ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 25 Μάρτη 2006 - Κυριακή 26 Μάρτη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Πέπης ΔΑΡΑΚΗ

H Πέπη Δαράκη γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου. Σπούδασε Παιδαγωγικά και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Εχουν εκδοθεί τριάντα πέντε βιβλία της, μυθιστορήματα, δοκίμια, ταξιδιωτικά και βιβλία παιδικής λογοτεχνίας. Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε Διεθνή Συνέδρια. Είναι επίτιμη πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Της απονεμήθηκε Επαινος της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του συγγραφικού της έργου, καθώς και το βραβείο «Πηνελόπη Δέλτα» το 2000 για την ουσιαστική της προσφορά στην Παιδική Λογοτεχνία.


Δύο ώρες σιωπής

A` μέρος

Γρηγοριάδης Κώστας

- Να 'ρθείτε, αύριο το πρωί στις δέκα, στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Σας θέλει ο κύριος διοικητής, είπε ο αστυφύλακας, μόλις του άνοιξα την πόρτα.

Πήρε στροφή κι έφυγε.

Πήγα την άλλη μέρα στις δέκα.

Ενας αστυφύλακας με οδήγησε σ' ένα δωμάτιο. Κάθισα στον καναπέ. Ημουν μόνη. Απέναντι είδα μία βιβλιοθήκη που έπιανε όλο τον τοίχο. Μπράβο! είπα με το νου μου. Πολύ μορφωμένα φαίνεται να είναι τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του κυρίου διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. Κοίταξα δεξιά, αριστερά, μήπως με παρακολουθεί κανένας και, σκύβοντας, προσπαθούσα να διαβάσω τους τίτλους των βιβλίων στις ράχες τους. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Βιβλία του Μαρξ, του Λένιν και άλλων διάσημων μπουρλοτιέρηδων του κοινωνικού κατεστημένου ήταν αραδιασμένα στα ράφια της βιβλιοθήκης. Ωστε, λοιπόν, ο υπέρτατος εξουσιαστής της σκέψης μας και της συνείδησής μας και οι άνθρωποί του διαβάζουν τέτοια βιβλία; αναρωτιόμουνα. Μα, τότε γιατί, αντί να γίνουν επαναστάτες, έγιναν οι διώκτες τους; Ωχ! καημένε μου Μαρξ!

Δεν πρόλαβα να δώσω κουράγιο στον Λένιν και στον Μαρξ, και στην πόρτα πρόβαλε ο ίδιος αστυφύλακας, για να μου πει να περάσω στο Γραφείο του διοικητή. Με κάτι φαινόταν απασχολημένος ο διοικητής, καθισμένος μπροστά στο γραφείο του. Ισως να έγραφε. Μόλις μπήκα, σήκωσε τα μάτια, με κοίταξε διαπεραστικά και:

- Εσύ είσαι η σύμβουλος του Δήμου; Κάθισε! είπε ο εξουσιαστής μου.

Με το στόμα σφιχτά κλεισμένο, κοίταξα ολόγυρα για καρέκλα. Ηταν μόνο μία. Κι αυτή ακριβώς απέναντί του. Αγγιζε το γραφείο του. Τη μετακίνησα λίγο προς τα έξω και κάθισα. Αυτός δε μου είπε τίποτε άλλο. Κι εγώ καθόμουνα και δε ρωτούσα για το πώς και τι. Φρουρούσα σιωπηλά την ύπαρξή μου μη διαλυθεί. Περίμενα. Τι;

«Κείνος», ο απέναντί μου, άρχισε κάτι να τακτοποιεί πάνω στο γραφείο του. Το μάντευα απ' τις κινήσεις του. Δεν τον κοίταξα στο πρόσωπο ούτε μια φορά, παρά φευγαλέα, μόλις πρωτομπήκα. Αραγε, να είχε πρόσωπο;..

Πόση ώρα να πέρασε μέσα σε κείνη την άδεια αναμονή; Αρχισα ν' ασχολούμαι με τον τόπο που βρισκόμουνα. Το χρόνο τον είχα χάσει. Εκανα μια κίνηση να κοιτάξω το ρολόι μου. Το δεξί μου χέρι λειτούργησε αδύναμα, τράβηξε το αριστερό μανίκι, σκέπασε ολότελα το μικρό μου ρολογάκι.

