ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Ιούνη 1996
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αυξήσεις κερδών 1.800% μισθών - συντάξεων 20%!

Αν η μοιρασιά της πίτας του εθνικού εισοδήματος γινόταν με τον ίδιο -τον γνωστό και ταξικά άδικο- τρόπο που γινόταν το 1990, τότε πέρσι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, για να μην έχουν εισοδηματικές απώλειες, έπρεπε να πάρουν συνολικά 800 δισ. δραχμές περισσότερα

Αν υπάρχει ένας τομέας θεαματικών αποτελεσμάτων της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, είτε απο τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, είτε απο εκείνες της ΝΔ, αυτός είναι ο τομέας της αναδιανομής των εισοδημάτων και μάλιστα όπως οι σχετικές εξελίξεις και τα αποτελέσματα απεικονίζονται στα πλέον επισημα στοιχεία. Με την υπερεξάχρονη πολιτική σκληρής λιτότητας και το παραπέρα βάθεμα των ταξικών αδικιών στη διανομή και αναδιανομή των εισοδημάτων συντέλεσε ακόμα μια βίαιη μεταφορά εισοδημάτων από τις τσέπες των εργαζομένων στους μεγαλοεπιχειρηματίες. Με δυό λόγια, ο στόχος της εφαρμοζόμενης πολιτικής ουσιαστικά έχει εν πολλοίς επιτευχθεί.

Η μάζα των κερδών έχει σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα και η μάζα των μισθών σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα λοιπόν με τα επίσημα στοιχεία:

  • Τα επίσημα καθαρά κέρδη της ελληνικής βιομηχανίας - που γέμισαν τα θησαυροφυλάκια των βιομηχάνων και των παρατρεχάμενών τους - παρουσίασαν τα τελευταία χρόνια ποσοστά αύξησης πολλαπλάσια του πληθωρισμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με βάση τους επίσημους ισολογισμούς η μάζα των καθαρών κερδών στη βιομηχανία, από 15,7 δισ. δραχμές που εμφανίζονται για το έτος 1991, πέταξαν στα 164,3 δισ. το 1992 και διατηρήθηκαν στο ίδιο ύψος το 1993, για να σημειώσουν νέο άλμα το 1994 που διαμορφώθηκαν στα 247,4 δισ. δραχμές και για το 1995 εκτιμάται ότι ξεπέρασαν κατά πολύ τα 300 δισ. δραχμές. Η μάζα των καθαρών κερδών που μοιράστηκαν μεταξύ τους οι οικογένειες των βιομηχάνων (δηλαδή μερικές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων) παρουσιάζεται το 1994 και το 1995, συγκριτικά με το 1991, αυξημένη κατά 1.600 και 1.900 περίπου φορές αντίστοιχα, ή 1.500% και 1.800%! Παρόμοια, ήταν και η αύξηση των καθαρών κερδών, που μοιράστηκαν μεταξύ τους οι τράπεζες. Πρόκειται για απίστευτα και ιδιαίτερα προκλητικά ποσοστά αύξησης των κερδών - για όλους εκείνους που υπέστησαν τις θυσίες της σκληρής μονόπλευρης λιτότητας - όταν στην περίοδο 1991 - '95 ο πληθωρισμός αυξήθηκε περίπου κατά 60%.
  • Η ονομαστική αύξηση των μισθών και συντάξεων,με τη συγκεκριμένη εισοδηματική πολιτική που εφαρμόστηκε στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ήταν κάθε χρόνο και συνολικά για την πενταετία, πολύ κάτω από το ρυθμό αύξησης του επίσημου πληθωρισμού, με συνέπεια τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών και των συνταξιούχων αλλά και αλυσιδωτές αρνητικές παρενέργειες στα πλατιά λαϊκά στρώματα και στην οικονομία γενικότερα.

