ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Μάη 1996
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Βοήθεια, η κάθαρση!...

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Εμπρός, λοιπόν! Ηταν να μη δοθεί η διαταγή. Να μην αποφασίσουν οι "καλοί" να φάνε τους "κακούς". Να μην αποφασίσουν οι "ηθικοί" να κατατροπώσουν τους "ανήθικους". Μετά, τα άλλα - όπως γίνεται πάντα - ήρθαν από μόνα τους. Από προχτές, λοιπόν - πάλι - τα συνεργεία καθαριότητας βγήκαν στην πόλη. Το νερό, πάλι, φεύγει - σαν καταλύτης - από τις μάνικες με πίεση διαβολεμένη. Τα απορρυπαντικά, πάλι, αφρίζουν και ασπρίζουν. Τα σκάνδαλα, οπωσδήποτε - και αυτή τη φορά - θα καθαρίσουν. Η βρωμιά της μίζας θα παταχτεί, όπως πέρσι, πρόπερσι, χρόνια τώρα... Το σύστημα, όπως, ακριβώς, η πόρνη της Αγίας Γραφής, θα αυτοκαθαρισθεί! Και μεις - για το καλό μας - θα πρέπει να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, να μην παλαβώσουμε!

Να, λοιπόν, όπως επιθυμούν οι γραμμένες και οι άγραφες μοίρες, μια, ακόμα, κάθαρση συντελείται! Μια, ακόμα, εκστρατεία για την αποκατάσταση της λερωμένης - στο κατακούτελο - ηθικής βρίσκεται σε εξέλιξη! Μια, ακόμα, επιχείρηση αρετής πραγματοποιείται. Το ίδιο το σύστημα, κυρίες και κύριοι, το σύστημα με τις εφτά ψυχές, θα δώσει τη λύση. Δεν υπάρχουν αδιέξοδα στον καπιταλισμό. Ολα τα τρώει, όλα τα χωνεύει. Ολα τα αλέθει, αυτός, στο μύλο του και κάνει το μαύρο άσπρο και το αντίστροφο. Ζήτω, λοιπόν, το σύστημα των - σκοτεινών - εκπλήξεων. Ζήτω το σύστημα, που - στην ανάγκη - αλλάζει τρίχωμα και παραμένει, πάντα, το ίδιο. Ζήτω τα χρηματιστήρια, οι χρηματιστές και οι χρηματιζόμενοι. Ζήτω όσοι τα δίνουν και τα παίρνουν! Ζήτω και βοήθεια!

Και το παραμύθι - για τα μικρά παιδιά και για βλάκες - χρόνια τώρα, καλά κρατεί. "Εμείς που λερώνουμε εμείς και ξελερώνουμε". Μπορεί η ελεύθερη αγορά να γεννάει - καμιά φορά - σκάνδαλα, να τα βγάζει στον ήλιο να πάρουνε χρώμα, όμως όταν αυτά βρωμίσουν, όταν βγούνε - από λάθος ή από τις εσωτερικές αντιθέσεις - στην επιφάνεια, το ίδιο το σύστημα, τα βάζει στο πλυντήριο και τα καθαρίζει. Καλεί τους εισαγγελείς του, συστήνει - για κάθε περίσταση - εξεταστικές επιτροπές, γράφονται άρθρα, γίνονται στη Βουλή και στην TV συζητήσεις, και στο τέλος - οπωσδήποτε - απομένεται δικαιοσύνη! Ζήτω η αστική δημοκρατία, που "λερώνει, ψεκάζει, σκουπίζει, καθαρίζει".

Οι σκοτεινοί λογαριασμοί, οι σκοτεινές συμφωνίες, οι σκοτεινοί άνθρωποι. Οι μιζαδόροι, οι σκανδαλοδημιουργοί. Η επίσημη και η ανεπίσημη μεσιτεία. Και η αλητεία. Τα φερέφωνα των συμφερόντων. Η σάπια σαπίλα. Η μαύρη μαυρίλα. Οι εργολάβοι και οι δικολάβοι. Ολος αυτός ο στρατός της ρεμούλας. Ολος αυτός ο φασισμός. Ολοι αυτοί οι διαπλεκόμενοι και οι συμπλεκόμενοι. Ολα ετούτα, που κάθε τόσο μας αναστατώνουν την ανεργία μας. Ολα ετούτα, που μας ανακατώνουν τα άντερα... Ολες αυτές οι κορυφώσεις της αμαρτίας, θα πρέπει να το κατανοήσουμε, δεν είναι μέρος, είναι το ίδιο το σύστημα. Δεν είναι η κακή πλευρά του καπιταλισμού, είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός.

