ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 11 Ιούνη 1997
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
3ο Η πιο μεγάλη και πιο επικίνδυνη απάτη

"Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα και απάτη από την άποψη ότι μπορεί ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος να μοιράσει ισότιμα τα βάρη ανάμεσα σε κράτος - εργοδοσία από τη μία και στους εργαζομένους από την άλλη",σημείωσε στη συνέχεια η Αλέκα Παπαρήγα. "Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απάτη από τις διακηρύξεις ότι μπορεί να γίνει ένας αμοιβαία ωφέλιμος συμβιβασμός. Είναι άποψη επικίνδυνη, ανιστόρητη, αβάσιμη και αντιεπιστημονική.

Δεν υπάρχει πιο μεγάλη, αλλά και πιο επικίνδυνη απάτη από τη θεωρία που υποστηρίζει ότι υπάρχει και ένας άλλος δρόμος που μπορεί να εξασφαλίσει δίκαιη κατανομή των εισοδημάτων, δίκαιη κατανομή της απασχόλησης και των κοινωνικών υπηρεσιών. Κανένας σ' αυτήν την αίθουσα δε μιλά ανοιχτά με τη θέση να πληρώσει ο λαός μόνο. Θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Ολοι σ' αυτήν την αίθουσα λένε ότι υπάρχει τρόπος να πληρώσουν όλοι, εργοδοσία και λαός μαζί, να γίνει δηλαδή δίκαιη κατανομή των βαρών. Βεβαίως, ούτε λόγος δε γίνεται για τον απίστευτο πλούτο που συσσωρεύεται σήμερα από την πλουτοκρατία. Ομως, ούτε ο πλούτος, ούτε τα βάρη μοιράζονται ισόμερα. Τέτοιες απόψεις πριν 200 και 300 χρόνια μπορούσε να τις υποστηρίξει ένας πολιτικός ή ένα κόμμα που ήταν οπαδός του πολιτικού ρομαντισμού, σήμερα όμως αυτές οι αυταπάτες δεν είναι ρομαντισμός, είναι σκέτη εξαπάτηση του λαού.

Η δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και των βαρών - επαναλαμβάνουμε - είναι επιστημονικά αβάσιμη στις δοσμένες συνθήκες που ζούμε. Ας πάμε προς στιγμή στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας και ας υποθέσουμε ότι υπάρχει θέληση να μοιραστούν ισότιμα τα βάρη. Μα αυτό σημαίνει ότι η πλουτοκρατία του τόπου, οι πολυεθνικές που τη λυμαίνονται θα χάσουν τεράστια κέρδη, θα αμφισβητηθούν σε τελευταία ανάλυση. Οι επιπτώσεις θα είναι ευρύτερες, γιατί μια τέτοια πολιτική θα έρθει κατάφατσα σε θέση σύγκρουσης με την ΕΕ. Δεν ξέρω κόμμα σ' αυτήν την αίθουσα, πλην του ΚΚΕ, που υποστηρίζει έστω φραστικά την ανάγκη κατά μέτωπο σύγκρουσης και αντίθεσης με τα κέρδη των καπιταλιστών και τα συμφέροντα των πολυεθνικών.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει πολιτική βούληση - πάντα στη σφαίρα της φαντασίας. Με ποιο τρόπο, π.χ., μπορεί να γίνει δίκαιη κατανομή των βαρών όταν το μεγάλο κεφάλαιο από τη φύση του αλλά και από το θεσμικό καθεστώς που ισχύει ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έχει ελεύθερα τα χέρια να ακυρώνει προς όφελός του κάθε εμπόδιο που τίθεται μπροστά του; Οταν μάλιστα κανένα κόμμα, πλην του ΚΚΕ, δεν το αμφισβητεί; Με ποιους μηχανισμούς και με ποια μέσα θα κάνετε το δήθεν δίκαιο μοίρασμα, με ποια κριτήρια; Από τη στιγμή που έχετε εθελοντικά απεμπολήσει κάθε δυνατότητα εθνικής ρύθμισης και παρέμβασης υπέρ των γενικότερων διεθνών ρυθμίσεων της ΕΕ. Για να μην υπενθυμίσουμε το ποιο σημαντικό: Με ποια κριτήρια και από ποιους θα καθοριστεί τι είναι δίκαιο για τον εργαζόμενο; Δε χρειάζεται και πολλή συζήτηση, μόνο να διαβάσει κανείς τι υποστηρίζει ο ΣΕΒ, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εφοπλιστών, που από το Λονδίνο ακόμα φροντίζουν να μοιράζουν συμπάθειες προς την κυβέρνηση και σε κόμματα της αντιπολίτευσης που υποστηρίζουν ότι το Μάαστριχτ είναι ανθρώπινο και μάλιστα μπορεί να γίνει ακόμα ποιο ανθρώπινο.

