ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Αυγούστου 1997
Σελ. /40
ΚΕΝΗ
Καστοριά

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Επειδή μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια και όποτε βρω ευκαιρία όλο και κάποιο από αυτά πραγματοποιώ, έχω μόνιμα την επιθυμία να γράψω ένα ταξιδιωτικό ανάγνωσμα. Να γράψω, δηλαδή, μια ιστορία που να έχει ως θέμα της ένα ταξίδι. Ισως μια περιπέτεια, όπου να είμαι εγώ ο πρωταγωνιστής και μια περίεργη γεωγραφία να είναι το τοπίο της ιστορίας. Και μια τέτοια επιθυμία δεν ξεκινάει από την τάση μου να πρωταγωνιστώ σε εξωτικές δράσεις, ούτε να αποκτώ μέσα από το μύθο τις δυνατότητες ενός άλλου προσώπου που δε θα είμαι εγώ. Αντίθετα, ξέρω καλά πως το ταξίδι σού επιβεβαιώνει το ίδιο σου το πρόσωπο. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι σου το επαναλαμβάνει. Οταν ταξιδεύεις, με άλλα λόγια, αισθάνεσαι πως "διπλασιάζεσαι". Συνειδητοποιείς, ξαφνικά, πως δίπλα σε σένα, δίπλα στο πρόσωπο που συνήθισες να ζεις κάθε μέρα έρχεται να προστεθεί ένας άλλος, που δεν είναι άλλος παρά εσύ. Είσαι όμως άλλος, γιατί η συνείδησή σου πλημμυρίζει από άλλες εικόνες. Από ρυθμούς, χρώματα και γεύσεις που πρώτη φορά κυκλοφορούν μέσα σου και σου θυμίζουν. Σε αναγκάζουν να ανοίξεις το ημερολόγιό σου και να ξαναδιαβάσεις τις εντυπώσεις σου από μια επίσκεψη ενός μνημείο. Να ξαναδείς τις φωτογραφίες που βγήκες μαζί με το βαρκάρη που σε πέρασε στην απέναντι όχθη. Δεν έχει σημασία ποια όχθη. Κι αυτό είναι η "μυστική γοητεία των ταξιδιών": να μη θυμάσαι τις όχθες που πέρασες, ούτε τους δρόμους που περπάτησες. Να μη θυμάσαι το όνομα του πανδοχείου που κοιμήθηκες, ούτε το όνομα του φαγητού που δοκίμασες σε ένα βρώμικο καπηλειό στο λιμάνι της Αμβέρσας ή στον κεντρικό δρόμο του Τιαντζίν. Η κρυφή γοητεία των ταξιδιών είναι αυτή η δύναμη που σε αναγκάζει να μετατρέψεις τη μνήμη σου σε ένα κακέκτυπο ενός βιβλίου που διηγείται παράξενες ιστορίες και σε παραπέμπει σε περίεργα περιστατικά. Σε καθηλώνει μέσα σε σελίδες που ποτέ δεν μπορούσες να φανταστείς πως είχανε γραφεί από κάποιον άγνωστο συγγραφέα ή και από σένα τον ίδιο.

