Αποσπάσματα ομιλίας του Νίκου Παπαγιωργάκη* σε εκδήλωση που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης
Με αυτές τις εκδηλώσεις θέλουμε να συμβάλουμε σε έναν ευρύτερο προβληματισμό γύρω από τις αιτίες και το χαρακτήρα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, σε σχέση με τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις του, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα.
Παρά την εκκωφαντική σιωπή των αστικών μέσων ενημέρωσης, τουλάχιστον στους παρευρισκόμενους είναι γνωστό ότι το Κόμμα μας, με αφορμή τα 60 χρόνια από τη Μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των λαών, ξεκίνησε ήδη από τον Απρίλη του 2005, με την έκδοση των αντίστοιχων θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του KKE, μια συλλογική προσπάθεια μεγαλύτερης εμβάθυνσης της ιστορικής έρευνας, τόσο των ταξικών χαρακτηριστικών του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, όσο και της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και μεταπολεμικά.
Αυτή η προσπάθεια θα συνεχιστεί βεβαίως. Αλλωστε η ιστορική έρευνα, ιδιαίτερα του εργατικού και επαναστατικού κινήματος, αποτελούσε και αποτελεί για κάθε συνεπή μαρξιστή, για κάθε συνεπές Κομμουνιστικό Κόμμα, αναγκαίο εργαλείο συνδιαμόρφωσης των στόχων της ταξικής πάλης, του σήμερα και του αύριο.
Η συνεχής ανάδειξη αυτής της περιόδου ως μιας από τις κορυφαίες της ελληνικής ιστορίας αφορά βεβαίως το ΚΚΕ, αλλά και το λαϊκό κίνημα, μιας και εκτός των άλλων, σε αυτή την περίοδο εμπεριέχονται και πάμπολλα παραδείγματα, που βοηθούν στην ανατροπή ηττοπαθών, μοιρολατρικών, αντιλήψεων, τις οποίες η αστική τάξη θέλει να επιβάλει στα λαϊκά στρώματα της χώρας.
Χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες, ότι η αντικειμενική ιστορική έρευνα μπορεί αυτόματα να επιδρά στην κοινωνική συνείδηση (χωρίς αντίστοιχα κοινωνικά, λαϊκά κινήματα) δεν υποτιμούμε την αξία της ως σημαντικού όπλου στην ιδεολογική διαπάλη.
Η περίοδος που προαναφέραμε αποτελεί μεγάλη δεξαμενή τέτοιων εμπειριών. Γι' αυτό άλλωστε εκτός από το ΚΚΕ και οι αστικές δυνάμεις, από τη δική τους ταξική σκοπιά αφιέρωσαν και αφιερώνουν σημαντικά οικονομικά ποσά για τη διεξαγωγή ερευνών, συνεδρίων, μελετών, για τη δημοσίευση συγγραμμάτων και άρθρων σε εφημερίδες, με σκοπό τη σταθερή επιβολή της δικής τους ταξικής ερμηνείας (και βεβαίως όχι μόνο μέσα από την παραχάραξη ιστορικών γεγονότων) ως κυρίαρχη στην κοινωνική συνείδηση.
Είμαστε άλλωστε όλοι μάρτυρες της αντικομμουνιστικής υστερίας, που με αφορμή τα 60χρονα του τέλους του πολέμου σήκωσε και πάλι κεφάλι, όχι μόνο στους κύκλους της αστικής ιστορικής έρευνας και προπαγάνδας, αλλά και σε ανώτατα κυβερνητικά διακρατικά κλιμάκια.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μερικές μόνο θεωρίες γύρω από το φασισμό και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σωρεία μελετών απομονώνουν το φασισμό από την οικονομική βάση και τον αντιδραστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, που γεννάει αυτό το φαινόμενο. (Αρκετοί μάλιστα «αγνοούν» ακόμα και την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού). Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η αποσιώπηση των ευθυνών της παγκόσμιας πλουτοκρατίας και τα απάνθρωπα εγκλήματα του φασισμού ερμηνεύονται απλά ως μοιραίες επιλογές ημιπαραφρόνων ηγετών (βλ. Χίτλερ). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα για το ξαναμοίρασμα των αγορών παίζουν δευτερεύοντα έως και απειροελάχιστο ρόλο στο ξέσπασμα του παγκόσμιου πολέμου. Αν πιστέψουμε κάποιες από αυτές τις «μελέτες», οι αιτίες του πολέμου δεν είναι τόσο οικονομικές όσο ψυχολογικές, μιας και ο πόλεμος γίνεται είτε για να επουλωθεί ο καταρρακωμένος εγωισμός των ηττημένων στον πρώτο πόλεμο Γερμανών μιλιταριστών, είτε επειδή ο Χίτλερ φοβόταν τη σοβιετική επιθετικότητα και έτσι αναγκάστηκε να δράσει προληπτικά!..