Αυτή η λαίλαπα δε διορθώνεται. Και πολύ περισσότερο δεν αυτοδιορθώνεται! Δεν είναι η κάθαρση το ζητούμενο για τους συμπλεκόμενους. Το ζητούμενο, γι' αυτούς, είναι ποιος σε βάρους ποιου θα κάνει την "κάθαρση". Σύγκρουση συμφερόντων έχουμε και όχι πάλι του "καλού" με το "κακό". Τέτοιες πολυτέλειες δεν επιτρέπονται στις μεγάλες συγκρούσεις. Δεν είναι "θρήσκος" ο καπιταλισμός. Αυτόν οι αμαρτίες - και οι κομπίνες - τον θρέφουν. Τα "μεγάλα έργα" του ελευθερώνουν τις φανερές - και τις κρυφές - επιθυμίες του. Του ανοίγουνε τις μεγάλες σιαγόνες και τις τσέπες του.

Το ίδιο το σύστημα και το "καλό" και το "κακό", ολόκληρο δηλαδή, μπαίνει σε κίνηση. Ο κόσμος των επιχειρήσεων, των τραπεζών, των αναθέσεων και των τοκογλύφων, ο κόσμος των θεμιτών και των αθέμιτων μέσων, ο φανερός και κρυφός υπόκοσμος, βγαίνει στο καθιερωμένο σεργιάνι του κι όποιον πάρει ο Χάρος. Τα άλλα, ότι, δηλαδή, ο "σερίφης της τάξης", της κάθαρσης και της αυτοκάθαρσης, θα έρθει και θα το λύσει το πρόβλημα, είναι ιστορίες για να συνεχίζεται η ζωή αναλλοίωτη. Για να 'χουμε, κάθε τόσο, όταν η βρώμα - από τις συγκρούσεις - θα έρχεται στην επιφάνεια, μια νέα "επιχείρηση αρετής". Μια νέα "κάθαρση". Μια νέα δόση νοθευμένης ηρωίνης στις φλέβες μας.


... και η Ειρήνη;

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Οταν είμαστε μικροί, κατεβαίναμε στο δρόμο με μια φέτα ψωμί στο χέρι, πότε στρωμένη με σάλτσα κι από πάνω λίγο λάδι και πότε με ζάχαρη και λίγο νερό από πάνω, για να μη μας την παίρνει ο αέρας. Φορούσαμε κοντά παντελόνια, όπου κρύβαμε στις βαθιές μας τσέπες από τη μια μεριά τη σφεντόνα και από την άλλη την πάνινη μπάλα, φτιαγμένη με τα κουρέλια που κλέβαμε από το ξύλινο σεντούκι της γιαγιάς μας. Και κείνη φώναζε, μας καταριόταν, μας απειλούσε πως, όταν γυρίσουμε σπίτι, θα μας "κόψει τα πόδια".

Από τους άλλους δρόμους ακουγόταν η φωνή του κυρ Μιχάλη, που πουλούσε "...καναζίνα για τ' άσπρα ρούχα σας...", του κυρ Αιμίλιου που μοίραζε από τα ξημερώματα γάλα με τα δυο απαστράπτοντα γκιούμια του και πότε πότε του Θανάση του Κόντρα, του καρβουνιάρη, που είχε γεμάτα τ' αυτιά και τα ρουθούνια του καρβουνόσκονη. Πιο σπάνια, ακουγότανε η φωνή του Κανέλου που πουλούσε δαδί για προσάναμμα. Αυτή την ιλαρή συμφωνία των φωνών των παιδικών μας δρόμων τη συμπλήρωνε ο Κούτος Πότης, ο λούστρος. Αυτός καθότανε κάτω από την ακακία μας, μάζευε τα άβαφα παπούτσια γύρω του και ψιλοτραγουδούσε τους δικούς του αμανέδες. Με δικά του λόγια, δικούς του ήχους και από τα μισόκλειστα μάτια του να τρέχουν τα δάκρυα της προσφυγιάς και των κατατρεγμών. Πιο κάτω από το δρόμο μας, περνούσε ένα ρέμα και δίπλα από το ρέμα κατηφόριζε η μάντρα του Γ Σώματος Στρατού, "εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης" και τα λοιπά. Κάθε πρωί, όταν δεν είχαμε σχολείο, περνούσαμε το ρέμα, σκαρφαλώναμε τη μάντρα και κάναμε χάζι με τους νεοσύλλεκτους, που εκπαιδεύονταν, για να είναι έτοιμοι, να ξέρουνε δα πώς θα βάζουν την ξιφολόγχη στην κάννη του "λι έμφιλ", πώς θα τρυπούνε την κοιλιά του εχθρού φωνάζοντας "ντο" και στο τέλος, κατά το μεσημεράκι, πώς θα μπαίνουνε στη γραμμή με την καλογυαλισμένη τους καραβάνα για το εθνικόφρον συσσίτιο: φασολάδα και ολίγες ελιές, γεμάτες δάκο του κερατά!

