ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Μάη 1996
Σελ. /48
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΞΙΚΟ
Δρομολογείται ιδιωτικοποίηση του πετρελαϊκού κλάδου

Ο Μεξικανός Πρόεδρος Ερνέστο Ζεντίλιο έχει δρομολογήσει την ιδιωτικοποίηση της κρατικής εταιρίας πετρελαίου PEMEX, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο τις σοβαρότερες κοινωνικές συγκρούσεις από την εξέγερση στην πολιτεία Τσιάπας το Γενάρη του 1994.

Στις αρχές, πριν από εξήντα χρόνια, κηρύχτηκε απεργία. Οι ξένες μεταφορικές εταιρίες αρνούνταν να καταβάλουν στους Μεξικανούς εργάτες τους ίδιους μισθούς όπως στους Αμερικανούς και Βρετανούς υπαλλήλους τους. Επειδή δε διαφαινόταν ειρηνική επίλυση της διένεξης, ο τότε Πρόεδρος της χώρας διέταξε την εθνικοποίηση του πετρελαίου. Από τότε θεωρείται το παραπάνω διάταγμα κάτι σαν η "δεύτερη κήρυξη της ανεξαρτησίας" της χώρας.

Από την αρχή της δεκαετίας του '80, κάτω από την πίεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), όλο και πιο έντονα έμπαινε το θέμα της ιδιωτικοποίησης της βιομηχανίας πετρελαίου. Ομως, η PEMEX δεν είναι μόνο η παραδοσιακή πηγή συναλλάγματος για το Μεξικό, αλλά και εγγύηση και σύμβολο για μία ανεξάρτητη, από τις ΗΠΑ, ανάπτυξη. Πολιτικά, λοιπόν, δεν ήταν δυνατόν, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να "περάσει" η πώλησή της.

Οταν το Δεκέμβρη του 1994 η μεξικανική οικονομική κρίση πήρε καταστροφικές διαστάσεις, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Ζεντίλιο έβγαλε, τελικά, από τα συρτάρια του τα σχέδια ιδιωτικοποίησης. Μέρος της εταιρίας έπρεπε να πουληθεί με στόχο την εξυγίανση του κρατικού προϋπολογισμού, όπως ειπώθηκε. Και όταν, με την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και του Ζαπατίστικου Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (EZLN) το Φλεβάρη του ίδιου χρόνου, η σοβαρότερη εσωτερική σύγκρουση έπαιρνε περίπου τη μορφή που είχε υπολογιστεί, ο Πρόεδρος Ζεντίλιο ανακοίνωσε συγκεκριμένα βήματα για την ιδιωτικοποίηση της PEMEX.

Η διένεξη κλιμακώθηκε όταν οι Ινδιάνοι της πολιτείας Ταμπάσκο έκαναν κατάληψη των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εκμετάλλευση των πηγών τους και για την οικολογική καταστροφή της περιοχής τους, που προκάλεσε η PEMEX. Το 37% της μεξικανικής παραγωγής πετρελαίου προέρχεται από την περιοχή του Ταμπάσκο, ενώ το 61% του πληθυσμού αυτής της πολιτείας ζουν σε φοβερή φτώχεια. Η πολιτεία αυτή έχει υποστεί στο ένα τέταρτο της έκτασής της ανεπανόρθωτες οικολογικές ζημιές.

Ενώ η κυβέρνηση, παραβιάζοντας το Σύνταγμα, έστειλε στην περιοχή μονάδες στρατού και Αστυνομίας για να επαναφέρουν την τάξη, τα συνδικάτα των εργατών στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και το αριστερό κόμμα της αντιπολίτευσης "Κόμμα της Δημοκρατικής Επανάστασης" (PDR) παρείχαν την υποστήριξή τους στους Ινδιάνους και επέκτειναν τον αποκλεισμό των πετρελαϊκών πηγών. Η κυβέρνηση, σε μία επίδειξη δύναμης, διέταξε στρατό και Αστυνομία να προχωρήσουν σε συλλήψεις. Οι τελευταίοι, ξεπερνώντας τις διαταγές της κυβέρνησης, προχώρησαν ακόμα παραπέρα και εκτός από τους 100 και πλέον συλληφθέντες, υπήρχαν πολλοί τραυματίες, μεταξύ των οποίων και βουλευτές του PDR. Το Κοινοβούλιο ήρε τη βουλευτική ασυλία του Ερνάντες, βουλευτή του PDR, ώστε να καταστεί δυνατή η παραπομπή του στη Δικαιοσύνη.

