ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 29 Νοέμβρη 2006
Σελ. /28
Κλασικά και σύγχρονα έργα

«Βρεταννικός» στο «Altera pars»

Κάθε εποχή βλέπει με τη δική της «ματιά» τα κλασικά έργα. Αλλοτε κάποια έργα ή κάποιους δραματουργούς τους βάζει στην άκρη... κι άλλοτε τα επαναφέρει ως «εργαλεία» των καλλιτεχνικών της αναζητήσεων. Λ.χ. τον επί μακρόν παραμερισμένο από το ελληνικό θέατρο, Ρακίνα - τον έναν από τους τρεις κορυφαίους του 17ου «χρυσού αιώνα» της γαλλικής δραματουργίας (οι άλλοι δύο είναι ο αέναα παιζόμενος Μολιέρος και ο αποξεχασμένος Κορνέιγ, ίσως λόγω της έντονα λυρικο-ηρωικής δραματουργίας του) - τον επανανακάλυψε το «Θέατρο του Νότου» (ανεβάζοντας τη «Φαίδρα» και τη «Βερενίκη») και, φέτος, ανεβάζοντας τον «Βρεταννικό», το θέατρο «Altera pars». Εμβριθής αρχαιογνώστης ο Ρακίνας, επηρεασμένος από τους κληρικούς δασκάλους του, με τα περί «προπατορικού αμαρτήματος», «αμαρτίας» του έρωτα, της μοιχείας κλπ., αλλά και έχοντας ο ίδιος «αμαρτήσει» (κάποτε σκανδαλωδώς), ο Ρακίνας υπήρξε καινοτόμος δραματουργός. Πηγαίνοντας κόντρα στο ηρωικό τραγικό ήθος που ζητούσε η εποχή του, αποφεύγοντας την εξιδανικευτική μεγαλοσχημία και τη μεγαλοστομία, εισήγαγε στην - ιστορική κατά βάση - θεματολογία του την ψυχογράφηση του ενεργειών, πόθων και παθών του ανθρώπου. Την - με απέριττη μάλιστα γλώσσα - ψυχανάλυση του «υπεδάφους» του χαρακτήρα, ως παράγοντα διαμόρφωσης της «μοίρας» του ανθρώπου. Ψυχογράφημα, προς διδαχή των βασιλιάδων και παλατιανών της εποχής του, έκανε γράφοντας τον «Βρεταννικό», αντλώντας ένα επεισόδιο από την ιστορία του ρωμαϊκού ιμπέριουμ. Μια δραματική ψυχογραφία, με επίκεντρο την ανερμάτιστα φιλόδοξη, μοιχό, δόλια Αγριππίνα, τον όμοια «δαιμονικό» γιο της Νέρωνα, τον ειλικρινή σύμβουλό του Βρεταννικό και το δόλιο Νάρκισσο. Ο Ρακίνας «ανατομεί» κυριολεκτικά το χαρακτήρα, τη ραδιουργική εξουσιαστική δίψα, την ανταγωνιστική σχέση αγάπης - μίσους Αγριππίνας και Νέρωνα, αναδείχνοντας μέσα από τη ζοφώδη σύγκρουσή τους τη σπίθα της βαθιά «θαμμένης» ανάγκης της μάνας για αγάπη από το παιδί της και του παιδιού για τη μητρική αγάπη (αγάπη που στερήθηκε ο ορφανεμένος από μικρός Ρακίνας). Το έργο παρουσιάζεται σε μια ενδιαφέρουσα, πολύ αξιόλογη παράσταση, μεταφρασμένο, σε μεικτό - δωδεκασύλλαβο και δεκαπεντασύλλαβο - ομοιοκατάληκτο στίχο (Ανδρέας Στάικος), με εξαιρετικό, λιτά και ευφάνταστα επιβλητικό σκηνικό (Γιώργος Γεωργίου), διακριτικά μεγαλόπρεπα κοστούμια εποχής (Δέσποινα Χειμώνα), ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Διονύσης Ευθυμιόπουλος). Η σκηνοθεσία των Πέτρου Νάκου - Μίνας Χειμώνα, χωρίς να υποτιμήσει τα ψυχογραφικά στοιχεία του έργου, επέλεξε μια μπρεχτικής επιρροής εξπρεσιονιστική ιστορικοποίηση του έργου, με την υπογράμμιση του κοινωνικού αιτίου του κακού, μέσα από εμφαντικές ερμηνείες των ηθοποιών. Εμφαντικές στο λόγο, στη στάση, στην κίνηση, στη χειρονομία. Εμφαντικότητα έντονα έκδηλη στις υπέρμετρα εκφραστικές ερμηνείες των Μίνας Χειμώνα, Πέτρου Νάκου, Νίκης Ιωαννίδου, λιγότερο στις ερμηνείες των Δημήτρη Αγορά, Στέργιου Ιωάννου, Σοφίας Καζαντζιάν, ενώ η πιο λιτή ερμηνεία είναι του Χρήστου Παγκαλιά.


