ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 22 Απρίλη 2006 - Κυριακή 23 Απρίλη 2006
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΤΣΑΝΤ - ΣΟΥΔΑΝ
Μεγάλα πετρελαϊκά συμφέροντα πίσω απ' την κρίση

Το πετρέλαιο δε μετέτρεψε το Τσαντ σε παράδεισο. Τώρα πουλιέται στις αγορές της Ντζαμένα... όπου παλιότερα πωλούνταν γαλακτοκομικά προϊόντα

Associated Press

Το πετρέλαιο δε μετέτρεψε το Τσαντ σε παράδεισο. Τώρα πουλιέται στις αγορές της Ντζαμένα... όπου παλιότερα πωλούνταν γαλακτοκομικά προϊόντα
Ο εντοπισμός και η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης εκατοντάδων νέων πετρελαιοπηγών και η λειτουργία πρόσφατων δικτύων πετρελαιαγωγών στην υποσαχάρεια δυτική (προς τη μεριά του Ατλαντικού) και κεντρική Αφρική (προς τη μεριά της Ερυθράς Θάλασσας) καθιστά ακόμη πιο σύνθετες τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.

Δεδομένης της έντονης διεθνούς αντιπαράθεσης για τον έλεγχο νέων πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι πρόσφατες συγκρούσεις ανταρτών και στρατού στο Τσαντ, σε συνδυασμό με την παράταση της αποσταθεροποίησης στη δυτική σουδανική επαρχία Νταρφούρ, όχι μόνο συνδέονται αλλά αποτελούν μερικά απ' τα σημαντικά κομμάτια ενός ευρύτερου γεωπολιτικού παζλ.

«Ανακαλύπτοντας» το Νταρφούρ...

Η κρίση στο Νταρφούρ του δυτικού Σουδάν με τις επιθέσεις παραστρατιωτικών αραβικών ομάδων που στηρίζονταν απ' την κυβέρνηση του Σουδάν, έναντι αυτόχθονων κοινοτήτων της περιοχής, δεν ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια. Διαδραματίζονταν πολλά χρόνια πριν οι ΗΠΑ «ανακαλύψουν» το 2003 αρχικά τη «γενοκτονία» μετέπειτα τις «γενικευμένες επιθέσεις» κατά των αυτόχθονων πληθυσμών στο Νταρφούρ. Τρία χρόνια μετά, συνεχίζονται οι επίμονες προσπάθειες ΗΠΑ -Βρετανίας για «διεθνείς κυρώσεις» κατά Σουδανών αξιωματούχων και ανταρτών με πρώτο στόχο όχι βεβαίως την «αποκλιμάκωση» της «βίας», αλλά το μερίδιο του λέοντος απ' τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, χαλκού και άλλων ορυκτών που βρίσκονται στο υπέδαφος της αχανούς δυτικής σουδανικής επαρχίας. Ο έτερος απώτερος στόχος Ουάσιγκτον - Λονδίνου αφορά στον περιορισμό της έντονης δραστηριοποίησης κινεζικών πετρελαϊκών εταιριών στο Σουδάν που διαδραματίστηκε κατά το διάστημα που το Χαρτούμ είχε στιγματιστεί απ' την Ουάσιγκτον σαν μία απ' τις χώρες που υποθάλπουν την «τρομοκρατία» και εντάσσονταν «στον άξονα του κακού». Οι προσπάθειες Λονδίνου - Ουάσιγκτον για διεθνείς κυρώσεις αλλά και ενεργότερη παρουσία του ΝΑΤΟ με πρόσχημα την ανάπτυξη κυανοκράνων του ΟΗΕ, σε συνδυασμό ή με αντικατάσταση της δύναμης των 7.000 στρατιωτών της Αφρικανικής Ενωσης στο Νταρφούρ παραμένουν για την ώρα ατελέσφορες. Κυρίως επειδή προσκρούουν στη διακηρυγμένη αντίθεση Κίνας και Ρωσίας που επιχειρούν την προστασία των δικών τους ενεργειακών και γεωπολιτικών συμφερόντων και επιδιώκουν την εξεύρεση ικανοποιητικής επίλυσης του ζητήματος μέσω των μαραθώνιων συνομιλιών της Αφρικανικής Ενωσης στην Αμπούτζα της Νιγηρίας, οι οποίες σύμφωνα με την τελευταία απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα πρέπει «να ολοκληρωθούν» ως το τέλος Απρίλη...