Ωστόσο, η αντιπολίτευση δεν πτοήθηκε. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να απελευθερώσει τους διαδηλωτές που είχαν συλληφθεί και να διατάξει την απόσυρση του στρατού και της Αστυνομίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα υπάρξει νέος κύκλος διαπραγματεύσεων για τα σχέδια ιδιωτικοποίησης, καθώς και προγράμματα αρωγής όσον αφορά την περιβαλλοντική προστασία της περιοχής του Ταμπάσκο. Μία μέρα νωρίτερα, όμως, ο υπουργός Ενέργειας, Ερόλες, παρουσίασε ένα σχέδιο 12 σημείων για την ιδιωτικοποίηση και του πετροχημικού κλάδου. Οι κοινωνικές συγκρούσεις, λοιπόν, σ' αυτήν τη μακρινή γωνιά του κόσμου δε φαίνεται να καταλαγιάζουν, αλλά, μάλλον, να κλιμακώνονται.

Γ. Καρ.

ΙΤΑΛΙΑ
Κατευθύνσεις και προοπτικές της νέας κυβέρνησης

Μετά τη νίκη της "Ελιάς" (πολιτικο-εκλογική συμμαχία μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (PDS), του Λαϊκού Κόμματος, των Πρασίνων (και άλλων λαϊκών και σοσιαλιστικών δυνάμεων) και του Κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στις πολιτικές εκλογές της Ιταλίας, στις 21 Απρίλη, σχηματίστηκε τελικά η νέα ιταλική κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς, μία κυβέρνηση στην οποία δε θα μπούνε οι κομμουνιστές, αλλά θα στηρίξουν με την ψήφο τους στο Κοινοβούλιο.

Την Παρασκευή 17 Μάη οι υπουργοί και ο νέος πρωθυπουργός ορκίστηκαν στον Πρόεδρο, Οσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο, πίστη στη δημοκρατία.

Ο πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (αρχηγός της κυβέρνησης) είναι ο Ρομάνο Πρόντι, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, πρώην χριστιανοδημοκράτης, πρώην πρόεδρος του IRI (Ινστιτούτο για τη Βιομηχανική Ανασυγκρότηση), μέγας "ιδιωτικοποιητής" (ως πρόεδρος του IRI από το 1982 μέχρι το 1989) μεγάλων δημόσιων βιομηχανικών περιοχών και "ιδιωτικοποιητής", το 1993, μεγάλων κρατικών τραπεζών, όπως η Ιταλική Πίστη, η Εμπορική Τράπεζα και η SME.

O αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ο Βάλτερ Βελτρόνι, του PDS, πρώην διευθυντής της "Ουνιτά" (εφημερίδα του PDS). Ο Βελτρόνι χαρακτηρίζεται στην Ιταλία ως "κενεντικός" και η πολιτική του θέση είναι ότι το PDS θα πρέπει να μετατραπεί σε μία δύναμη παρόμοια με το αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα (ακριβώς πάνω σε αυτό το θέμα έχει ανοίξει μία έντονη πολιτική συζήτηση, στο εσωτερικό του PDS, καθώς ο γραμματέας του PDS Ντ' Αλέμα στοχεύει στη μετατροπή του κόμματος σε μία σοσιαλδημοκρατική ευρωπαϊκή δύναμη, παρόμοια με το γερμανικό SPD και τους Αγγλους Εργατικούς).

Υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης είναι μία γυναίκα, η Λίβια Τούρκο, υπεύθυνη της οργάνωσης γυναικών του PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) στη δεκαετία του '80, μέλος της Εθνικής Γραμματείας του PCI και αργότερα κορυφαίο στέλεχος του PDS, με θέσεις πολύ κοντά σε αυτές του Ντ' Αλέμα.

Και υπουργός Για τις Ισες Ευκαιρίες (ένα υπουργείο για τα γυναικεία ζητήματα) είναι γυναίκα: η Αννα Φινοκιάρο, του PDS. Η Φινοκιάρο ανήκει στην αριστερή πτέρυγα του PDS ("ενωτικοί κομμουνιστές"), η πτέρυγα που βρίσκεται πιο κοντά στις θέσεις της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.