Ενδεικτικά της άγριας διανομής και αναδιανομής των λαϊκών εισοδημάτων με τη μεταφορά πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δραχμών από τις τσέπες των μισθωτών και συνταξιούχων στα θησαυροφυλάκια των μεγαλοεπιχειρηματιών, είναι και τα επίσημα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών και άλλων εισοδημάτων (πλην μισθωτών και συνταξιούχων) σαν ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος αυξήθηκε από 59,7% το 1990 σε 63,1% το 1995, ενώ αντίθετα το μερίδιο των αμοιβών των εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μειώθηκε σαν ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος από 40,3% το 1990 σε 36,9% το 1995. Για όσους τα παραπάνω αυτά ποσοστά, δε λένε τίποτε, θα το πούμε διαφορετικά. Αν η μοιρασιά της πίτας του εθνικού εισοδήματος μεταξύ αμοιβών των εργαζομένων από τη μια και από την άλλη των επιχειρηματικών κερδών και των άλλων εισοδημάτων, γινόταν με τον ίδιο τρόπο που γινόταν το 1990, τότε το 1995 οι μισθωτοί και συνταξιούχοι θα ήταν πλουσιότεροι κατά 800 περίπου δισ. δραχμές (έπρεπε να μοιραστούν μεταξύ τους 9 τρισεκατομμύρια δραχμές αντί 8,2 τρισ. δραχμές που μοιράστηκαν), ενώ τα επιχειρηματικά κέρδη και τα άλλα εισοδήματα έπρεπε να είναι μειωμένα κατά 800 δισ. δραχμές (να μοιραστούν δηλαδή μεταξύ τους 13,3 τρισ. δραχμές αντί 14,1 τρισ. δραχμές που μοιράστηκαν το 1995).

Ετσι, ακόμη και αν φέτος και τα επόμενα χρόνια αυξάνονται τα κέρδη σε ένα ποσοστό λίγο παραπάνω από τον επίσημο πληθωρισμό και οι μισθοί - συντάξεις με ένα ποσοστό γύρω και κάτω από τον πληθωρισμό, λογικά οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου, θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι. Ομως, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή παροιμία που λέει "τρώγοντας ανοίγει η όρεξη", οι πολυεθνικές, οι βιομήχανοι και γενικά οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου έχουν αποθρασυνθεί. Δε συμβιβάζονται στα παχυλά κέρδη και προνόμια που τους εξασφάλισε η γαλαζοπράσινη λιτότητα. Απαιτούν κι άλλα. Τα θέλουν όλα δικά τους. Και ενώ έχουν διαθέσει μόνο ένα μικρό μέρος από τα παχυλά κέρδη τους για νέες παραγωγικές επενδύσεις ή τον εκσυγχρονισμό των εργοστασίων τους, απειλούν ότι αν δεν τους παραχωρηθούν νέα προνόμια, θα αρχίσουν και πάλι... "επενδυτική απεργία"!

Ο βραχνάς των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους

Τα περιθώρια συγκράτησης των ελλειμμάτων με την πολιτική συνεχών αυξήσεων στα φορολογικά έσοδα σε βάρος των πλατιών λαϊκών στρωμμάτων καθώς και οι περικοπές δαπανών έχουν στενέψει με συνέπεια να γίνει πιό ασφυκτική η θηλιά του δημόσιου χρέους στο λαιμό της οικονομίας

Η παραπέρα συγκράτηση των ελλειμμάτων του γενικού κρατικού προϋπολογισμού με το πρωτογενές πλεόνασμα που εξασφαλίστηκε αντίστοιχα στην τριετία 1993 - 1995 (9 δισ. δραχμές το 1993, περίπου 450 δισ. το 1994 και κοντά στα 900 δισ. δραχμές το 1995), θεωρείται αβέβαιη. Και αυτό γιατί έχουν περιοριστεί ασφυκτικά τα περιθώρια και για την αύξηση των φορολογικών εσόδων με συμπληρωματική φορολογική επιβάρυνση των πλατιών λαϊκών στρωμμάτων και για την περικοπή κρατικών δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα.

