Μέρος δεύτερο
Ακόμα και αν ο μισθός του εργάτη μπορούσε να αυξηθεί ανάλογα με την αύξηση της παραγωγικότητας, το μόνο όφελος γι' αυτόν θα είναι να μην αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσής του από το κεφάλαιο. Μπορεί όμως να συμβεί έστω και αυτό μακροπρόθεσμα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού; Μπορεί η αστική τάξη να αποδεχτεί στον ιστορικό χρόνο τη μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας του εργαζόμενου, ανάλογα με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την αντίστοιχη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας; Οχι, γιατί το συγκυριακό πρόσθετο κέρδος είναι στοιχείο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια τυχαίο. Η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και η προσπάθεια συμπίεσης του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, αποτελούν βασικές αιτίες που συγκρατούν την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, που αποτελεί γενικό νόμο του καπιταλισμού. (Βλ. αναλυτικά, Κ. Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 293 και εξής). Αποτελούν, επομένως, αντικειμενικά στρατηγικούς στόχους της πολιτικής του κεφαλαίου, απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας.
Ομως, αυτό οδηγεί στο εξής φαινόμενο, όπως το περιγράφει ο Μαρξ:
«Μια και η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και η αντίστοιχη με αυτήν υψηλότερη σύνθεση του κεφαλαίου θέτει σε κίνηση μια διαρκώς αυξανόμενη ποσότητα μέσων παραγωγής από μια διαρκώς μικρότερη ποσότητα εργασίας, κάθε μονάδα εμπορεύματος απορροφά λιγότερη ζωντανή εργασία και περιέχει επίσης λιγότερη υλοποιημένη εργασία... Κάθε μονάδα εμπορεύματος περιέχει, λοιπόν, μια μικρότερη ποσότητα υλοποιημένης σε μέσα παραγωγής εργασίας και νέας εργασίας που έχει προστεθεί σε αυτό κατά τη διάρκεια της παραγωγής του... Παρ' όλα αυτά μπορεί να αυξάνεται η μάζα του κέρδους που περιέχεται στην κάθε μονάδα εμπορεύματος, όταν αυξάνεται το ποσοστό της ανάλυσης και της σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο, αυτό γίνεται μέσα σε καθορισμένα όρια. Μαζί με την απόλυτη μείωση της ποσότητας της ζωντανής εργασίας που προστίθεται στην κάθε μονάδα του εμπορεύματος, μείωση που αυξάνεται σε τεράστιο βαθμό στην πορεία της ανάπτυξης της παραγωγής, ΘΑ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΚΑΙ Η ΜΑΖΑ ΤΗΣ ΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΔΟΥΛΙΑΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟ, όσο και αν αυξηθεί σχετικά, δηλαδή σε σχέση με το πληρωμένο μέρος»(Κ. Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος III, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 285).
Σε αυτή τη νομοτελειακή κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής κρύβεται η υστέρηση που θα έχει πάντοτε το επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών των μισθωτών εργαζομένων με το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας καπιταλιστικής οικονομίας.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο ανταγωνισμός εξαναγκάζει τους καπιταλιστές παραγωγούς να πωλούν το εμπόρευμά τους στην ίδια περίπου τιμή, δυναμώνει την τάση εξίσωσης των τιμών στον κλάδο. Αυτό που πετυχαίνει ο ανταγωνισμός σε μια σφαίρα παραγωγής είναι η αποκατάσταση σε βάθος χρόνου μιας ίσης αγοραίας αξίας και αγοραίας τιμής, από τις διαφορετικές ατομικές αξίες των εμπορευμάτων.
Ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων δεν περιορίζεται βέβαια στη συγκριτικά μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τους ανταγωνιστές, σε ένα συγκεκριμένο κλάδο. Το κεφάλαιο αναζητά δυνατότητες μεγαλύτερης κερδοφορίας με τη μεταφορά του σε άλλους κλάδους της εγχώριας αλλά και διεθνούς αγοράς. Ομως και ο διακλαδικός ανταγωνισμός οδηγεί σε μια εξισωτική τάση των ποσοστών κέρδους των διαφόρων κλάδων σε ένα μέσο ποσοστό κέρδους, μέσω της συνεχούς μεταφοράς κεφαλαίου από τον έναν κλάδο παραγωγής στον άλλο.
*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση τεύχος 6 του 2005
(Συνεχίζεται)