ΘΥΜΕΛΗ

«Τριαντάφυλλο στο στήθος» από το «Θέατρο Τέχνης»

Το «Θέατρο Τέχνης» ανέβασε, στη σκηνή της οδού Φρυνίχου, το «Τριαντάφυλλο στο στήθος», το πιο λαϊκό (θεματολογικά και μυθοπλαστικά), το πιο «γήινο», πιο «υγιές» ψυχογραφικά και πιο αισιόδοξο έργο του μεγάλου Αμερικανού δραματουργού Τένεσι Ουίλιαμς. Ο Ουίλιαμς, έχοντας ταξιδέψει στη Σικελία, έχοντας νιώσει την ιδιαίτερη, ανεπιτήδευτη, «πρωτόγονη», περήφανη, σε όλα θερμόαιμη ιδιοσυγκρασία, τις ηθικές και πολιτιστικές παραδόσεις του απλού, φτωχού σικελικού λαού, που από ανάγκη ξεριζωνόταν ως μετανάστης στις ΗΠΑ, μπόρεσε να κατανοήσει και να πονέσει και τον βιοποριστικό αγώνα των μεταναστών στην ξενιτιά, και το δικαίωμά τους να διατηρήσουν τις «ριζιμιές» παραδόσεις τους, το 1948 έγραψε αυτό το έργο. Εργο, που ενώ δε λείπουν τα ανθρώπινα πάθη και βάσανα, οι «ήρωές» του δεν είναι ψυχικά «ερείπια», όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πρόσωπα των έργων του Ουίλιαμς, αλλά κόντρα στα ποικίλα βάσανά τους δίνουν και κερδίζουν τη μάχη της ελπίδας και της ζωής. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι μια νέα, «χυμώδης», γήινη, Σικελή μοδίστρα, μετανάστρια στον Αμερικανικό Νότο, μάνα μιας έφηβης και χήρα ενός χαρακτηριστικού μεροκαματιάρη φορτηγατζή Σικελού, στη μνήμη οποίου ορκίστηκε να μείνει πιστή εφ' όρου ζωής, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σικελικές παραδόσεις. Μόνη, παλεύοντας να μεγαλώσει την κόρη της, ξάφνου ανακαλύπτει ότι ο άντρας της, που τον λάτρεψε, την πρόδιδε με τη σχέση του με μια γυναίκα της νύχτας. Ομως, αυτή την «πληγή» της θα γιατρέψει η επίσης ξαφνική εμφάνιση ενός άλλου συμπατριώτη της, επίσης φορτηγατζή, ο οποίος έχοντας ανάγκη να αγαπηθεί και να συντροφευτεί γοητεύεται από αυτό το πηγαίο θηλυκό αλλά και το γοητεύει με τη σερνικάδα του, «εμφυτεύοντας» στο στήθος της, όπως της συνέβη και με τον άντρα της, το τριαντάφυλλο του έρωτα και ενός νέου παιδιού. Το έργο μεταφρασμένο εξαιρετικά από τον Ερρίκο Μπελιέ, με σκηνικά και κοστούμια Χρήστου Κωνσταντέλλου, μουσική Αρη Ζαράκα, φωτισμούς Ανδρέα Μπελλή, σκηνοθετήθηκε από την Μεξικάνα Εστέρ Αντρέ Γκονζάλες. Δε γνωρίζουμε το σκεπτικό ανάθεσης της παράστασης σε μια ξένη καλλιτέχνιδα. Η ξενικότητα δεν αποτελεί, ούτε επιτρέπεται να αποτελεί πρόβλημα στην τέχνη, αν υπάρχει γνώση, πρωτίστως του κύριου «οργάνου» του θεάτρου κάθε χώρας. Δηλαδή της γλώσσας, αφού θέατρο πρώτα και πάνω απ' όλα σημαίνει λόγος. Η παράσταση της Εστέρ Αντρέ Γκονζάλες «έντυσε» το έργο με ένα μεξικάνικης παράδοσης, φολκλορίζοντα λαϊκό εξπρεσιονισμό και με εντυπωσιοθηρικά εμβόλιμα ευρήματα τύπου του θεάτρου ποικιλιών. Η παράσταση έχει ενδιαφέρον, αλλά και πολλές αδυναμίες (αργορυθμία, υπερβολές, αχρείαστη φωνητική ένταση) και κυρίως αδούλευτο, δύσκαμπτο, επιτηδευμένο λόγο, καθώς η σκηνοθέτης αδυνατούσε να καθοδηγήσει την ερμηνεία σε μια άγνωστή της γλώσσα. Ακαθοδήγητοι, οι ηθοποιοί έκαναν ό,τι καλύτερο μπόρεσαν. Αξίζουν αναφοράς (με σειρά εμφάνισης) για τη φιλότιμη προσπάθειά τους: Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαργαρίτα Βαρλάμου, Μαρίνα Γαζεττά, Μαρίνα Καλογήρου, Γιώργος Καραμίχος, Κατερίνα Κουγιουμτζή, Θόδωρος Μπογιατζής, Μαίρη Μάνου, Θεοδώρα Σιάρκου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Αθηνά Τσιλήρα, Γιάννης Φίλιας, Γιώργος Χρανιώτης.