Και ο υπουργός Περιφερειακών Υποθέσεων είναι ο Φράνκο Μπασανίνι, του PDS, υπεύθυνος στο PDS για τις Συνταγματικές Υποθέσεις. Ο Μπασανίνι ήταν πάντα ο άνθρωπος που διατηρούσε τις σχέσεις μεταξύ του PDS και της Λίγκας του Ουμπέρτο Μπόσι, και θεωρείται ο "συνταγματιστής", που μπορεί να έχει στο νου του μία μεταρρύθμιση του ιταλικού κράτους σε ομοσπονδιακή κατεύθυνση.

Ο νέος υπουργός των Εξωτερικών της ιταλικής κυβέρνησης είναι ο Λαμπέρτο Ντίνι, επικεφαλής της προηγούμενης κυβέρνησης, πρώην υπουργός του Μπερλουσκόνι, πρώην χριστιανοδημοκράτης, πρώην Νο 2 της "Μπανκιτάλια". Ο Λαμπέρτο Ντίνι ("Lambertow") θεωρείται ο Ιταλός πολιτικός που βρίσκεται πιο κοντά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον αμερικανικό Λευκό Οίκο. Η ευθύνη του ως υπουργού Εξωτερικών "εγγυάται" για την Ιταλία μία άλλη πολιτική φάση, που θα χαρακτηρίζεται από την υποταγή της χώραςστο ΝΑΤΟ και την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ.

Ο υπουργός Εσωτερικών είναι ο Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο, από τους σημαντικότερους ιδρυτές του PDS, πρώην πρόεδρος της Βουλής και πρώην ηγέτης της σοσιαλδημοκρατικής πτέρυγας του PCI.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης είναι ο Τζιοβάνι Μαρία Φλικ της "Ελιάς".

Ο υπουργός Δημοσίου Ταμείου και Προϋπολογισμού (δύο υπουργεία - "κλειδιά" για την εφαρμογή των οικονομικών κατευθύνσεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ) είναι ο Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι, πρώην χριστιανοδημοκράτης, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, πρώην πρωθυπουργός, υπερ-φιλελεύθερος και μεγάλος "ιδιωτικοποιητής" των δημοσίων επιχειρήσεων. Ο Τσιάμπι θα είναι ο άνθρωπος που θα προσπαθήσει να "φέρει την Ιταλία στην Ευρώπη", υποχρεώνοντας τους Ιταλούς εργαζόμενους να πληρώσουν την τιμή του Μάαστριχτ. Ο Τσιάμπι θα είναι ο άνθρωπος που η Κομμουνιστική Επανίδρυση και οι αριστερές δυνάμεις θα πρέπει να λέγξουν περισσότερο στο εσωτερικό της κυβέρνησης Πρόντι.

Ο υπουργός Οικονομικών (ένα άλλο καθοριστικό υπουργείο για τα συμφέροντα των εργαζομένων) είναι ο Βιντσέντζο Βίσκο, της δεξιάς πτέρυγας του PDS.

Ο υπουργός Αμυνας είναι ο Νίνο Αντρεάτα, του Λαϊκού Κόμματος. Ο Αντρεάτα είναι ένας ιστορικός χριστιανοδημοκράτης (ήταν ο οικονομικός υπεύθυνος της Χριστιανοδημοκρατίας) και ασφαλώς θα εγγυηθεί έναν βαθιά φιλο-ατλαντικό προσανατολισμό των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Ο υπουργός της Δημόσιας Εκπαίδευσης (σχολεία) είναι ο Λουίτζι Μπερλίγκουερ, του PDS, αδερφός του πρώην γενικού γραμματέα του PCI, Ενρίκο Μπερλίγκουερ.

Ο υπουργός Δημοσίων Εργων είναι ο ήρωας της "Tangentopoli", Αντόνιο Ντι Πιέτρο, πρώην αστυνομικός, πρώην δικαστής, ένας άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στον Κοσίγκα και την ιταλική Δεξιά.

