ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Μάη 1996
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αλλο παραγωγικότητα και άλλο εντατικότητα

Οι κάθε είδους υπηρέτες των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, στο οπλοστάσιο των επιχειρημάτων, που προβάλλουν για να δικαιολογήσουν την πολιτική της λιτότητας για τους εργαζόμενους, επικαλούνται και την ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας μέσω της εντατικοποίησης, δηλαδή την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Στα πλαίσια αυτά, φαίνεται ότι κινείται και το διεθνές "συμπόσιο" για την παραγωγικότητα

Οι όροι παραγωγικότητα - ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τείνουν να μετατραπούν σε ιερά σύμβολα για το σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο. Οι δύο αυτοί βασικοί δείκτες της οικονομίας προβάλλονται και αξιοποιούνται από τους κάθε είδους υπηρέτες του μεγάλου κεφαλαίου στρεβλά και κινδυνολογικά, με ένα και μοναδικό στόχο: Τη μεγιστοποίηση των καπιταλιστικών κερδών, μέσω της έντασης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.

Στα πλαίσια αυτά και στην εποχή της διεθνοποίησης των οικονομιών, της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και της πτώσης των προστατευτικών τελωνειακών συνόρων, υπουργοί της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων προβάλλουν κάθε λίγο και λιγάκι το επιχείρημα πως μια χώρα είτε θα πρέπει να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις στη διεθνή αγορά, είτε, διαφορετικά, θα αναγκαστεί να περιθωριοποιηθεί και να σβήσει.Η μόνη διέξοδος, η μόνη ελπίδα διαφυγής - μας λένε - είναι να αυξήσουμε την παραγωγικότητα, να γίνουμε περισσότερο ανταγωνιστικοί από τις άλλες χώρες, για να διατηρήσουμε τα μερίδια στη διεθνή αγορά.

Αυτά λένε και στρέφουν αυστηρά το βλέμμα τους προς τους εργαζόμενους, τους οποίους κατηγορούν ως υπεύθυνους για τη μικρή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται. Πρόκειται για απόψεις και θέσεις, που σκόπιμα συγχέουν την έννοια της παραγωγικότητας της εργασίας με αυτήν της εντατικότητας.Ψευδές είναι, επίσης, ότι η παραγωγικότητα στην Ελλάδα είναι μειωμένη. Ειδικά στο χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων, το εργατικό δυναμικό των οποίων έχει συνήθως υψηλότερη ειδίκευση σε σχέση με τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, παράλληλα με το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται πιο κοντά στις νέες τεχνολογίες, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει χρόνο με το χρόνο με υψηλούς ρυθμούς. Αυτό, άλλωστε, το αναγνωρίζουν έμμεσα και οι ίδιοι οι βιομήχανοι, καθώς τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, τα οποία αποτελούν δείκτη της εξέλιξης της παραγωγικότητας της εργασίας, τα τελευταία χρόνια αυξάνουν εντυπωσιακά.

Η έννοια "παραγωγικότητα της εργασίας"

Ο Κ. Μαρξ χρησιμοποιούσε τον όρο παραγωγικότητα της εργασίας, με την έννοια της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Σαν αλλαγή της παραγωγικότητας της εργασίας θεωρούσε κάθε αλλαγή στη διαδικασία της εργασίας, που "συντόμευε τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, έτσι που μια μικρότερη ποσότητα εργασίας αποχτάει δύναμη και παράγει μια μεγαλύτερη ποσότητα αξίας χρήσης".Με άλλα λόγια, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, σημαίνει αύξηση της παραγωγής των εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου, με σταθερή την ένταση της εργασίας του εργάτη.Χωρίς δηλαδή να είναι υποχρεωμένος ο εργάτης να ξοδεύει περισσότερη εργατική δύναμη στη μονάδα του χρόνου.

Ο ορισμός αυτός μπορεί να γίνει κατανοητός με το ακόλουθο παράδειγμα: Εστω ότι σε ένα εργοστάσιο κατασκευής σπίρτων, στη διάρκεια μιας εργάσιμης ώρας, παράγονται 10 κουτιά σπίρτων ανά εργάτη. Μετά από την εισαγωγή, όμως, νέας τεχνικής μεθόδου παραγωγής, ή λόγω καλύτερης οργάνωσης της εργασίας, στον ίδιο πάντα χρόνο εργασίας και χωρίς να αλλάξει η εντατικότητα της εργασίας, χωρίς δηλαδή να αναγκαστεί ο εργάτης να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια και να ξοδέψει περισσότερη εργατική δύναμη, αυξάνει η παραγωγή από 10 σε 15 κουτιά σπίρτα ανά εργάτη.Το αποτέλεσμα είναι, χωρίς να υπάρξει αλλαγή στη μονάδα του χρόνου και χωρίς ο εργάτης να καταβάλει μεγαλύτερο κόπο, να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας κατά 50%.

