ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Μάη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η αστική στρατηγική για την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα

Μέρος δεύτερο

Ο Μαρξ προσδιορίζει την ομοιόμορφη επίδραση της αύξησης της παραγωγικότητας και της εντατικοποίησης στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης: «Το ανέβασμα της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και η αύξηση της έντασης της εργασίας, επενεργούν από μια άποψη ομοιόμορφα. Και τα δυο αυξάνουν τη μάζα των προϊόντων που παράγονται στο ίδιο χρονικό διάστημα. Και τα δυο συντομεύουν λοιπόν το μέρος εκείνο της εργάσιμης ημέρας που χρειάζεται ο εργάτης για την παραγωγή των μέσων συντήρησής του»(Κ. Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος Ι, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 545).

Ακόμα και αν ο μισθός του εργάτη μπορούσε να αυξηθεί ανάλογα με την αύξηση της παραγωγικότητας, το μόνο όφελος γι' αυτόν θα είναι να μην αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσής του από το κεφάλαιο. Μπορεί όμως να συμβεί έστω και αυτό μακροπρόθεσμα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού; Μπορεί η αστική τάξη να αποδεχτεί στον ιστορικό χρόνο τη μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας του εργαζόμενου, ανάλογα με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την αντίστοιχη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας; Οχι, γιατί το συγκυριακό πρόσθετο κέρδος είναι στοιχείο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Αν η αστική τάξη δεχόταν σε σταθερή βάση τη συγκεκριμένη λύση, αυτό θα ισοδυναμούσε με παραίτηση από το μόνιμο στρατηγικό στόχο της να αυξάνει διαρκώς την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, να αυξάνει τον πρόσθετο απλήρωτο χρόνο εργασίας. Φυσικά, κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης, η αστική τάξη μπορεί να υποχρεωθεί σε προσωρινούς συμβιβασμούς και ελιγμούς. Ομως, όπως επιβεβαιώνει η ελληνική και η διεθνής πείρα σε μακροπρόθεσμη βάση, η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και κατά συνέπεια της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου, όχι μόνο δεν καταλήγει αυτόματα σε παραχωρήσεις του κεφαλαίου και αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου προς τους εργαζόμενους, αλλά, αντίθετα, οδηγεί σε ένταση της κεφαλαιοκρατικής προσπάθειας να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ακόμα και στο σκέλος της αύξησης της παραγωγικότητας μέσα από τον εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής και της οργάνωσης της εργασίας, οι όποιες επενδυτικές προτάσεις συνοδεύονται από την κεφαλαιοκρατική απαίτηση αφαίρεσης εργατικών δικαιωμάτων και συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης, π.χ. επιβολή ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, κατάργηση της πλήρους και σταθερής απασχόλησης.

Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια τυχαίο. Η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και η προσπάθεια συμπίεσης του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, αποτελούν βασικές αιτίες που συγκρατούν την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, που αποτελεί γενικό νόμο του καπιταλισμού. (Βλ. αναλυτικά, Κ. Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 293 και εξής). Αποτελούν, επομένως, αντικειμενικά στρατηγικούς στόχους της πολιτικής του κεφαλαίου, απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας.

Το κεφάλαιο δίνει τη μάχη του να συγκρατήσει την ιστορική τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, αξιοποιώντας τις λειτουργίες και την ισχύ του αστικού κράτους (π.χ. αναδιαρθρώσεις σε τομείς παραγωγής στρατηγικής σημασίας). Η κάθε καπιταλιστική επιχείρηση επιχειρεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα της εργασίας στο εσωτερικό της, για να αποκομίσει συγκυριακά μεγαλύτερο κέρδος από το μέσο που διαμορφώνεται σ' έναν κλάδο, για να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες.