Θυμούμαι μια φορά που βρέθηκα στο Πακιστάν με μια αρχαιολογική αποστολή. Ημασταν πέντε από την Ελλάδα και δυο τρεις άλλοι, αρχαιολόγοι κι αυτοί, από πού δε θυμούμαι. Καθόμασταν ένα βράδυ έξω από το ξενοδοχείο μας στο Mohenjo Daro (το βουνό των νεκρών), όπου βρίσκονται τα ερείπια ενός από τους αρχαιότερους πολιτισμούς του Ινδού Ποταμού. Πιάσαμε, λοιπόν, κουβέντα και αρχίσαμε να μιλούμε για τα ερωτικά τραγούδια της περιοχής, που ένα από αυτά είχαμε ακούσει, πριν από λίγο. Μας το τραγούδησε, όπως θυμούμαι πολύ καλά, ένας γέρος τραγουδιστής, παίζοντας ταυτόχρονα μια μεγάλη παραδοσιακή εκτάρα(μονόχορδο όργανο) και δυο, επίσης παραδοσιακές, βίνες (φλογέρες). Ομολογώ πως η μελωδία του τραγουδιού δεν ήτανε οικεία για μας. Δεν πήγαινε μαζί, όπως λένε, με τα ακούσματά μας. Ο ήχος του ήταν οξύς και η φωνή του γέρου τραγουδιστή περίεργη. Λες και δεν έβγαινε από ένα συνηθισμένο ανθρώπινο στόμα. Τα λόγια όμως του τραγουδιού μάς φάνηκαν πολύ ενδιαφέροντα. Και γι' αυτά αρχίσαμε να συζητούμε. Ελεγε, λοιπόν, το τραγούδι, ο ποιητής που έγραψε τα λόγια του, δηλαδή, πως ένας καραβοκύρης είχε αγαπήσει μια ωραία γυναίκα. Είχε ωραία μάτια, μακριά μαύρα μαλλιά κι έτρεχε όλη τη μέρα εδώ και κει, να μαζεύει κανέλα και αρμπαρόριζα, για να του φτιάχνει γλυκά και άλλες νοστιμιές. Ο καραβοκύρης όμως, έλεγαν τα λόγια του τραγουδιού, δεν έδινε σημασία μ' όλ' αυτά που του ετοίμαζε η ωραία του ερωμένη, με τις κανέλες και την πιπερόριζα, με τα γαρίφαλα και τα μοσκοκάρφια. Ενα μόνο τον συγκινούσε, η αρμύρα της. Γιατί, λέει, δεν είχε γνωρίσει ποτέ στα μακρινά ταξίδια του μια γυναίκα που να είναι αλμυρή και όχι γλυκιά! Πάνω σε τούτα τα λόγια ξοδέψαμε το χρόνο μας. Και στο τέλος συμφωνήσαμε όλοι μαζί πως αυτό είναι ο μυστικός δρόμος για την ευτυχία: να βρίσκεις τη μοναδικότητα. Και το ταξίδι μ' αυτό σε πλουτίζει, με τη μοναδικότητα. Κι αυτή τη μοναδικότητα θες μετά να τη διηγηθείς και να μεταδώσεις, με όλες τις υπερβολές που σου επιτρέπει ο χρόνος και η απόσταση. Και μια τέτοια μοναδικότητα θα ήθελα να σας μεταδώσω με το σημερινό μου σημείωμα μα και με τα άλλα που θ' αφιερώσω σε ταξίδια που έχω κάνει.

Αρχίζω από την Καστοριά, όπου βρίσκομαι αυτή τη στιγμή και γράφω αυτά που γράφω. Βέβαια, ο λόγος που βρίσκομαι στην Καστοριά είναι η ανασκαφή που πραγματοποιούμε με το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στο Δισπηλιό, στο νότιο τόξο της λίμνης της Καστοριάς. Η ανασκαφή, ωστόσο, και οι βαρύγδουπες επιστημονικές συζητήσεις μας δε μου στέρησαν τη δυνατότητα να εντοπίσω πολύ γρήγορα τη μοναδικότητα αυτής της πόλης, τη λίμνη της. Μπορεί να φανεί υπερβολικό και σε πολλούς άλλους ερευνητές αυτού του χώρου αντιεπιστημονικό. Εγώ θα επιμείνω όμως. Θα επαναλάβω, δηλαδή, πως η "αρμύρα" αυτής της πόλης, όπως θα έλεγε και ο γεροτραγουδιστής του Mohenjo Daro, είναι η λίμνη της. Δεν είναι ούτε τα βυζαντινά της μνημεία, ούτε τα γουναράδικά της, ούτε τα στρατιωτικά νεκροταφεία του Εμφύλιου. Η λίμνη την προικίζει αυτή την πόλη. Το νερό. Πάνω στην ακύμαντη επιφάνειά της αντανακλάται και διπλασιάζεται. Πάνω στα κύματα της λίμνης, όταν φυσάει από το Βίτσι ή από το Γράμμο, συντρίβεται και χάνεται από προσώπου γης. Είναι μια πόλη, με άλλα λόγια, που είναι ζωγραφισμένη με νερομπογιές. Αναδύεται, δηλαδή, και ως ανθρώπινο σχήμα και ως καλλιτεχνικών πραγμάτων εικόνα από το νερό. Η σχέση νερού και πόλης, εδώ στην Καστοριά, δεν είναι μια τυχαία γεωγραφική σχέση. Με κανέναν τρόπο δε θα έγραφα ούτε θα συμφωνούσα μ' αυτούς που λένε πως την όμορφη αυτή πόλη την έφτιαξε έτσι ωραία ο θεός. Το νερό την έφτιαξε. Και έτσι που τη βλέπεις από μακριά να καθρεφτίζεται και να λικνίζεται με έναν περίεργο τρόπο, μέσα από το νερό την πλησιάζεις.