Η αύξηση της παραγωγικότητας εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες, όπως, για παράδειγμα: Πρώτον, η εισαγωγή νέας τεχνικής μεθόδου παραγωγής. Δεύτερον, η καλύτερη οργάνωση της παραγωγής. Τρίτον, η εξειδίκευση των εργατών, ώστε να χειρίζονται περισσότερο πολύπλοκα μηχανήματα κλπ. Η επισήμανση αυτή γίνεται, για να καταδειχτεί ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν έχει καμιά σχέση με το μισθό εργασίας.Αν ο μισθός εργασίας αυξηθεί ή μειωθεί, αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει καθόλου την παραγωγικότητα της εργασίας. Κι αυτό γιατί, αν δεν υπάρξουν οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία που αναφέρθηκαν παραπάνω, ο εργάτης, με μεγαλύτερο ή μικρότερο μισθό, θα συνεχίζει να παράγει τον ίδιο αριθμό εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου.

Οι θιασώτες της "ελεύθερης αγοράς" και διάφοροι κονδυλοφόροι, που προσφέρουν με το αζημίωτο τις υπηρεσίες τους στη μεγιστοποίηση των καπιταλιστικών κερδών, συγχέουν σκόπιμα την παραγωγικότητα με την εντατικοποίηση της εργασίας, δηλαδή την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων.Ετσι, προβάλλουν το επιχείρημα πως μισθοί και παραγωγικότητα συνδέονται άμεσα. Και επικαλούνται σαν παράδειγμα την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω των διαφόρων πριμ παραγωγικότητας. Μόνο, που στην προκειμένη περίπτωση έχουμε εντατικότητα και όχι παραγωγικότητα, αφού η παραγωγή περισσότερων προϊόντων στον ίδιο χρόνο εργασίας εξασφαλίστηκε με την κατανάλωση περισσότερης εργατικής δύναμης, που σημαίνει ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας.

Αυτό, λοιπόν, που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι υπεύθυνοι για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι αποκλειστικά οι βιομήχανοι και γενικά οι εργοδότες, μια και άνοδος της παραγωγικότητας σημαίνει, κατά κύριο λόγο, επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, κάτι που βέβαια δε γίνεται, μια και οι επενδύσεις την τελευταία 15ετία έχουν βαλτώσει.

Παραγωγικότητα και αξία εργατικής δύναμης

Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας στον καπιταλισμό έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης,την αύξηση της μάζας της παραγόμενης υπεραξίας και, κατά συνέπεια, οδηγεί στην άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης και των καπιταλιστικών κερδών.

Οπως είναι γνωστό, η εργατική δύναμη στο καπιταλισμό είναι εμπόρευμα, το οποίο σε διάκριση με τα υπόλοιπα εμπορεύματα έχει για τον εργοδότη μια θαυμαστή ιδιότητα: Να παράγει μεγαλύτερη αξία από την αξία αναπαραγωγής της. Και η αξία της εργατικής δύναμης, όπως και όλα τα υπόλοιπα εμπορεύματα, εξαρτάται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο που είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή της.Αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης σημαίνει ότι ο εργάτης για να ανανεώσει τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, ο οποίες εξαντλούνται στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, θα πρέπει να αγοράσει καταναλωτικά εμπορεύματα για τη δική του συντήρηση και της οικογένειάς του, να πληρώσει το ενοίκιο, τα δίδακτρα των παιδιών του, τα υπόλοιπα έξοδα, κάτι που αντικρίζεται στο μισθό του. Η αξία, δηλαδή, της εργατικής του δύναμης είναι ίση με την αξία των εμπορευμάτων που αγοράζει μια εργατική οικογένεια για τη συντήρησή της.

Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των παραγόμενων εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου. Και επειδή η αξία που μεταφέρεται στα νέα αυτά εμπορεύματα δε μειώνεται, αλλά μένει σταθερή, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας των εμπορευμάτων και, άρα, της τιμής τους. Η άνοδος της παραγωγικότητας οδήγησε σε μείωση της αξίας της τιμής των εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια, μειώνεται και η αξία της εργατικής δύναμης, η οποία αντικρίζεται στα συγκεκριμένα εμπορεύματα.

Ενα παράδειγμα: Το 1990 ένα εργάτης, για να αγοράσει εμπορεύματα αξίας 4.000 δραχμών, έπρεπε να δουλεύει 4 ώρες για τον εαυτό του και 4 ώρες για τον εργοδότη, ο οποίος αποσπούσε υπεραξία 4.000 δραχμών. Αν το 1996 - λόγω της ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας - η αξία των ίδιων εμπορευμάτων μειωθεί στις 3.000 δραχμές και ο εργάτης δουλεύει 3 ώρες για τον εαυτό του (για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης) και 5 ώρες για τον εργοδότη, τότε έχουμε αύξηση της μάζας της παραγόμενης υπεραξίας. Εχουμε, δηλαδή, μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, αφού η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας χρησιμοποιείται από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις για τη μείωση του αναγκαίου χρόνου που αντιστοιχεί στο μισθό εργασίας και την αύξηση του πρόσθετου χρόνου που αντιστοιχεί στην αύξηση της μάζας της υπεραξίας που καρπώνεται ο εργοδότης.

Αντί, όμως, η κυβέρνηση και οι μεγαλοεπιχειρηματίες να υιοθετήσουν το αίτημα των εργαζομένων για μείωση του υποχρεωτικού ωραρίου απασχόλησης στις 35 ώρες - αίτημα που προβάλλει και η ΓΣΕΕ - οργανώνουν "επιστημονικά" συνέδρια, ημερίδες και φιέστες για την παραγωγικότητα, με έναν και μοναδικό στόχο: Να συνεχίσουν την πλύση εγκεφάλου στους εργαζόμενους, ότι πρέπει να συνεχιστεί η πολιτική λιτότητας, και μάλιστα σε σκληρότερη έκδοση, επικαλούμενοι, τη μια, την ανάγκη να μη χάσει η Ελλάδα το τρένο για το Μάαστριχτ, την άλλη, την Οικονομική και Νομισματική Ενωση, τη "σταθεροποίηση και ανάπτυξη" κλπ. Αναζητούν, δηλαδή, την αύξηση της παραγωγικότητας, μέσω της εντατικοποίησης της εργασίας και του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Παρόμοιες θέσεις και απόψεις αναμένεται να διατυπωθούν την ερχόμενη βδομάδα σε δύο εκδηλώσεις που θα γίνουν στην Αθήνα, με στόχο να πειστούν οι εργαζόμενοι να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι για το καλό της οικονομίας.

Η πρώτη εκδήλωση είναι η ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ, που θα γίνει στο ξενοδοχείο "Χίλτον" την ερχόμενη Πέμπτη. Από το βήμα της συνέλευσης του ΣΕΒ - όπου θα παρελάσουν σύσσωμη η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση, ο πρόεδρος της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τραπεζίτες και άλλοι παράγοντες - οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι, που θα μιλήσουν, θα τηρήσουν την παράδοση και θα υποστηρίξουν, για μια ακόμη φορά, ότι η λιτότητα είναι αναγκαία και κάνει ...καλό στην οικονομία.

Η δεύτερη εκδήλωση θα είναι το "7ο Διεθνές Συμπόσιο Παραγωγικότητας", που διοργανώνεται από το ΕΛΚΕΠΑ στο "Χίλτον", στο διάστημα από 26 μέχρι 29 Μάη. Το συμπόσιο έχει σαν θέμα "Η παραγωγικότητα την εποχή της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας: Στρατηγικές - Προβλήματα - Προοπτικές" και, μεταξύ άλλων, θα μετέχουν εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης και "επιστήμονες κύρους" από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Και αυτό το "διεθνές συμπόσιο" - στο οποίο η συμμετοχή προϋποθέτει την πληρωμή ενός ποσού 80.000 δραχμές για τους συνοδούς και 180.000 μέχρι 220.000 για τους συνέδρους - αποσκοπεί στην προπαγάνδιση της πολιτικής λιτότητας για τους εργαζόμενους. Μακάρι να διαψευστούμε...

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