Ομως, αυτό οδηγεί στο εξής φαινόμενο, όπως το περιγράφει ο Μαρξ:

«Μια και η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και η αντίστοιχη με αυτήν υψηλότερη σύνθεση του κεφαλαίου θέτει σε κίνηση μια διαρκώς αυξανόμενη ποσότητα μέσων παραγωγής από μια διαρκώς μικρότερη ποσότητα εργασίας, κάθε μονάδα εμπορεύματος απορροφά λιγότερη ζωντανή εργασία και περιέχει επίσης λιγότερη υλοποιημένη εργασία... Κάθε μονάδα εμπορεύματος περιέχει, λοιπόν, μια μικρότερη ποσότητα υλοποιημένης σε μέσα παραγωγής εργασίας και νέας εργασίας που έχει προστεθεί σε αυτό κατά τη διάρκεια της παραγωγής του... Παρ' όλα αυτά μπορεί να αυξάνεται η μάζα του κέρδους που περιέχεται στην κάθε μονάδα εμπορεύματος, όταν αυξάνεται το ποσοστό της ανάλυσης και της σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο, αυτό γίνεται μέσα σε καθορισμένα όρια. Μαζί με την απόλυτη μείωση της ποσότητας της ζωντανής εργασίας που προστίθεται στην κάθε μονάδα του εμπορεύματος, μείωση που αυξάνεται σε τεράστιο βαθμό στην πορεία της ανάπτυξης της παραγωγής, ΘΑ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΚΑΙ Η ΜΑΖΑ ΤΗΣ ΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΔΟΥΛΙΑΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟ, όσο και αν αυξηθεί σχετικά, δηλαδή σε σχέση με το πληρωμένο μέρος»(Κ. Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος III, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 285).

Σε αυτή τη νομοτελειακή κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής κρύβεται η υστέρηση που θα έχει πάντοτε το επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών των μισθωτών εργαζομένων με το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Η μάχη του ανταγωνισμού των κεφαλαίων σε έναν κλάδο δίνεται κυρίως μέσω της μείωσης των τιμών των εμπορευμάτων. Η μείωση των τιμών εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία εξαρτάται από την κλίμακα παραγωγής. Γι' αυτό, τα μεγαλύτερα σε μέγεθος κεφάλαια μπορούν και εκτοπίζουν τα μικρότερα. Το μεγάλο κεφαλαίο έχει γενικά τη δυνατότητα να ενσωματώσει πιο γρήγορα και αποτελεσματικά απ' το μικρότερο, καινοτόμες μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας, σύγχρονο μηχανικό εξοπλισμό και να επιτύχει για ένα διάστημα μείωση της τιμής πώλησης του εμπορεύματος συγκριτικά με τις υπόλοιπες μικρότερες επιχειρήσεις. Προοδευτικά, οι νέες μέθοδοι παραγωγής υιοθετούνται και από όσες από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, καταφέρνουν να επιζούν στον ανταγωνισμό.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο ανταγωνισμός εξαναγκάζει τους καπιταλιστές παραγωγούς να πωλούν το εμπόρευμά τους στην ίδια περίπου τιμή, δυναμώνει την τάση εξίσωσης των τιμών στον κλάδο. Αυτό που πετυχαίνει ο ανταγωνισμός σε μια σφαίρα παραγωγής είναι η αποκατάσταση σε βάθος χρόνου μιας ίσης αγοραίας αξίας και αγοραίας τιμής, από τις διαφορετικές ατομικές αξίες των εμπορευμάτων.

Ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων δεν περιορίζεται βέβαια στη συγκριτικά μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τους ανταγωνιστές, σε ένα συγκεκριμένο κλάδο. Το κεφάλαιο αναζητά δυνατότητες μεγαλύτερης κερδοφορίας με τη μεταφορά του σε άλλους κλάδους της εγχώριας αλλά και διεθνούς αγοράς. Ομως και ο διακλαδικός ανταγωνισμός οδηγεί σε μια εξισωτική τάση των ποσοστών κέρδους των διαφόρων κλάδων σε ένα μέσο ποσοστό κέρδους, μέσω της συνεχούς μεταφοράς κεφαλαίου από τον έναν κλάδο παραγωγής στον άλλο.

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση τεύχος 6 του 2005

(Συνεχίζεται)


Του Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι υπεύθυνος του τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