Κατά συνέπεια η όποια τοποθέτηση που αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μπορεί να αγνοεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές τοποθετούνται κι εξελίσσονται. Δεν μπορεί να τις αποσπά από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Διαφορετικά συνειδητά αποπροσανατολίζει τον ελληνικό λαό και ανοιχτά τον κοροϊδεύει όταν υποδεικνύει σαν λύση την ακόμα πιο σφιχτή πρόσδεση των δύο χωρών στο άρμα του ευρωενωσιακού ιμπεριαλισμού. Κι αυτό ακριβώς πράττει η ηγεσία του ΣΥΝ, πιπιλίζοντας συγχρόνως την καραμέλα της «διπλωματίας των πολιτών», η οποία τάχα μπορεί να ανοίξει δρόμο ειρήνης, δρόμος που ανοίγεται μόνο με τη συνεπή λαϊκή αντιιμπεριαλιστική πάλη και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Η προσέγγιση του ΣΥΝ στο όλο ζήτημα, όπως εκφράστηκε και με αφορμή τη σύγκρουση των F16, συγκαλύπτει τις αιτίες της όξυνσης στις σχέσεις των δύο χωρών. Είναι χαρακτηριστική η επιλογή του Αλ. Αλαβάνου μετά το συμβάν να αναδείξει ως βασικό παράγοντα της έντασης «την εσωτερική κρίση και τη δυαδική εξουσία στην Τουρκία και την προσπάθεια να εξαχθούν τα προβλήματα έξω από τα σύνορά της»! Κανένας δεν παραγνωρίζει το ρόλο που μπορεί να παίζουν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, όμως η επίδρασή τους είναι μικρή.
Ο πρόεδρος του ΣΥΝ ανέδειξε σε επιτακτική ανάγκη το διάλογο στη βάση «του διεθνούς δικαίου, με αξιοποίηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, χωρίς αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων και "γκρίζες ζώνες"». Βέβαια, οι αμφισβητήσεις και οι «γκρίζες ζώνες» αποτελούν τα ισχυρά χαρτιά της Τουρκίας, αφότου εξασφάλισε την αναγνώρισή τους από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στη Μαδρίτη και το Ελσίνκι. Το δεύτερο μάλιστα είναι αυτό που παραπέμπει τις διαφορές στο χειραγωγημένο Δικαστήριο της Χάγης.
Η ηγεσία του ΣΥΝ έχει κάθε λόγο να αποφεύγει κάθε αναφορά στο Ελσίνκι, καθώς το είχε χαιρετίσει ως θετική εξέλιξη. Κι ας άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου. Μάλιστα, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΝ, Ν. Κωνσταντόπουλος, μιλώντας στη Βουλή για τη συμφωνία του Ελσίνκι είχε αναλώσει πολύ χρόνο στους υποτιθέμενους κινδύνους που αντιμετώπιζε η ΕΕ από τη διεύρυνση, αφού την είχε υπερθεματίσει, χωρίς ενδοιασμό όμως σημείωνε πως σε ό,τι αφορά στα Ελληνοτουρκικά «παρέχει ένα πλαίσιο που αν αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να εξασφαλίσει θετική προοπτική» και χαρακτήριζε την εξέλιξη «κατ' αρχήν θετική»!
Για την ηγεσία του ΣΥΝ η ρητή αναφορά σε συνοριακές διαφορές αποτελούσε απλά «ασάφεια και αμφισημία» και θα μπορούσε να ξεπεραστεί από την Ελλάδα με τη διαμόρφωση μιας «εθνικής στρατηγικής, τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων και την εθνική ομοψυχία»! Σε ποια βάση, όμως, «συνεννόηση και ομοψυχία»; Στη βάση ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, τμήμα των οποίων ήταν και η απόφαση του Ελσίνκι; Είναι προφανές ότι ο ΣΥΝ πρόσφερε και εξακολουθεί να προσφέρει χείρα βοηθείας για την προώθησή τους. Δεν είναι τυχαίος ο πρώτος πληθυντικός που χρησιμοποίησε μόλις προχτές και ο Αλ. Αλαβάνος λέγοντας ότι «χρειάζεται από την πλευρά μας μια στρατηγική με ένα σαφές χρονοδιάγραμμα συνδυασμού των διαδικασιών για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση με συγκεκριμένα βήματα για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων με βάση το διεθνές δίκαιο»!
Η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΝ να τοποθετήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ευρωενωσιακό πλαίσιο, το οποίο θα μπορούσε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, να λειτουργήσει υπέρ της Ελλάδας, έρχεται από παλιά. Προσπερνώντας τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, ο οποίος υπακούει μόνο στον κανόνα της υπεράσπισης των συμφερόντων του ευρωπαϊκού μεγάλου κεφαλαίου, αν χρειαστεί και σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων χωρών-μελών της. Αλλωστε, αυτό έχει επιβεβαιωθεί από την ίδια τη ζωή, καθώς η ΕΕ ουδέποτε παρενέβη υπέρ της χώρας μας, ούτε καταδίκασε τη στάση της Τουρκίας.
Το 1996, μετά τα Ιμια, σε απόφαση της ΚΠΕ του ΣΥΝ για τα Ελληνοτουρκικά δηλώνεται με σαφήνεια ότι είναι «συμφέρον της Ελλάδας να ακολουθήσει η Τουρκία ευρωπαϊκή κατεύθυνση» και εναποτίθεται η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας στην ΕΕ μέσω της «επιδίωξης κατοχύρωσης των εθνικών συνόρων ως συνόρων της ΕΕ σε συνδυασμό με τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση έμπρακτης αμφισβήτησης από εξωκοινοτική χώρα, ακόμα και συνδεδεμένη με την ΕΕ».
Τον Οκτώβρη του '99 ο Ν. Κωνσταντόπουλος δήλωνε πως «είναι ευκταίο τα Ελληνοτουρκικά να ενταχθούν στη δυναμική του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, η βαθμιαία ενσωμάτωση της Τουρκίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δημιουργεί ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, αντιθέτως η απόστασή της τα κάνει δυσκολότερα»!
Και μόλις πριν λίγες μέρες ο Αλ. Αλαβάνος επανέλαβε ότι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας μπορεί να οδηγήσει σε άμβλυνση των προβλημάτων με την Ελλάδα και ότι επί του παρόντος το πρόβλημα έγκειται στις ισχυρές αντιστάσεις που συναντά ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας και στο εσωτερικό της και από «συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης».
Ομως, είτε ευρωενωσιακή είτε αμερικανική είναι η «στρούγκα», παραμένει ιμπεριαλιστική. Και εντός κάθε τέτοιας οι σχέσεις μεταξύ χωρών θα τελούν πάντα υπό την εκρηκτική επίδραση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών. Ο δρόμος της ειρήνης, της φιλίας, της αρμονικής συμβίωσης των λαών ανοίγει μόνο με την όξυνση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Προς τα κει πρέπει να στραφούν και οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας αν θέλουν το Αιγαίο να τους ενώνει κι όχι να τους χωρίζει.