Τον περασμένο Απρίλη ανακοινώθηκε από την αρμόδια Διυπουργική Επιτροπή η κατασκευή 27 νέων σχολείων στην Αττική με Σύμπραξη Δημοσίου - Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), ενώ ο κατάλογος συμπληρώθηκε στις αρχές Σεπτέμβρη με ακόμα 31 σχολικές μονάδες στην Κεντρική Μακεδονία και 6 κτίρια διοίκησης και σχολών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Οι ιδιωτικοί φορείς - ανάδοχοι θα αναλάβουν την κατασκευή, τη χρηματοδότηση, καθώς και τη συντήρηση αυτών των σχολικών και πανεπιστημιακών κτιρίων για μία χρονική περίοδο 25 ετών, μέχρι δηλαδή να ξεχάσουμε ότι κάποτε αυτά ανήκαν στο δημόσιο. Η αποπληρωμή των ιδιωτικών φορέων - λέγε με «ενοίκιο» - θα γίνεται από τον ΟΣΚ (για τα σχολεία) και από τη διοίκηση του Πανεπιστημίου. «Το ύψος των πληρωμών θα εξαρτάται από την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών συντήρησης, με βάση τα κριτήρια ποιότητας που θα οριστούν εκ των προτέρων», αναφερόταν σχετικά, με τη διευκρίνιση ότι υπεύθυνο για το εκπαιδευτικό έργο παραμένει το υπουργείο Παιδείας και το Πανεπιστήμιο αντίστοιχα.
Ο ενδεικτικός προϋπολογισμός του κόστους κατασκευής για τα σχολεία, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΣΚ, φτάνει σε 221.400.000 ευρώ και του κόστους συντήρησης σε 68.200.000 ευρώ για την περίοδο των 25 ετών. Αντίστοιχα για το Πανεπιστήμιο ο ενδεικτικός προϋπολογισμός κατασκευής είναι 84.000.000 ευρώ και συντήρησης 16.800.000 ευρώ. Ωστόσο, τα οριστικά ποσά που θα κληθεί να καταβάλει το Δημόσιο θα καθοριστούν μετά τις αναθέσεις των έργων.
Με δεδομένο το ότι στη Μ. Βρετανία η συνεργασία δημοσίου και ιδιωτών έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της εκπαίδευσης και όχι μόνο, αλλά και το γεγονός ότι η κυβέρνηση κατά την παρουσίαση του σχεδίου για τα 27 σχολεία επικαλέστηκε τη σχετική εμπειρία, αξίζει να στρέψει κάποιος την προσοχή εκεί (όπου έχουν φανεί στην πράξη κάποιες από τις συνέπειες του εγχειρήματος) για να δει κατά πόσο τα «συσσωρευμένα κοινωνικά οφέλη», που επικαλείται η κυβέρνηση, έχουν αντίκρισμα.
Η αγγλική εμπειρία της εφαρμογής του μέτρου απέδειξε κυρίως ένα πράγμα: Οτι με την προώθηση του ανάλογου μοντέλου ωφελήθηκαν πρώτα και κύρια οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες βγάζουν και με το παραπάνω τα λεφτά τους πολύ πριν παρέλθει η περίοδος της 25ετίας. Παρόλο που οι συνέπειες θα φανούν μετά το τέλος της περιόδου αυτής, ήδη από την κατασκευή των σχολείων αποδείχτηκε ότι στόχος τους είναι να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις σε βάρος της ποιότητας της κατασκευής των σχολείων, αλλά και των «υπηρεσιών» που προσφέρουν τελικά στην εκπαίδευση.
Στην Αγγλία, η ρίζα των συμπράξεων βρίσκεται στη σταθερή χρόνια υποχρηματοδότηση των δημόσιων υποδομών. Με σχολεία και δημόσια κτίρια να βρίσκονται σε κατάσταση εγκατάλειψης, οι συμπράξεις με ιδιώτες παρουσιάστηκαν από την κυβέρνηση ούτε λίγο ούτε πολύ σαν σανίδα σωτηρίας και προϋπόθεση για τη βελτίωσή τους. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που προβάλλει η κυβέρνηση στη χώρα μας.
Σύμφωνα με την Εθνική Ενωση Εκπαιδευτικών της Αγγλίας (NUT), η ανάλυση των πρώτων σχεδίων διαψεύδει κατ' αρχήν τις ελπίδες ότι οι συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτών οδηγούν σε ποιοτικότερο αποτέλεσμα από την «παραδοσιακή» χρηματοδότηση, δείχνοντας ότι οι συμπράξεις έγιναν για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων και όχι των σχολείων. «Τα σχολεία - σημειώνει η NUT - έχουν πολλές και διαφορετικές ανάγκες, όμως με τα συμβόλαια των συμπράξεων το σχολείο έρχεται σε αντίθεση με τις ανταγωνιστικές ανάγκες της ιδιωτικής επιχείρησης και των μετόχων της. Με αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, οι ανάγκες αυτές των ιδιωτών να ικανοποιούνται σε βάρος των σχολικών αναγκών». Αναφέρεται σε έρευνα που έγινε σε σχολεία που κατασκευάστηκαν με συμπράξεις και έδειξε περιπτώσεις που ενώ υπήρχαν αρχικά στη σύμβαση, στη συνέχεια παραλείφθηκαν παράθυρα, βοηθητικοί χώροι, αποθήκες, εξαερισμός, υποδομή για άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ. Μάλιστα, σε μία περίπτωση οι τοίχοι κατασκευάστηκαν τόσο λεπτοί που οι μαθητές της μίας τάξης άκουγαν το μάθημα της άλλης. Η CABE, η «Επιτροπή για την Αρχιτεκτονική και το Δομικό Περιβάλλον», περιέγραψε κάποια σχολεία ως «λίγο καλύτερα από αγροτικές αποθήκες με παράθυρα»!
