Η υποκρισία της αστικής τάξης δεν έχει όρια: «Ξεχνώντας» ότι με την ταξική βία κατάφερε και η ίδια να αποτινάξει το φεουδαρχικό απολυταρχικό παρελθόν και να κινήσει μπροστά τους τροχούς της ιστορίας, φρόντισε εκ των υστέρων - και καθήμενη πλέον στο θρόνο του κυρίαρχου εκμεταλλευτή - να την ταυτίσει με την τρομοκρατία και το έγκλημα. Ετσι, η ταξική βία που στρέφεται εναντίον της, «απονομιμοποιείται» και καταδικάζεται. Αλλά μιας και ένα από τα ζητούμενα είναι η ιστορική μνήμη, ας κάνουμε μια αναδρομή στα έργα και ημέρες του «κατηγόρου» καπιταλισμού.
«Το κεφάλαιο γεννιέται βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια στο αίμα και στη βρωμιά.»(Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», 1ος τόμος, σελ. 785)
Eurokinissi |
Μετατράπηκαν, λοιπόν, σε περιθωριακά στοιχεία, τα οποία η ευρωπαϊκή νομοθεσία του 15ου και 16ου αιώνα έσπευσε να καταστείλει: «Ενας νόμος του πρώτου έτους της βασιλείας του (του Εδουάρδου του ΣΤ΄ της Αγγλίας), 1597, ορίζει πως, αν κάποιος αρνιέται να εργαστεί, πρέπει να δίδεται σκλάβος στο πρόσωπο που τον κατάγγειλε σαν αργόσχολο. Ο αφέντης πρέπει να τρέφει τον σκλάβο του με ψωμί και νερό, με αδύνατα ποτά και με ό,τι απορρίμματα κρεάτων κρίνει αυτός κατάλληλα. Εχει το δικαίωμα να τον βάζει να κάνει οποιαδήποτε εργασία, όσο αηδιαστική κι αν είναι, μαστιγώνοντας κι αλυσοδένοντάς τον...». «Ετσι», γράφει ο Μαρξ, «ο αγροτικός πληθυσμός, που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, τον κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες, υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας». (Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», 1ος τόμος, σελ.759 και 761 - 762).
Η εργάσιμη μέρα κυμαινόταν από 12 έως και 16 ώρες, ενώ οι μισθοί μόλις επαρκούσαν - και πολλές φορές δεν επαρκούσαν - για την επιβίωση των εργαζομένων. Η πρώτη σχετική απογραφή του εργαζόμενου πληθυσμού στις ΗΠΑ το 1870, κατέγραψε 750.000 παιδιά κάτω των 15 ετών απασχολούμενα στη βιομηχανία. Και όμως, ουσιαστική νομοθεσία για την προστασία των παιδιών από την εργοδοτική αυθαιρεσία δεν υπήρξε, παρά μόνο το 1938 (Fair Labor Standards Act).
Associated Press |
Ομως, οι διογκούμενες ανάγκες των γοργά αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών κρατών για φτηνές πρώτες ύλες, ώστε να διατηρήσουν σε κίνηση τις τεράστιες βιομηχανίες τους, για νέες αγορές, προκειμένου να απορροφήσουν τον αυξημένο όγκο αγαθών που παρήγαν και για νέα πεδία επενδύσεων των κεφαλαίων που είχαν συσσωρεύσει, είχαν ως αποτέλεσμα την προσθήκη ακόμα ενός μελανού κεφαλαίου στην ιστορία του καπιταλισμού: Την αποικιοκρατία.
Η αποικιοκρατία, η επιθετική υπεράσπιση των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού ανά τον κόσμο μέσω της βίαιης κατάληψης και άγριας εκμετάλλευσης νέων εδαφών και λαών, έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1914, όπου πάνω από τα 4/5 της υφηλίου βρίσκονταν υπό τον έλεγχο οκτώ μόλις χωρών. Πολλές από αυτές τις αποικίες διατηρήθηκαν μέχρι και τις δεκαετίες 1950 - 1960, όταν τα μεγάλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στις υπό ιμπεριαλιστικό ζυγό χώρες - με την ηθική και υλική συμπαράσταση της Σοβιετικής Ενωσης - πέτυχαν την ανεξαρτησία τους. Ανάμεσα στα «επιτεύγματα» της αποικιοκρατίας συγκαταλέγονται και τα εξής:
Associated Press |
Οπως είδαμε πρωτύτερα, το 1914 η αποικιοκρατία είχε φτάσει στο ζενίθ της και οι δυνατότητες περαιτέρω ιμπεριαλιστικής επέκτασης είχαν περιοριστεί σημαντικά (αφού ελάχιστες περιοχές του κόσμου απέμεναν «ελεύθερες» προς εκμετάλλευση). Από την άλλη μεριά, νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία, κλπ.), οι οποίες είχαν εισέλθει σχετικά καθυστερημένα στη «λέσχη» των βιομηχανικά ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, είχαν αρχίσει να διεκδικούν όλο και πιο σθεναρά την αναδιανομή των παγκόσμιων πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών. Οσο οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονταν τόσο πολλαπλασιάζονταν οι επιμέρους κρίσεις και συγκρούσεις: Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος (1904 - 1905), Γαλλογερμανική διένεξη για το Μαρόκο (1905 -1906 και 1911), Βαλκανικοί Πόλεμοι (1911 - 1913), κ.ά.