Οι συγκρούσεις στο Τσαντ


Στο ανατολικό Τσαντ, οι πρόσφατες συγκρούσεις των ανταρτών του «Ενωμένου Μετώπου για την Αλλαγή» (FUC) με το στρατό της κυβέρνησης του προέδρου Ιντρί Ντεμπί που πριν 16χρόνια κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία υποσχόμενος «πολυκομματικές εκλογές και δημοκρατία», φούντωσαν τις φλόγες μίας ακόμη εστίας έντασης που γειτνιάζει (γεωγραφικά και ουσιαστικά) με την κρίση στο Νταρφούρ. Παρά την επιτυχή απόκρουση της επίθεσης των ανταρτών απ' την πρωτεύουσα του Τσαντ, Ντζαμένα, (που σύμφωνα με καταγγελίες της αντιπολίτευσης σε Τσαντ και Γαλλία επήλθε μετά τη γαλλική στρατιωτική ανάμειξη εις βάρος των ανταρτών...) η κατάσταση αποσταθεροποίησης στη συγκεκριμένη κεντροαφρικανική χώρα αναμένεται να παραταθεί. Η κυβέρνηση Ντεμπί, αφού υπαναχώρησε στις αρχικές απειλές για εκδιωγμό των προσφύγων του Νταρφούρ απ' τους προσφυγικούς καταυλισμούς του ΟΗΕ στο ανατολικό Τσαντ και έχοντας διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με το Σουδάν, παρέμεινε «ανένδοτη» στο έτερο τελεσίγραφο: Εκείνο που αφορά την απειλή για διακοπή μέχρι τέλος του Απρίλη των εξαγωγών πετρελαίων, μέσω πετρελαιαγωγού που έφτιαξε κονσόρτσιουμ εταιριών με επικεφαλής την ExxonMobil. Το τελεσίγραφο της κυβέρνησης του Τσαντ για διακοπή της ροής πετρελαίου στον πετρελαιαγωγό Τσαντ - Καμερούν αφορά τη διένεξή της για τον ειδικό λογαριασμό της Παγκόσμιας Τράπεζας στο Λονδίνο που υποτίθεται πως εξασφαλίζει τη ροή κεφαλαίων εκ των πετρελαϊκών δικαιωμάτων που καταβάλλονται στο Τσαντ (απ' το κονσόρτσιουμ πετρελαϊκών εταιριών) για την «υγεία, παιδεία, υποδομή και το μέλλον» του λαού μιας αναπτυσσόμενης χώρας που ζει με λιγότερο από μισό δολάριο τη μέρα και μέσο προσδόκιμο ζωής που δεν ξεπερνά τα 49 χρόνια... Απ' τις αρχές του περασμένου Γενάρη ως σήμερα, τα κεφάλαια που έχουν παγώσει στον ειδικό λογαριασμό της Σίτιμπανκ στο Λονδίνο ανέρχονται σε τουλάχιστον 125 εκατομμύρια δολάρια. Αυτά τα κεφάλαια, η κυβέρνηση Ντεμπί επιθυμεί να εντάξει (σύμφωνα με νόμο που έφτιαξε τον Δεκέμβρη) στο «γενικό κρατικό προϋπολογισμό», με σκοπό την «ενίσχυση της ασφάλειας» (δηλαδή την αγορά νέων όπλων απ' τους Γάλλους). Ο Ντεμπί λέγοντας «ενίσχυση ασφάλειας» εννοούσε βεβαίως την αποτροπή των επιθέσεων των ανταρτών του FUC που ξεδιπλώνονται το τελευταίο εξάμηνο και κατά τα φαινόμενα θα συνεχιστούν και μετά τις επικείμενες «σημαδεμένες» προεδρικές εκλογές της 3ης Μάη στο Τσαντ. Εκλογές, που «αναμένεται» να επισφραγίσουν (για τρίτη φορά...) την παραμονή του Ντεμπί αφ' ενός στην εξουσία, αφ' ετέρου στα εκατομμύρια δολάρια που αποφέρουν οι εξαγωγές πετρελαίου που άρχισαν μόλις πριν δυόμισι χρόνια...