Οταν μπεις μέσα στην πόλη της Καστοριάς είσαι βέβαιος πως έχεις ενδυθεί ένα υδάτινο ρούχο. Μέσα σ' αυτό δένεσαι σφιχτά και προσπαθείς να εντοπίσεις ό,τι πιο "αρμυρό" σε συγκινεί, για να τελειώσεις μ' αυτό. Κι αν έχεις ακούσει το γέρο τραγουδιστή του Πακιστάν ή όποιον άλλον σου έχει τραγουδήσει την ιστορία του ερωτευμένου καραβοκύρη, σε αφανίζει μια τέτοια επιθυμία. Να πας σε μια γωνιά της λίμνης και να φυτέψεις τον εαυτό σου μέσα σ' αυτή τη μοναδικότητα της Καστοριάς: τη λίμνη της.

Η λίμνη την προικίζει αυτή την πόλη. Το νερό. Πάνω στην ακύμαντη επιφάνειά της αντανακλάται και διπλασιάζεται. Πάνω στα κύματα της λίμνης, όταν φυσάει από το Βίτσι ή από το Γράμμο συντρίβεται και χάνεται από προσώπου γης. Είναι μια πόλη, με άλλα λόγια, που είναι ζωγραφισμένη με νερομπογιές. Αναδύεται, δηλαδή, και ως ανθρώπινο σχήμα και ως καλλιτεχνικών πραγμάτων εικόνα από το νερό


Ενδιαφέρουσα μελέτη

Δημήτρη Κανελλόπουλου: "Γλώσσα και Επικοινωνία"

Οταν, μετά το 1986, χαιρέτιζα με ενθουσιασμό το βιβλίο του Δ. Κ. "Γλώσσα, λόγος, γραφή", ήταν για την πηγαία έκφραση ενός ανθρώπου που συνέχισε τις φοιτητικές του σπουδές στις φυλακές του μοναρχοφασιστικού μεταδεκεμβριανού κράτους και την προσπάθειά του να βοηθήσει τους "αγράμματους" συγκρατουμένους του, μαθαίνοντάς τους την ελληνική γλώσσα, που δε μας έμαθε το επίσημο ελληνικό σχολείο. Οι φυλακές για τους τυχερούς άτυχους της εποχής ήταν σχολείο ουσιαστικό. Και ανάμεσα σ' αυτούς, δάσκαλος ο συγγραφέας. Το αναλυτικό πρόγραμμα (έτσι λένε στην αργκό των παιδαγωγών της αστικής τάξης την ιδεολογική λογοκρισία), είναι εκτεθειμένο στο πιο πάνω βιβλίο, που δεν είναι όμως στοιχείο κοινωνικού ελέγχου, αλλά πρόγραμμα γλωσσικής εργασίας.

Αν σήμερα επανέρχομαι στο ίδιο θέμα με το "Γλώσσα και επικοινωνία" του Δ. Κ., που αποτελεί μια παραπέρα επεξεργασία εκείνου του θέματος, το κάνω γιατί μέσα στο βιβλίο ετούτο υπάρχουν καινούρια πράγματα, που είμαστε υποχρεωμένοι να τα επισημάνουμε. Ουσιαστικά το θεωρώ καινούρια μελέτη, όσο κι αν επαναλαμβάνει πράγματα που και κει έχουν ειπωθεί. Και για να μην πολυλογώ:

1. Βιβλίο που διαπραγματεύεται ένα τόσο μεγάλο επιστημονικό πρόβλημα, την ανάπτυξη της γλώσσας στην πορεία της ανθρωποποίησης του πιθήκου, την ανάπτυξη της επικοινωνίας, όταν γράφεται με κέφι και χιούμορ, με ειρωνεία και σπαρταριστές για επιστημονικό αφηγηματικό λόγο ατάκες είναι ευχάριστο και εύπεπτο.

2. Είναι μια πειστική διατύπωση της πορείας του ανθρώπου μέσα στην "ιστορία", από την εποχή του άλματος των ανθρωποειδών από τη φυσική στην κοινωνική ζωή. Παίρνει σαν δεδομένα τα στοιχεία του διαλεκτικού υλισμού και παρακολουθεί το ανάδεμα του νου και τη συνειδητοποίηση του ανθρώπου, στη σχέση του με τη φύση. Νους, γλώσσα και χέρι είναι η βασική παράμετρος της οργάνωσης της ζωής, στο ανώτερο μέχρι τώρα επίπεδό της, στον κοινωνικό άνθρωπο.