Eurokinissi |
Και όμως, τα διεθνή μονοπώλια αποκόμισαν τεράστια κέρδη, παράγοντας και πουλώντας πολεμικό υλικό και πρώτες ύλες ταυτόχρονα σε αμφότερες αντιμαχόμενες πλευρές. Για παράδειγμα:
Τέλος, ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο: Οταν αφυπνισμένοι από τη φρίκη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι εργάτες της Γερμανίας ξεσηκώθηκαν ενάντια στους εκμεταλλευτές τους το 1918, ο βρετανικός ιμπεριαλισμός επέστρεψε στον ηττημένο γερμανικό στρατό σημαντικό μέρος του οπλισμού του, προκειμένου να καταστείλει την επανάσταση. Ακόμα περισσότερο και από την απειλή των συμφερόντων του από μια άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη, ο ιμπεριαλισμός φοβάται τον επαναστατημένο εργάτη!
Η λήξη όμως του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου δε σήμανε και το τέλος των πολέμων γενικά. Η νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών και οι τριγμοί που προκάλεσαν οι κρίσεις του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (1929), έθεσαν ουσιαστικά τις βάσεις για μια νέα παγκόσμια τραγωδία. Πρέπει να σημειωθεί, πως στην εικόνα της διεθνούς κατάστασης είχε προστεθεί στο μεταξύ η δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, το οποίο βρέθηκε από την επομένη της γέννησής του κιόλας στο στόχαστρο του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Ο τελευταίος όχι μόνο ενθάρρυνε και συνεργάστηκε, αλλά συνέδραμε αποφασιστικά στην άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη.
Ενα τμήμα της ιστορίας, το οποίο παραμένει ευρύτερα λιγότερο γνωστό: Το 1930 οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου προχώρησαν στη δημιουργία της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων (ΤΔΔ - Bank for International Settlements). Η τράπεζα αυτή, στην οποία συμμετείχε και η Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα της Νέας Υόρκης, υπήρξε έμπνευση του Schacht, διευθυντή της Reichsbank και μετέπειτα υπουργού Οικονομίας των ναζί. Με τον Αμερικανό Πρόεδρο, η ΤΔΔ διαχειρίστηκε το χρυσό που λεηλατήθηκε από τις εθνικές τράπεζες της Αυστρίας, της Ολλανδίας, της Τσεχοσλοβακίας κ.ά., καθώς και αυτόν που προήλθε από τις κατασχεθείσες περιουσίες των εβραϊκών πληθυσμών που οδηγήθηκαν στο θάνατο. Ο αρχικός στόχος της συγκεκριμένης τράπεζας ήταν η απόδοση των πολεμικών επανορθώσεων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου στους δικαιούχους, αλλά στην πορεία αυτό θα άλλαζε, καθιστώντας την ουσιαστικά κανάλι εισροής αμερικανικών και βρετανικών κεφαλαίων προς όφελος της ανοικοδόμησης της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Καθώς πλησίαζε ο πόλεμος, οι διασυνδέσεις μεταξύ των Rockefeller και της ναζιστικής κυβέρνησης γινόντουσαν ολοένα και πιο στενές. Σε συνεργασία και με την «J H Shroder Bank» της Νέας Υόρκης καθώς και άλλους εκπροσώπους του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου δημιούργησαν μια εταιρία, την οποία το γνωστό περιοδικό «Time» χαρακτήρισε ως «τον οικονομικό καταλύτη του Αξονα Ρώμης - Βερολίνου». Ο πρόεδρος της «Standard Oil», W. Teagle, διατηρούσε επίσης εκτενείς επαφές με τους γερμανικούς κύκλους της εξουσίας, καθώς και με τον Sir Henry Deterding της βρετανικής πετρελαϊκής πολυεθνικής «Shell», με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο όραμα για το μέλλον της Ευρώπης, άμεσα συνδεδεμένο με την καταστροφή της Σοβιετικής Ενωσης. (Higham Ch, 1983, «Trading with the Enemy», σελ. 1 - 33).
