφαλαίου θέλει εργασιακές σχέσεις ανασφάλειας. Αυτό και προώθησαν από κοινού ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ στον ΟΤΕ, υπογράφοντας την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, η οποία γενικεύτηκε για όλες τις ΔΕΚΟ.

Σήμερα, που το κεφάλαιο θέλει διασπασμένους τους εργαζόμενους, αυτό και προώθησαν οι ηγεσίες αυτές με την άρνησή τους να δεχτούν στα ίδια σωματεία εργαζόμενους με διαφορετικές εργασιακές σχέσεις (βλ. συνέδριο ΑΔΕΔΥ), ενώ με θράσος καλούν σε ενότητα.

Σήμερα, που θέλουν ευνουχισμό των αγώνων και καλλιέργεια της αντίληψης της ταξικής συνεργασίας, αυτοί βοηθάνε πρώτοι απ' όλους, μπαίνοντας συνέχεια στον «κοινωνικό διάλογο».

Σήμερα, που χρειάζεται να εμποδίζουν την οργάνωση ταξικών αγώνων, αυτό και κάνουν πολλά συνδικαλιστικά τους στελέχη και παίρνουν θέση υπέρ των εργοδοτών φτάνοντας και στο σημείο να καταδίδουν αγωνιστές συνδικαλιστές.

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ στις κινητοποιήσεις της Εκθεσης της Θεσσαλονίκης το 2003 «μάλωνε» όσους προγραμμάτιζαν αγώνες και μας καλούσε να κατανοήσουμε την πολιτική... του κ. Σημίτη.

Οι «αγώνες» της συνδικαλιστικής ηγεσίας ουσιαστικά είναι οι «αγώνες» που δεν οργανώνονται για να πετύχουν λύσεις, αλλά να πετύχουν εντυπώσεις, για λογαριασμό της μιας παράταξης του συστήματος ενάντια στην άλλη. Αυτό επιδιώκουν με κάθε τους «αγωνιστική» τουφεκιά στον αέρα.

Επιδιώκουν να σηκωθεί απλά ένας αντικυβερνητικός κουρνιαχτός που θα σκεπάζει τις αιτίες των προβλημάτων, που είναι η εφαρμογή αυτών των πολιτικών οι οποίες είναι αναγκαίες για το ίδιο το σύστημα και θα εστιάζουν στα πρόσωπα και στους διαχειριστές. Επιδιώκουν τέτοιους «αγώνες» που θα αναδεικνύουν ότι δε φταίει η πολιτική που τα θέλει όλα για τους λίγους αλλά η διαχειριστική ανικανότητα του κ. Καραμανλή σήμερα, όπως του κ. Σημίτη χτες.

Αυτοί οι «αγώνες» της ...κατσαρόλας είναι φτιαγμένοι για να αποτυγχάνουν ταξικά. Στα ίδια πλαίσια, οι «αγώνες» τους δεν έχουν το στοιχείο της ένωσης δυνάμεων όλων των εργαζομένων, αλλά το στοιχείο της «ιδιαιτερότητας» του κάθε κλάδου χάριν του οποίου πρέπει - λένε - ο κάθε κλάδος να διεκδικεί μόνος του.

Είναι επίσης οι ίδιοι που πρώτοι δίδαξαν τον «κοινωνικό αυτοματισμό» (τις στημένες διαμαρτυρίες πολιτών ενάντια στους κλάδους που αγωνίζονται). Πώς λοιπόν μπορούν να νικήσουν οι «αγώνες» τους;

Τι πραγματικά φοβούνται

Οι αγώνες που μπορούν να νικήσουν είναι οι ταξικοί αγώνες που οργανώνονται από τους γνήσιους εκπροσώπους του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, που σήμερα δεν είναι άλλος από το ΠΑΜΕ, ακριβώς γιατί στοχεύουν σε σύγκρουση με την πολιτική που αφαιρεί δικαιώματα και κατακτήσεις, σε σύγκρουση με την πολιτική της ανταγωνιστικότητας.

Αν πράγματι αυτοί οι αγώνες δε θα μπορούσαν να νικήσουν τότε δε θα έβγαζαν παράνομη κάθε απεργία. Αν αυτοί οι αγώνες δε θα μπορούσαν να νικήσουν δε θα έσερναν στα δικαστήρια τους αγωνιστές συνδικαλιστές κάθε λίγο και δε θα απέλυαν πολλούς απ' αυτούς.

Αν οι αγώνες δε νικούσαν δε θα έστηναν αγροτοδικεία, μαθητοδικεία, δε θα κυνηγούσαν τους μαθητές μέσα στα σχολεία για να μη βρεθούν στους δρόμους των αγώνων, δε θα διαστρέβλωναν την Ιστορία στα βιβλία για τις κατακτήσεις που είχαν συνολικά οι αγώνες στην ανθρώπινη ιστορία, δε θα πρόβαλλαν από τα βιβλία την ιδεολογία των καπιταλιστών σαν την αναμφισβήτητη αλήθεια.

Αν δε φοβούνταν τους αγώνες δε θα έστελναν οι υφυπουργοί έγγραφα που ζητάνε να καταδώσουν οι μόνιμοι εργαζόμενοι τους επί συμβάσει εργαζόμενους αν απεργήσουν, αλλά θα συμπεριφέρονταν διαφορετικά σαν σε κάτι τελείως ακίνδυνο.

Σήμερα το ζητούμενο (όπως και χτες) δεν είναι κατά πόσο θα «μετακινηθεί» ή όχι ο κ. Καραμανλής, αλλά κατά πόσο θα στριμωχτεί η πολιτική του που την υπερασπίζονται τόσο η αντιπολίτευση, πλην ΚΚΕ, όσο και οι υποταγμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες.

Αυτή η πολιτική θα αλλάζει στο βαθμό που θα αυξάνεται η κριτική ικανότητα των εργαζομένων και δε θα επιζητούν να αλλάξει ο διαχειριστής αλλά η ίδια η πολιτική. Θα αλλάζει στο βαθμό που κάθε κλάδος εργαζομένων συνειδητοποιεί ότι το μαύρο μέτωπο (ΕΕ, ΣΕΒ, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, συνδικαλιστικές ηγεσίες) δεν αντιμετωπίζεται κατά κλάδο αλλά με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων που παίρνει τα χαρακτηριστικά παλλαϊκών αγώνων της μιας τάξης που διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή ενάντια στην άλλη που της τα αφαιρεί. Θα αλλάζει στο βαθμό που θα αλλάζουν οι συσχετισμοί στο συνδικαλιστικό κίνημα και θα ισχυροποιούνται οι δυνάμεις που μπορούν να κάνουν αποτελεσματικούς αγώνες γιατί θα θέλουν.

Η κοινωνία είναι ένας τεράστιος αντιδραστήρας που γεννά συνεχώς αντιδράσεις. Το ζήτημα είναι με ποιες ηγεσίες θα αξιοποιούμε την κοινωνική δυναμική που παράγουν αυτές οι αντιδράσεις για να παίρνουν τα πολιτικά αναγκαία χαρακτηριστικά αμφισβήτησης της εξουσίας των πολυεθνικών.


Γιάννης ΝΟΤΑΚΗΣ
Εκπαιδευτικός



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