ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Αυγούστου 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η ανάπτυξη του ΔΣΕ στα ελληνικά νησιά

Εξήντα χρόνια από την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, η δράση του οποίου αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Ο αγώνας του ήταν αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός. Αντιπαρατέθηκε η ένοπλη μαζική λαϊκή πάλη με την ένοπλη και θεσμική κρατική βία, ενώ ο ΔΣΕ έβαλε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει τον λεγόμενο ψυχρό πόλεμο.

* * *

Ο αγώνας του ΔΣΕ συνεχίζει πολλούς να εμπνέει και άλλους να προκαλεί. Οι τελευταίοι, η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της, έχουν εξαπολύσει τόνους συκοφαντίας εναντίον του. Οι «ξενοκίνητοι ΕΑΜοβούλγαροι» και οι «Κομμουνιστοσυμμορίτες» των προηγούμενων χρόνων, μαζί με τη λαθολογία που άφθονη σκορπίζουν οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, σε συνδυασμό με τον πιο εκλεπτυσμένο σύγχρονο αντικομμουνισμό, χαρακτηρίζουν την αστική προπαγάνδα στην 60χρονη πορεία που κύλησε από τη δημιουργία του ΔΣΕ. Σήμερα αναποδογυρίζουν και πάλι την Ιστορία μέσα από την επιστημονικοφανή «αναθεώρησή» της.

Η πάλη του ΔΣΕ αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ, είτε έφερνε νίκες, είτε έρχονταν πικρές οι ήττες...


Ο αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης του ΔΣΕ προσδιορίζεται από τις συνθήκες που επέβαλαν τη δημιουργία του και τα αντίπαλα στρατόπεδα που συγκρούστηκαν: Από τη μια πλευρά, των λαϊκών δυνάμεων, που εκφράζονταν πολιτικά από το ΚΚΕ και συμμάχους του, όπως το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), και από την άλλη, όλων των συνασπισμένων εγχώριων αστικών δυνάμεων και των ξένων συμμάχων τους.

Αντιπαρατέθηκε η ένοπλη μαζική λαϊκή πάλη με την ένοπλη και θεσμική κρατική βία που ασκούσαν οι μηχανισμοί και οι κυβερνήσεις των Τσαλδάρη, Σοφούλη, Μαξίμου, των «δεξιών» και «φιλελεύθερων» κομμάτων από κοινού με τον εγγλέζικο και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το «δόγμα Τρούμαν» και το «σχέδιο Μάρσαλ» συντέλεσαν αποφασιστικά στη νίκη της αστικής τάξης.

Ο νέος ένοπλος λαϊκός αγώνας στηρίχτηκε στην οργανωτική - πολεμική πείρα του ΕΛΑΣίτικου αγώνα 1942 - 1945 και σε δυνάμεις που συμμετείχαν στον ΕΛΑΣ.

Παρά τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», αυτόν τον απαράδεκτο συμβιβασμό σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος, η αστική τάξη δεν είχε μπορέσει να κερδίσει την πλειοψηφία του λαού, έστω και τυπικά, κοινοβουλευτικά. Η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση είχε αφήσει μεγάλη αγωνιστική παρακαταθήκη στη συνείδηση του λαού, στις μορφές οργάνωσης και στις μορφές πάλης. Μετά την απελευθέρωση το ΚΚΕ και άλλες ΕΑΜικές δυνάμεις πρωτοστάτησαν στην πάλη κατά της αντίδρασης και των συμμάχων της. Η αστική τάξη ήθελε κυριολεκτικά να τσακίσει κάθε πνεύμα αντίστασης, κάθε προσπάθεια δικαίωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Οι αστικές δυνάμεις για να αντιστρέψουν πλήρως και προς όφελός τους το συσχετισμό των δυνάμεων και για να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους, κατέφυγαν στη δολοφονική βία και στην πιο ωμή τρομοκρατία, επέλεξαν το αιματοκύλισμα, στηριγμένες στην αμερικανική οικονομική, στρατιωτική και πολιτική ενίσχυση, μετά την εκφρασμένη φανερή αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας να συνεχίσει αυτόν το ρόλο».


(Από τη διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60 χρόνια του ΔΣΕ).

Πώς οδηγήθηκε το λαϊκό κίνημα σ' αυτή την εξέλιξη;

Μετά την εισβολή των Γερμανών το τμήμα της αστικής τάξης που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλους έφυγε από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς έμεινε στην Ελλάδα και συγκρότησε το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα και έναν κρατικό μηχανισμό και έναν «παρακρατικό», που θα αποτελέσουν, μετά την απελευθέρωση, έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς εξασφάλισης της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολό του, με τη χρησιμοποίησή του από τον αστικό πολιτικό κόσμο, ο οποίος υποτίθεται ότι έκανε αντίσταση στη γερμανική κατοχή από το εξωτερικό, και τους Αγγλους.

Σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Την απασχολούσε, γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα κατάσταση, όπου ο λαός δημιουργούσε τα φύτρα της λαϊκής εξουσίας. Με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και την Κυβέρνηση του Βουνού, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό του λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ, και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.

Ετσι, η ιστορική αυτή περίοδος είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της τη λαϊκή απελευθερωτική πάλη ενάντια στη χιτλερική κατοχή και υποδούλωση. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια. Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής με τη διαπάλη για τη συγκρότηση κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές.