Αναφορές του Κογκρέσου των ΗΠΑ, του FBI, καθώς και έρευνες του Τμήματος Δικαιοσύνης τη δεκαετία του 1930 και 1940, έχουν καταγράψει με σαφήνεια τη σύνδεση και ρόλο του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και των φασιστικών κυβερνήσεων της Ευρώπης. Μια σειρά από μονοπωλιακές εταιρίες, όπως η χημική βιομηχανία «Du Pont», η «Standard Oil», η «General Motors» κ.ά., έχουν αποδειχτεί πως συνεργάζονταν με τα βιομηχανικά καρτέλ της ναζιστικής Γερμανίας, με σκοπό την εξάλειψη του διεθνούς ανταγωνισμού και αναδιανομής των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών του κόσμου αναμεταξύ των.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρχε ένας αριθμός από βιομηχανικούς και τραπεζικούς παράγοντες, οι οποίοι εξακολούθησαν να επενδύουν στην πολεμική προσπάθεια των φασιστικών δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα αποκόμιζαν και τεράστια κέρδη από τις πολεμικές παραγγελίες των χωρών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές βιομηχανίες «δυτικών» συμφερόντων δεν έκλεισαν ή κρατικοποιήθηκαν από τους ναζί, αλλά συνέχισαν να λειτουργούν «αυτοτελώς» και να παράγουν για τη φασιστική πολεμική μηχανή μέχρι το τέλος, συσσωρεύοντας σημαντικό πλούτο.
Ενας Αμερικανός ιστορικός θα αναρωτηθεί: «Τι θα συνέβαινε άραγε, αν τα εκατομμύρια των Αμερικανών και Βρετανών πολιτών, τα οποία έπρεπε να ζουν με κουπόνια και στοιβαγμένοι στις ουρές έξω από τα βενζινάδικα, μάθαιναν ότι το 1942 η "Standard Oil" διοχέτευε στον εχθρό καύσιμα μέσω της "ουδέτερης" Ελβετίας; Και αν υποθέταμε ότι ο λαός ανακάλυπτε ότι η Τράπεζα "Chase" στο κατεχόμενο Παρίσι ακόμα και μετά το Περλ Χάρμπορ έκλεινε δουλιές αξίας εκατομμυρίων δολαρίων με τον εχθρό; Ή ότι φορτηγά της "Ford" κατασκευάζονταν για τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις; Ή ότι ο συνταγματάρχης Sosthenes Behn, ο επικεφαλής της αμερικανικής πολυεθνικής εταιρίας τηλεφωνίας ΙΤΤ, έφυγε ενώ ο πόλεμος μαινόταν, από τη Νέα Υόρκη για τη Βέρνη, με σκοπό τη βελτίωση του γερμανικού συστήματος πληροφοριών και των τηλεκατευθυνόμενων βομβών που έπλητταν το Λονδίνο; Ή ότι η ΙΤΤ σχεδίασε τις βόμβες Focke-Wulfs που χρησιμοποιήθηκαν ενάντια σε αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα;» (Higham Ch, 1983, «Trading with the Enemy», σελ. 1 - 33).
Η ΕΣΣΔ σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 προσπάθησε επανειλημμένως, μέσα από Διασκέψεις Αφοπλισμού, Συνέδρια Ειρήνης, διμερείς και πολυμερείς διπλωματικές συναντήσεις, να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την αποφυγή του πολέμου. Οι λεγόμενες όμως «Δυτικές Δημοκρατίες» είχαν άλλα σχέδια.
Την περίοδο Ιούνη - Αυγούστο του 1939 πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας, κατά τις οποίες οι πρώτοι υποσχέθηκαν να σεβαστούν την ακεραιότητα της βρετανικής αυτοκρατορίας, ενώ οι δεύτεροι παραχώρησαν στον Χίτλερ ελευθερία κινήσεων στην Ανατολή. Οι συνομιλίες περιστράφηκαν σε δύο κυρίως άξονες: α) Καθορισμό σφαιρών επιρροής και β) διπλωματική απομόνωση της ΕΣΣΔ.