Μια επιτροπή ελέγχου, που συστάθηκε για να αξιολογήσει το έργο, κατέληξε ότι η ποιότητα των σχολείων των συμπράξεων ήταν, στατιστικώς, σημαντικά κατώτερη από τα σχολεία που έγιναν με «παραδοσιακή» χρηματοδότηση και οι προσδοκίες για οφέλη από το μοντέλο κατασκευής και λειτουργίας σχολείων από μία εταιρεία διαψεύστηκαν στην πράξη.
Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να απαντήσει στις εύλογες ανησυχίες, με το ψευτοεπιχείρημα ότι με τις συμπράξεις θα γίνουν έργα που αλλιώς δε θα γίνονταν.
Αντιγράφουμε από την ιστοσελίδα του υπουργείου Οικονομικών: «Στις συμπράξεις, ο κανόνας είναι ότι η ευθύνη της χρηματοδότησης μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στον Ιδιωτικό Φορέα, αν και είναι, σύμφωνα με το εισαχθέν νομοθετικό πλαίσιο, κατ' εξαίρεσιν δυνατή και η συμμετοχή του Δημοσίου στη χρηματοδότηση. Τούτο συνεπάγεται μεν αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, καθιστά όμως δυνατή την υλοποίηση έργων τα οποία αλλιώς δε θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν». Χρησιμοποιώντας, δηλαδή, το ψευτοδίλημμα «ή συμπράξεις ή τίποτα»... μοιράζει στους ιδιώτες κέρδη.
Πάντως, η διαφορά του κόστους δεν είναι καθόλου αμελητέα. Σύμφωνα με την Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων Μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ), που από την πρώτη στιγμή εξέφρασε την αντίθεσή της με την παράδοση των σχολείων στους ιδιώτες και ζητά να καλυφθούν άμεσα όλες οι ανάγκες σε σχολικά κτίρια από το δημόσιο, η συντήρηση των 27 πρώτων κτιρίων με συμπράξεις κοστίζει σχεδόν όσο η επισκευή και συντήρηση όλων των σχολείων του Πειραιά!
Σε άλλο σημείο, το υπουργείο Οικονομικών περιγράφει τον... «έλεγχο» που θα ασκείται στον ιδιώτη, αναφέροντας: «... είναι μεν αλήθεια ότι ο έλεγχος που ασκεί πλέον το δημόσιο περιορίζεται στην τήρηση των προδιαγραφών απόδοσης και λειτουργίας, ότι δεν ορίζονται ορόσημα (milestones) στα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα, δεν επιβάλλονται ποινικές ρήτρες κατά τη διάρκεια της κατασκευής και δύναται να μην επιβάλλονται ποινικές ρήτρες ούτε για την παράδοση του έργου»...
Σημειώνεται ότι το νομοθετικό πλαίσιο για τις ΣΔΙΤ δε φωτίζει πλευρές της εφαρμογής που έχουν να κάνουν με το πού θα φτάνει ο έλεγχος του ιδιώτη στη λειτουργία του σχολείου. Αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα και δημιουργώντας προβληματισμό για το ποια θα είναι η στάση του ιδιωτικού φορέα της σύμπραξης σε περιπτώσεις κινητοποιήσεων των μαθητών και εκπαιδευτικών, για ζητήματα που αφορούν την αξιοποίηση του σχολείου σε μη διδακτικές ώρες, με δεδομένες και τις θέσεις που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς για ανταποδοτική λειτουργία των σχολείων.
Αυτά τα ερωτήματα γίνονται ακόμα εντονότερα στην περίπτωση του Πανεπιστημίου, αφού εκεί υφίσταται και το ακαδημαϊκό άσυλο. Για παράδειγμα, σε μια ενδεχόμενη κατάληψη των φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, ο ιδιώτης που θα έχει την ευθύνη συντήρησης του κτιρίου θα μπορεί να επεμβαίνει με τη δικαιολογία να προστατέψει τα ντουβάρια του; Στο όνομα της προστασίας της περιουσίας του θα μπορεί να κοτσάρει καμεροχαφιέδες, να φακελώνει φοιτητές κι εργαζόμενους; Πώς θα διαφυλάσσεται το άσυλο από τον... ιδιοκτήτη;