ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Απρίλη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Πέπης ΔΑΡΑΚΗ

H Πέπη Δαράκη γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου. Σπούδασε Παιδαγωγικά και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Εχουν εκδοθεί τριάντα πέντε βιβλία της, μυθιστορήματα, δοκίμια, ταξιδιωτικά και βιβλία παιδικής λογοτεχνίας. Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε Διεθνή Συνέδρια. Είναι επίτιμη πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Της απονεμήθηκε Επαινος της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του συγγραφικού της έργου, καθώς και το βραβείο «Πηνελόπη Δέλτα» το 2000 για την ουσιαστική της προσφορά στην Παιδική Λογοτεχνία.


Δυο ώρες σιωπής

Β' μέρος

Γρηγοριάδης Κώστας

Αλλά το πιο επείγον απ' όλα είναι να διορίσω οδοκαθαριστή σε κανένα δρόμο της Αθήνας, κείνον το φοιτητή της Φιλολογίας - κοίτα που ξέχασα τ' όνομά του! Οταν ο φοιτητής ήρθε στο σπίτι μου και άρχισε να μου μιλά για το δράμα του, ω! τι ήταν κείνο! Λες και το μάντεψε: «Εχω τρεις μέρες να φάω. Με συγχωρείτε!», μου λέει και μετακινεί την καρέκλα του πιο πέρα.

«Σ' ένα χρόνο παίρνω το δίπλωμά μου στη Φιλολογία, συνεχίζει με χαμηλωμένο βλέμμα, κι αν δε βρω δουλιά, θ' αναγκαστώ να διακόψω τις σπουδές μου. Σκαφτιάς θα πάω να γίνω στο χωριό μου, το 'πε καθαρά ο πατέρας, στο τελευταίο του γράμμα. Χαμένα τέσσερα χρόνια σπουδές!.. Καταλαβαίνετε, λοιπόν!..».

«Μα, πώς, πώς, καταλαβαίνω!..», ψιθυρίζω, κουνώντας το κεφάλι.

Παρακάλεσα, λοιπόν, το δήμαρχο, μ' έναν τρόπο πολύ φορτικό, και του απόσπασα την υπόσχεση να τον διορίσει, μόλις αδειάσει καμιά θέση. Αλλά, για την ώρα, μου είπε, δεν υπάρχει καμιά θέση. Παρακολουθώ αυτό το ζήτημα με τον προσωπάρχη, με τόσο ενδιαφέρον, που αγγίζει τα όρια της αγωνίας. Και χτες μου είπε:

«Εχω ευχάριστα νέα για σας, κυρία σύμβουλε: Πέθανε ένας επιστάτης στο τμήμα καθαριότητας».

Κόντεψα να ξεφωνίσω:

«Ω! τι χαρά!..».

Πώς τον καταντούν τον άνθρωπο!.. Σήμερα, λοιπόν, λογάριαζα να πήγαινα κατά τις έντεκα στο Δημαρχείο, που θα είναι εκεί κι ο δήμαρχος, για να υπογράψει το διορισμό του φοιτητή της Φιλολογίας, στη θέση του επιστάτη που πέθανε. Εξάπαντος πρέπει να υπογραφεί σήμερα αυτός ο διορισμός. Μ' έχει πιάσει μια τέτοια αγωνία! Φοβούμαι μην το πάρουν χαμπάρι κάτι επιτήδειοι συνάδελφοι ανιχνευτές των μυστικών σκέψεων του προσωπάρχη, που με την «καλημέρα» που του λένε κι έναν καφέ που θα τον κεράσουν, έρχονται αμέσως στο προκείμενο:

«Τι γίνεται; Μήπως πέθανε κανένας δημοτικός υπάλληλος; Ή κανένας ημερομίσθιος στα δημοτικά συνεργεία;».

Η πονηριά κι «η πολιτική» είναι, βλέπεις, το ίδιο νόμισμα με δυο όψεις. Ωστόσο, τις ίδιες πιέσεις έχουν κι οι συνάδελφοί μου, από τους δημότες μας. Ας είναι. Αλίμονό του, όμως, του προσωπάρχη, αν μου κάνει καμιά μπαμπεσιά...

«Κείνος», ο απέναντί μου, κάτι κάνει. Αλήθεια, άνθρωπος είναι κι αυτός. Ομως, εγώ δε θέλω να δω το πρόσωπό του. Ισως να είναι παραμορφωμένο. Καθόλου δε θέλω να δω το πρόσωπό του. Ο θόρυβος που κάνει, σαν να ανοίγει ένα συρτάρι. Ενα συρτάρι, δυο συρτάρια... Ο Νταλί, ο μεγάλος ζωγράφος, που μιλά τρελά και ζωγραφίζει με νόημα, έφτιαξε ένα γλυπτό, μια γυμνή γυναίκα, και συρτάρια τα έκανε τα στήθια της. Τα πιάνεις από τις ρώγες, τα τραβάς καταέξω και κείνα ανοίγουν. Και, τώρα, εσύ λες: Να τα στη φόρα τα μυστικά της γυναικείας καρδιάς. Ο Νταλί, ωστόσο, είναι καλλιτέχνης, και δεν μπορούσε ποτέ να κάνει το λάθος να τα έχει γεμάτα κείνα τα συρτάρια. Αδεια, λοιπόν, είναι. Τα στήθια της γυμνής γυναίκας, όταν τ' ανοίγεις, είναι άδεια, άδεια... άδεια...