Οι μέχρι τώρα μόνιμες πηγές αύξησης των φορολογικών εσόδων - δηλαδή οι τσουχτερές αυξήσεις των φόρων σε μισθωτούς, συνταξιούχους, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες είτε με τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, είτε με τα "αντικειμενικά" κριτήρια, είτε με τις ρυθμίσεις εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων του τύπου "πληρώστε και σώστε" - έχουν στερέψει. Από την άλλη, οι υπάρχουσες μεγάλες πηγές για την αύξηση των φορολογικών εσόδων από τους έχοντες και απολαμβάνοντες φορολογική ασυλία, θεωρούνται ασυμβίβαστοι με τις κυβερνητικές επιλογές, κάτι που προκύπτει και απο τη διαβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι "η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην επιβάλει νέους φόρους".

Ομως, και στο σκέλος των κρατικών δαπανών,τα περιθώρια περικοπών στις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις, επιχορηγήσεις κοινωνικού χαρακτήρα έχουν εξαντληθεί, ενώ θεωρείται αδιανόητο να γίνουν περικοπές στην εξυπηρέτηση του υπέρογκου χρέους του δημοσίου με την παύση των τοκοχρεολυτικών δόσεων των δανείων από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Ετσι, θεωρείται βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει πρόσθετες δυσκολίες στην παραπέρα μείωση των κρατικών ελλειμμάτων και στην προσέγγιση των επιπέδων που προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Εμμένοντας λοιπόν στην ίδια πολιτική και υπακούοντας στα κελεύσματα του ΣΕΒ, του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΔΝΤ, για "λιγότερο κράτος και περισσότερη ιδιωτική πρωτοβουλία", η κυβέρνηση θα επιχειρήσει - με όλο το ρίσκο που συνεπάγεται κάτι τέτοιο - την παραπέρα συρρίκνωση των δαπανών του κράτους για κοινωνικούς σκοπούς, τη σχεδιαζόμενη κατάργηση ορισμένων φοροαπαλλαγών και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων κερδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων.Ομως και αυτού του είδους οι "λύσεις" είναι περιορισμένης διάρκειας, καθώς η προς εκποίησιν περιουσία του δημοσίου κάποια στιγμή θα εξαντληθεί και δε θα έχει τι άλλο να ξεπουλήσει, όπως επίσης δε θα υπάρχουν άλλες φοροαπαλλαγές για κατάργηση παρά μόνο του μεγάλου κεφαλαίου. Αντίθετα, με τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις που προτίθεται να προωθήσει αμέσως μετά το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και - με δεδομένη την πρόσφατη εμπειρία του Περατικού, του Χατζή και άλλων αεριτζήδων εκπροσώπων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας - σύντομα η ελληνική οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με νέες γενιές προβληματικών, καθώς το ελληνικό δημόσιο θα κληθεί και πάλι να "κοινωνικοποιήσει" τα χρέη που θα έχουν βάλει οι ιδιώτες στις επιχειρήσεις τους...

Ανεξέλεγκτο το δημόσιο χρέος

Και φυσικά, ο αντίκτυπος των ελλειμμάτων, φαίνεται ανάγλυφα στις επικίνδυνες διαστάσεις που έχεί πάρει το συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος.Το μέγεθος του προβλήματος, προκύπτει και απο το τελευταία τετραμηνιαίο Δελτίο Δημοσιονομικής Διαχείρισης & Ειδικών Θεμάτων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που σημειώνει: "Στο τέλος του 1995, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης θα ανέλθει σε 31.927,9 δισ. δραχμές (123,8% του ΑΕΠ) έναντι χρέους 28.093,1 δισ. δραχμές (121,1% του ΑΕΠ) στις 31 Δεκεμβρίου του 1994". Ετσι, το δημόσιο χρέος που αποτελεί θηλιά στο λαιμό της ελληνικής οικονομίας, αντί να μειωθεί - όπως δεσμεύτηκε η κυβέρνηση και τα υπόλοιπα κόμματα που υπερψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ - αυξάνεται κάθε χρόνο με ρυθμό από 3 μέχρι και 5 τρισεκατομμύρια δραχμές,υποθηκεύοντας έτσι το μέλλον των επόμενων γενεών. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχείά, το δημόσιο εσωτερικό και εξωτερικό χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε από 9,4 τρισεκατομμύρια δραχμές που ήταν το 1990 σε 15, 6 τρισ. δραχμές το 1992 και τινάχτηκε στα 31,9 τρισεκατομμύρια δραχμές στο τέλος του 1995.Στην πραγματικότητα, το ύψος του δημόσιου χρέους είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εμφανίζουν τα επίσημα στοιχεία, καθώς σ' αυτό δεν περιλαμβάνεται ο δανεισμός των δημόσιων επιχειρήσεων.