Για να επιβληθεί η αστική εξουσία

Η άρχουσα τάξη μετά την απελευθέρωση και οι πολιτικές δυνάμεις που την εκπροσωπούσαν δεν είχαν κανένα λαϊκό έρεισμα. Επρεπε λοιπόν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να επιβάλουν τη δική τους εξουσία, ακόμη και τα όπλα. Οι κρατικές και παρακρατικές ένοπλες δυνάμεις της κατοχικής εξουσίας υπήρχαν αλλά δεν έφταναν. Ετσι απαιτήθηκε η συμβολή των Αγγλων συμμάχων του κεφαλαίου και ο στρατός τους. Η πρώτη ένοπλη τέτοια σύγκρουση έγινε το Δεκέμβρη του 1944 που οδήγησε στη Βάρκιζα και στη συνέχεια στην επόμενη ένοπλη αντιπαράθεση που πήρε το 1946 τη μορφή του Εμφυλίου.

Τα συμφέροντα των Αγγλων ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα συνδέονταν με τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης. Προϋπήρχε δε του πολέμου η οικονομικοπολιτική σύνδεση του κεφαλαίου στην Ελλάδα με την αστική τάξη της Αγγλίας.

Η στρατιωτική παρουσία και δράση των Αγγλων ήταν χρειαζούμενη, στην αστική τάξη, γιατί στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο δεν ηγήθηκε η ίδια. Και επειδή ο συσχετισμός δύναμης που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα δεν της έδινε τη δυνατότητα να ηγηθεί στις μεταπελευθερωτικές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, χρειάστηκε και την αγγλική στρατιωτική επέμβαση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην απελευθερωτική πάλη ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Στην πρωτοπορία βρισκόταν το ΚΚΕ και ο συνασπισμός του ΕΑΜ.

Αυτή η στρατηγική επιδίωξη για τη με κάθε τρόπο εγκαθίδρυση αστικής εξουσίας στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση εφαρμόστηκε βάσει σχεδίου.

Βάσει σχεδίου χαράχτηκε η πολιτική της άρχουσας τάξης και των Αγγλων για την Ελλάδα. Οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας είναι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, που οδήγησε στο Δεκέμβρη και στη Βάρκιζα. Σχετικά μ' αυτό ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου αναφέρει σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 2 του Μάρτη 1948: «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθεί "δώρον του Υψίστου". Αλλά, διά να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με τη συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά τη Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και διά να γίνη η Στάσις - "το δώρον του Υψίστου" - έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».

Βεβαίως, και το κίνημα έκανε απαράδεχτες συμφωνίες πριν το Δεκέμβρη του 1944, τόσο στο Λίβανο για το σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» με τα κόμματα της πλουτοκρατίας, ενώ είχε συσπειρώσει τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, αλλά και στη συνέχεια στην Καζέρτα, που επιβλήθηκε η απόβαση στρατού των Αγγλων στην Ελλάδα.

Εξωθούν στον εμφύλιο στο φόντο έναρξης του ψυχρού πολέμου

Ο συμβιβασμός από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στη Βάρκιζα (Φλεβάρης 1945), με βάση τον οποίο παραδόθηκαν τα όπλα του ΕΛΑΣ, σήμανε ταυτόχρονα την έναρξη ενός ανελέητου διωγμού κατά των εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης.

Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό, οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφαλείας» έστελναν κατά χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες στους τόπους εξορίας. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.

Την ίδια περίοδο που εξελισσόταν στην Ελλάδα η ένοπλη αντιπαράθεση με τη στρατιωτική και πολιτικοοικονομική παρουσία των Αγγλων και μετά των Αμερικανών ιμπεριαλιστών, στη διεθνή πολιτική σκηνή συμβαίνουν γεγονότα μεγάλης σημασίας για το μεταπολεμικό κόσμο.

Ο Τσόρτσιλ κήρυξε στο Φούλτον των ΗΠΑ τον ψυχρό πόλεμο «κατά του σιδηρού παραπετάσματος», ως απάντηση του ιμπεριαλισμού στη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, στο οποίο ανήκαν και τέσσερις βαλκανικές χώρες, οι τρεις από τις οποίες είχαν σύνορα με την Ελλάδα. Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας είχε ήδη ζητήσει τη βοήθεια των ιμπεριαλιστών συμμάχων της. Οι ιμπεριαλιστές είχαν επίσης την ανάγκη εγκαθίδρυσης στην Ελλάδα ενός στυγνού αστικού καθεστώτος, αφού έτσι θα είχαν έναν κρίκο στην αλυσίδα περικύκλωσης των σοσιαλιστικών χωρών, στα Βαλκάνια, αλλά και πρόσβαση στη Μέση Ανατολή, λόγω των πετρελαίων.

Ο Παναγιώτης Πιπινέλης έγραφε σχετικά: «...Τώρα με την αγωνία των αλησμόνητων εκείνων τελευταίων ημερών του 1946, τα πράγματα εζήτουν άμεσον θεραπείαν και αι συνομιλίαι εκείναι προσελάμβανον δραματικόν χαρακτήρα. Επιτέλους, όμως, την 18ην Οκτωβρίου μια φωτεινή ακτίς ελπίδος διασχίζει το πυκνόν σκότος: Ο Μακ Βι (ο πρέσβης των ΗΠΑ) έδιδεν εις τον Βασιλέα να αναγνώση, όλως εμπιστευτικώς, εν βαρυσήμαντον τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ηταν μια βαρυσήμαντος ανακοίνωσις, η οποία απηυθύνετο προσωπικώς προς τον Βασιλέα. Η αμερικανική κυβέρνησις διά πρώτην φοράν μας εδήλου, ότι η Ελλάς ήτο ζωτικός χώρος διά την ασφάλειαν των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι διά να μας βοηθήσει εις τον αγώνα της ανεξαρτησίας μας ήτο πρόθυμος να μας παράσχει το υλικόν το οποίον μας εχρειάζετο» (ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ, 1918-1949, σελ. 563).

