Στην τακτική του συνεδρίαση το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ συζήτησε τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, την πορεία της κυβερνητικής πολιτικής και τις συνέπειές της στους εργαζόμενους. Το ΠΓ κάνει τις εξής διαπιστώσεις:
Η ένταση της τρομοκρατίας και η θωράκιση του κράτους με νέους αυταρχικούς νόμους και μέτρα υποδηλώνει και την ανησυχία, που διακατέχει την άρχουσα τάξη και τους εκφραστές της, για τις θετικές διεργασίες που σημειώνονται μέσα στο λαό.Επιδιώκεται παράλληλα η αγανάκτηση και η δυσφορία να εγκλωβιστεί σε ανώδυνους για την αντιλαϊκή πολιτική δρόμους. Αυτό εκφράζει και η συκοφαντική επίθεση κατά του ΚΚΕ, ότι δήθεν θέλει να διαχωρίσει το λαό σε εχθρούς και φίλους, ότι αποτελεί παράγοντα ανασταλτικό στην πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας. Η ουσία της επίθεσης βρίσκεται στο γεγονός ότι η φωνή και η δράση του ΚΚΕ είναι διεισδυτική και προβληματίζει, καθώς το Κόμμα μας επιμένει να διαφωτίζει το λαό, να τον καλεί σε οργάνωση και αγώνα, να αποκαλύπτει το πραγματικό περιεχόμενο των προβληματισμών για τη λεγόμενη Κεντροαριστερά, στηριγμένο και στην πρόσφατη ευρωπαϊκή πείρα.
Τα αποτελέσματα της Διακυβερνητικής στο Αμστερνταμ επιβεβαιώνουν τη θέση του ΚΚΕ, ότι η λεγόμενη αναθεώρηση του Μάαστριχτ γίνεται σε ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Αυτό ακριβώς εκφράζεται στο "Σύμφωνο Σταθερότητας", στην ενσωμάτωση της Συμφωνίας του Σένγκεν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και σε άλλα μέτρα που κατέληξαν οι κυβερνήσεις των "15".
Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αποτελούν προσπάθεια εξαπάτησης του λαού. Η ΕΕ δεν είναι διατεθειμένη να εγγυηθεί ούτε τα σύνορα της Ελλάδας.
Το ΚΚΕ θα εντείνει τον αγώνα για να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, για να δυναμώσουν οι κινητοποιήσεις κατά των δεσμών που χαλκεύονται. Στα πλαίσια αυτά η ΚΕ του ΚΚΕ διοργανώνει ανοιχτή εκδήλωση στις 2 Ιούλη 1997 στην αίθουσα Συνεδρίων του Κόμματος, στον Περισσό.
Ο πρωθυπουργός και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έδωσαν ήδη το στίγμα της εντεινόμενης επίθεσης. Τις κατακτήσεις του κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών τις θεωρούν "κατεστημένα συμφέροντα". Η θέλησή τους να συγκρουστούν με αυτά υποδηλώνει την απόφασή τους να εντείνουν την αντιλαϊκή επιδρομή.
Ολα τα πραγματικά δεδομένα δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι έχουν να κάνουν με τη χειρότερη, την πιο επιθετική κυβέρνηση της τελευταίας 20ετίας.