Το βλέμμα μου, από ώρα τώρα, σεργιανά στο πάτωμα. Τίποτα δε μου λέει ένα πάτωμα. Τα μηνύματα, μπουσουλώντας, δεν πάνε μακριά.

Η ματιά μου σταματά πάλι στα παπούτσια μου. Καθόλου δε μ' αρέσουν οι φιόγκοι στα παπούτσια. Και πολύ καλά έκανα και τους έβγαλα. Ετσι σκέτα μ' αρέσουν καλύτερα. Τα κοιτάζω, τόση ώρα τώρα, και δε μου φέρνουν κανένα περισπασμό. Ούτε περιπλοκή, θέλω να πω πως μπορώ να σκέφτομαι κείνα τα δικά μου και να νιώθω το καρνέ μου, σαν μια θερμή φιλική χειραψία, μέσα στη χούφτα μου, εκεί στην άφωνη σκοτεινιά της τσάντας. Ενας ολόκληρος κόσμος είναι μέσα στη χούφτα μου. Ονόματα, πολλά ονόματα. Κάθε όνομα κι ένα δράμα:

Η Σταυρινή!..

«Μα εσύ, κυρά μου, είσαι φυματική! Πώς να πιάσεις δουλιά στο δημοτικό αποχωρητήριο;».

«Εχω, ξέρετε, δυο κοριτσάκια πεντάχρονα, δίδυμα. Ο πατέρας τους, ο προκομμένος, έφυγε πριν τρία χρόνια στο Κογκό. Καζάντια πήγε να κάνει. Κι από τότε, μήτ' ήταν, μήτ' εφάνη: Εμαθα πως ζει με μια αραπίνα. Το γουρούνι!..».

«Σώπα, Σταυρινή, μην κλαις...».

Χαϊδεύω την κόκκινη πλαστική θήκη του καρνέ μου και κείνο μου μιλά. Μου μιλά για τους ανθρώπους: Το όνομα του Ηλία είναι υπογραμμισμένο με κόκκινο μπικ, στο τέλος της τρίτης σελίδας. Σημάδι πως είναι κι αυτό επείγον. Πέντε παιδιά ο Ηλίας, σπίτι υπόγειο στο Μεταξουργείο, πλημμύρισε προχτές και άσ' τα... Και άνεργος από καιρό.

«Πού να σε διορίσω, Ηλία;».

«Προτιμώ στο Τμήμα αποκομιδής απορριμμάτων. Καθώς θ' αδειάζω τα σκουπίδια του κόσμου, μες στο κάρο, μπορώ να βρω κανένα δέμα. Και... μέσα να 'χει...».

«Τι να 'χει, Ηλία;».

«Ωχ! θε μου! Να 'χει χρήματα ή χρυσαφικά. Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι στην πόλη μας...».

«Είσαι, βλέπω, και ονειροπόλος, Ηλία! Ω! στην ηλικία σου! Και με πέντε παιδιά!...».

Χαμογελά ο Ηλίας.

«Ε, να μην πούμε και κανένα χωρατό, κυρία;».

«Το μπαξίσι, μια φορά, συνεχίζει τα ονειροπολήματά του ο Ηλίας, θα είναι σίγουρο. Γεμάτη η πόλη από αρρώστους, κυρία. Αλλά και από ηλικιωμένους, ανήμπορους ανθρώπους, και από κάτι μεγαλοκυράδες. Ολοι αυτοί δεν μπορούν βλέπεις να τρέχουν πίσω από το κάρο του Δήμου, να δίνουν τα σκουπίδια τους. "Παρακαλώ, παρακαλώ, θα τους λέγω. Δεν έχετε παρά να φωνάζετε: Ηλία!" Κι εγώ...».

«Καλά, καλά, Ηλία. Να δούμε αν θα τα καταφέρω να σε διορίσω. Είναι βλέπεις πολλοί που ζητούν μια τέτοια θέση. Κι είμαστε τριάντα ένας σύμβουλοι. Πρέπει, λοιπόν, να δώσω μάχη με όλους αυτούς, αν τύχει κι αδειάσει καμιά θέση στο Τμήμα αποκομιδής απορριμμάτων».

Φαντάζομαι τον Ηλία διορισμένο και αγάλλεται η ψυχή μου. Σκαρφαλωμένος πάνω στ' αυτοκίνητο του Δήμου, ίσως και πάνω στο κάρο, από κείνα που πάνε στις ακρινές συνοικίες της πόλης, εκεί που δεν υπάρχουν διαμορφωμένοι δρόμοι, και δεν μπορεί να πάει αυτοκίνητο. Κάργα, λοιπόν, γεμάτο το κάρο σκουπίδια τρέχει να τ' αδειάσει στο σκουπιδότοπο. Κι απάνω ο Ηλίας!.. Ωχ! Μεγαλοδύναμε! Πόσες ευτυχίες υπάρχουν στον κόσμο!

