ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Μάρτη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το ξύλινο βαρκάκι

Γρηγοριάδης Κώστας

Ξημέρωσε.

Οι πρώτες αχτίδες, ενός ήλιου ζεστού, χάιδευαν τ' ασπρισμένα ντουβάρια της μικρής εκκλησιάς της Παναγιάς της Γρηγορούσας.

Το κάτασπρο εκκλησάκι, με τη μικρή τσιμεντένια αυλή συναντούσε το φως στα πόδια ενός μικρού λόφου.

Το φως χτύπησε στο παράθυρο, ο Ζινάρ σηκώθηκε, έτριψε με τα χέρια τα μούτρα του και βγήκε απ' τη χαμηλή πόρτα της εκκλησιάς, στην αυλή. Κοίταξε γύρω μ' ένα χασμουρητό, πήγε στην πέτρινη βρύση κι έπλυνε το πρόσωπό του.

***

Χάραζε σ' ένα μικρό λιμανάκι κοντά στ' Αϊβαλί. Ανάμεσα στις ψαρόβαρκες, φιγούρες π' αχνοφαίνονται κινούνται. Είναι 30 - 40 άνθρωποι, π' ανεβαίνουν πάνω σ' ένα καΐκι κάπως μεγάλο. Είναι άνθρωποι, που ψάχνουν ζωή! Το καΐκι θα τους περάσει στην Ελλάδα. Ψάχνουν να βρουν ελπίδα και πλήρωσαν για αυτή σε δολάρια...

Το καΐκι σχίζει τα μαύρα νερά και ξεμακραίνει... Δεκάδες ζευγάρια μάτια κοιτούν τι αφήνουν πίσω: Οικογένεια, θύμησες, μυρωδιές. Αργά και σταθερά, το καΐκι προχωρά... Στοιβαγμένοι, νεαροί άντρες οι περισσότεροι, συλλογίζονται: «Εκανα καλά;» - ερωτηματικό δίχως απάντηση... Η ώρα περνά... Αρχιζε να παίρνει χρώμα ο ουρανός όταν φάνηκαν οι άκρες του ελληνικού νησιού, η πίστη ότι θα φτάσουν μεγαλώνει... Κοντεύοντας στην ακτή, η ελπίδα χάθηκε σαν το σκοτάδι. Δυο σκάφη του Λιμενικού εντόπισαν το καΐκι. Στη θέα των πλοιαρίων, άλλοι φωνάζουν, άλλοι καταριούνται, κάποιοι βουτάνε στο νερό...

Μετά από κάμποση ώρα, ο Ζινάρ βγήκε στη στεριά. Κρύωνε και δεν ήξερε τι να κάνει. Ηταν σε μια παραλία με ψιλή άμμο. Στάθηκε κάτω από ένα δέντρο - απ' την κούραση τον πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησε το μεσημέρι. Απόγνωση. Κάπως έτσι πρέπει να ένιωθε. Δεν ήξερε πού βρισκόταν, δεν ήξερε ελληνικά, δεν είχε λεφτά, ήταν ξένος σε ξένη χώρα. Εψαξε πάνω του: Είχε μονάχα το πλαστό διαβατήριο που του έδωσαν οι «δουλέμποροι». Επρεπε να πάρει μια απόφαση.

Διάλεξε μια κατεύθυνση στην τύχη κι άρχισε να προχωρά. Περπατούσε για πολλή ώρα, ίσως δύο, ίσως τέσσερα χιλιόμετρα. Στη διαδρομή πέρασε έξω από μερικά χωράφια: Εφαγε αρκετό σύκα και έβαλε στις τσέπες δυο - τρία αχλάδια για μετά. Λίγο πριν νυχτώσει, έφτασε σ' ένα μικρό λόφο. Ανέβηκε ως την κορφή του. Από κει είδε ένα λευκό σπιτάκι στα πόδια του λόφου, ενώ σ' αρκετή απόσταση - υπολόγισε μια ώρα με τα πόδια - ένα μικρό χωριό.