Προκαλώντας τους εργαζόμενους, η κυβέρνηση δε διστάζει να ισχυριστεί ότι η πολιτική της αναβάθμισε το λαϊκό εισόδημα, ιδιαίτερα των φτωχότερων στρωμάτων, την ίδια στιγμή που η φτώχεια εξαπλώνεται, η ανεργία καλπάζει, το εισόδημα των μισθοσυντήρητων, των μεροκαματιάρηδων και των συνταξιούχων μένει καθηλωμένο, ενώ τα κέρδη των μεγαλοβιομηχάνων, των μεγαλεμπόρων και των εφοπλιστών αυξάνονται κατακόρυφα.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από την πορεία προς την ΟΝΕ.Θα βγουν διπλά και τριπλά χαμένοι.Τα δήθεν επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής, που η κυβέρνηση διαφημίζει αυτάρεσκα, δεν είναι παρά η βελτίωση των όρων δράσης του μονοπωλιακού κεφαλαίου, για να απομυζήσει ακόμα περισσότερα κέρδη. Η ανάπτυξη και η βελτίωση της παραγωγικότητας, που η κυβέρνηση έχει κάνει σήμα κατατεθέν της πολιτικής της, σηματοδοτούν τη δημιουργία μιας κοινωνίας που θα έχει θύματα τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων.
Αύξηση του εγχώριου προϊόντος, εάν και εφόσον επιτευχθεί, δε σημαίνει και ευημερία του λαού, όταν το μόχθο του τον καρπώνεται η οικονομική ολιγαρχία.
Ηδη βρισκόμαστε μπροστά σε ένα όργιο αυταρχισμού. Χιλιάδες αγρότες σύρονται στα δικαστήρια επειδή αγωνίστηκαν. Δεκάδες μέλη και στελέχη της ΚΝΕ διώκονται για αφισοκόλληση. Διάφοροι μηχανισμοί τρομοκράτησης και παρακολούθησης έχουν μπει σε ενέργεια.
Η εργοδοσία, με την κάλυψη της κυβέρνησης, απολύει, εκβιάζει - ιδιαίτερα τις εργάτριες - τρομοκρατεί, καταπατά ακόμα και διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Παράλληλα το ΠΑΣΟΚ, μαζί με τη ΝΔ, επικύρωσαν τη Συμφωνία του Σένγκεν, το ηλεκτρονικό φακέλωμα των εργαζομένων, όλου του λαού.
Σοβαρή στήριξη στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ προσφέρουν τα άλλα κόμματα, ιδιαίτερα η ΝΔ και ο ΣΥΝ, καθώς και οι πλειοψηφίες της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και άλλων δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η συμμετοχή τους στον "κοινωνικό διάλογο" τους καθιστά συνυπεύθυνους στη διάπραξη αντιλαϊκών έργων κατά της εργατικής τάξης.
Σήμερα χρειάζεται αντίσταση και αντεπίθεση εφ' όλης της ύλης στην κυβερνητική πολιτική. Οι αγώνες για επιμέρους αιτήματα, όσο κι αν είναι αναγκαίοι, θα φέρνουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, αν συνδέονται με την πάλη συνολικά κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Οι απαιτήσεις του λαού, των εργαζομένων, πρέπει να συμπυκνώνονται όλο και περισσότερο στο αίτημα: Τέρμα στα προνόμια και στην εξουσία των λίγων. Φτάνει πια η ανοχή στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, στα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά σενάρια. Τα πλατιά λαϊκά στρώματα έχουν σήμερα τις προϋποθέσεις να οργανώσουν την πιο πλατιά αντίστασή τους, να ανοίξουν το δρόμο της αντεπίθεσης, αλλά και να θέσουν πιο φιλόδοξους στόχους στην πορεία, στόχους που συνδέονται με την προοπτική της ριζικής ανατροπής των πραγμάτων. Καμιά κυβέρνηση μονοκομματική ή πολυκομματική δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί λύσεις υπέρ των εργαζομένων και ουσιαστικές αλλαγές, όσο αυτές κινούνται μέσα στη σημερινή στρατηγική. Μόνο μια εξουσία που εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων μπορεί να ανοίξει ένα διαφορετικό δρόμο. Μια εξουσία που εκπροσωπεί πραγματικά τα λαϊκά συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών.
Μια τέτοια ριζοσπαστική φιλόδοξη και ρεαλιστική προοπτική δίνει νόημα στον αγώνα γύρω από τα άμεσα και πιεστικά προβλήματα του λαού και του τόπου.