Ποιος θα κρίνει τι είναι δίκαιο για τους εργαζόμενους; Μήπως η κυβέρνηση και ο κ. Σημίτης που μιλά για απασχολήσιμους, για συντεχνίες, για τεμπέληδες και απροσάρμοστους, ή τα στελέχη της κυβέρνησης που συκοφαντούν και υβρίζουν τους απεργούς, δίνουν πράσινο φως στη Δικαιοσύνη να στέλνει 6.000 αγρότες στα δικαστήρια γιατί τόλμησαν να μιλήσουν για το δίκαιό τους";

Τα επικίνδυνα "γιατροσόφια" της ανεργίας

"Η ανεργία, π.χ., αναγνωρίζεται και επίσημα ότι δεν τιθασεύεται, ότι δεν οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους, δεν είναι εθελοντική. Αναγνωρίζεται ως μόνιμο φαινόμενο. Εμείς προσθέτουμε σε όλα αυτά τα σωστά που λέγονται, ότι η ανεργία δεν οφείλεται σε φυσικούς νόμους, αλλά είναι πολιτικό πρόβλημα, έχει άμεση και κατευθείαν σχέση με τη φύση και τη δράση του μεγάλου κεφαλαίου. Η ανεργία δεν έχει σχέση με κάποιους αριθμητικούς δείκτες, αλλά με πολύ βαθύτερους λόγους που συνεπάγονται και τους δείκτες. Ειδικά η ανεργία δεν παίρνει φάρμακο χωρίς αμφισβήτηση της γενικότερης πολιτικής από τα βάθρα της. Ο περίφημος διάλογος γίνεται, όχι για να διευθετηθεί η ανεργία, αλλά για να μοιραστεί και να γενικευτεί, μια θέση εργασίας να ανήκει περιοδικά σε 4,5,6 εργαζόμενους.

Πού έχει δίκαιο η κυβέρνηση και με αυτήν την έννοια επιβεβαιώνει τις θέσεις του ΚΚΕ.

Η κυβέρνηση έχει δίκαιο από την πλευρά της, όταν λέει η πολιτική της δεν μπορεί να αλλάξει, ότι δε δέχεται παρεκκλίσεις που οδηγούν στην αμφισβήτησή της. Εχει δίκαιο, με την έννοια ότι δε θέλει, άρα και δεν μπορεί να συγκρουστεί με τους νόμους της αγοράς, την πολιτική που γεννά κέρδη, συσσώρευση κεφαλαίων, δε θέλει και έτσι δεν μπορεί να συγκρουστεί με την ΕΕ, δηλαδή με τον εαυτό της. Δεν ανέχεται παρεκκλίσεις που θέτουν σε απειλή τα καπιταλιστικά κέρδη, το μέσο ποσοστό κέρδους. Σωστά η κυβέρνηση αντέδρασε στην κατάχρηση του επιχειρήματος - απάτη περί αριστερού Μάαστριχτ και λιγότερο δεξιού. Ολες οι προτάσεις που τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης κάνουνε για να γίνει ανθρώπινη δήθεν η σημερινή πολιτική, είναι ανεδαφικές και αναποτελεσματικές, και το γνωρίζουν καλά. Μόνο η πάλη με προοπτική την ανατροπή της σημερινής κατάστασης εκ βάθρων ανοίγει το δρόμο για φιλολαϊκές προσπάθειες και μέτρα.

Ολα τα άλλα γιατροσόφια, που εμφανίζονται και στο τραπέζι του διαλόγου, δεν έχουν καμία αξία, είτε αυτά εμφανίζονται ως μέτρα με μείγμα ολίγου Κέυνς και ολίγου Μαρξ, ολίγου New Deal και πλήρους φιλελευθεροποίησης της αγοράς. Η λύση δεν είναι να γυρίσουμε στο μεσοπόλεμο ή στην 10ετία του '50 και του '60, αλλά να φύγουμε προς τα εμπρός με πλώρη ριζικές πολιτικές αλλαγές σε αντίθεση και ρήξη με τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου".