Κατέβηκε αργά το λόφο, καθώς είχε σκοτεινιάσει. Εφτασε στο λευκό χτίσμα. Είδε το σταυρό στη σκεπή και κατάλαβε ότι ήταν εκκλησιά των χριστιανών. Πλησίασε διστακτικά, ήταν ανοιχτά - η εκκλησία δεν είχε πόρτα. Μπήκε μέσα, ψαχτά, καθώς δεν έβλεπε πια. Επεσε σε μια γωνιά και κοιμήθηκε.

***

Να, που η χτεσινή μέρα τον έβγαλε εδώ. Στο λευκό εκκλησάκι με την τσιμεντένια αυλή και την πέτρινη βρύση.

Επλυνε ένα αχλάδι - το πρωινό. Μασουλούσε το γλυκό φρούτο και προσπάθησε να σκεφτεί τι πρέπει να κάνει. Ανέβηκε λίγο το λόφο και κοίταξε γύρω. Η θάλασσα δε φαινόταν από εδώ. Γύρω λόφοι, χωράφια, μπαξέδες, σκόρπιες συστάδες δέντρων. Από την άλλη μεριά το χωριό με τα χαμηλά του σπίτια. Κατέβηκε στο εκκλησάκι. Μπήκε μέσα να το δει στο φως: Ασβεστωμένο και από μέσα, χωρίς τοιχογραφίες, μονάχα δυο τρεις ξύλινες εικόνες και στη μέση της εκκλησιάς μια μεγάλη εικόνα, η Παναγιά η Γρηγορούσα. Κοίταξε τις εικόνες παρατηρητικά. Φτωχός ο χώρος. Είχε ακόμα σε μια γωνιά ένα ξύλινο στασίδι και μερικά σκεύη, καντήλια κτλ. Αυτό ήταν όλο όλο το εκκλησάκι. Θα γινόταν το σπίτι του. Τ' αποφάσισε. Δεν ήξερε, αυτή τη στιγμή, δεν ήξερε, θα 'μενε εδώ ως...

Βγήκε έξω και πήρε το δρόμο που τον έφερε, χτες, εδώ. Κοιτούσε εξερευνητικά. Ηθελε να μάθει την περιοχή όσο καλύτερα. Να μάθει τα χωράφια, τα δέντρα. Περπατούσε αργά να γνωρίσει τον τόπο. Στο γυρισμό, πήδηξε σ' έναν μπαξέ. Εβαλε ντομάτες στις τσέπες, τις διάλεξε σκληρές. Πέρασε μια βδομάδα, το εκκλησάκι είχε γίνει σπίτι και πατρίδα - τίποτε άλλο δεν είχε. Τούτες τις λίγες μέρες, πραγματικά δεν είχε σκεφτεί ούτε μια φορά το χτες ή τ' αύριο. Ζούσε μόνο το τώρα. Εψαχνε, γυρνούσε, έβρισκε, εξερευνούσε προσπαθώντας απλά να διευκολύνει τη ζωή του, να επιβιώσει.

Σαν άκουγε περπατησιά ανθρώπου ή θόρυβο μηχανής, κοντά ή μακριά φυλάγονταν: μην καταλάβει κανείς πως ζούσε μέσα στο εκκλησάκι. Γι' αυτό και ό,τι πράγματα είχε βρει ή προμήθειες φαγητού τα 'χε προσεχτικά φυλαγμένα, όπως πρόσεχε και το εκκλησάκι κρατώντας το καθαρό.

Σαν «έλυσε» τα βασικά, βρήκε μια συνήθεια να ξεγελά τις ώρες μοναξιάς: μάζευε κομμάτια ξύλο απ' τα δέντρα του λόφου, που 'ταν γεμάτος με πεύκα και μ' ένα μαχαιράκι υπομονετικά, με μαστοριά τους έδινε τη μορφή βάρκας.

Ετσι, στην απογευματινή δροσιά της αυλής του, έφτιαξε πολλά βαρκάκια σε διάφορα σχήματα και μεγέθη και τ' άφηνε να στολίζουν το πεζούλι της αυλής.

***

Τ' άλλο μεσημέρι, γυρνώντας απ' την καθημερινή εξόρμηση στα γύρω χωράφια, πρόσεξε πως απ' το πεζούλι της αυλής, ένα απ' τα καράβια - το πιο μεγάλο, έλειπε.