Ακόμη όμως και με βάση τον ορισμό της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το δημόσιο χρέος (στο οποίο δεν συνυπολογίζονται οι "συμμετοχές σε διεθνείς οργανισμούς" και το "ενδοκυβερνητικό χρέος" συνολικού ύψους 2,8 τρισ. δραχμών) στο τέλος του 1995 ήταν 29,5 τρισ. δραχμές ή το 114,5% του ΑΕΠ έναντι 16,7 τρισ. δραχμές ή το 91,6% του ΑΕΠ που ήταν το 1992. Θεωρείται μάλιστα σχεδόν βέβαιο ότι και το 1996 θα αυξηθεί παραπέρα και πάντως κανείς δεν αμφισβητεί ότι σήμέρα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με τη δέσμευση που έχει αναλάβει η κυβέρνηση - και όχι μόνο - με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ να το μειώσει μέχρι το 1999 στο 60% του ΑΕΠ.

Δάνεια για ανάπτυξη, χωρίς... ανάπτυξη

Κάτω από το βάρος των διαπιστώσεων ότι η πολιτική λιτότητας - που μέχρι τώρα τη δικαιολογούσαν στο όνομα της "σταθεροποίησης" - "έφαγε τα ψωμιά της", οι κυβερνώντες και οι συνοδοιπόροι τους επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την εμμονή τους στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής στο όνομα όχι μόνο διατήρησης των κεκτημένων της "σταθεροποίησης", αλλά και της ανάγκης για δήθεν ανάπτυξη.

Ομως, όπως ακριβώς το πολυδιαφημισμένο "νοικοκύρεμα της οικονομίας" πάσχει, έτσι και η ανάπτυξη - που υπολογίζεται με βάση τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) - παραμένει όνειρο θερινής νυκτός. Ακόμη και αυτοί οι ισχνοί ρυθμοί αύξησης του 1,5% και 2% που σημειώθηκαν αντίστοιχα το 1994 και 1995 - μετά τη μηδενική αύξηση του 1993 - υπολείπονται σημαντικά του μέσου ρυθμού αύξησης των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ετσι, αντί για "σύγκλιση" της ελληνικής οικονομίας με τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχουμε όλο και μεγαλύτερη "απόκλιση". Δε θα μπορούσε βέβαια να είναι και διαφορετικά. Αποτελεί βλέπετε, βασικό νόμο του καπιταλιστικού συστήματος.

Με δεδομένο μάλιστα, ότι στις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στις ΗΠΑ, έχει αρχίσει επιβράδυνση στους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι και φέτος, η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα θα κυμανθεί μεταξύ 2% και 2,3%,διαψεύδοντας έτσι την αισιόδοξη πρόβλεψη της κυβέρνησης για ρυθμούς 2,7%. Και φυσικά, το 2%, ή στην καλύτερη περίπτωση το 2,3%, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο, αν παρθεί υπόψη πως το 1989 και το 1991 το ΑΕΠ είχε αυξηθεί κατά 3,8% και 3,1% αντίστοιχα.

Οσον αφορά τις ελπίδες που έχει εναποθέσει η κυβέρνηση για την ανάκαμψη, στα μεγάλα και άλλα μικρότερα έργα και προγράμματα που επιχορηγούνται από τα κοινοτικά ταμεία, κινδυνεύουν να αποδειχτούν φρούδες. Κι αυτό γιατί για να απορροφηθούν τα εγκεκριμένα κοινοτικά κονδύλια, θα πρέπει πρώτα η Ελλάδα(δημόσιο και ιδιώτες) να βάλουν τη δική τους συμμετοχή, να διαθέσουν δηλαδή το μέρος των χρημάτων που αναλογεί για τα έργα αυτά, ώστε στη συνέχεια - ανάλογα με την πορεία υλοποίησης των έργων - να εισπραχθούν τα κοινοτικά κονδύλια που δικαιούται η χώρα μας.

