ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 30 Απρίλη 1996
Σελ. /40
ΚΕΝΗ
Ανάστημα πρώτου μεγέθους

"Εφυγαν ένας ένας. Περιμέναμε. Δεν ξαναγύρισαν. / Πώς γίνεται να συνηθίσεις σε τόσο χωρισμό";

("Αναπότρεπτο" από "Τα αρνητικά της σιωπής").

Ισως να φαίνεται οξύμωρο, που ένα κείμενο για τα 87 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου ξεκινά με στίχους του, που μιλούν για "αποδημίες". Ωστόσο, μέσα σ' αυτόν το γενικό ορυμαγδό, πολύ συχνά αισθάνεται κανείς όπως ο ποιητής, που, τα τελευταία χρόνια της ζωής του (μιας ζωής σημαδεμένης από θανάτους), έβλεπε τους φίλους του να "φεύγουν" ένας ένας. Αναστήματα πρώτου μεγέθους (ας σταθούμε στον Οδυσσέα Ελύτη) μας αποχαιρετούν και το κενό που αφήνουν πίσω τους είναι αδύνατον να αναπληρωθεί.

Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε επίσης ανάστημα πρώτου μεγέθους, και όχι μόνο ποιητής πρώτου μεγέθους. Η έννοια αυτή περικλείει κάτι πολύ πέρα και πολύ πάνω από την ποίηση, περικλείει μια στάση ζωής απαράμιλλη. Βέβαια, το έργο είναι αυτό που μένει. Ομως, το έργο έχει διαποτιστεί από την Πράξη του δημιουργού του, όπως συμβαίνει πάντοτε, και, σε πολλές περιπτώσεις, έχει υπαγορευθεί από αυτήν. Ταυτόχρονα, ο δημιουργός του ανήκει στη δική μας εποχή και ενδιαφέρουν ακόμα και άλλα στοιχεία, εκτός από το υλικό που μας παρέδωσε - για να μην πούμε πως υπάρχουν στοιχεία που ενδιαφέρουν πάντοτε, ή που πρέπει να ενδιαφέρουν. Κάτι θα ήξερε και ο παππούς Αισχύλος, όταν ζήτησε να γράψουν στην επιτύμβια στήλη του μονάχα ότι υπήρξε Μαραθωνομάχος.

Τι εντυπωσιάζει, λοιπόν, στον ποιητή που γεννήθηκε πριν από 87 Πρωτομαγιές στη Μονεμβασία της Λακωνίας; Πολλά, αναμφισβήτητα. Μα, θα πρέπει να σταθούμε σε μερικά από αυτά. Οχι κατ' ανάγκην στα κυριότερα, σε μερικά από τα κύρια, πάντως. Θα πρέπει, οπωσδήποτε, να ξεκινήσουμε από την ίδια την ποιητική του δημιουργία και να δούμε κάποιες παραμέτρους της. Την αφοσίωσή του σ' αυτήν, πρώτα απ' όλα. Με την έννοια του πάθους, αλλά και με την έννοια της ατέλειωτης χειρωναξίας. Να αναμετριέσαι με τις λέξεις ακόμα και στον ύπνο σου, να εξαντλείσαι παλεύοντας, να δοκιμάζεις αγωνίες (και μεγάλες χαρές) - ποιος μπορεί να πει ότι όλα αυτά είναι εύκολα; Ποιος, μετά την ολοκλήρωση του βίου του Γιάννη Ρίτσου, μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι η ποίηση είναι μια υπόθεση, που δε χρειάζεται μόχθο;

Η ποίηση δεν ήταν μονάχα η πεμπτουσία της ζωής του, υπήρξε και η πεμπτουσία της Αντίστασής του. Οσο κι αν ο ποιητής ήταν δρων πολίτης, ταγμένος από νέος να παλεύει για τα ιδανικά της Δημοκρατίας και ενταγμένος από τα νεανικά του χρόνια στο ΚΚΕ (όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του), ο κύριος όγκος της Αντίστασής του εναντίον της καταπίεσης και της ασχήμιας πέρασε από το έργο του. Βεβαίως και συμμετείχε, ως άλλος Αισχύλος, στη σύγκρουση του καιρού του με τη βαρβαρότητα - στην Εθνική Αντίσταση. Βεβαίως και η συμμετοχή του έγινε με έργα. Ομως, υπήρξε και ο Λόγος. Ο Λόγος που αθανάτισε όλον αυτόν τον ωραίο αγώνα, όπως και κάθε ωραίο αγώνα της εποχής μας, που προέτρεψε, που συνέγειρε, που παρακίνησε και τους άλλους να μην παραιτηθούν, να μην επαναπαυθούν. Ο Λόγος που συχνά τον τραγουδήσαμε σε ώρες δύσκολες, για να μας δώσει κουράγιο και που κάποιοι τον τραγούδησαν σε ώρες ακόμα δυσκολότερες, όταν ήταν δεσμώτες.