Προβληματίστηκε. Κάποιος είχε περάσει από εδώ.

Αύριο, μεσημέρι. Πάλι τα ίδια, ένα καράβι λιγότερο. Φοβήθηκε. Πολύ πιθανό, σκέφτηκε, κάποιος να τον δει, να ανακαλύψει το στέκι του. Ως τα τώρα, είχε ακούσει αυτοκίνητα από την άλλη μεριά του λόφου αλλά άνθρωπο δεν είχε δει στα μέρη του. Πήρε απόφαση να φυλάγεται περισσότερο...

Και να την άλλη μέρα που έπιασε τους δράστες, τους ληστές των ξύλινων καραβιών του «επ' αυτοφώρω»! Τρία αγόρια 10 - 12 χρόνων είχαν γεμίσει νερό τη γούρνα της βρύσης και σκάρωναν φανταστικές ναυμαχίες με τα ξύλινα βαρκάκια.

Πλησίασε τα παιδιά, τους χαμογέλασε και έκατσε στο πεζούλι.

- Δικά σου είναι τα βαρκάκια, θείο; του 'παν τα παιδιά, αφού τον κοίταξαν εξεταστικά. Τους μίλησε στη γλώσσα του. Τα παιδιά γέλασαν στ' άκουσμα του παράξενου ήχου της ξένης γλώσσας. Τον συμπάθησαν όμως.

Υστερα από ώρα, λίγο με νοήματα, λίγο με τα κουτσοαγγλικά και τα ψευτοελληνικά που 'χε χαζέψει σε κάτι λεξικά ο Ζινάρ πριν ξεκινήσει την οδύσσειά του και με τα σπασμένα αγγλικά των παιδιών συνεννοήθηκαν. Εμαθε ο ένας τ' όνομα τ' άλλου. Αγγελος, Κώστας, Γιώργος και Ζινάρ. Ο Ζινάρ δυσκολευόταν στην προφορά, τα παιδιά γελούσαν και του κόλλησαν κι όνομα: μίστερ Ζινάρ.

***

Μια φιλία γεννήθηκε. Τα παιδιά, κάθε μεσημέρι, την κοπάναγαν απ' τα σπίτια τους και πήγαιναν να βρουν τον μελαψό ξένο. Τι χαρά για τον Ζινάρ, τι ελπίδα του έδιναν αυτά τα παιδιά!

Ο Ζινάρ συνέχισε να φτιάχνει καράβια και να τα δίνει στα παιδιά, αυτή τη φορά καλύτερα μιας και τα παιδιά του έφεραν κάτι μικροεργαλεία. Τα παιδιά πάλευαν να του μάθουν να μιλά ελληνικά. Του δείχνανε διάφορα αντικείμενα και μετά του έλεγαν το όνομά τους. Μια, δυο, τρεις... ο Ζινάρ τα κατάφερνε. Του έμαθαν τα χρώματα, να μετρά και πολλές λέξεις.

Τα παιδιά, κάθε μεσημέρι ήταν εκεί και η εξαφάνισή τους είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτή.

- Πού 'σουν ρε; ρώταγε σχεδόν κάθε μέρα η κυρα - Αγγελική τον Κώστα.

- Με τα παιδιά, μαμά! Απαντούσε εκείνος

Μια και δυο, όμως πού θα πήγαινε... Ενα μεσημέρι, καθώς πήγαιναν στο εκκλησάκι τούς είδε ο Γιάννης, θείος του Αγγελου που πήγαινε στα χωράφια.

- Πού πάτε ρε;

- Εεε, ααα... Ε! στο λόφο, πάμε να ανέβουμε το λόφο, εκεί πάμε...

Εκείνος, όμως, δεν πείστηκε από την απάντηση των παιδιών και τους πήρε στο κατόπι. Φτάνοντας στο εκκλησάκι, είδε τα παιδιά μαζί με τον Ζινάρ.

***

Τα νέα έφτασαν γρήγορα στο χωριό. Η κυρα - Αγγελική φουρκίστηκε!

