Εννέα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο της Σωτηρίας Μπέλλου
«Ο,τι έχω πει», έλεγε σε συνέντευξή της στο «Ριζοσπάστη» (6/12/87), «είναι βγαλμένο απ' τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει... Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω... Αντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε... Υστερα, όλα τα τραγούδια που 'χω πει τα 'χω αγαπήσει. Ορισμένα τα 'χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Εχω ένα που το 'χει γράψει ο Τσιτσάνης: "Ποια καρδιά δε θα ραΐσει". Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει. `Η το "Η κοινωνία μ' έχει αδικήσει", το "Σταμάτησε μανούλα μου". Ολα τα τραγούδια τα ένιωθα όταν τα έλεγα. Ολα είναι βγαλμένα από μέσα μου».
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στα Χάλια (Δροσιά) Χαλκίδας. Το πρώτο ερέθισμα ν' ασχοληθεί με το τραγούδι τής δόθηκε σε ηλικία δέκα χρόνων, βλέποντας τη Σοφία Βέμπο να πρωταγωνιστεί στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου (29/10/40) θα βρεθεί στην Αθήνα, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης. Αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλιές... Οι πολιτικές της πεποιθήσεις την οδηγούν να διακινεί κρυφά το «Ριζοσπάστη». Παράλληλα, παίζει κιθάρα και τραγουδά σε ταβέρνες. Συλλαμβάνεται, γιατί έκλεψε μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Αργότερα συμμετέχει στα Δεκεμβριανά και τραυματισμένη στο χέρι ξανασυλλαμβάνεται. Αποφυλακίζεται μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Μετά την Απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφούν μαζί δύο τραγούδια (τα πρώτα της), «Οταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο». Η επιτυχία μεγάλη, την καθιερώνει ως λαϊκή τραγουδίστρια. Μετά τη φυγή της από του «Τζίμη του Χοντρού» πηγαίνει στου «Παναγάκη», στην οδό Αλκαμένους, με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Εκεί τους συναντά ο νεαρός τότε Μάνος Χατζιδάκις και τους ζητά να εμφανιστούν στο «Μουσούρη», όπου αποθεώνονται. Τα χρόνια ακμής του κλασικού λαϊκού τραγουδιού τη βρίσκουν στο ζενίθ της καριέρας της. Ολα τα μαγαζιά τη ζητάνε. Περιζήτητη είναι και στη δισκογραφία. Ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση πολλά τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Καλδάρα, Καπλάνη κ.ά. Ανάμεσά τους τα «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάτω απ' το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Σαν απόκληρος γυρίζω» κ.ά.
Με την παρακμή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού (αρχή δεκαετίας '60), η καριέρα της γνωρίζει κάμψη. Ακολουθεί το περιθώριο και ο αγώνας της επιβίωσης. Ο αλκοολισμός, η ανεργία, η φτώχεια την οδηγούν σε ψυχιατρική κλινική. Μόλις στάθηκε στα πόδια της, μετά τη νοσηλεία της, προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλιές. Από κεριά στις εκκλησίες μέχρι πλύσιμο πιάτων σε ταβερνάκια στο Περιστέρι για ένα πιάτο φαγητό. «Ολοι εμείς - έλεγε - που αγωνιστήκαμε για το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, που περάσαμε τόσα για να το κάνουμε μεγάλο, αρχίσαμε να μπαίνουμε στο περιθώριο. Αρχισε το σαμποτάζ. Ηθελαν να μας βγάλουν όλους σιγά-σιγά από τη μέση. Εμένα με είχαν πάντα στο μάτι, γιατί εγώ δεν τους υπολόγιζα, τους έμπαινα άσχημα. Δε σήκωνα πολλές κουβέντες. Ομως, την πλήρωσα την μπόρα πρώτη και καλύτερη. Αλλά δε βαριέσαι. Είχα πείσμα...».
Στη δουλιά ξαναβγαίνει το '63. Θ' ακολουθήσει η επανεμφάνισή της στη δισκογραφία και η ιστορική συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, στο «Χάραμα». «Το 1973, ο Βασίλης μού προτείνει να πάω μαζί του», θυμόταν. «Πήγα λοιπόν εγώ στη θέση του Παπαϊωάννου, στο "Χάραμα" (σ.σ. ένα χρόνο νωρίτερα ο Γ. Παπαϊωάννου είχε σκοτωθεί σε τροχαίο), μαζί με τον Τσιτσάνη. Εκεί για δέκα χρόνια γινόταν πανζουρλισμός. Τα δέκα χρόνια συνεργασίας με τον Τσιτσάνη που ακολούθησαν ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου σε μαγαζιά, παρά τις κάποιες δυσκολίες». Ηταν τότε που το κέντρο του Σκοπευτηρίου γνώρισε τη χρυσή εποχή του. Ο κόσμος «πατείς με πατώ σε» για πολλά χρόνια. Οι πενιές πλημμύριζαν το μαγαζί, «γέμιζαν» τα ποτήρια κέφι και ξεσήκωναν τον κόσμο για χορό. «Πιστεύω πως στη συνείδηση του κόσμου είχαμε καταγραφεί εγώ κι ο Βασίλης σαν κάτι ξεχωριστό, έλεγε η Σ. Μπέλλου. Ο καθένας μας είχε τη δική του ιστορία, αλλά οι δυο μαζί ήμασταν το κάτι άλλο. Κι αυτό αποδείχτηκε τα δέκα χρόνια που δουλέψαμε μαζί στο "Χάραμα"».
Χτυπημένη από τον καρκίνο, «έφυγε» από τη ζωή στις 27/8/1997. Κι αν ελάχιστοι από τους επισήμους κρατικούς φορείς συνεχίζουν να τη θυμούνται, η Σωτηρία των αθάνατων λαϊκών τραγουδιών θα βρίσκεται πάντα στις καρδιές των απλών ανθρώπων...