Ο υπουργός Γεωργίας είναι ο Μικέλε Πίντο, του Λαϊκού Κόμματος. Ο Πίντο είναι άλλος ένας πρώην χριστιανοδημοκράτης, που εκπροσωπεί θέσεις που βρίσκονται κοντά σε εκείνες του πρώην γραμματέα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, Ντε Μίτα. Ο Πίντο θα εγγυηθεί για μία αγροτική πολιτική σύμφωνα με τις προσταγές της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Ο υπουργός Μεταφορών είναι ο Κλαούντιο Μπουρλάντο, του PDS, που πρόσκειται στον Ντ' Αλέμα.

Ο υπουργός Τηλεπικοινωνιών είναι ο Αντόνιο Μακάνικο, ένας μετριοπαθής, ιδρυτής ενός μικρού κόμματος ("Δημοκρατική Ενωση"), πρώην πρόεδρος της "Μεντιομπάνκα". Ο Μακάνικο θα προωθήσει (πολύ πιθανώς) μία πολιτική ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

Ο υπουργός Βιομηχανίας είναι ο Πιερλουίτζι Μπερσάνι, που ανήκει στη μετριοπαθή πτέρυγα του PDS, πρώην πρόεδρος της περιοχής Εμίλια - Ρομάνια.

Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας είναι ο Τιτσιάνο Τρέου, υπουργός ήδη στην κυβέρνηση Ντίνι και "πατέρας" της αντιμεταρρύθμισης που "ροκάνισε" τις συντάξεις των Ιταλών. Ο Τρέου είναι του κόμματος του Λαμπέρτο Ντίνι "Ιταλική Ανανέωση"

Ο υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου είναι ο Αουγκούστο Φαντότσι, άλλος ένας "θατσερικός", υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Ντίνι, που ευθύνεται για τον τελευταίο, αντιλαϊκό οικονομικό νόμο. Και ο Φαντότσι ανήκει στο κόμμα του Ντίνι "Ιταλική Ανανέωση".

Υπουργός Υγείας είναι η Ροσάριο Μπίντι, πρώην χριστιανοδημοκράτισσα, υπέρ του δέοντος καθολική, αντίθετη με τις εκτρώσεις και τα διαζύγια.

Υπουργός Περιβάλλοντος είναι ο Εντο Ρόνκι, ιστορικός ηγέτης των Πρασίνων της Ιταλίας.

Είναι καθαρό ότι η ίδια σύνθεση αυτής της κυβέρνησης τηςΚεντροαριστεράς (στο εσωτερικό της οποίας επανέρχονται σε καθοριστικά υπουργεία πολλοί εκπρόσωποι του πρώην χριστιανοδημοκρατικού καθεστώτος, στο εσωτερικό της οποίας τα οικονομικά υπουργεία, το υπουργείο Εξωτερικών και Αμυνας βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που σκοπεύουν να εγγυηθούν φιλο- μααστριχτικές και φιλοΝΑΤΟικές πολιτικές, δεν προκαλεί βέβαια επαναστατικές ελπίδες.

Η Κομμουνιστική Επανίδρυση

Το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης γνωρίζει πολύ καλά τη μετριοπαθή φύση της κυβέρνησης Πρόντι και ακριβώς γι' αυτόν το λόγο επέλεξε να μη συμμετέχει σ' αυτήν την κυβέρνηση.

Ομως, βλέποντας τη φασιστική Δεξιά του Τζιανφράνκο Φίνι και την υπερκαπιταλιστική Δεξιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να λαβαίνει στις εκλογές της 21 Απρίλη περισσότερους ψήφους (αριθμητικά) από την "Ελιά" και την Κομμουνιστική Επανίδρυση (που κέρδισαν μόνο χάρη στον πλειοψηφικό εκλογικό νόμο), οι Ιταλοί κομμουνιστές αποφάσισαν να δώσουν τις ψήφους τους (καθοριστικοί αφού χωρίς τις ψήφους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης δε θα μπορούσε να σχηματιστεί η κυβέρνηση Πρόντι), για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της "Ελιάς" και να αποφευχθεί μία πολιτική κρίση και νέες εκλογές, που θα μπορούσαν να επαναφέρουν τη Δεξιά και πάλι στο τιμόνι της χώρας.