Και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χ. Τρούμαν: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβον εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως επείγουσαν έκκλησιν διά οικονομικήν βοήθειαν. Οι προκαταρκτικές πληροφορίες εκ μέρους της αμερικανικής οικονομικής αποστολής, η οποία ευρίσκεται ήδη εις την Ελλάδα, καθώς και οι πληροφορίες του πρεσβευτού μας στην Αθήνα ενισχύουν τη δήλωσιν της ελληνικής κυβερνήσεως, που συνίσταται στο ότι η βοήθεια είναι επιτακτική, αν η Ελλάς πρόκειται να επιζήση ως ελεύθερον έθνος... Η ελληνική κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν να αντιμετωπίσει την κατάστασιν. Ο ελληνικός Στρατός είναι ολιγάριθμος και πενιχρά εξοπλισμένος. Χρειάζεται εφόδια και εξοπλισμό, αν πρόκειται να αποκατασταθεί η εξουσία της κυβερνήσεως στο ελληνικό έδαφος» (στο ίδιο σελ. 565).

Την ίδια περίοδο οι ΗΠΑ εξαγγέλλουν το «σχέδιο Μάρσαλ» με πρωταρχικό σκοπό την υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος και γενικά του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και τη μεγαλύτερη διείσδυση των αμερικανικών μονοπωλίων στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ ήταν αναμφισβήτητα η ισχυρότερη οικονομική δύναμη στον κόσμο και ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των καπιταλιστικών χωρών. Στα ερείπια του πολέμου οι ΗΠΑ έχτιζαν, με το «σχέδιο Μάρσαλ», το «νέο» πρόσωπο του μεταπολεμικού καπιταλισμού.

Οπως είπε ο Ντάγκλας Μπρίνκλι, διευθυντής του Κέντρου «Αϊζενχάουερ» του Πανεπιστημίου της Νέας Ορλεάνης, «χωρίς το σχέδιο Μάρσαλ ολόκληρο το Βερολίνο θα είχε περάσει στα χέρια των Ανατολικών, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Τουρκία θα βρίσκονταν στη σφαίρα της σοβιετικής επιρροής και οι ΗΠΑ θα έχαναν την πρόσβαση στα πετρέλαια του Κόλπου και τον έλεγχο της Μεσογείου» («Ριζοσπάστης», άρθρο Θ. Παπαρήγα, 21 του Ιούνη 1997).

Την ίδια περίοδο επίσης γίνεται από τις ΗΠΑ η εξαγγελία και του «δόγματος Τρούμαν».

Η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες - υποδοχείς του «σχεδίου Μάρσαλ» και του «δόγματος Τρούμαν» (Μάρτης 1947). Σύμφωνα με το «δόγμα Τρούμαν» η κυβέρνηση των ΗΠΑ έπαιρνε υπό την προστασία της τις αντίστοιχες αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, αναλάμβανε τον εξοπλισμό τους και γενικά παρείχε κάθε βοήθεια, προκειμένου να καταστούν και οι δύο χώρες σταθερά αγκυροβόλια και ορμητήρια του καπιταλισμού. Ηταν η περίοδος που οι Εγγλέζοι αδυνατούσαν πια να σηκώσουν το αντίστοιχο βάρος και λίγο λίγο παραχωρούσαν τη θέση τους στις ΗΠΑ.

Τα κόμματα του «Κέντρου»

Ενα από τα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου ήταν η προτίμηση της άρχουσας τάξης και των Αγγλοαμερικανών στα κόμματα του «Κέντρου» ως διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν ήταν τυχαία επιλογή.

Μ' αυτά τα κόμματα, αυξάνονταν οι αυταπάτες σε μικροαστικά στρώματα για τη δυνατότητα ομαλών και φιλολαϊκών εξελίξεων, δημιουργούσαν ρήγματα στη λαϊκή συμμαχία, ενισχύοντας τις συμμαχίες της άρχουσας τάξης.

Ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα και τις πολιτικές εξελίξεις της τότε περιόδου.

«Στην κυβέρνηση της λεγόμενης "εθνικής ενότητας" που προέκυψε από τη Συμφωνία του Λιβάνου, η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον Γ. Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι το τέλος των μαχών του Δεκέμβρη 1944. Παρέμεινε για όσο διάστημα χρειάστηκε να γίνουν ο Λίβανος, η Καζέρτα και ο Δεκέμβρης. Και μετά, αφού δεν είχε πια να δώσει το ελάχιστο, ως πρωθυπουργός, αντικαταστάθηκε. Αλλά αντικαταστάθηκε από έναν άλλον "κεντρώο" παράγοντα: Τον Νικ. Πλαστήρα. Ο τελευταίος ήταν ίσως ο ιδανικότερος να συντελέσει στην παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ. Εχοντας, μάλιστα, ως υπουργό του των Εξωτερικών τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο, επιφανή σοσιαλδημοκρατική προσωπικότητα, μπορούσε να οδηγήσει πιο ομαλά στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ηταν πιο... φερέγγυοι, σε σύγκριση με άλλους, για την "πιστή τήρησή" της!

Οταν υπογράφτηκε και η Συμφωνία της Βάρκιζας, ήταν φανερό ότι τελείωνε και η θητεία της κυβέρνησης Πλαστήρα, που διήρκεσε σχεδόν τρεις μήνες. Και όντως, στις 7 του Απρίλη 1945, ο Πλαστήρας αποπέμφθηκε. Σχηματίστηκε η κυβέρνηση του ναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη, την οποία στήριξε και το "Κόμμα των Φιλελευθέρων", για ν' αποσύρει τη στήριξη λίγο καιρό αργότερα και ν' αρχίσουν απανωτές και αποτυχημένες προσπάθειες σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Ηταν χαρακτηριστική και εδώ η επιμονή να δημιουργηθούν κυβερνήσεις με "κεντρώο" πρόσωπο. Τελικά, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Θεμ. Σοφούλη και ανέλαβε τη διεξαγωγή των εκλογών βίας, νοθείας και αιματηρής τρομοκρατίας της 31ης του Μάρτη 1946.