Υστερα καθόμουνα σιωπηλή με τα χείλη σφιγμένα, ακίνητη, εκδικητική. Η σιωπή κι ο άχρονος χρόνος με σήκωσαν ψηλά, με βάλανε σε μια σφαίρα διάφανη, που της είχαν βγάλει όλο τον αέρα, όλο, όλο... Ξαφνικά, αρχίζω να πλήττω.

Και τότε, ολότελα αυτόματα, το δεξί μου χέρι κινήθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει και πού να πάει. Πέφτει κάθετα, άβουλο, βρίσκει αποκούμπι την τσάντα μου, στάθηκε εκεί.

Τα δάχτυλά μου αποκτούν ξαφνικά μιαν ευαισθησία, σάμπως να είχε συγκεντρωθεί εκεί όλη η ουσία της ύπαρξής μου. Τα δάχτυλα κείνα κινούνται μηχανικά, ανοίγουν αθόρυβα το κλιπς της τσάντας. Κινούνται συνωμοτικά, διαρρηκτικά, μπαίνουν μέσα στην τσάντα, χώνονται βαθιά, ησυχάζουν.

«Καλά είναι δω... Μια κάποια φυγή απ' την ασφυξία της άδειας σφαίρας...».

Σάμπως οι αισθήσεις να 'ναι αυτές που καταστάλαξαν στ' ακροδάχτυλά μου και ...συλλογιούνται. Ο νους σαν να 'χει από ώρα εξαφανιστεί.

Οι ακραίες αισθήσεις των δαχτύλων ασχολούνται τώρα με το περιεχόμενο του βάθους:

Τα συνηθισμένα μικροπράγματα της τσάντας μιας μικροαστής γυναίκας, αναθρεμμένης με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα. Κείνα τα δάχτυλα, που αργοσαλεύουν ανάμεσά τους, δε δείχνουν να γυρεύουν κάτι το συγκεκριμένο. Τίποτα δε μου χρειαζόταν, απ' όλα κείνα τα μικροπράγματα του βάθους, και μάλιστα κείνη ακριβώς τη στιγμή, τους ψιθύρισα νοερά. Ωστόσο, «κείνος», ο απέναντί μου, φαντάστηκα πως ίσως να είχε μεγάλη περιέργεια να δει τι έχει μέσα την τσάντα μου.

Ξαφνικά, νιώθω πως μου είναι δυσάρεστο ν' ασχολούμαι με «κείνον», τον απέναντί μου, που είναι τόσο κοντά μου, που αν απλώσω το χέρι τον αγγίζω.

- Το βλέμμα μου πλανιέται άσκοπα, δω και κει, ώσπου ακουμπά, κουρασμένο, στο δεξιό τοίχο. Σ' έναν άσπρο τοίχο.

Τα δάχτυλα ενεργούν αυτοδύναμα, μέσα στην άφωνη σκοτεινιά του βάθους της τσάντας μου, χαϊδεύουν το μικρό μου το χτενάκι. Αν το έβγαζα κι άρχιζα να χτενίζω τα μαλλιά μου; Φυσούσε αέρας όταν ερχόμουν εδώ και θα είναι πολύ ανακατεμένα, θα έχουν χάσει τη φόρμα τους. Καλύτερα να βγάλω το καθρεφτάκι μου. Αν έβγαζα το κραγιόν να φρεσκάρω τα χείλη μου; Η σιωπή πάντα τα ξεραίνει.

Το χέρι μένει ασάλευτο. Η αίσθηση στ' ακροδάχτυλα κάνει ασάλευτη συντροφιά στα πράματα του βάθους.

Το βλέμμα μου μετακινείται απότομα. Ανακάλυψα πόσο κουραστικό είναι να κοιτάς πολλή ώρα έναν άσπρο τοίχο.

