Η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας, στη συμβολή των δύο - θεωρούμενων από τα ιμπεριαλιστικά και ΝΑΤΟικά επιτελεία - τόξων αστάθειας και ...εύλογου ενδιαφέροντος, του "ανατολικού" και του "νότιου" και στο άκρο της Βαλκανικής, προσδίδει στη χώρα μας ιδιαίτερη σημασία για τους νέους, "μεταψυχροπολεμικούς" σχεδιασμούς και στόχους του ΝΑΤΟ. Το γεγονός, όμως, αυτό κάθε άλλο παρά είναι θετικό και πλεονέκτημα για την Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι του δικομματισμού και οι κάθε λογής οπαδοί του "ρεαλισμού της προσαρμογής" και της υποτέλειας. Ολοι όσοι πιστεύουν ή δηλώνουν - τουλάχιστον - ότι πιστεύουν πως η Ελλάδα μπορεί να βγει κερδισμένη, διαπραγματευόμενη τη γεωστρατηγική της θέση και τη συμμετοχή της στους σχεδιασμούς των "μεγάλων" δυνάμεων, με το ξεπούλημα της εθνικής της ανεξαρτησίας και τα όσα αυτό συνεπάγεται.
Η λογική αυτή - μια σύγχρονη ουσιαστικά συνέχεια της πάλαι ποτέ γνωστής και περιβόητης λογικής της "Ψωροκώσταινας" - έχει ένα και μοναδικό αποτέλεσμα. Παγιδεύει τη χώρα στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και τυχοδιωκτισμούς. Την καθιστά υπηρέτη εξυπηρέτησης και προκεχωρημένο φυλάκιο περιφρούρησης και διεύρυνσης των συμφερόντων των "μεγάλων" δυνάμεων, την αλυσοδένει σε οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ ή η ΕΕ, απαλλοτριώνοντας - ανάμεσα σε πολλά άλλα - και το δικαίωμα της άσκησης μιας εξωτερικής πολιτικής υπεράσπισης της ειρήνης και της σταθερότητας, προώθησης της κατανόησης, της φιλίας και της ισότιμης συνεργασίας μεταξύ των χωρών και των λαών της περιοχής, αλλά και γενικότερα. Εκθέτει τη χώρα σε σοβαρούς κινδύνους, καθώς οι "μεταψυχροπολεμικοί" και "νεοταξικοί" σχεδιασμοί και στόχοι είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνοι απ' ό,τι στην προηγούμενη περίοδο, καθώς έχει δυναμώσει τόσο η επιθετικότητα όσο και η ασύδοτη δράση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αποτελεί, επίσης, εξόφθαλμη αυταπάτη να θεωρεί κανείς ότι μπορεί με τη λογική αυτή να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα. Οχι μόνο, για τους προηγούμενους και άλλους, εξίσου σοβαρούς λόγους, αλλά και γιατί όλα αποδείχνουν πως η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας και ο ρόλος της εκτιμάται ως ακόμη μεγαλύτερης σημασίας από τη θέση της Ελλάδας στα ΝΑΤΟικά επιτελεία. Η ...αυταπάτη, όμως, αυτή, μαζί με τη γενικότερη λογική της υποτέλειας παίρνουν ιδιαίτερα επικίνδυνες διαστάσεις, όταν συνδυάζονται με τους γνωστούς στόχους "διείσδυσης" στα Βαλκάνια και τους ανταγωνισμούς των κυρίαρχων δυνάμεων των δυο χωρών στην περιοχή.
Οι μέχρι σήμερα, βαριές συνέπειες από την πολιτική αυτή, που εφαρμόζεται για δεκαετίες τώρα, είναι πολλές και λίγο - πολύ γνωστές. Η είσοδος της χώρας στο ΝΑΤΟ, στις 9 Ιούλη 1952, όχι μόνο δεν της πρόσφερε απολύτως τίποτε στην άμυνά της, αλλά αποτέλεσε το βασικό μοχλό, για την πρόσδεσή της στο άρμα των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και την αιχμαλωσία της από το ξένο κεφάλαιο. Οπως, επίσης, της στοίχισε την εμπνευσμένη και σχεδιασμένη από τα αμερικανοΝΑΤΟικά επιτελεία εφτάχρονη χουντική δικτατορία και την τραγωδία της Κύπρου.