Από τις εκλογές νικητής βγήκε το "Λαϊκό Κόμμα" του Κ. Τσαλδάρη με 55% των ψήφων! Αλλά η κυβέρνηση που σχηματίστηκε δεν υπήρξε μακρόβια, παρά την πλειοψηφία που είχε στη Βουλή. Μερικούς μήνες αργότερα, αφού πρόλαβε να κάνει το επίσης νόθο δημοψήφισμα επιστροφής του Βασιλιά και να εντείνει τους διωγμούς κατά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ με το περιβόητο Γ' Ψήφισμα, η κυβέρνηση του "Λαϊκού Κόμματος" αντικαταστάθηκε (!) από "κεντροδεξιά" υπό τον Δημ. Μάξιμο και με τη συμμετοχή των Γ. Παπανδρέου, Σοφ. Βενιζέλου κ.ά. Ωστόσο, κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή έπεσε και η κυβέρνηση Μαξίμου.

Και τότε έσπευσαν ν' αποτρέψουν κίνηση του Κ. Τσαλδάρη να επανέλθει! Διορίστηκε κυβέρνηση των Σοφούλη - Τσαλδάρη, με πρωθυπουργό τον πρώτο, για να τα "βγάλει" πέρα στον εμφύλιο πόλεμο, να θέσει εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, την Εθνική Αλληλεγγύη και να κλείσει το "Ριζοσπάστη" και τα άλλα κομματικά και ΕΑΜίτικα έντυπα» (Μάκη Μαΐλη, «Ο αστικός πολιτικός κόσμος», «Ρ», 16/1/2000).

Στα 1947, ο Εμφύλιος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και διαρκεί έως τον Αύγουστο του 1949, που κατέληξε σε ήττα του κινήματος.

Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού συνήθως γίνεται κατανοητός ως αγώνας που διεξήχθη στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ελάχιστα είναι γνωστά για αυτόν τον αγώνα στα ελληνικά νησιά. Αυτήν την όχι ευρέως γνωστή ιστορία θα δώσουμε απ' αυτή εδώ τη στήλη στη συνέχεια. Ετσι όπως είναι καταγραμμένη στην «Τρίχρονη Εποποιία του ΔΣΕ», (εκδόσεις «Ριζοσπάστης - Σύγχρονη Εποχή»).


Ο ΔΣΕ σε Κεφαλονιά και Λευκάδα

Θα ξεκινήσουμε την παρουσίαση της δράσης του ΔΣΕ στα νησιά, από την Κεφαλονιά και τη Λευκάδα.

Η γενική κατάσταση στα νησιά

Η συγκρότηση τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού στη νησιωτική Ελλάδα αποτέλεσε βασικό αντικείμενο φροντίδας του ΚΚΕ, το οποίο από το 1947 ακόμη θεωρούσε - και σωστά - ότι ο ένοπλος αγώνας των λαϊκοαπελευθερωτικών δυνάμεων έπρεπε να απλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Στην 3η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του άλλωστε, το Σεπτέμβρη εκείνου του χρόνου, είχε σε σχετική απόφαση τονιστεί «ότι ο ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας αποτελεί τη μοναδική επιβεβλημένη απάντηση, που ο λαός και η Ελλάδα έχουν να δώσουν στους ξένους κατακτητές και τους ντόπιους υποτακτικούς των»(1) - γεγονός που συνεπαγόταν την άμεση ανάπτυξη της αντάρτικης δράσης σε όλη ανεξαίρετα την ελληνική επικράτεια.

Η συγκρότηση, ωστόσο, αντάρτικων μονάδων στα ελληνικά νησιά ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, δεδομένου ότι η στενότητα των εκεί χώρων δεν επέτρεπε τη χρησιμοποίηση σε μεγάλη κλίμακα και των απαραίτητων σε παρτιζάνικο πόλεμο ελιγμών και αφαιρούνταν με αυτό τον τρόπο οι δυνατότητες του αιφνιδιασμού των αντιπάλων. Ηταν δύσκολη, επίσης, επειδή περιθώρια ανανέωσης των νησιώτικων αντάρτικων τμημάτων με νέα μέλη και στελέχη δεν υπήρχαν ουσιαστικά, η επαφή με την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα για το συντονισμό των στρατιωτικών ενεργειών αυτών των τμημάτων απέβαινε προβληματική και η παροχή βοήθειας προς αυτά σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων της στρατιωτικής κατάστασης στις περιοχές τους καθίστατο από τα ίδια τα πράγματα εντελώς αδύνατη.


Ετσι, στο μεγαλύτερο μέρος της νησιωτικής Ελλάδας δε σημειώθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου καμιά απολύτως αντάρτικη δράση ή σημειώθηκε ελάχιστη, όπως συνέβη στη Χίο. Εκεί συγκεκριμένα έδρασαν, για αρκετό μάλιστα χρονικό διάστημα, μικρές ομάδες ανταρτών, με αρχηγούς τους τον Βορηά, τον Ντούλο, τον Τράτση και τον Δημήτρη Ευαγγελινό - και είναι γνωστή τουλάχιστον η περίπτωση της διάλυσης του σταθμού χωροφυλακής των Κουρουνίων, στις 8 του Μάρτη 1948, από εικοσαμελή αντάρτικη ομάδα.