Είναι ένας Λόγος, που εξιστορεί τις πικρές περιπέτειες της πατρίδας, που στόχο του έχει να θυμίσει, αλλά και να παρηγορήσει - ποτέ όμως να δώσει ψεύτικη υπόσχεση. Από τα ερωτήματα που ακούγονται στη "Ρωμιοσύνη", φτάνουμε στη μεγάλη Εξοδο. Δείγμα από την πρώτη περίπτωση:

"Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταϊσεις τα όνειρα; / Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι, / τώρα που ο ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα/ σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;". Δείγμα από το δεύτερο: "Τότε. Μια πάλι αυτά τα πράματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά, / είναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα/ με την πικρή καλογνωμιά του ξενιτεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του/ και δεν τον γνωρίζουν μήτε οι δικοί του, / γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο/ κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο/ και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Αύριο, λέει. Κ' είναι σίγουρος/ πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού".

Η ποίησή του δεν υπάκουσε ποτέ σε καμιά απαγόρευση, όπως συνήθιζε ο ίδιος να λέει. Οσο ωραίο και ηρωικό όμως κι αν φαίνεται τώρα πια το ότι αναγκάστηκε πολλές φορές να αντιτάξει τους στίχους του στα όπλα βίας των αντιπάλων του, θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά οδυνηρό για τον ποιητή, όσο και γοητευτικό εξίσου. Ο Ρίτσος αγαπούσε τη δουλιά του και προφανώς θα ήθελε πολύ να μπορούσε να της αφοσιωθεί απερίσπαστος, παρακινημένος από άλλα εξωτερικά ερεθίσματα. Μικρό δείγμα από τις "Μαρτυρίες", το ποίημα "Μόνος με τη δουλειά του":

"Ολη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας αλύπητα/ τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο, / είταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα, / κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν είταν. Κοίταξε ολόγυρα. / Ερημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν. / Ακουσε πλάι του τ' άλογό του που λαχάνιαζε - / αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη η ράχη του. / Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει. / Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα, / είταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ' ένα τοπίο που έβρεχε".

Η αφοσίωση λοιπόν στη δουλιά του, η επιμονή του να βλέπει την ποίηση σαν ένα τρόπο μεταστροφής της δυστυχίας, της θλίψης, της ασχήμιας, σε ομορφιά, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό που προσπάθησε να εμφυτεύσει διά της Πράξης στους μεταγενέστερους. Ο έρωτάς του προς την Ομορφιά είναι κι αυτός χαρακτηριστικός. Ο Μαρξ έλεγε "τίποτα το ανθρώπινο δε μου είναι ξένο" κι ο Ρίτσος το εννοούσε. Τίποτα από όσα μπορεί να θαυμάσει ο άνθρωπος, απ' όσα μπορούν να τον κάνουν να αισθανθεί περισσότερο άνθρωπος, δεν τον άφηνε αδιάφορο. Τα μικρά, τα θαυμαστά μυστικά του Κόσμου, ήταν για κείνον μέρος του μεγάλου θαύματος που έβλεπε να συντελείται γύρω του. Ηταν αυτά, που πίστευε πως μπορούν να παρηγορήσουν τον Ανθρωπο για την κοινή μοίρα των θνητών, πως μπορούν να απομακρύνουν και εν μέρει να ακυρώσουν το θάνατο.

Μιλώντας για μια τόσο ανθρώπινη φιγούρα, δεν μπορεί κανείς να μην αναφερθεί και σε κάποια στοιχεία του χαρακτήρα, όπως η αξιοπρέπεια, η περηφάνια, η ευγένεια. "Η ανθρωπιά του ξεχείλιζε", θυμόταν η Ελλη Αλεξίου, ενώ η Διδώ Σωτηρίου δεν ξεχνά την τρυφερότητά του, τη στοργή με την οποία τύλιγε τους ανθρώπους γύρω του. Για την αξιοπρέπεια, την περηφάνια, αλλά και τη σεμνότητά του, χαρακτηριστικές είναι οι αφηγήσεις των συνεξορίστων του. "Δε γνώρισα στην εξορία κανένα μεγάλο ποιητή Γιάννη Ρίτσο", έλεγε ο Μάνθος Κέτσης. "Γνώρισα έναν στωικό συνεξόριστο, γεμάτο σεμνότητα", συνέχιζε.

Θα χρειάζονταν βιβλία επί βιβλίων, αν θέλαμε να μιλήσουμε με κάποιες αξιώσεις, τόσο για τον Ρίτσο, όσο και για το έργο του. Πρέπει να σταματήσουμε κάπου εδώ, όχι χωρίς ένα "υστερόγραφο" ωστόσο. Τα τελευταία χρόνια γυρίστηκε μια ταινία, με αφορμή ένα περιστατικό από τη ζωή του Πάβλο Νερούδα, το Il Postino ("Ο ταχυδρόμος") του Μάσιμο Τρόιζι. Οταν η ταινία είχε τελειώσει, η Τζούλια Ρόμπερτς κατέφτασε στους παραγωγούς με πέντε ποιητικές συλλογές του Νερούδα υπό μάλης και ζήτησε να διαβάσει ποίημα. Καθώς συνεχίστηκαν οι αιτήσεις από την Γκλεν Κλόουζ, τον Αντι Γκαρσία, τον Στινγκ, την Μιράντα Ρίτσαρντσον, ακόμα και από την Μαντόνα, οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να βρουν μια σολομώντεια λύση: Να βάλουν όλους αυτούς τους σταρ να διαβάσουν ποιήματα στο σάουντρακ που κυκλοφόρησε. Παρήγορο για την ποίηση και για μας. Για μη λέμε ότι όλα είναι μαύρα...

Αντιγόνη ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