Η θέση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης που εκφράστηκε από το κόμμα στη συνεδρίαση της Εθνικής Διεύθυνσης, που έγινε μετά από τις εκλογές, είναι πολύ καθαρή: Οι κομμουνιστές θα επιτρέψουν το σχηματισμό της κυβέρνησης Πρόντι, δε θα είναι όμως συνεργοί μιας αντιλαϊκής πολιτικής και θα ζητήσουν αμέσως από την κυβέρνηση της "Ελιάς" πολιτικές επιλογές προς όφελος των εργαζομένων, όπως μείωση του ωραρίου εργασίας χωρίς ταυτόχρονη μείωση των μισθών (όπως απαίτησε η μεγάλη συγκέντρωση στο Παρίσι των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών και αριστερών δυνάμεων), επαναφορά της ΑΤΑ, υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας, μία πολιτική που θα υπερασπίζεται τις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις και αντίθετη στις ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης, των μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, μία πολιτική που θα προασπίζεται την εθνική ενότητα που απειλείται σοβαρά από τη Λίγκα του Ουμπέρο Μπόσι, που στοχεύει στην απόσχιση της πλούσιας Ιταλίας του Βορρά από τη φτωχή Ιταλία του Νότου, βάσει ενός τρελού σχεδίου, που μοιάζει όλο και περισσότερο με εκείνο το τραγικό που σηματοδότησε το τέλος της Γιουγκοσλαβίας.

Στην Ιταλία οι άνεργοι είναι σχεδόν 3.000.000 και το 1995 αυξήθηκαν από το 6,4% φτάνοντας στο 12%.

Στο νότο της Ιταλίας οι "χωρίς δουλιά" φτάνουν το 21%, στο κέντρο της Ιταλίας στο 10.3%, στο Βορρά στο 6,8%. Γι' αυτό το λόγο η Κομμουνιστική Επανίδρυση θέτει ως πρώτο το ζήτημα της απασχόλησης και της γενικής μείωσης του ωραρίου εργασίας χωρίς ταυτόχρονη μείωση των μισθών.

Η πρώτη πρόταση που έκανε η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην κυβέρνηση της "Ελιάς" είναι η σύγκληση μιας "Κυβερνητικής Διάσκεψης για την Απασχόληση", που πρακτικά σημαίνει να δημιουργηθεί ένα μόνιμο Συντονιστικό Οργανο των δημοκρατικών και αριστερών πολιτικών δυνάμεων, με στόχο ένα Εθνικό Σχέδιο για την απασχόληση.

Ο Φάουστο Μπερτινότι, γραμματέας της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, το είπε καθαρά, στην εφημερίδα του κόμματος "Λιμπερατσιόνε": "Οπως είχαμε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους, θα στηρίξουμε το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης. Φυσικά, η εκτίμησή μας για την κυβέρνηση θα εξαρτηθεί ουσιαστικά από το πρόγραμμα που ο Πρόντι θα παρουσιάσει στο Κοινοβούλιο".

Η θέση των Ιταλών κομμουνιστών, όσον αφορά την κυβέρνηση Πρόντι, είναι, λοιπόν, καθαρή: Στηρίζουμε την "Ελιά" για να αποφευχθεί η επιστροφή της Δεξιάς, παλεύοντας για την προώθηση, στο εσωτερικό της κυβέρνησης, αλλά και στη χώρα, μίας αριστερής πορείας.

Και η κοινωνική πάλη των κομμουνιστών θα αρχίσει αμέσως με μία μεγάλη πορεία για την απασχόληση, που θα διασχίσει όλον το φτωχό και εγκαταλειμμένο νότο.

Φόσκο ΤΖΙΑΝΙΝΙ

Από τους πανηγυρισμούς των οπαδών της κομμουνιστικής Επανίδρυσης, αμέσ

Από τους πανηγυρισμούς των οπαδών της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, αμέσως μετά την ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων. Οι κομμουνιστές στηρίζουν την κυβέρνηση Πρόντι, αλλά ως πρώτο ζήτημα θέτουν την απασχόληση και τη γενική μείωση του ωραρίου εργασίας χωρίς ταυτόχρονη μείωση των μισθών, παλεύοντας, ταυτόχρονα, για την προώθηση στο εσωτερικό της κυβέρνησης, αλλά και στη χώρα, μιας αριστερής πορείας

Η PEMEX που για το Μεξικό αποτελεί εγγύηση και σύμβολο για μία

Η PEMEX, που για το Μεξικό αποτελεί εγγύηση και σύμβολο για μια ανεξάρτητη, από τις ΗΠΑ, ανάπτυξη, είναι στο στόχαστρο της ιδιωτικοποίησης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