Ο Χάρολντ Αϊκς, επιτετραμμένος των Εσωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, έγραφε εκείνη την εποχή στο ημερολόγιό του: «Η Αγγλία έλπιζε να προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία και να μη διακινδυνέψει η ίδια. Η Γαλλία θα αναγκαστεί επίσης να απαρνηθεί την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη προς όφελος της Γερμανίας, ελπίζοντας να τη δει να εμπλέκεται σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση» («The Secret Diary of Harold Ickes», τόμος 2, σελ. 705).
Και ενώ η Γερμανία προέλαυνε προς ανατολάς και ούτε μια τουφεκιά δεν είχε ριχτεί από πλευράς των Συμμάχων, που της είχαν όμως κηρύξει τον πόλεμο (ο λεγόμενος και «παράξενος πόλεμος»), έλαβε χώρα η φινλανδο-σοβιετική σύρραξη. Στο πλευρό της αντιδραστικής κυβέρνησης της Φινλανδίας (η οποία σημειωτέον θα συνταχθεί όχι πολύ αργότερα με τις δυνάμεις του Αξονα) σπεύδουν όλοι: Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία συνέδραμαν με στρατιωτικό υλικό και προετοιμάζουν εκστρατευτικό σώμα. Το τελευταίο δεν έφτασε ποτέ, αφού επήλθε η νίκη του Κόκκινου Στρατού. Ενα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939 - 1940 αποτυγχάνει η πολιτική και στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ενωσης και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία και τη Γερμανία, μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας. Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς, και η επέμβασή του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ενωση» («Petite encyclopedie politique du monde», σελ. 136).
Αφού κατελήφθη η Τσεχοσλοβακία, ο Χίτλερ πρόβαλε αξιώσεις εις βάρος της Πολωνίας. Και όπως στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, η σοβιετική κυβέρνηση προσφέρθηκε ξανά να υπερασπίσει μαζί με τις δυτικές δυνάμεις την Πολωνία. Οι δεύτεροι, όμως, συνεχίζοντας την πολιτική υπονόμευσης του αντιφασιστικού μετώπου και προώθησης του γερμανικού ιμπεριαλισμού προς ανατολάς, αρνήθηκαν για άλλη μια φορά να προχωρήσουν σε ουσιαστικές κινήσεις.
Ο απολογισμός του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου σε ανθρώπινο κόστος δεν είχε προηγούμενο: πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι, εμπόλεμοι και άμαχοι, έχασαν τη ζωή τους. Και όμως ο ιμπεριαλισμός προετοιμαζόταν ήδη για την «επόμενη μέρα». Φοβούμενος την επικράτηση των προοδευτικών δυνάμεων στη Γερμανία, εν όψει της επικείμενης κατάρρευσης της ναζιστικής μηχανής, ο Τσόρτσιλ παραδέχτηκε πως είχε δώσει εντολές στον Μοντγκόμερι «να είναι προσεκτικός στην περισυλλογή των γερμανικών όπλων, συγκεντρώνοντάς τα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν να ξαναχορηγηθούν εύκολα στους Γερμανούς στρατιώτες», αν αυτό χρειαστεί.
Στη Γαλλία, οι Βρετανοί φρόντισαν να παραδώσουν τις θέσεις των κομμουνιστών παρτιζάνων στους ναζί που υποχωρούσαν με αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων αγωνιστών. Παρ' όλα αυτά όμως, και παρά την εσπευσμένη μεταφορά των στρατευμάτων του στρατηγού Ντε Γκολ στη Γαλλία, το Παρίσι θα απελευθερωθεί από τους παρτιζάνους και τον εξεγερμένο λαό, με μπροστάρησες τους κομμουνιστές. Ακόμα και πριν τη λήξη καλά - καλά του πολέμου, ΗΠΑ και Αγγλία προετοιμάζονταν για την καταστολή των μαζών, διατηρώντας, όπως διατύπωσε και ο Αμερικάνος ιστορικός D. F. Fleming, «την εξουσία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων οι οποίες κυβερνούσαν αυτές τις χώρες στο παρελθόν.» (Fleming D. .F, «The Cold War and its Origins, 1917 - 1960», τόμος 1, σελ. 210). Στην υπεράσπιση του διεθνούς ιμπεριαλισμού θα επιστρατευθούν ακόμα και πρώην στελέχη της ναζιστικής μηχανής: μόνο στη διοίκηση του ΝΑΤΟ υπηρετούσαν μέχρι το 1961 136 Γερμανοί στρατηγοί και ναύαρχοι που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου!