Θα δώσουμε τη μάχη του άλλου διαλόγου μέσα στο λαό

"Τα στοιχεία που διαθέτουμε (πλαίσιο που καθορίζει η ΕΕ και η "Λευκή Βίβλος", η πείρα των άλλων χωρών - μελών της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη δοκιμασμένη κυβερνητική τακτική που προετοιμάζει το έδαφος)", συνέχισε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, "λένε πως ο διάλογος θα καταλήξει σε ένα κείμενο που θα επέχει τη θέση γενικής πολιτικής συμφωνίας, ένα κείμενο γενικόλογο, ώστε οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να ξεχωρίσουν την ήρα από το στάρι. Εχουμε άλλωστε συνηθίσει στη γνωστή πλαδαρή γλώσσα της κυβέρνησης, που λέει τα πράγματα τόσο γενικά, ώστε οι αμύητοι δεν μπορούν να ερμηνεύσουν. Σίγουρα όμως το κείμενο στις γενικές του γραμμές θα λύνει τα χέρια της κυβέρνησης να μην αφήσει τίποτε όρθιο από τις κατακτήσεις των εργαζομένων. Η τακτική της κυβέρνησης είναι ύπουλη, αλλά καθόλου πρωτόγνωρη.

Μέσω του φιλικού της Τύπου ρίχνει στη δημοσιότητα τα πιο σκληρά μέτρα, στη συνέχεια τα μαλακώνει κάπως, παίρνει το ένα πίσω - προσωρινά - για να επιβάλει όλα τα υπόλοιπα, στη συνέχεια ξαναρίχνει ένα νέο πακέτο, τραβάει ένα μικρός μέρος και πάει λέγοντας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν είναι και τόσο δογματική, κάτι παίρνει πίσω, εμείς λέμε το ελάχιστο, προκειμένου να επιβάλει το μείζον, το κύριο. Η κυβέρνηση, με ελεύθερα τα χέρια, στη συνέχεια θα μεθοδεύσει με τον καλύτερο γι' αυτήν τρόπο την εκπόνηση νομοσχεδίων, προεδρικών διαταγμάτων, βάσει των οποίων οι εργαζόμενοι θα μετατραπούν σε μια στρατιά σύγχρονων δούλων.

Δεν είναι καθόλου απίθανο κατά τη διάρκεια του λεγόμενου κοινωνικού διαλόγου να ζήσουμε σκηνές διαμάχης ανάμεσα στην εργοδοσία και τη συνδικαλιστική ηγεσία, ενδεχόμενα και αψιμαχίες ανάμεσα στην κυβέρνηση και την εργοδοσία ή την κυβέρνηση και τη συνδικαλιστική ηγεσία. Ομως η πολιτική συμφωνία μεταξύ τους γενικά δε θα χαλάσει.

Η ευθύνη βεβαίως δε βαραίνει μόνο την κυβέρνηση. Στη λογική του διαλόγου εθελοντικά έχει προσχωρήσει η ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος. Τις ευλογίες παρέχουν και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, με το γνωστό πλάγιο τρόπο, ναι στο διάλογο, αλλά πρέπει να δούμε τη διαδικασία. Λες και η διαδικασία καθορίζει τις αποφάσεις και όχι το γενικό πολιτικό πλαίσιο, οι συσχετισμοί, η γενικότερη στρατηγική.

Εμείς θα βλέπαμε τη διαδικασία διαλόγου σαν ένα πεδίο πάλης και παρέμβασης, μόνο στην περίπτωση που ξεκινούσε με ορισμένους όρους που διασφάλιζαν ένα πακέτο μέτρων εργατικών, λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, έστω και αν δεν ελπίζαμε ότι αυτή η διαδικασία θα βελτίωνε τη θέση και το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων.

Ποιους όρους προβάλλουμε:

α. Το σεβασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων όλων. Βεβαίως, κάποια κεκτημένα είναι ξεπερασμένα, γιατί σήμερα οι δυνατότητες και τα μέσα είναι πολύ περισσότερα ώστε οι εργαζόμενοι να ζουν καλύτερα. Κάποιες κατακτήσεις πρέπει να αντικατασταθούν με νέες κατακτήσεις σύγχρονες.

β. Δε νοείται να ξεκινά διάλογος και να ισχύουν αντιασφαλιστικοί και αντεργατικοί νόμοι, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Δεν αναφερόμαστε στο σύνολο των νόμων, που άλλωστε δεν πρόκειται να καταργηθούν παρά μόνο με την κατάργηση του ίδιου του συστήματος, αλλά σε εκείνους τους νόμους που ψηφίστηκαν από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ από το 1988 και μετά, ως σήμερα.