Η γενναιόδωρη στήριξη του Χίτλερ από τα «δημοκρατικά» ιμπεριαλιστικά κέντρα, όταν δεν αποσιωπάται, δε συσχετίζεται με τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων, ούτε βεβαίως με τα κοινά ταξικά οφέλη των ιμπεριαλιστών από την επιδιωκόμενη εξολόθρευση του κομμουνιστικού κινήματος και του πρώτου εργατικού, σοβιετικού κράτους, αλλά στην ουσία αποδίδεται στα τερτίπια μιας μεταφυσικής μοίρας, που ανέδειξε εκείνη την εποχή ανίκανους ή μικρής εμβέλειας κρατικούς ηγέτες. Για να γίνουν πιστευτοί ξαναγράφουν ακόμα και τα ιστορικά γεγονότα. Ανήκει πλέον σ' ένα πολύ μακρινό παρελθόν η αστική ιστορική έρευνα γύρω από το πώς σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος ανέχθηκε και μια μεγάλη μερίδα του συνέβαλε ενεργά στην αναρρίχηση των φασιστών στην εξουσία (ας θυμηθούμε μόνο με ποιον τρόπο έλαβε ο Μεταξάς τις έκτακτες εξουσίες, όταν τον ψήφισαν στη Βουλή για πρωθυπουργό όλα τα αστικά κόμματα).
Το πρώτο, απομονωμένο από όλο το διπλωματικό παρασκήνιο και πιο συγκεκριμένα απομονωμένο από τα γαλλοβρετανικά αλισβερίσια με τους Γερμανούς ναζί (επανεξοπλισμός του γερμανικού στρατού, παράδοση Αυστρίας και τμήματος της Τσεχοσλοβακίας) και από τους βρετανικούς σχεδιασμούς καταστροφής των σοβιετικών πετρελαιοπηγών του Μπακού, δίδει επιτέλους μια φερεγγυότητα στη θεωρία του ολοκληρωτισμού, στην εξίσωση δηλαδή του κομμουνισμού με το φασισμό. Παραμένει, βέβαια, πρόβλημα το γεγονός ότι η σοβιετική εξουσία απαλλοτρίωσε όλη τη μεγάλη ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ενώ ο φασισμός όχι μόνο δεν απαλλοτρίωσε κανένα μονοπώλιο, αλλά και ενίσχυσε το μεγάλο κεφάλαιο με τους ίδιους τρόπους που το ενίσχυσαν και οι ιμπεριαλιστικές «δημοκρατίες».
Παρόμοιο πρόβλημα δημιουργεί και μια παράξενη συγγένεια, ή ένα ειδύλλιο, που ξεκίνησε ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ανάμεσα στους «δημοκράτες» αστούς πολιτικούς και τους πρωτεργάτες του φασισμού. Ενα ειδύλλιο που κατέληξε στην πλήρη επανένταξη των τελευταίων στους κρατικούς μηχανισμούς και στα ΝΑΤΟικά επιτελεία. Την ίδια περίοδο μάλιστα που οι ίδιοι οι «δημοκράτες» αστοί πολιτικοί είχαν μετατραπεί σε απηνείς διώκτες όχι μόνο των κομμουνιστικών ιδεών αλλά και του φιλειρηνικού κινήματος (βλ. Ελλάδα, Γερμανία). Φαίνεται πως το ειδύλλιο αυτό περνάει μια νέα φάση, καθώς προσφάτως οι αστικές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών συνδυάζουν τις αντικομμουνιστικές διώξεις και απαγορεύσεις με την υλική και ηθική αποκατάσταση φασιστών καταδικασμένων για εγκλήματα πολέμου ακόμα και από διεθνή δικαστήρια.
Το ολοκαύτωμα δε χρησιμοποιείται μόνο ως προστατευτική ασπίδα για την καταπιεστική πολιτική του κράτους του Ισραήλ, αλλά έχει ενταχθεί πλέον στο επίσημο ιδεολογικό οπλοστάσιο των «ανθρωπιστικών» ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γι' αυτά η επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, όπου ο γερμανικός στρατός εμφανίστηκε ξανά μετά από πενήντα χρόνια, όχι για να συνεχίσει αυτό που δεν μπόρεσε τότε, αλλά απεναντίας, κατά τα λεγόμενα του τότε υπουργού Εξωτερικών, για να επιτελέσει μια νέα ιστορική αποστολή, αυτή της αποτροπής των «εθνοκαθάρσεων»!
Και όμως, τέτοιου είδους στερεότυπα, πραγματικά κενά περιεχομένου, κυριαρχούν ακόμα και στην αρθρογραφία των ελληνικών αστικών μέσων ενημέρωσης. Ισως γιατί έτσι είναι πιο εύκολο να αποφύγεις τους επικίνδυνους υφάλους της Σοβιετικής Ενωσης και του ηρωικού Κόκκινου Στρατού της, καθώς και των μεγάλων λαϊκών απελευθερωτικών κινημάτων.
Για τα δύσκολα έχουν άλλου είδους «έρευνες και μελέτες»...