Σε ορισμένα, όμως, ελληνικά νησιά η αντάρτικη δράση υπήρξε έντονη, και ειδικά στην Κεφαλονιά, στη Λευκάδα, στην Εύβοια, στη Μυτιλήνη και στην Ικαρία - πιο πολύ, όμως, στη Σάμο και στην Κρήτη. Αντίθετα, ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ανέπτυξε καμιά δράση στην Κέρκυρα, όπου η απόβαση από την ηπειρωτική ακτή, στις αρχές ακόμη του εμφυλίου πολέμου, μιας ολιγάριθμης ένοπλης ομάδας είχε καταλήξει σε πλήρη αποτυχία με την ολοσχερή καταστροφή της. Αλλωστε, οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν τοπικά, ήταν εντελώς αρνητικές στη συγκρότηση αντάρτικων ομάδων - δεδομένου ότι το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα είχε δεχτεί εκεί πολύ ισχυρό χτύπημα από τα τέλη του 1944 ακόμη, όταν βρετανικά στρατεύματα, με την πρόφαση ότι η Κέρκυρα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ΕΔΕΣ, είχαν αφοπλίσει το 10ο εφεδρικό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε μόλις πριν από λίγους μήνες απελευθερώσει το νησί από τους ξένους κατακτητές.


Δράση ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ανέπτυξε ούτε στη Ζάκυνθο, στην οποία μάλιστα στους πρώτους μήνες του 1945 είχε σχηματιστεί μια ιδιόμορφη τριμελής επιτροπή που είχε επιφορτιστεί με τη «διαφύλαξη της τοπικής ειρήνης» και με την παρεμπόδιση της δημιουργίας τμημάτων του ΔΣΕ στο νησί. Την εν λόγω επιτροπή αποτελούσαν ο «κεντρώος» δικηγόρος Στέφανος Παπαδάτος, ο Λάμπρος Ζήβας, επίσης δικηγόρος, που ανήκε στο ΕΑΜ, και ο Διονύσης Ποταμίτης, ο οποίος, ωστόσο, ήταν ηγέτης μιας ισχυρής ένοπλης δεξιάς παρακρατικής οργάνωσης, που είχε την έδρα της στο Καταστάρι.(2)

Η συμμετοχή, βέβαια, εκπροσώπου του ΕΑΜ σε μια τέτοια επιτροπή που απέβλεπε φανερά στην εξουδετέρωση του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος με το πρόσχημα της προάσπισης της ειρήνης, ήταν εντελώς απαράδεκτη - γεγονός που οδήγησε τελικά το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στη διαγραφή ορισμένων στελεχών της τοπικής κομματικής οργάνωσης και στην καταγγελία της εν λόγω επιτροπής. Το όργιο τρομοκρατίας της αντίδρασης, εξάλλου, που, όπως ήταν φυσικό, απλώθηκε γρήγορα και στη Ζάκυνθο, δικαίωσε το ΠΓ του Κόμματος, ενώ, παράλληλα, υποχρέωσε μερικούς Ζακυνθινούς αγωνιστές να περάσουν στην αντικρινή Κεφαλονιά και να ενταχθούν στις εκεί αντάρτικες ομάδες.

Κεφαλονιά

Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας κατέφθασε στην Κεφαλονιά ένας ενισχυμένος λόχος εθνοφυλακής, που διοικητής του ήταν ο κατοπινός χουντικός συνταγματάρχης και τότε λοχαγός Δημήτρης Πατίλης. Ο λόχος αυτός έσπευσε απαρχής να συνεργαστεί με τις τοπικές παρακρατικές συμμορίες, για τις οποίες λίγο αργότερα έγραφε τα εξής σε ειδική ανταπόκρισή του ο «Ριζοσπάστης»:

«Ξετρύπωσαν ήδη από τις κρύπτες, που είχαν χωθεί, φοβισμένοι μπροστά στη λαϊκή οργή, οι δεξιοί συμμορίτες, οπλίστηκαν με τα όπλα του νέου αφεντικού και ξεχύθηκαν με περισσότερη λύσσα κατά του λαού. Ο περιβόητος λήσταρχος Γάκιας έγινε πάλι ο τύραννος του νησιού».(3)

Μέσα στους πρώτους μήνες της μεταδεκεμβριανής κρατικής και παρακρατικής φασιστικής δράσης, η Κεφαλονιά βυθίστηκε στον τρόμο και στο αίμα. Λαϊκοί αγωνιστές δολοφονήθηκαν, όπως οι οκτώ κάτοικοι των Δαυγάτων, που σφάχτηκαν από τον ίδιο τον Γάκια, ο οποίος, ωστόσο, αθωώθηκε τότε γι' αυτή την αποτρόπαια πράξη του από δικαστήριο της Λευκάδας. Πολλά χωριά ρημάχτηκαν από τους εθνοφύλακες και τους χωροφύλακες, αμέτρητες περιουσίες ληστεύτηκαν από τους παρακρατικούς, εξακόσιοι και πλέον κομμουνιστές και αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης εκτοπίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και πάρα πολλοί άλλοι γέμισαν τις τοπικές φυλακές. Την ίδια εποχή άρχισαν και οι εκτελέσεις σημαντικών κομμουνιστικών στελεχών του νησιού, όπως του υπεύθυνου σύνταξης της τοπικής ΕΑΜικής εφημερίδας «Ελεύθερη Κεφαλονιά», Βενιζέλου Κληρονόμου, που ντουφεκίστηκε ύστερα από απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της Αλεξανδρούπολης, στηριγμένη σε χαλκευμένες κατηγορίες.