Και το βράδυ; Αχ, εκείνο το βράδυ! Ο Σείριος απαστράπτων και υπερήφανος, πιο κάτω η Κασιώπη με τα πόδια ανάποδα, μπηγμένα στη μαύρη κουρελού του ουρανού. Στο νοτιά, ο Αρίων να δείχνει το δρόμο στους ναυτικούς που περνούν τον τροπικό του Αιγόκερω και ταξιδεύουν ανύποπτοι για τις θάλασσες της Μαλαισίας. Τελευταίος ο Πολικός Αστέρας, στην άκρη της Μικρής Αρκτου. Τον κοιτάζαμε με τις ώρες, μέχρι να πονέσει ο σβέρκος μας και να παραπατάμε, μαγεμένοι από το μάθημα της αστρονομίας, που είχε αναλάβει ο Καραμπίνας, ΕΠΟΝίτης με τ' όνομα. Με τον πατέρα του στο Γεντί Κουλέ και τη μάνα του στις φυλακές της Κασσάντρας. Ηρθε, όμως, μια Δευτέρα με το Μάη προχωρημένο. Μόλις είχε πέσει το σούρουπο, από τα ταβερνάκια του Σέιχ Σου κατηφόριζαν οι μουσικές "Ο Πάρις να γινόμουνα να 'κλεβα την Ελένη/ να 'φηνα το Μενέλαο με την καρδιά καμένη..." και μέσα στις αυλές της γειτονιάς μας να κυκλοφορούν οι μυρωδιές του φρεσκοκομμένου καρπουζιού και της ζαχαρωμένης ντομάτας. Από τη γωνία φάνηκε το κεφάλι του Γιωργάκη, χαφιέ περιβόητου, ταγματασφαλίτη με παράσημο, από πίσω, χωρίστρα στα μαλλιά και γυαλισμένες τις τρίχες με "μπριγιόλ".

- "Φσιτ", έκανε με κλειστά χείλια και με το μαύρο του το δάχτυλο έδειξε τον Καραμπίνα. Αυτός σηκώθηκε, τράβηξε το παντελόνι του προς τα πάνω, όπως το συνήθιζε, πριν αρχίσει το μάθημα της αστρονομίας, χτύπησε τρυφερά στην πλάτη την αδελφή του, τη Μάρω, κι έφυγε.

- "Θα γυρίσω", είπε. Δε γύρισε, όμως. Από εκείνο το βράδυ, που έλαμπε ο Σείριος και η Κασιώπη έμπηγε τα πόδια της στη μαύρη κουρελού του ουρανού, δεν τον ξαναείδε κανείς.

Ετσι περνούσαμε την Ειρήνη των παιδικών μας χρόνων: με τους χαφιέδες να παραφυλάνε στη γωνία, τις μανάδες κλεισμένες στις αγροτικές φυλακές και τους πατεράδες να αναστενάζουν πίσω από σιδερωμένα παράθυρα. Με τσιγάρο εφημερίδα και ένα βαθύ δάκρυ ανακατεμένο με αίμα να κατηφορίζει από τα σκαμμένα, αξύριστα μάγουλα και να πέφτει αζήτητο πάνω στο κατουρημένο χώμα, στα τρυπημένα από τη φάλαγγα πόδια. Δάκρυ του βάσανου, μεγάλο δάκρυ, που ούτε στεγνώνει ούτε ανθίζει ούτε ξεχνιέται!