γ. Δε νοείται να διεξάγεται ο διάλογος κάτω από το κράτος αντιδραστικών, μέχρι και φασιστικής έμπνευσης, ιδεών και επιχειρημάτων, σύμφωνα με τις οποίες ένα δημόσιο σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών είναι άδικο και ξεπερασμένο, ότι το επωφελούνται μόνο οι λίγοι σε βάρος των πολλών. Οτι η κοινωνική πολιτική οφείλεται μόνο στους πιο εξαθλιωμένους και περιθωριακούς πολίτες, σε εκείνους δηλαδή που δεν έχουν τροφή και στέγη. Μια τέτοια κοινωνική αντίληψη βολεύει σήμερα την κυβέρνηση, αφού εύκολα μπορεί να κάνει κοινωνική πολιτική με ψίχουλα σε ανθρώπους που κινδυνεύουν να πεθάνουν άστεγοι και πεινασμένοι. Αυτήν την κοινωνική πολιτική των συσσιτίων και των καταυλισμών για άστεγους και πεινασμένους την απορρίπτουμε.

Και μόνο η συκοφαντική προπαγάνδα της κυβέρνησης για τα εργατικά και λαϊκά κεκτημένα, με στόχο να μετατραπεί η εργατική δύναμη σε ακόμα πιο φθηνό εμπόρευμα, είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς περί ποίου διαλόγου γίνεται λόγος.

Ρωτάμε ευθέως από πότε είναι όνειδος και ζημιά για μια χώρα να υπάρχουν λαϊκά κεκτημένα, μάλιστα σε μια κοινωνία όπως είναι η καπιταλιστική, που βασίζεται στην πιο σκληρή και απάνθρωπη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης; Επειδή η κυβέρνηση έχει τη δεδηλωμένη της άρνησης, επειδή και τα άλλα κόμματα και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν δεχτεί αυτήν την αρνητική κατάσταση, γι' αυτό και δε νομιμοποιούμε το διάλογο με καμία μορφή.

Το ΚΚΕ όμως δε θα είναι ο μεγάλος απών στη διαδικασία του λεγόμενου διαλόγου. Πέρα από τη Βουλή και τα άλλα όργανα που υπάρχουν, εμείς θα δώσουμε τη μάχη ενός άλλου διαλόγου μέσα στο λαό, με δημοσιότητα στις θέσεις και στις προτάσεις μας, με στόχο όχι μια απλή συζήτηση για τη συζήτηση, αλλά με στόχο τη συσπείρωση των εργαζομένων και την οργάνωση των αγώνων τους".

ΑΛΕΚΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ
Δώρο της κυβέρνησης προς την εργοδοσία ο "κοινωνικός διάλογος"

Το ρεαλιστικό είναι, σήμερα, να μη νομιμοποιήσουν οι εργαζόμενοι την έναρξη και τη συνέχισή του

Ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος ούτε κοινωνικός ούτε καν διάλογος είναι. Είναι ένα δώρο της κυβέρνησης προς την εργοδοσία. Δεν πρόκειται απλά γιαδιαδικασία, που πιθανά ή ενδεχόμενα να αποβεί σε βάρος των εργαζομένων, αλλά για μια ενέργεια που από το ξεκίνημά της στρέφεται κατά των εργαζομένων,τόνισε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, στο ξεκίνημα της παρέμβασής της χτες στη Βουλή. Ο "Ρ" παραθέτει στη συνέχεια ολόκληρη την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα.

"Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τη διαδικασία του λεγόμενου "πλαισίου κοινωνικού διαλόγου για την Ανάπτυξη, την Ανταγωνιστικότητα, και την Απασχόληση", προσβάλλεται βάναυσα η νοημοσύνη του ελληνικού λαού με το παραπλανητικό ερώτημα: "είσαι υπέρ ή κατά του διαλόγου"; Λες και ο διάλογος είναι αυτοσκοπός! Στις πιο πολλές περιπτώσεις μένει στο απυρόβλητο, για να μην πούμε και στο σκοτάδι των παρασκηνίων, ο πραγματικός στόχος του "διαλόγου", λες και ο διάλογος είναι μια διαδικασία ουδέτερη και άσχετη από τη γενική πολιτική που ακολουθείται στη χώρα μας και στην Ευρώπη γενικότερα.

Ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος ούτε κοινωνικός ούτε καν διάλογος είναι.Είναι ένα δώρο της κυβέρνησης προς την εργοδοσία.Δεν πρόκειται απλά για μια διαδικασία, που πιθανά ή ενδεχόμενα να αποβεί σε βάρος των εργαζομένων, αλλά για μια ενέργεια που από το ξεκίνημά της στρέφεται κατά των εργαζομένων. Αφετηρία και σκοπός είναι να νομιμοποιήσει μια νέα πιο άγρια αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική. Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι δραματικά σε βάρος των εργαζομένων, άρα και μόνο η συμμετοχή ή η ανοχή τον νομιμοποιεί.

Κατ' αρχήν αυτή καθεαυτή η διαδικασία, αν και περιέχει ορισμένα καινούρια στοιχεία, που υπαγορεύονται από τις ανάγκες της στιγμής, δεν αντιπροσωπεύει κάτι το καινούριο και το άγνωστο, ώστε να δικαιολογεί την αντίληψη "ας δούμε τι θα γίνει και μετά βλέπουμε". Το μετά θα είναι ήδη αργά, η παρέμβαση των εργαζομένων μπορεί να δώσει αποτέλεσμα πριν ξεκινήσει, πριν προχωρήσει, πριν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία.

Ο 20ός αιώνας έχει δώσει πλούσια πείρα μορφών κοινωνικού διαλόγου, δίνει ξεκάθαρη εικόνα για όποιον θέλει να μελετήσει την ιστορία, ποιον υπηρέτησαν και ποιον δυσκόλεψαν οι διάφοροι μηχανισμοί τριμερούς διαπραγμάτευσης (κράτος - εργοδοσία και συνδικάτα) ή διμερούς διαλόγου (εργοδοσία και συνδικάτα, πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι του κράτους - φύλακα αγγέλου της εργοδοσίας). Τα διάφορα όργανα διαλόγου και κοινωνικού συμβολαίου απέβλεπαν σε συγκεκριμένους στόχους: πότε να περικόψουν από τους εργαζόμενους κεκτημένα, άλλοτε να εξασθενίσουν τη διαπραγματευτική ικανότητα των εργαζομένων. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος χρησιμοποιήθηκε, για να επιβληθεί ένας συμβιβασμός σε βάρος των εργαζομένων. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στην πλούσια πείρα της 10ετίας του '50 και του '60, αλλά και των κατοπινών χρόνων σε χώρες που το συνδικαλιστικό κίνημα είχε μια ορισμένη δυναμική, όπως στη Σουηδία, την Αυστρία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία. Πραγματικά οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών, στην πρώτη γραμμή η σοσιαλδημοκρατία, ανήγαγαν σε επιστήμη την πολιτική του λεγόμενου κοινωνικού διαλόγου και των κοινωνικών συμβολαίων. Βεβαίως, θα ισχυριστείτε ότι στις χώρες αυτές οι κοινωνικές κατακτήσεις ήταν ανωτέρου επιπέδου από άλλες, σε σύγκριση π.χ. με τη χώρα μας.

Ναι ήταν. Οι κατακτήσεις αυτές δεν αποσπάστηκαν μέσω του λεγόμενου κοινωνικού διαλόγου, δεν παραχωρήθηκαν μέσα από μισθολογικές και γενικότερα κοινωνικές συμφωνίες. Κατακτήθηκαν μέσα από έντονες ταξικές και πολιτικές αναμετρήσεις, οξύτατες συγκρούσεις, που κατέληγαν σε διαπραγματεύσεις, αφού όμως το εργατικό και το γενικότερο λαϊκό κίνημα είχε κατακτήσει μια λιγότερη ή περισσότερο εύστοχη θέσης μάχης. Κατακτήθηκαν με το όπλο της πάλης, αλλά και της απειλής για νέες πιο σκληρές αναμετρήσεις. Αυτός ο δρόμος δεν έχει ξεπεραστεί, αντίθετα έχει την αξία του σήμερα. Μπορεί να χρειάζονται αναπροσαρμογές στην τακτική και τη στρατηγική του συνδικαλιστικού κινήματος, και χρειάζονται αναμφισβήτητα, γιατί η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται πιστά. Αξίζει επίσης να θυμίσουμε, γιατί είναι επίκαιρο, ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για να υπάρχουν πιο ριζοσπαστικές κατακτήσεις ήταν οι ψευδαισθήσεις και η έλλειψη επαγρύπνησης. Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει ότι μετά τις διάφορες συμφωνίες οι πρώτοι που κοίταζαν να τις παραβιάσουν και να τις απαρνηθούν ήταν το κράτος και η εργοδοσία.