Το ίδιο και ακόμη περισσότερο βαριές και πολύμορφες είναι οι συνέπειες που διαγράφονται σήμερα για τη χώρα μας, καθώς ενισχύεται και βαθαίνει συνεχώς η εξάρτησή της και μεθοδεύεται καθημερινά η ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή της στους σύγχρονους, τυχοδιωκτικούς και επικίνδυνους "νεοταξικούς" σχεδιασμούς της Ατλαντικής "Συμμαχίας". Μια απλή και μόνο απαρίθμησή τους είναι αρκετή, για να πειστεί ο οποιοσδήποτε καλόπιστος εργαζόμενος.
Στην πραγματικότητα, η σκιά της Ατλαντικής "Συμμαχίας" πάνω στη χώρα είναι πλέον περισσότερο και από δυσβάστακτη, οι δε συνέπειες και οι κίνδυνοι από τη συμμετοχή της Ελλάδας σ' αυτήν μη προβλέψιμοι. Και τούτο, γιατί το ΝΑΤΟ έχει πλέον και στην πράξη μετατραπεί σ' έναν άκρως επικίνδυνο και επιθετικό μηχανισμό διατήρησης και διεύρυνσης της "σταθερότητας" (των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων) και διαχείρισης κάθε είδους "κρίσεων" απανταχού της Γης.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πιθανή περιοχή όπου θα εγκατασταθεί το αποκαλούμενο "Στρατηγείο του Νότου" και μαζί του η αντίστοιχη Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης. Και τα δύο, αποτελούν ορισμένες πλευρές της "μεταμόρφωσης" του ΝΑΤΟ και της νέας δομής του, με πολύμορφες συνέπειες για τη χώρα μας. Το πρώτο, θα υπάγεται διοικητικά στο Στρατηγείο της Νάπολης και θα έχει στην ευθύνη του τη ΝΑ Πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, η σημασία του είναι τεράστια εφόσον θα διοικεί των σύνολο των δυνάμεων της ΔΤΑ του ΝΑΤΟ στην περιοχή, η οποία απαρτίζεται από ιταλικές, ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις.
Η δημιουργία του "Στρατηγείου του Νότου" θα σημάνει αυτόματα την κατάργηση του μέχρι σήμερα "δόγματος" του ΝΑΤΟ της ανάθεσης του επιχειρησιακού ελέγχου των δυνάμεων τού κάθε χώρου σε εθνικούς διοικητές. Για πρώτη φορά π.χ. είναι δυνατόν τμήμα της ελληνικής επικράτειας να τεθεί κάτω από την επιχειρησιακή αρμοδιότητα στρατηγείου που δεν εδρεύει στο έδαφός της και δε διοικείται από Ελληνα αξιωματικό.Παράλληλα, στην ευαίσθητη περιοχή του Αιγαίου, με τη νέα ΝΑΤΟϊκή δομή, αίρονται οι περιοχές επιχειρησιακής ευθύνης της Ελλάδας και επόμενα οι ενδονατοϊκές ελληνοτουρκικές τριβές.
Οι μέχρι σήμερα ελληνικές κυβερνήσεις - από το 1993 που έχει ανακύψει το θέμα - παρά το γεγονός ότι είναι εμφανέστατοι οι κίνδυνοι στην περιοχή, ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ κι αν εγκατασταθεί το "Στρατηγείο του Νότου", αλλά και από την εφαρμογή της νέας δομής του ΝΑΤΟ, δεν έχουν επιλέξει την τακτική της αντίστασης σε αυτές τις επιδιώξεις. Αντιθέτως, κύριο μέλημά τους είναι η προσπάθεια για εγκατάσταση του Στρατηγείου στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, από όπου διοικούνται και οι ελληνικές δυνάμεις που εντάσσονται στη Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης. Την ίδια εμμονή δείχνει και η Τουρκία, η οποία μάλιστα εμπλέκει το θέμα του τόπου εγκατάστασης του Στρατηγείου με το καθεστώς στο Αιγαίο και τις δικές της διεκδικήσεις. Αναπτύσσεται έτσι μια ελληνοτουρκική "άμιλλα", η οποία ενισχύει συνεχώς τη νατοϊκή αιχμαλωσία και των δύο χωρών.
Το πρώτο στάδιο ανάπτυξης των Αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στην Ελλάδα, τρία χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. (Με κύκλο συμβολίζονται τα στρατιωτικά αεροδρόμια, με την άγκυρα οι ναυτικές βάσεις, ενώ το αεροπλάνο σε κύκλο συμβολίζει τις μεγάλες αεροπορικές βάσεις. Με τις γραμμές διακρίνονται τα στρατιωτικά και οχυρωματικά έργα)
Τα κείμενα έγραψαν οι Δ. Τ. και Γ. Λ.