Υστερα ήρθε η άλλη Ειρήνη, στα μέσα του σχολείου. Γύρω γύρω τα μαύρα κάγκελα, από πάνω ο γυμνασιάρχης, στο άλλο γραφείο ο θεολόγος, γεμάτος κακία και ιδρωτήρια στο βρώμικο λαιμό του. Στην αυλή, με τη σφυρίχτρα στο χέρι, ο γυμναστής. Συνταξιούχος χωροφύλακας, χαφιές κατ' εξακολούθησιν και δυνάμει βασανιστής. Ενα πρωί, φώναξε τον πατέρα μου στο σχολείο.

"Να τον προσέχεις τον κανακάρη σου", του σφύριξε στ' αυτί. "Εγώ αυτά δεν τα σηκώνω". Ηρθε ο πατέρας μου στο σπίτι, κατουρημένος από το φόβο. Πήρε τη μάνα μου στην κουζίνα και της έμπηξε τις φωνές. "Εσύ φταις", ακούσαμε να της λέει, "τους έδωσες θάρρος και τώρα άντε να τους μαζέψεις. Ο γυμναστής μού το είπε ξεκάθαρα. Δεν εγγυάται για τίποτε". "Μωρ' τι μας λες", απάντησε η μάνα μας, "...δεν κοιτάει να μαζέψει το γιο του το φασίστα και τα βάζει με τα δικά μας τα παιδιά". Εμείς με τον αδερφό μου τρέξαμε κάτω από τη βερικοκιά του μπαξέ μας και το ρίξαμε στο διάβασμα. Διάβαζα τη "Φαμπιόλα" τότε. Μου άρεσε ιδιαίτερα το κομμάτι, όπου τον Λικίνιο Σεβήρο τον κατασπαράσσουν τα λεοντάρια και τότε ανοίγουν οι πόρτες του στρατοπέδου και ξεχύνονται τα μικρά παιδιά της Ανατολής, άλλα με σπασμένα χέρια και άλλα με μάτια βγαλμένα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, οι Αμερικανοί στρατιώτες μοιράζουν σοκολάτες και "marlboro". Πού να θυμούμαι, βέβαια, αν το κομμάτι αυτό είναι από τη "Φαμπιόλα" ή από άλλο βιβλίο! Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε!

Και τώρα η τρίτη Ειρήνη. Στο στάδιο συναυλία. Οι ποιητές διαβάζουνε ποιήματα. Οι επιτροπές της ειρήνης πουλάνε κουπόνια. Οι δύσπιστοι μετράνε κεφάλια. Μια πορεία, όχι όπως τότε, παλιά, τρώει το δρόμο, φωνάζει συνθήματα, λέει τραγούδια. Οι φωνές είναι αδύνατες, οι φτέρνες πάνε μια μπρος και δυο πίσω. Και μέσα στον οισοφάγο, ένα παγωμένο "κουρσούμι" ανεβοκατεβαίνει. Μου κόβει την ανάσα, μου κόβει την όρεξη, στο τέλος πυρώνεται και πέφτει βαθιά μέσα στο άδειο μου στομάχι. "Γιατί;", αναρωτιέμαι. Τώρα που λιγόστεψαν οι χαφιέδες και οι γυμναστές δεν είναι απόστρατοι χωροφύλακες και δυνάμει βασανιστές, τώρα που το "Γεντί Κουλέ" είναι κέντρο πολιτισμού και οι μανάδες γύρισαν από τις αγροτικές φυλακές, γιατί να τρεμοσβήνει πάλι η Ειρήνη, μπηγμένη βαθιά στη μαύρη κουρελού του ουρανού; Γιατί οι φαντάροι πίσω από τις μάντρες να φωνάζουνε "ντο" και να τρυπούνε τις κοιλιές των "εχθρών", έτσι, για να είναι έτοιμοι να υποδεχτούν τον Λικίνιο Σεβήρο, που, όπως φαίνεται, δεν τον κατασπάραξαν την ώρα που έπρεπε τα λιοντάρια;

"Γιατί;", αναρωτιέμαι. Τώρα, που λιγόστεψαν οι χαφιέδες και οι γυμναστές δεν είναι απόστρατοι χωροφύλακες και δυνάμει βασανιστές, τώρα που το "Γεντί Κουλέ" είναι κέντρο πολιτισμού και οι μανάδες γύρισαν από τις αγροτικές φυλακές, γιατί να τρεμοσβήνει πάλι η Ειρήνη;



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