Το ρεαλιστικό είναι, σήμερα να μη νομιμοποιήσουν οι εργαζόμενοι την έναρξη και τη συνέχιση του λεγόμενου κοινωνικού διαλόγου. Οχι μόνο να του γυρίσουν την πλάτη, αλλά να αναδείξουν με όλες τις μορφές και τους πρόσφορους τρόπους δράσης τα δικά τους αιτήματα ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΓΙΑ ΤΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ".

Ορκους πίστης στον περιβόητο κοινωνικό διάλογο ως προϋπόθεση για την ε

Ορκους πίστης στο διαβόητο "κοινωνικό διάλογο" ως προϋπόθεση για την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής συναίνεσης - δηλαδή της οικειοθελούς υποταγής των εργαζομένων στο δίκαιο των κεφαλαιοκρατών - έδωσαν χτες στη Βουλή ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και Συνασπισμός, κατά τη σχετική συζήτηση προ ημερησίας διάταξης σε επίπεδο αρχηγών, την οποία προκάλεσε με πρωτοβουλία του ο ΣΥΝ. Οι μόνες διαφορές που κατάφεραν να παρουσιάσουν μέσα στη συμφωνία τους τα τρία αυτά κόμματα ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα και το κυριότερο, για το θεαθήναι, για να τηρούνται δηλαδή τα προσχήματα κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση παραμένει αμετακίνητη στη λογική του διαβόητου προγράμματος "σύγκλισης" και στους στόχους του Μάαστριχτ.

Ο πρόεδρος του ΣΥΝ, Ν. Κωνσταντόπουλος, ζήτησε τη μονιμοποίηση του "κοινωνικού διαλόγου" και άσκησε κριτική στην κυβέρνηση ότι τον αξιοποιεί περιστασιακά.

Ο πρόεδρος της ΝΔ, Κ. Καραμανλής, χαρακτήρισε εξαιρετικής σημασίας τον "κοινωνικό διάλογο" για να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και συναίνεση, αφού, όπως τόνισε, η κοινωνική σύγκρουση θα είναι καταστροφική.

Σε αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλ. Παπαρήγα, η οποία σημείωσε ότι ο "κοινωνικός διάλογος" είναι δώρο της κυβέρνησης προς την εργοδοσία με αφετηρία και σκοπό να νομιμοποιήσει μια νέα πιο άγρια αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική. Ακόμη η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σημείωσε ότι οι κατακτήσεις των εργαζομένων ποτέ δεν αποσπάστηκαν μέσω του λεγόμενου κοινωνικού διαλόγου, αλλά κατακτήθηκαν με το όπλο της ταξικής πάλης.

Τέλος, ο πρόεδρος του ΔΗΚΚΙ, Δ. Τσοβόλας, τόνισε ότι ο "κοινωνικός διάλογος" είναι άλλοθι της κυβέρνησης για να περάσουν προειλημμένες αποφάσεις της ΕΕ σε βάρος των εργαζομένων.

Η ΧΤΕΣΙΝΗ ΠΡΟ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα και απάτη από την άποψη ότι μπορεί ο

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα και απάτη από την άποψη ότι μπορεί ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος να μοιράσει ισότιμα τα βάρη ανάμεσα σε κράτος - εργοδοσία από τη μία και στους εργαζομένους από την άλλη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απάτη από τις διακηρύξεις ότι μπορεί να γίνει ένας αμοιβαία ωφέλιμος συμβιβασμός. Είναι άποψη επικίνδυνη, ανιστόρητη, αβάσιμη και αντιεπιστημονική

Το ΚΚΕ δε θα είναι ο μεγάλος απών στη διαδικασία του λεγόμενου

Το ΚΚΕ δε θα είναι ο μεγάλος απών στη διαδικασία του λεγόμενου διαλόγου. Πέρα από τη Βουλή και τα άλλα όργανα που υπάρχουν, εμείς θα δώσουμε τη μάχη ενός άλλου διαλόγου μέσα στο λαό, με δημοσιότητα στις θέσεις και στις προτάσεις μας, με στόχο όχι μια απλή συζήτηση για τη συζήτηση, αλλά με στόχο τη συσπείρωση των εργαζομένων και την οργάνωση των αγώνων τους



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