- Ο γιος μου; Θα τον σκοτώσω τον άτιμο! Μ' έναν ξένο; Στη Γρηγορούσα; ααα... Βγήκε απ' το σπίτι με τις παντόφλες και έτρεξε στο φούρνο του χωριού.

Η κυρα - Αγγελική γρήγορα ξεσήκωσε απ' τον πρώτο ως τον τελευταίο. Φωνές, κακό τράβηξαν όλους τους χωριανούς στην πλατεία. Γρήγορα τεράστιες ως επικές ιστορίες είχαν φτιαχτεί για τον Ζινάρ: Εμπορος όπλων, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, απαγωγές, εγκλήματα... Βουή και κόσμος μαζεμένος πολύς... Μονάχα ο δάσκαλος καθόταν σε μια γωνιά και παρατηρούσε διακριτικά τον ξεσηκωμό των χωριανών του.

- Πάμε στη Γρηγορούσα, έπεσε το σύνθημα και να φωνές και να σταυροκοπήματα.

***

Ο Ζινάρ και τα παιδιά κάθονταν στην αυλή της εκκλησιάς. Ο Ζινάρ «μιλούσε» με χίλιες δυο δυσκολίες στα παιδιά, τους έλεγε ιστορίες απ' την πατρίδα του και τα παιδιά τον άκουγαν με προσοχή.

Εν τω μεταξύ, οι κάτοικοι του χωριού ήταν ήδη στο δρόμο για τη μικρή εκκλησιά... Ο Ζινάρ για πρώτη φορά δεν έδωσε σημασία στη βουή που πλησίαζε...

Σε λίγο, οι χωριανοί κύκλωσαν το εκκλησάκι. Ο Ζινάρ αιφνιδιάστηκε, τα παιδιά σχεδόν ταυτόχρονα είπαν «Οχ!»

- Ελα εδώ, ρε διάολε! φώναξε η κυρα - Αγγελική και ο Κώστας έτρεξε αστραπή προς το μέρος της.

- Κωλόπαιδο! του 'πε και του έριξε ένα - μάλλον - αδύναμο χαστούκι.

Τα άλλα δυο παιδιά έτρεξαν μέσα στο μπουλούκι των ανθρώπων. Ο Ζινάρ έκανε ένα δυο βήματα πίσω και κοιτούσε αποσβολωμένος.

- Αλήτη, βρωμοπακιστανέ! Οι πιο θερμόαιμοι κινούνταν προς το μέρος του Ζινάρ.

- Ο θεομπαίχτης μένει μέσα στην εκκλησιά!

- Τι θες, μωρέ απ' τα παιδιά;

Οι φωνές πλήθαιναν. Ο Ζινάρ καταλάβαινε ότι όλα αυτά είναι για κείνον και στεκόταν ακίνητος. Τι να 'λεγαν άραγε αυτοί οι άνθρωποι; Λίγα καταλάβαινε.

Λόγο το λόγο, δυο - τρεις κινήθηκαν να άρπαξαν τον φτωχό Ζινάρ. Τότε, ο Κώστας ξέφυγε απ' το χέρι της μάνας του και μπήκε ανάμεσα.

- Σταθείτε, είναι φίλος μου! Ο Αγγελος και ο Γιώργος έτρεξαν γρήγορα και αυτοί δίπλα στον Κώστα και τον Ζινάρ.

- Και δικός μας φίλος είναι. Ο Ζινάρ είναι καλός άνθρωπος. Ο Ζινάρ στάθηκε δίπλα στα παιδιά. Οι φωνές κόπασαν. Σούσουρο...

- Να φωνάξουμε την αστυνομία, φώναξε κάποιος. Ησυχία, ξανά. Ο Ζινάρ προσπάθησε να ψελλίσει κάτι.

- Εγώ, καλό... παιδιά...

- Ο Ζινάρ είναι φίλος μας! Δε μας πείραξε ποτέ! Αφήστε τον ήσυχο! Με σθένος τα παιδιά συνέχιζαν να στέκονται στο πλάι του Ζινάρ. Το ανθρωπομάνι έβριζε και φώναζε, αλλά κανείς δεν ήξερε τι να κάνει.