Το πείραμα των πολυεθνικών

Δεν είναι διόλου συμπτωματική σ' αυτό το σημείο η σπουδή της κυβέρνησης Τζ. Ου. Μπους να αναλάβει «μεσολαβητική πρωτοβουλία» μεταξύ Τσαντ και Παγκόσμιας Τράπεζας. Το τραγελαφικό είναι πως η διένεξη για τον «παγωμένο» τραπεζικό λογαριασμό στο Λονδίνο ήταν ούτως ή άλλως «ιδέα» των ΗΠΑ και των πολυεθνικών συμφερόντων. Τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου με έδρα τις ΗΠΑ και η κυβέρνηση του Τζ. Ου. Μπους ήθελαν, δηλαδή, να δημιουργήσουν στο Τσαντ μία πειραματική, εναλλακτική κατάσταση που θα τις απάλλασσε απ' τα προβλήματα (περιβαλλοντικά, οικονομικές ανισότητες, μόλυνση και εξόντωση γηγενών πληθυσμών κ.ά.) που η δράση τους προκάλεσε στη Νιγηρία. Με αποτέλεσμα; Τη δημιουργία ενόπλων κινημάτων που επιτίθενται τα τελευταία χρόνια στις εγκαταστάσεις των πετρελαϊκών πολυεθνικών στο Δέλτα του Νίγηρα επιδιώκοντας μερίδιο απ' τα πετροδολάρια προς όφελος των ντόπιων πληθυσμών αντί της διεφθαρμένης κεντρικής νιγηριανής εξουσίας και των πετρελαϊκών...

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Τζ. Ου. Μπους μεσολαβεί για να λύσει τις επιπλοκές που προκάλεσε το πείραμα των πολυεθνικών του πετρελαίου σ' αυτή την περιοχή της κεντρικής Αφρικής δήθεν για την αποτροπή φαινομένων διαφθοράς και τάχα για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του ταλανιζόμενου (εδώ και δεκαετίες) λαού μιας αναπτυσσόμενης χώρας, Στόχος, βεβαίως, του πειράματος (με την ολοκλήρωση του - μήκους 1.070 χλμ. - πετρελαιαγωγού Τσαντ - Καμερούν τον Ιούνιο του 2003 και τις επενδύσεις ύψους 4,7 δισ. δολαρίων) ήταν η εκμετάλλευση του πετρελαίου απ' τις πετρελαιοπηγές της κεντρικής Αφρικής και η ανεμπόδιστη εξαγωγή του απ' τα λιμάνια του Καμερούν στον δυτικό Ατλαντικό...

Το πραγματικό ζήτημα...

Οπως γίνεται κατανοητό, η πρόσφατη αντιπαράθεση στο Τσαντ μεταξύ ανταρτών του FUC (που απαρτίζονται από οκτώ αντιπολιτευτικές οργανώσεις αλλά και πρώην στελέχη του καθεστώτος) και του Ιντρί Ντεμπί δεν ήταν απλώς μια ακόμη απόπειρα ανατροπής της εξουσίας σε μία κεντροαφρικανική χώρα... Εάν το Παρίσι και η Ουάσιγκτον πειστούν πως το FUC μπορεί να εκτονώσει την έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια (λόγω φτώχειας...) με την ανατροπή της κυβέρνησης Ντεμπί και να εξυπηρετήσει τις γεωπολιτικές επιδιώξεις τους με την εξασφάλιση της «ομαλής» εκμετάλλευσης του πετρελαίου προς τα δυτικοαφρικανικά λιμάνια του Κόλπου της Γουινέας, τότε οι μέρες του Ντεμπί στην εξουσία μπορούν από τώρα να θεωρούνται μετρημένες... Το θέμα, ωστόσο, για το βασανισμένο λαό του Τσαντ δεν είναι ούτε ένας «καλύτερος» για τη Δύση αντικαταστάτης του Ντεμπί. Είναι η αποτίναξη του νεοαποικιακού ζυγού ώστε να μπορέσει πράγματι να καθορίσει το μέλλον του και να αξιοποιήσει προς όφελός του τον τεράστιο φυσικό πλούτο που κρύβει το υπέδαφος της χώρας του...


Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ


Η τελευταία κρίση στις σχέσεις Σουδάν - Τσαντ δεν πηγάζει μόνο απ' το γεγονός πως η έδρα των ανταρτών του «Ενωμένου Μετώπου για την Αλλαγή» (FUC) βρίσκεται στη δυτική σουδανική επαρχία, Νταρφούρ. Οι τεράστιοι πετρελαιαγωγοί που υπάρχουν στα εδάφη αμφοτέρων των χωρών και τα τεράστια αντιτιθέμενα, ενίοτε, συμφέροντα τεράστιων πετρελαϊκών εταιριών υποδαυλίζουν την κρίση. Στο Σουδάν ένας τεράστιος πετρελαιαγωγός ξεκινά απ' τις πετρελαιοπηγές στο νότιο τμήμα της χώρας φτάνοντας μέχρι το Σουακίν της Ερυθράς Θάλασσας. Απ' το νότιο Τσαντ ξεκινά ένας άλλος μεγάλος πετρελαιαγωγός άνω των 1.000 χλμ. που καταλήγει στα λιμάνια του νότιου Καμερούν προς τον Ατλαντικό Ωκεανό



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