3. Αν είχα τη δυνατότητα ν' αξιοποιήσω αυτό το μελέτημα, θα το διασκεύαζα, για να το χρησιμοποιήσω σαν υπόδειγμα διδασκαλίας, στην προσπάθεια να παρουσιάσω μια πρακτική εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής. Κι αυτό όχι γιατί το θεωρώ το καλύτερο που έχω διαβάσει, αλλά και γιατί είναι ελληνικό(συνεπώς οικείο) και εκλαϊκευτικό. Δεν κάνει ανατομία.

4. Τα προβλήματα που θίγει είναι:

  • Το φωνητικό - ακουστικό σύστημα επικοινωνίας, το οποίο υπήρξε το πιο ευλύγιστο και δυναμικό σύστημα στην ανάπτυξη των ζωικών αισθήσεων, που γι' αυτό άλλωστε και επικράτησε, γιατί είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίζεται και από το δρόμο των άλλων αισθήσεων.
  • Απορρίπτει την ιδέα της "σύμβασης" στη γλώσσα, μια σοφή παρανόηση που ξεκίνησε από τη σοφιστική.
  • Δέχεται σαν βάση της γλώσσας κάποια κοινά φωνήματα, απάνω στα οποία αναπτύχθηκε, με τη διαδικασία της ονοματοποιίας (ταύτιση φωνήματος και πράγματος ή κατάστασης) και το συνδυασμό των φωνημάτων από τον οποίο, προέκυψε ο πλούτος των ιδεών της ανθρώπινης κοινωνίας.
  • Απορρίπτει, και πολύ λογικά, την έννοια της "μητέρας γλώσσας", που αποτελεί προβολή στο παρελθόν τρόπων, στάσεων και αντιλήψεων που ανήκουν στη μεταγενέστερη ταξικά διαρθρωμένη κοινωνική ομάδα. Αντίληψη που ενισχύθηκε από πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες το ενδοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.(Αριοι, ινδογερμανική ομοεθνία κ. ά.).

5. Η σωστή αντίληψη για την ανθρωποποίηση του πιθήκου όχι μονάχα σε μια μόνο ορισμένη περιοχή, αλλά σε πολλά σημεία και σε διάφορες εποχές (και πισωγυρίσματα ενδεχομένως) τον οδηγεί στον πειρασμό της ετυμολογίας. Δεν ξέρω πόσα από τα ετυμολογικά του στοιχεία στέκονται (αυτό πάντως δεν έχει μεγαλύτερη σημασία) και καθώς δεν είμαι ειδικός γλωσσολόγος ή κοινωνιολόγος, δεν έχω απόλυτη βεβαιότητα για μερικά πράγματα. Απάνω στην ετυμολογία των λέξεων κάθε γλώσσας έχουν γίνει πάμπολλες μελέτες.

Δεν είμαι σίγουρος αν ο επιλεκτικός τρόπος για ερμηνείες φαινομένων είναι ο πιο σωστός. Πάντως τα 14 παραδείγματα ετυμολογικής προσέγγισης έχουν χάρη. Το γιατί το καταλαβαίνει όποιος τα διαβάσει. Το έδαφος εδώ, πάντως, θέλει προσοχή.

6. Ωραία είναι η σκέψη του όταν, κλείνοντας τη μελέτη, αναρωτιέται ποιο είναι το μέλλον της επικοινωνίας, με το ερώτημα τι θα γίνει με τον άνθρωπο και τη γλώσσα. Τα ερωτήματα αυτά, λέει ο συγγραφέας, "δεν είναι αβάσιμα και ούτε ξέρουμε αν θα απαντηθούν ποτέ και σωστά... (γιατί) είναι η ζωή και όχι οι προφήτες που λύνουν τα προβλήματα... Ο άνθρωπος μαζί με τη γλώσσα αμφισβήτησε και αναίρεσε τον προανθρώπινο εαυτό του... (αλλά) ούτε θα ρωτηθεί ούτε θα είναι αυτός που θα απαντήσει... Πιστεύουμε πως είναι το "κέντρο του λόγου", στο οποίο ανήκουν οι πρωτοβουλίες. Τέλος:

7. Η βιβλιογραφική του τεκμηρίωση με έβαλε σε δοκιμασία (τον F. de Saussur τον περιποιήθηκε Μεσσηνιακά) και μου κίνησε τη διάθεση για εποπτική θεώρηση των πραγμάτων. Απ' αυτή τη δοκιμασία ας μην πούμε τι "βαθμό" βάζω στον εαυτό μου, αλλά για το συγγραφέα, έτσι για να μην είμαστε και υπερβολικοί να μην του βάλουμε "λίαν καλώς". (Εκδόσεις Β. Γιαννίκος)

Γιώργος Κ. ΜΩΡΑΪΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