***

Και ο δάσκαλος που στέκονταν απόμερα ακούγοντας με προσοχή τους συγχωριανούς του, πήγε δίπλα στον Ζινάρ και τα παιδιά. Κοίταξε τους χωριανούς του, ξερόβηξε και ζήτησε την προσοχή τους.

- Θα 'θελα να πω δυο λόγια, είπε, για τούτο τον άνθρωπο.

Εκανε ένα βήμα μπροστά και τράβηξε, με την άκρη του ποδιού, μια ευθεία γραμμή στο χώμα. Να, μωρέ κοιτάχτε...

- Απ' τη μια μεριά, να δω, είπε και έδειξε τη μια μεριά του χώματος που χωρίζονταν με τη γραμμή, είναι ο ιμπεριαλισμός.

- Θα πεις, μωρ' τι 'ν' τούτο; Ιμπεριαλισμός είναι το σύστημα που ζούμε, είναι η φύτρα της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της ανεργίας, του πολέμου. Είναι το δάκρυ της μάνας, να σας πω απλά, που δεν έχει να δώσει γάλα του παιδιού, δεν έχει να τα κρύψει απ' το κρύο, τη βόμβα. Από τούτη τη μεριά δίπλα και οι αστοί, τα αφεντικά - αυτοί που μας κλέβουν το βιος και μετά κλείνουν τα εργοστάσια.

Απ' την άλλη τη μεριά, δω ζερβά είν' οι λαοί. Ολοι μας, 'γώ - 'σύ, εκείνος. Είναι η εργατική τάξη - που παράγει τον πλούτο και μαζί η φτωχιά αγροτιά, ο μικρο-έμπορος. Και τούτες οι δυο οι μεριές είναι σε πόλεμο: οι εκμεταλλευτές με τους εκμεταλλευόμενους, το παλιό με το νέο. Και είναι το νέο που θα θριαμβεύσει! Και τούτος, μωρέ τι 'ναι; Εργάτης, φτωχός ήρθε να ζήσει κομμάτι καλύτερα. Ετσι του 'παν, δηλαδή. Είναι εχθρός μας; Το κορμί του πουλά και αυτός για δεκάρες!

Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε το πλήθος.

Μάλλον, δίκιο έχεις δάσκαλε, φώναξε και βγήκε μπροστά ο Παντελής ο φούρναρης. Ποιος ξέρει ποια τύχη τον έριξε δω. Αδικα φωνάζουμε. Τα παιδιά δεν τα πείραξε κι όσο για την εκκλησιά, κρύο κάνει τα βράδια, ποιος δεν κλείνει καλά τα παραθύρια; Να το πει! Χώθηκε, να φυλαχτεί απ' το κρύο! Ας τον αφήσουμε τον έρμο!

Αναταραχή πάλι στο πλήθος. Πολλοί, πλέον συμφωνούσαν με τον δάσκαλο. Οι «θερμόαιμοι» είχαν φύγει με το που ο δάσκαλος άρχισε να μιλά. Ο Ζινάρ άκουγε, έψαχνε στα βλέμματα, τα παιδιά τον ηρεμούσαν.

***

Μετά από ώρα, ο Ζινάρ, τα παιδιά, ο δάσκαλος και λίγοι χωριανοί κάθονταν στην αυλή της Παναγιάς και συζητούσαν. Ο Ζινάρ προσπάθησε να τους πει την ιστορία του...

Το χωριό θα τον βοηθούσε...

Ισως κάποια μέρα, μ' ένα ξύλινο βαρκάκι να περνούσε τα σύνορα...


Του
Στρατή ΔΟΥΝΙΑ


Βιογραφικό του Στρατή ΔΟΥΝΙΑ

Ο Στρατής Δουνιάς γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Από το 1998 ασχολήθηκε με την ποίηση. Το 2002 γράφει και «στήνει» θεατρικά δρώμενα. Ασχολείται και με το διήγημα.

Το διήγημα «Το ξύλινο βαρκάκι» είναι γραμμένο το καλοκαίρι του 2005 στα Δάφια της Λέσβου και στην Αθήνα και ανήκει στη συλλογή «Ζωή», που γράφει αυτόν τον καιρό.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