Η εγκληματική δράση, όμως, του ιμπεριαλισμού στον 20ό αιώνα δεν περιορίστηκε μόνο στους δύο μεγάλους πολέμους. Το 1995, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος - Γκάλι περιέγραψε το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα ως μια «κουλτούρα του θανάτου». Από το 1945 και έπειτα σημειώθηκαν πάνω από 130 πολεμικές συρράξεις. 23 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους άμεσα ως εμπόλεμοι, ενώ τουλάχιστον άλλοι 40 εκατομμύρια από τις συνέπειες των πολέμων (λιμός, αρρώστιες, κλπ.). Συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, μόνο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε δύο φορές πιο δολοφονικό από τον 19ο αιώνα και επτά φορές από τον 18ο (Kane H., 1995, «The hour of departure: forces that create refugees and migrants», σελ.18 - 19). Για να αναφέρουμε μόνο ορισμένα από τα «ολοκαυτώματα» του ιμπεριαλισμού κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα:
Ομως, ο ιμπεριαλισμός δε σκότωνε μόνο με πολέμους και δικτατορίες. Οι «διαρθρωτικές αλλαγές» που επέβαλαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (απελευθέρωση τιμών, μισθών, άρση προστατευτικών μέτρων της εθνικής οικονομίας) είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική εξαθλίωση και καταστροφή εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι λεγόμενες «εξεγέρσεις της πείνας» που κλιμακώθηκαν από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα κατεστάλησαν με τη βία: 186 πέθαναν από σφαίρες του στρατού στη Δομινικανή Δημοκρατία τον Απρίλη του 1984 διαμαρτυρόμενοι για τις αυξήσεις των τιμών. Στη Ζάμπια, ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των «εξεγερμένων της πείνας», σκοτώνοντας 180, στην Αλγερία 300, στη Βενεζουέλα 500 (και αυτοί σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία).
Ο 20ός αιώνας υπήρξε αδιαμφισβήτητα η περίοδος εκείνη όπου η ανθρωπότητα γνώρισε τη μεγαλύτερη υλικοτεχνική ανάπτυξη στην ιστορία της, με τον παραγόμενο πλούτο να αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς και το παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν να 25πλασιάζεται σε διάρκεια μόλις 100 χρόνων. Παρ' όλα αυτά, στα τέλη του αιώνα που πέρασε, οι συντάκτες της Εκθεσης για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, προειδοποιούσαν ότι ο κόσμος χαρακτηριζόταν από «τρομακτικά αυξημένες ανισότητες», καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «η ανάπτυξη που επιτρέπει στις σημερινές ανισότητες να διαιωνίζονται, ούτε είναι δυνατό να συνεχιστεί, ούτε πρέπει να συνεχιστεί».
Αυτό που προσπαθούσε με «διπλωματικό» τρόπο να ψελλίσει η Εκθεση του ΟΗΕ, ήταν πως το υπάρχον κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού έχει οδηγήσει την υφήλιο σε τέτοιες ανισότητες που συντελούν - όχι πλέον μακροπρόθεσμα, άλλα στο άμεσο μέλλον - σε αδιέξοδο, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ πλουσίων και φτωχών που καταγράφτηκε τις τελευταίες δεκαετίες είναι εντυπωσιακή:
Τι σημαίνει όμως πρακτικά για τους λαούς η εντατικοποίηση αυτή της εκμετάλλευσής τους από το κεφάλαιο; Σημαίνει πως:
Είναι φανερό, λοιπόν, το πώς επιτυγχάνεται αυτή η άνευ προηγουμένου παραγωγή και συσσώρευση του πλούτου παγκοσμίως, καθώς και ποιοι πληρώνουν καθημερινά με τη ζωή τους το κόστος της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και επιθετικότητας. Ο ΟΗΕ είχε υπολογίσει το 1998 πως το πρόσθετο κόστος που απαιτούνταν για την επίτευξη καθολικής πρόσβασης στη βασική εκπαίδευση, στη βασική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για την επαρκή σίτιση και εξασφάλιση πόσιμου νερού και στοιχειώδους αποχετευτικού συστήματος για όλους που το είχαν ανάγκη, θα έφτανε τα 40 περίπου δισ. δολάρια το χρόνο: ή το λιγότερο από το 4% του αθροίσματος του πλούτου που κατείχαν οι 225 πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη. Ομως οι προτεραιότητες του κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι σαφώς διαφορετικές.
Πηγές: United Nations Development Reports, World Bank Reports και International Labor Organizations Reports, για την περίοδο 1994 - 2004