ΘΥΜΕΛΗ

«Ο σπιούνος των Βαλκανίων» στο «Πολιτεία»

Με το σενάριο του «Αντεργκράουντ» πρωτόδαμε τον αχαλίνωτο, συκοφαντικό για τη γιουγκοσλαβική εθνική αντίσταση, αντιπατριωτικό, αντικομμουνισμό του Σέρβου - γνωστού πολέμιου του Μιλόσεβιτς - δραματουργού Ντούσαν Κοβάσεβιτς και μετά τη διάλυση τη Γιουγκοσλαβίας, πρέσβη της Σερβίας στην Πορτογαλία... εις αναγνώρισιν των υπηρεσιών του προς τον ευρω-αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η αντικομμουνιστική μανία του Κοβάσεβιτς αποδείχτηκε και με τα έργα του «Ο επαγγελματίας» («Θέατρο Τέχνης»), «Ο Αγιος Γεώργιος σκοτώνει το δράκο» («Εθνικό Θέατρο») και τώρα με το έργο του «Ο σπιούνος των Βαλκανίων», από το νέο θίασο «Αλεξάνδρεια», στο θέατρο «Πολιτεία». Η αντικομμουνιστική δραματουργία του Κοβάσεβιτς χρονολογείται από παλιά και ανεμπόδιστα παιζόταν στην ενιαία Γιουγκοσλαβία. Κι ας πολεμούσε - πρωτίστως όλους, συλλήβδην, τους κομμουνιστές - το ...λιγοστό «σοσιαλισμό» της, εμφανίζοντάς το ως καθεστώς απάνθρωπου «σταλινικού» (!) καταναγκασμού, εξαπάτησης, μιζέριας, εξευτελισμού, παραλογισμού και αποβλάκωσης του λαού. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τα έργα του Κοβάσεβιτς πλασάρονται σκόπιμα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, συνεχίζοντας τις αντικομμουνιστικές υπηρεσίες τους. Κι ας είναι ανιστόρητες και φαιδρές, όπως στο «Σπιούνο των Βαλκανίων». Εργο του 1980, που παιζόταν επί δώδεκα χρόνια, παρότι γελοιοποιούσε το γιουγκοσλαβικό λαό. Γελοιοποιούσε το λαό - μέσω δύο προσώπων - εμφανίζοντάς τον ως βλάκα, αμόρφωτο, ψυχοδιανοητικά ανισόρροπο, θύμα και θύτη του «σταλινισμού» και «αντιαμερικανισμού» της Γιουγκοσλαβίας! Μόνο ένας διαστρεβλωτής της ιστορικής αλήθειας σαν τον Κοβάσεβιτς μπορούσε να «εφεύρει» τα περί «σταλινικής», «αντιαμερικανικής», «σοσιαλιστικής», τιτοϊκής και μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας και να εξευτελίζει τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους της χώρας του, μέσω του κεντρικού προσώπου του έργου, που τον πλάθει φουκαρά, ψυχοδιανοητικά διαταραγμένο, που το καθεστώς του δίδαξε την «προσωπολατρία» για τον Στάλιν (!) και τον «αντιαμερικανισμό» (!), τόσο που πρωτόβουλα κατασκοπεύει, μαζί με τον πάμβλακα αδελφό του και ενημερώνει την αστυνομία, τον καλό κι ευγενικό νοικάρη του, έναν Γιουγκοσλάβο μετανάστη στις ΗΠΑ, ο οποίος επιθυμεί να στήσει μια μικρή επιχείρηση ενδυμάτων στην πατρίδα του, «εμποδίζεται» από τη γραφειοκρατία και φρίττοντας από τη φρενοβλαβή κατάντια του γιουγκοσλάβικου λαού επιστρέφει στη «δημοκρατική» Αμερική. Αυτές τις αστειότητες ήρθε να μας «διδάξει» το έργο του Κοβάσεβιτς, με νοικοκυρεμένη, ρεαλιστική παράσταση (σκηνοθεσία Νίκος Μπουσδούκος, σκηνικά Λαμπρινή Καρδαρά, κοστούμια Ματίνα Φραγκάκη, μουσική Μάρω Θεοδωράκη), που πίστεψε τα... παραμύθια του Κοβάσεβιτς και με καλές ερμηνείες, που ανυποψίαστα υπηρετούν την ιδεολογική σκοπιμότητα του έργου, από τους Ουρανία Μπασλή, Βασίλη Βλάχο, Νίκου Γκεσούλη, Δώρα Βουκελάτου, Γιάννη Γλυμακόπουλο.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