Οι δυσκολίες για τη λεγόμενη εθνική συμμετοχή στη χρηματοδότηση αυτών των έργων, αποτελεί κοινό μυστικό. Το έχουν ομολογήσει και οι καθ' ύλην αρμόδιοι υπουργοί αλλά επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι με το θέμα αυτό ασχολήθηκε και η κυβερνητική επιτροπή στη συνεδρίαση που έγινε την περασμένη Τρίτη υπό την προεδρεία του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη.

Με βάση τις επιλογές της κυβέρνησης, η ανάπτυξη - όπως εκφράζεται από την αύξηση των σχετικών δεικτών - θα επιδιωχτεί σχεδόν αποκλειστικά με τα μεγάλα έργα και με τις νέες κυβερνητικές επιλογές που διαφαίνονται στον τομέα των εξοπλιστικών... "επενδύσεων".Μόνο που και αυτά θα υλοποιηθούν με την υπέρογκη αύξηση του εξωτερικού δανεισμού. Ηδη κυβερνητικά στελέχη, δεν κρύβουν τις προθέσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να προσφύγει σε νέο εξωτερικό δανεισμό, ύψους περίπου 1,5 τρισ. δραχμών,για την κάλυψη της λεγόμενης"εθνικής συμμετοχής". Παράλληλα, τα σχέδια για νέα εξοπλιστικά προγράμματα - λόγος γίνεται στην πραγματικότητα για μια νέα "αγορά του αιώνα" - μπορούν να υλοποιηθούν με χρηματοδότηση που στο μεγαλύτερο μέρος της θα προέλθει από δάνεια από το εξωτερικό.

Μόνο που και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει στα σοβαρά ότι εξασφαλίζονται οι όποιοι όροι για πραγματική ανάπτυξη για τη χώρα, έστω και αυτή που καταλαβαίνουν κάποιοι καλόπιστοι, αγνοούντες τους νόμους της οικονομίας του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, μέσα από αυτούς τους δρόμους - στους οποίους μας σπρώχνουν οι επιλογές της κυβέρνησης Σημίτη από κοινού με τους υπερατλαντικούς"συμμάχους" και το Διευθυντήριο των Βρυξελλών - είναι μια ψευδεπίγραφη ανάπτυξη και μάλιστα με δανεικά, που εκτός των άλλων θα έχει σαν συνέπεια το ακόμα μεγαλύτερο βάθεμα της εξάρτησης της χώρας από το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια να κατακτούν όλο και νέες θέσεις, να διεισδύουν βαθύτερα και να ασκούν πιο άμεσο ρόλο στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα.

Ο "φαύλος κύκλος" των αδιεξόδων και της λιτότητας

Ολοι σχεδόν οι βασικοί δείκτες της οικονομίας δείχνουν ότι η πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας, που εφαρμόστηκε από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, η "σταθεροποίηση", όπως ψευδεπίγραφα την ονομάζουν, παρουσιάζει σημάδια "κόπωσης". Παρά ταύτα, η κυβέρνηση Σημίτη επεξεργάζεται τα "νέα πακέτα" ακόμα σκληρότερης, αντιλαϊκής πολιτικής