Ξέρεις, κύριε διοικητά της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, πόσους τόνους σκουπίδια βγάζει η Αθήνα την ημέρα; Τι; Δεν ξέρεις; Κρίμα! Κι έχεις ξαμολήσει τόσους περιπατητικούς εφιάλτες που παίρνουν καταπόδι τους πολίτες! Εγώ, όμως, ξέρω πόσους τόνους σκουπίδια βγάζει η Αθήνα τη μέρα, αλλά δε σου το λέω. Κέφι μου. Κι ούτε φυσικά θα ξέρεις ποιος είναι ο πιο αποδοτικός μήνας σε σκουπίδια, θα φαντάζεσαι, βέβαια, πως είναι ο Αύγουστος. Τότε που οι Αθηναίοι τρώνε καρπούζια. Και καταλαβαίνεις τι γίνεται με κείνες τις καρπουζόφλουδες! Ετσι θα μου πεις. Ε, λοιπόν, πέφτεις έξω. Ο πιο αποδοτικός σε σκουπίδια μήνας είναι ο Μάης. Θα μου πεις, γιατί; Γιατί το Μάη οι Αθηναίοι τρώνε αγκινάρες. Βουνά, λοιπόν, τα σκουπίδια! Που πρέπει, φυσικά, να πάρουν αμέσως δρόμο για το σκουπιδότοπο...

Μα «κείνος», ο απέναντί μου, μαντεύω πως κάτι κάνει πάλι. Αποκλείεται, ωστόσο, ν' ασχολείται κι αυτός με τα εσώψυχά του. Ισως να ετοιμάζει καμιά έκθεση πεπραγμένων. Εχει, βλέπεις, κι αυτός κάποιον ανώτερο. Κι αυτός θα είναι ο μαύρος διάβολος.

Ξέρεις, κύριε απέναντί μου, κάποιος δημότης θα πεθάνει σήμερα. Μου το είπανε οι δικοί του χτες. Αρχισε το ψυχομαχητό, λέει, κι ως αύριο... Και, λοιπόν, το αύριο είναι σήμερα. Πρέπει να φροντίσω να τους δώσω τάφο. Κι επιμένουν για το Πρώτο Νεκροταφείο. Πατείς με πατώ σε, κει μέσα. Τέλος πάντων. Σίγουρα ως το μεσημέρι, σήμερα, θα πεθάνει. Κι οι νεκροί, όπως ξέρεις, δεν μπορούν να περιμένουν. Σάματι μπορούν να περιμένουν κι οι ζωντανοί; Εννοώ κείνο το είδος των ζωντανών, άστεγοι, άνεργοι, κάτι τέτοιοι, που με επισκέπτονται, εμένα ειδικά, κάθε μέρα. Ζήτημα προτίμησης, βλέπεις. Ωστόσο, τι λες εσύ να κάνουμε μ' όλους αυτούς;..

Βγάζω απότομα το χέρι από την τσάντα. Χραπ! Την κλείνω. Εκανε τέτοιο θόρυβο! Οχι πως ήταν μεγάλος ο θόρυβος, ήταν μεγάλη η σιωπή.

Το βλέμμα μου πέφτει στα παπούτσια μου:

«Αρκετά με σας, ε;..».

Γυρίζω απότομα το κεφάλι αριστερά. Ανακαλύπτω ένα παράθυρο. Ενα μεγάλο παράθυρο με τζάμι. Ωραία η θέα από τούτο το μέγαρο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, αριθμός 1...

«Εξω ο ήλιος λάμπει!..», κάνω να φωνάξω.

«Απαγορεύονται οι ήλιοι! Κι όλα τα φωτεινά σώματα. Επιτρέπονται μόνο τα Σώματα Ασφαλείας! Κι όλα τα παράγωγα της λέξης φως απαγορεύονται διά νόμου...».

«Διά νόμου;..».

«Κείνος», ο απέναντί μου, ξεροβήχει.

Λαός πάει κι έρχεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας.

«Λαέ της Αθήνας, εσύ που με ψήφισες και μ' έβγαλες από την άγνοιά μου:... Αν, όμως, φύγω, ποτέ, από δω... Από τούτο το δωμάτιο με "κείνον", τον απέναντί μου, τον... τον μη άνθρωπο... Αν ποτέ φύγω...».

- Φύγε!..

Ηταν η φωνή «εκείνου».

Ηταν μια φωνή ασυγκράτητης οργής.

Χωρίς να τον κοιτάξω «εκείνον», τον απέναντί μου, χωρίς να χαιρετήσω, χωρίς να βιάζομαι, έφυγα.

Είμαι πάλι στο δρόμο. Είμαι πάλι με τους ανθρώπους... Τώρα μπορώ να κοιτάξω το ρολόι μου:

«Ω! Μεσημέρι! Δυο ώρες σιωπής!..».


Της
Πέπης ΔΑΡΑΚΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