Ηταν, ωστόσο, πολύ φυσικό όλη αυτή η κατάσταση να οδηγήσει, τελικά, ορισμένους δραστήριους κομμουνιστές και ΕΑΜίτες της Κεφαλονιάς στην παρανομία και στη συνέχεια στο βουνό, όπου αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 1946 προχώρησαν στη δημιουργία ενός μικρού παρτιζάνικου συγκροτήματος. Επρόκειτο για μια πολύ δυναμική αντάρτικη ομάδα, που το αρχηγείο της αποτελούσαν ο Φώτης Σγούρος, ως αρχηγός, ο Γεράσιμος Ματιάτος ή Ρήγας, ως υπαρχηγός, και οι Γεράσιμος Γρηγοράτος ή Αστραπόγιαννος, Ματθαίος Κουλουμπής και Λεωνίδας Ζαχαράτος, ως μέλη, και η οποία συμπλήρωνε τη δύναμή της με τους Διονύση Μαρκουλάτο, Γεράσιμο Μήλα ή Λοχαγίδη, Θεοδόση Μπατιστάτο, Φειδία Μερκούρη, Γεράσιμο Μαραβέλια, Γεράσιμο Κάγκα και Ντίνο Ευθυμιάτο.

Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 1947 πέρασαν στο Δημοκρατικό Στρατό της Κεφαλονιάς και άλλοι αγωνιστές και μεταξύ τους ο γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης, του ΚΚΕ, Διονύσιος Κοζάτσας και το μέλος της εν λόγω επιτροπής Φώτης Πτολεμαίος, παλιός Ακροναυπλιώτης. Πέρασαν, επίσης, στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού και δυο γυναίκες - η Ατζουλέτα Μερκούρη, αδελφή του Φειδία, και η Διονυσία Γρηγοράτου, αδελφή του Αστραπόγιαννου.

Ο Δημοκρατικός Στρατός της Κεφαλονιάς, με δύναμη, που ποτέ δεν ξεπέρασε τους εξήντα, ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της πολεμικής δράσης του παρτιζάνικη τακτική, με την οποία μπορούσε να χτυπά τον αντίπαλο πάντα σχεδόν σε σημεία δικής του επιλογής. Παράλληλα, διακρινόταν για την επαναστατική πειθαρχία του, και σε μια περίπτωση, τον Απρίλη του 1949, δε δίστασε η ηγεσία του να διατάξει την εκτέλεση 5 μελών του, τα οποία είχαν καταδικαστεί από ανταρτοδικείο στην ποινή του θανάτου για βιασμούς γυναικών, ληστείες, κλοπές και προβοκατόρικες ενέργειες σε βάρος του λαϊκού αγώνα.

Η πρώτη μάχη του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς δόθηκε στις 8 του Φλεβάρη 1947 στη θέση Αγιος Ελευθέριος των Βαλσαμάτων. Εκεί ισχυρή ανταρτική δύναμη, με επικεφαλής τον Σγούρο και τον Αστραπόγιαννο, χτύπησε σε ενέδρα ομάδα 50 χωροφυλάκων, από τους οποίους οι 4 σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν πανικόβλητοι.

Τις πρώτες μέρες του 1948, εξάλλου, ο Κουλουμπής απελευθέρωσε με την ομάδα του τα Δαυγάτα και ο Αστραπόγιαννος με μερικούς αντάρτες τα Γριζάτα και τα Καταποδάτα. Την ίδια, επίσης, εποχή μια σειρά από ενέδρες των ανταρτών στο δρόμο, που συνδέει το Αργοστόλι με τη Σάμη, τρομοκράτησαν σε τέτοιο σημείο τον αντίπαλο, ώστε αυτός να επικοινωνεί πια μόνο ατμοπλοϊκά με τη Σάμη, της οποίας η ύπαιθρος για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν από τον τοπικό Δημοκρατικό Στρατό ελεύθερη περιοχή της Κεφαλονιάς.

Το Φλεβάρη του 1948 όλες οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού, με επικεφαλής τον Σγούρο, προχώρησαν σε καλά μελετημένη νυχτερινή επιχείρηση στην ίδια την πόλη του Αργοστολίου, η οποία διέθετε για τη φρούρησή της ισχυρότατες δυνάμεις ΜΑΥδων και χωροφυλακής. Η επίθεση εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά και οι δυνάμεις των ανταρτών, κάμπτοντας τις πρώτες αντιστάσεις του αντιπάλου, προωθήθηκαν μέχρι το κέντρο της πρωτεύουσας του νησιού, επιφέροντας σημαντικές απώλειες στον καταπτοημένο εχθρό.

Στη συνέχεια οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού άρχισαν να αποσύρονται, χωρίς καμιά δική τους απώλεια, και τελικά εγκατέλειψαν την πόλη. Προηγούμενα, όμως, χτύπησαν το υδραγωγείο και από τους Μύλους την ηλεκτρική εταιρία, χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίδραση των αντιπάλων, οι οποίοι, άλλωστε, δεν αποτόλμησαν μέχρι τα ξημερώματα να βγούνε έξω από το Αργοστόλι και να καταδιώξουν τους αντάρτες.

Στις 29 του ίδιου μήνα στο Αυγό της Σάμης ισχυρή ομάδα ανταρτών υπό τον Σγούρο, τον Αστραπόγιαννο και τον Κουλουμπή συναντήθηκε με μεγάλο απόσπασμα χωροφυλάκων, που ενεργούσε ανιχνεύσεις. Η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε καταστροφική για τους χωροφύλακες, οι οποίοι διαλύθηκαν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς - και μεταξύ τους τον επικεφαλής του αποσπάσματος Βασίλη Κουρέα.