Το βλέμμα μου σταματά στην κρεμάστρα. Το καπέλο του διοικητή, με το σύμβολο της εξουσίας στη μέση, είναι εκεί. Ιδιο χρώμα με τη στολή και το καπέλο. Ωστόσο, είναι δύσκολο να ορίσεις ποιο ακριβώς είναι το χρώμα.

Ω! της καμένης γης!.. Της καμένης γης!..

Νιώθω φαγούρα στην αριστερή παλάμη. Ξαφνικά θυμήθηκα τη συμβουλή του γιατρού που έκανε πώς και τι να με γιατρέψει από μιαν αλλεργία, τώρα τελευταία. Τελικά, δε βρήκε τι ήταν κείνο που την προκάλεσε. Ωσπου, στο τέλος, μου είπε πως ίσως να μου την προκάλεσε κάποιο χρώμα. Συμβαίνει κι αυτό, μου είπε, καμιά φορά, και πως μόνο εγώ η ίδια, λέει, μπορώ να βρω ποιο ακριβώς είναι αυτό το χρώμα.

Καμένη γη!.. Καμένη γη!..

Το βλέμμα μου καρφώνεται στα παπούτσια μου. Αγαπώ πολύ τα πράματα. Ολα την έχουν τη μικρή τους ιστορία, τα φιλικότατα τα πράματα. Χρειάζεται ωστόσο κάποια ευαίσθητη ακοή, για να σε συγκινήσει η μικρή τους ιστορία. Τα παπούτσια μου, λοιπόν, μου παραπονιούνται για την αστοργία που τους δείχνω τώρα: Τα αναγκάζω να τρέχουν στους δρόμους της Αθήνας, αναζητώντας το δίκιο του δημότη. Και καταλήγουν στο Δημαρχείο, ολοένα σε κείνο το Δημαρχείο.

Μια σκέψη αστραπή με ειδοποιεί πως σάμπως να μη σκέφτομαι λογικά. «Κουνήσου απ' τη θέση σου», έλεγε η γιαγιά μου σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν μπορώ να κουνηθώ καθόλου απ' τη θέση μου. Ούτε καν να σαλέψω δεν έχω το δικαίωμα. Το δικαίωμα!.. Τι πράμα είναι αυτό;

Το χέρι μου μπορεί να σαλεύει στο βάθος της τσάντας, εγώ όχι. Είναι σκοτεινά εκεί, γοητευτικά και παράνομα. Το χέρι ανακατεύει τα μικροπράματα που υπάρχουν σε κείνη την άφωνη σκοτεινιά. Ακούω τον ήχο τους. Μόνο εγώ τον ακούω. Μόνο εγώ γνωρίζω αυτά που κάνουν. «Κείνος», ο απέναντί μου, αγνοεί την ύπαρξή τους, την αγνοεί, την αγνοεί... Τα κλειδιά, το καθρεφτάκι, το στιλό, το κόκκινο κραγιόν, είναι αυτά που περισσότερο θορυβούν κει μέσα. Μόνο το μικρό μου το καρνέ κρατά το στόμα του κλειστό.

Τα δάχτυλα χαϊδεύουν το μικρό μου το καρνέ. Είναι ντυμένο με κόκκινο πλαστικό. Το χρώμα της χαράς και της φωτιάς. Το αγόρασα από έναν έμπορο του ποδαριού, στο πεζοδρόμιο της οδού 3ης Σεπτεμβρίου. Το σφίγγω στη χούφτα μου. Μια θερμή χειραψία: «Καλημέρα, φίλε». Αυτή η αφή με ενθαρρύνει να το βγάλω, να κοιτάξω ποιες και πόσες δουλιές με περιμένουν.

«Α! ώστε, λοιπόν, μαντάμ!...», θα πει «κείνος», ο απέναντί μου, που ίσως να βρει ύποπτο το μικρό μου το καρνέ, γενικά, μορφή και περιεχόμενο.

Αλλωστε, αυτά που είναι γραμμένα στις μικροσκοπικές του σελίδες τα ξέρω απέξω και ανακατωτά. Γεμάτες οι μικροσκοπικές του σελίδες δράματα ανθρώπινα...

(Συνεχίζεται)


Της
Πέπης ΔΑΡΑΚΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