Ισως ακούγεται αρκετά περίεργο. Το γεγονός όμως είναι ότι τα όρια αυτού του κύκλου της ακολουθούμενης πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας εξαντλήθηκαν και έτσι τα επιτελεία και οι μηχανισμοί, που σχεδιάζουν την οικονομική πολιτική, αναζητούν και νέες μορφές αφαίμαξης των εργαζομένων. Στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αυτό είναι κάτι που το ομολογούν οι πάντες. Από κυβερνητικά στελέχη και την ηγεσία του ΣΕΒ, μέχρι τους διεθνείς οργανισμούς και ιδρύματα (Ευρωπαϊκή Ενωση, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ κλπ.), που διαπιστώνουν με κόσμιο τρόπο πως η πολιτική "σταθεροποίησης" παρουσιάζει σημεία "κόπωσης".Και φυσικά, όλοι αυτοί, που - εμμέσως πλην σαφώς - παραδέχονται ότι η μακροχρόνια πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας εξάντλησε τα όριά της δεν το κάνουν, γιατί τους έπιασε κρίση ειλικρίνειας, ούτε γιατί προτείνουν εγκατάλειψη αυτής της πολιτικής. Απεναντίας παραδέχονται αυτό που αποτελεί κοινό μυστικό και είναι φανερό διά γυμνού οφθαλμού, για να προτείνουν συνέχιση και σκλήρυνση της ίδιας πολιτικής με άλλη μορφή και φυσικά νέα μέτρα. Μόνο που αυτά τα μέτρα, τα οποία βαφτίζουν σαν "μονόδρομο", δε λύνουν το πρόβλημα.Ενδεικτική, για το γεγονός ότι τα όρια της πολιτικής λιτότητας έχουν ήδη εξαντληθεί, δεν είναι μόνο η επιδείνωση που παρουσιάζουν ορισμένοι βασικοί δείκτες της οικονομίας, οι οποίοι παρουσίασαν τα τελευταία χρόνια κάποια ισχνή βελτίωση.Αξιοπρόσεκτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι οι διεθνείς οργανισμοί (που έχουν ταχθεί να υπηρετούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου) και ελληνικά ιδρύματα, οργανισμοί και φορείς (που με τις θέσεις και απόψεις στηρίζουν τα συμφέροντα του ντόπιου κεφαλαίου) χειροκροτούν μεν τα "επιτεύγματα" της μέχρι τώρα πολιτικής, αλλά - επικαλούμενοι την παρατηρούμενη επιδείνωση ορισμένων βασικών μεγεθών της οικονομίας - συνιστούν στην κυβέρνηση νέα αντιλαϊκά μέτρα για τη ...σωτηρία της ελληνικής οικονομίας.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η συνέχιση της συγκεκριμένης πολιτικής που επιβάλλει σκληρές θυσίες στο λαό για παροδικές βελτιώσεις σε ορισμένους δείκτες της οικονομίας - όπως για παράδειγμα την περιορισμένη μείωση του πληθωρισμού και των κρατικών ελλειμμάτων, με την άγρια αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, μετάθεση αποπληρωμής τοκοχρεολυτικών δόσεων του δημοσίου, μεγάλη αύξηση της ανεργίας και γενικότερα την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού, αλλά και την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας - όχι μόνο δε λύνουν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αλλά τα οξύνουν παραπέρα. Τα αναπαράγουν. Στην ουσία αναπαράγεται, με νέες μορφές, ο φαύλος κύκλος των προβλημάτων, όπως δείχνουν οι πρόσφατες εξελίξεις για την αλματώδη αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου, η αναζωπύρωση του πληθωρισμού, η συνεχιζόμενη αύξηση της ανεργίας, η ελεύθερη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, με αποκορύφωμα τη μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας από το χρηματιστικό κεφάλαιο και τα ξένα κέντρα να υπαγορεύουν την πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί για τη σωτηρία δήθεν της ελληνικής οικονομίας.

Ο ..."εμπλουτισμός" της συγκεκριμένης πολιτικής με νέα μέτρα, και οι ..."διορθωτικές κινήσεις" στην κατεύθυνση της σκληρότερης λιτότητας για τους εργαζόμενους, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να εντείνουν και να αναπαράγουν τα αδιέξοδα της οικονομίας και να οξύνουν τα προβλήματα του λαού. Ετσι, θα έρθει η επόμενη κυβέρνηση και θα λέει παραλάβαμε "χάος" ή "καμένη γη" και με πρόσχημα τις "αμαρτίες" του παρελθόντος, για να δικαιολογεί τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής με άλλο χρώμα.