Οι επιθετικές δραστηριότητες του Δημοκρατικού Στρατού συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της άνοιξης του 1949, κυρίως με ενέδρες και εισόδους σε χωριά. Τον Ιούνη, όμως, εκείνου του χρόνου και αφού είχαν τελειώσει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 9ης κυβερνητικής Μεραρχίας στην Πελοπόννησο, αποβιβάστηκε στην Κεφαλονιά ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού, με σκοπό τη γρήγορη και ολοσχερή εξόντωση των ανταρτών του νησιού.

Οι πρώτες ενέργειες του κυβερνητικού τάγματος αναφέρονταν στη σύλληψη εκατοντάδων πολιτών, στην επιβίβασή τους σε αρματαγωγό και στην αποστολή τους για εγκλεισμό στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια εφαρμόστηκε η μέθοδος του ξεσηκώματος όλων σχεδόν των κατοίκων της υπαίθρου, που δεν είχαν συλληφθεί, και ο περιορισμός τους στα μικρά αστικά και ημιαστικά κέντρα, καθώς και η συγκέντρωση όλων των υποζυγίων των χωρικών στην καλά φρουρούμενη πεδιάδα της Παλλικής. Στις περιοχές, εξάλλου, που δρούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, έκλεισαν με τσιμέντο όλες τις στέρνες και έστησαν ενέδρες σε όλες τις πηγές, για να μη βρίσκουν ούτε νερό οι καταδιωκόμενοι αντάρτες.

Στη συνέχεια οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που οδήγησαν, όπως ήταν φυσικό, στα προσδοκώμενα εκ μέρους τους αποτελέσματα - όχι όμως σε σύντομο χρόνο. Οι αντάρτες μοιράστηκαν σε πολύ μικρές ομάδες και άρχισαν τις συγκρούσεις με τα κυβερνητικά στρατεύματα, τα οποία είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί αποφασιστικά με ΜΑΥδες, χωροφύλακες και παρακρατικούς.

Στις 15 του Αυγούστου 1949 σκοτώθηκε στο Ακρωτήρι της Σάμης ο Διονύσης Κοζάτσας και τις ίδιες μέρες στα Δειλινάτα ο Φώτης Πτολεμαίος, ενώ στις 22 του Σεπτέμβρη έπεσαν πολεμώντας στα Μαυριώτικα της Σάμης, ο Ηλίας Κουγιανός και ο Ματθαίος Κουλουμπής. Στις 10 του Οκτώβρη, εξάλλου, έχασε τη ζωή του στην Κλεισούρα των Βλαχάτων ο Γεράσιμος Ματιάτος και ύστερα από λίγες μέρες στην Παλαμονίδα του Αίμου ο ίδιος ο Φώτης Σγούρος. Τέλος, στις 13 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε στην Παχιά Πούντα της Σάμης ο Αστραπόγιαννος - και μαζί του η αδελφή του Διονυσία Γρηγοράτου, η Ατζουλέτα Μερκούρη, ο Λεωνίδας Ζαχαράτος, ο Γεράσιμος Ανδρεόλας, ο Παναγάγγελος Μιχαλάτος, ο Γιάννης Καλεράντες και ο Διονύσης Μαρκουλάτος.

Συνολικά από τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς 48 σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις, 4 εκτελέστηκαν αμέσως σχεδόν μετά τη σύλληψή τους, ένας, ο Σπύρος Αντωνάτος, δολοφονήθηκε από τους χωροφύλακες και μόνο 7 κατόρθωσαν, τελικά, να επιζήσουν.

Λευκάδα

Το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα στη Λευκάδα ήταν πολύ ισχυρό, δέχτηκε, όμως, δυνατό χτύπημα από το καλοκαίρι του 1943 ακόμη, όταν τμήματα ταγματασφαλιτών υπό τον Ευάγγελο Κονιδάρη ή Καλαντζή, ενισχυμένα από ταγματασφαλίτες της Ακαρνανίας υπό το δικηγόρο Πάνο Βέρη και ΕΔΕΣίτες υπό τον Διονύση Ζαμπέλη, συνέτριψαν με την άμεση συνεργασία γερμανικής στρατιωτικής μονάδας τον τοπικό ΕΛΑΣ. Η Λευκάδα ελευθερώθηκε πραγματικά μόλις στα τέλη του Δεκέμβρη του 1944, με τις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις ΕΛΑΣίτικων τμημάτων κατά των ΕΔΕΣίτικων δυνάμεων και των συνεργατών τους στην Ηπειρο - και κρατήθηκε ελεύθερη μέχρι τα τέλη του Μάρτη 1945, οπότε εγκαταστάθηκε εκεί ένα τάγμα εθνοφυλάκων.

Οι εθνοφύλακες, σε συνεργασία με παλιούς ταγματασφαλίτες, μεταβαπτισμένους σε «μεταβατικά αποσπάσματα διώξεως συμμοριτών», και με την τοπική χωροφυλακή, άρχισαν αμέσως το τρομοκρατικό τους έργο κάτω από την καθοδήγηση του νομάρχη Α. Μανουσόπουλου, γυναικάδελφου του τοπικού πολιτευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κ. Καλκάνη, και νομάρχη Θεσσαλονίκης την εποχή της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, μεταξύ τους και ο γιατρός Ξενοφών Γρηγόρης, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ επτά δολοφονήθηκαν από τους χωροφύλακες, τους εθνοφύλακες και τους παρακρατικούς. Πρόκειται για τον Στάθη Καλύβα, από τα Πλατύστομα, τον Βαγγέλη Μανωλίτση, από τον Αλέξανδρο, τον Σπύρο Μικρώνη, από τους Πηγαδισάνους, τον Κώστα και τον Πάνο Σκιαδά, από τους Καρυώτες, τον Διονύσιο Αντύπα, από τον Αγιο Πέτρο, και τον Γιάννη Αραβανή, από την Καρυά.