Για όσους αμφισβητούν την αναποτελεσματικότητα στην πραγματικότητα της συγκεκριμένης πολιτικής, που τη μια τη βαφτίζουν "σταθεροποιητική", την άλλη "αναπτυξιακή" και την επομένη πολιτική "σύγκλισης" με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το δείχνουν τα επίσημα στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια και είναι άκρως αποκαλυπτικά. Τα μέχρι τώρα συμπεράσματα και πικρές εμπειρίες που έχει ο λαός, από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, δείχνουν και το πού θα οδηγήσει η συνέχισή της, είτε με κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είτε με κυβέρνηση της ΝΔ, είτε με άλλα σχήματα διακυβέρνησης, που δε θα έχουν την πολιτική βούληση και τη λαϊκή στήριξη για ρήξεις με το κατεστημένο.

Προβληματικό και το ισοζύγιο

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που αποτυπώνει το σύνολο του πάρε - δώσε της Ελλάδας με το εξωτερικό (εισαγωγές - εξαγωγές εμπορευμάτων, εξαγωγές κερδών, εισπράξεις και πληρωμές στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μεταναστευτικό συνάλλαγμα κλπ.) και αποτυπώνει ανάγλυφα τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, πάει από το κακό στο χειρότερο.

Η δραματική επιδείνωση που παρουσίασε το 1995 (το έλλειμμα έφτασε στα 2.850,4 εκατ. δολάρια έναντι 121,6 εκατ. δολάρια το 1994) συνεχίστηκε και στο πρώτο δίμηνο του 1996. Και όλα δείχνουν ότι η κακή αυτή πορεία θα συνεχιστεί και τους υπόλοιπους μήνες,καθώς με την ακολουθούμενη πολιτική εντείνεται η παραγωγική υποβάθμιση της χώρας και τα ελληνικά προϊόντα δεν εκτοπίζονται από τα ξένα μόνο στην εγχώρια αγορά, αλλά και από διεθνείς αγορές, που ήταν παραδοσιακές για εξαγωγές ελληνικών προϊόντων.

Αποτελεί δε κοινό μυστικό ότι το πρόβλημα με τα αυξανόμενα ελλείμματα του ισοζυγίου δεν πρόκειται να λυθεί με τυχόν ταχύτερη διολίσθηση της δραχμής ή περισσότερα προνόμια στους βιομηχάνους και τους εξαγωγείς.Παρόμοια μέτρα εφαρμόστηκαν και στο πρόσφατο παρελθόν και αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μετά τη βελτίωση- κυρίως λόγω ευνοϊκής δίεθνούς συγκυρίας- τα ελλείμματα του ισοζυγίου παρουσιάζουν έκρηξη.

Και ο πληθωρισμός τραβά την ... ανηφόρα

Ο πληθωρισμός - στο όνομα της μείωσης του οποίου δικαιολογήθηκε η υπερεξάχρονη αντιλαϊκή εισοδηματική πολιτική - άρχισε να ξανασηκώνει κεφάλι. Η πτωτική πορεία, που σημείωσε στην τελευταία εξαετία, "ρίχνοντας" τον επίσημο τιμάριθμο συνολικά 11 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, ανακόπηκε από το τέλος του 1995 και ήδη άρχισε να ξανατραβά την ανηφόρα. Και αν δεν είχαν αποφασιστεί τα πυροσβεστικά μέτρα που αποφάσισε η κυβέρνηση στις αρχές του 1996 ("πάγωμα" στα τιμολόγια ορισμένων ΔΕΚΟ, περιοδικό πλαφόν στις τιμές των υγρών καυσίμων, μείωση των τιμολογίων της ΔΕΗ για οικιακή κατανάλωση κλππ.), είναι βέβαιο ότι ο πληθωρισμός σε δωδεκάμηνη βάση θα είχε επανέλθει σε ποσοστό πάνω από 10%. Το βέβαιο είναι ότι, και φέτος, δε θα εκπληρωθεί ο κυβερνητικός στόχος για ρυθμό πληθωρισμού. Σύμφωνα με τους δικούς μας υπολογισμούς, στην καλύτερη περίπτωση θα κλείσει στο τέλος του χρόνου γύρω στο 8%-8,5% (μέσα επίπεδα) και πάνω από 7,5% (αρχή - τέλος), έναντι στόχου 5% (αρχή - τέλος) και 6,1% (σε μέσα επίπεδα).

Τα κείμενα έγραψε ο Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