Το κύμα της τρομοκρατίας ήταν φυσικό να οδηγήσει αρκετούς ΕΑΜίτες αγωνιστές του νησιού στο βουνό, με συνέπεια από τα τέλη ακόμη του 1946 να σχηματιστεί στη Λευκάδα αντάρτικη ομάδα από 43 μέλη. Αρχηγός της ομάδας ήταν ο Πάνος Γιαννούλης και πολιτικός επίτροπος ο Ζώης Κούρτης - περιλαμβάνονταν δε στην εν λόγω ομάδα 16 αντάρτες από το ηρωικό χωριό Εγκλουβή και η Ντίνα Κατωπόδη ή Τζαβέλαινα, από την Καρυά.

Η δράση της ομάδας του Γιαννούλη στο νησί υπήρξε, ωστόσο, περιορισμένη. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για συμπλοκές, από τις οποίες σπουδαιότερη ήταν αυτή, που σημειώθηκε στα μέσα του Μάρτη 1947 έξι χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Λευκάδας, όπου έπεσε σε ενέδρα και διαλύθηκε από τους αντάρτες, ένα πολυάριθμο τμήμα χωροφυλακής, που κατευθυνόταν στο χωριό Κατούνα, και σκοτώθηκε ένας χωροφύλακας.

Στις αρχές του Ιούνη 1947 το μεγαλύτερο τμήμα της ομάδας του Γιαννούλη διαπεραιώθηκε, με εντολή του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού, στο Ξηρόμερο, με σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την ανάπτυξη αντάρτικου κινήματος στην περιοχή. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο Ξηρόμερο και γενικότερα στην Αιτωλοακαρνανία δεν είχε καταστεί δυνατός ο σχηματισμός αξιόλογων τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι είχαν από νωρίς δολοφονηθεί σε διάφορα περιστατικά από χωροφύλακες και παρακρατικούς τα σημαντικότερα τοπικά πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΚΚΕ. Μεταξύ των στελεχών αυτών περιλαμβάνονταν ο θρυλικός Γερο - Δήμος, ο Βασίλης Παπαγιάννης, ο Ανάστασης Αναστασίου ή Οδυσσέας, ο Στάθης Πιάκας ή Φουρτούνας, ο Γιάννης Κατσιφός και κυρίως ο Βασίλης Σκιαδάς ή Επαμεινώνδας, ήρωας κατά τη γερμανική κατοχή της μεγάλης μάχης της Αμφιλοχίας.

Το τμήμα του Γιαννούλη ενώθηκε στο Ξηρόμερο με μια μικρή ομάδα, που διατηρούνταν εκεί υπό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό και δάσκαλο Λάκη Κατσαρό, αντιμετώπισε, όμως, απαρχής ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις, που τις αποτελούσαν δύο χιλιάδες και πλέον στρατιώτες, ΜΑΥδες και χωροφύλακες. Οι αντάρτες συγκρούστηκαν μαζί τους κοντά στο χωριό Παληάμπελα, όπου συνελήφθη αιχμάλωτος ο σύνδεσμός τους με το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος υποκύπτοντας στα βασανιστήρια αποκάλυψε στον εχθρό όλο το σχέδιο δράσης των ανταρτών.

Οι αντάρτες υποχρεώθηκαν να χωριστούν σε μικρές ομάδες, από τις οποίες η μία ξαναπέρασε στη Λευκάδα, ενώ οι άλλες παρέμειναν στην Ακαρνανία. Μια από αυτές υπό τον Γιαννούλη έφτασε στο Ακτιο, όπου ταμπουρώθηκε σε κάποια παλιά γερμανικά ορύγματα και πρόβαλε άμυνα μέχρι τέλους. Ο Γιαννούλης έχασε τη ζωή του στην τελική προσπάθειά του να διαφύγει με καΐκι μαζί με δυο συντρόφους του, που αιχμαλωτίστηκαν - ενώ σκοτώθηκαν ο δάσκαλος Γεράσιμος Θερμός, ο Ζώης Παπαδόπουλος, ο Κώστας Ζακυνθινός ή Ρέντζος, ο Τάσος Μανωλίτσης ή Βράκας και ο Νίκος Γαζής ή Παπλαγιάννης. Σκοτώθηκε, επίσης, ο Λάκης Κατσαρός, επιχειρώντας να περάσει το Βάλτο, και αυτοκτόνησε κοντά στη Νικιάνα της Λευκάδας, για να μην αιχμαλωτιστεί ο πολιτικός επίτροπος της ομάδας, Ζώης Κούρτης. Οσοι, εξάλλου, απόμειναν, είτε σκοτώθηκαν λίγο αργότερα σε ενέδρες είτε συνελήφθησαν.

Μια βδομάδα μετά τη μάχη του Ακτίου εκβράστηκε στην παραλία της Γύρας το πτώμα του Πάνου Γιαννούλη. Ο λαός της Λευκάδας θρήνησε τον καπετάνιο του και παρά την τρομοκρατία, που επικρατούσε, πάνω από δυο χιλιάδες πολίτες τον συνόδεψαν στην κηδεία του.(4)

1. To ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6ος, σελ. 246.

2. Π. Δελαπόρτα, Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, σελ. 193-196.

3. Εφ. «Ριζοσπάστης», φ. 27 Ιουνίου 1947.

4. Οι αναφορές στηρίζονται κατά βάση σε σημειώσεις του Γεωργίου Βρεττού.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