ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Νοέμβρη 1996
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
... Εκεί που όλα σωπαίνουν!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Σε λίγο φτάσαμε στο νεκροταφείο. Είναι μεγάλο. Διακόσιοι, ίσως και παραπάνω, τάφοι από τη μια μεριά του δρόμου και άλλοι τόσοι από την άλλη. Και τα δυο κομμάτια είναι περιτριγυρισμένα με μια χαμηλή ξερολιθιά, που μπορείς να την περάσεις εύκολα, με μια δρασκελιά. Μας είχαν προειδοποιήσει, όμως, πως μέσα δεν έπρεπε να μπούμε. Ο,τι θέλαμε να κάνουμε, θα το κάναμε από έξω. Βέβαια, αυτή η απαγόρευση ήτανε πολύ ουσιαστική. Εμείς θέλαμε να ξεπεράσουμε τον χαμηλό αυλόγυρο και να μπούμε μέσα. Να δούμε τους τάφους από κοντά. Να δούμε τα ονόματα, τις ηλικίες. Να καταγράψουμε τις διαφορές των τάφων. Διαφορές που μας αποκαλύπτουν κοινωνικά στρώματα, μπορεί και ολόκληρες κοινωνικές τάξεις. Θέλαμε ακόμη να βρούμε τον παλιότερο τάφο και να υπολογίσουμε έτσι την ηλικία του νεκροταφείου. Ωστόσο, δε διαμαρτυρηθήκαμε. Καταλάβαμε πως η απαγόρευση δεν ήταν αυθαίρετη. Δεν ήτανε πεισματική. Εξάλλου, η συμπεριφορά αυτών που μας συνόδεψαν μέχρις εκεί ήταν ευγενική, σχεδόν χαρούμενη. Τα πρόσωπά τους έδειχναν πως τους έκανε εντύπωση η παρουσία μας εκεί πάνω. Βέβαια, δε μας περιεργάζονταν περίεργα, όπως κάναμε εμείς και κάθε τόσο θέλαμε να τους φωτογραφίσουμε. Ούτε μας έδιναν την εντύπωση πως άλλαξε η διάθεση, όταν έμαθαν από πού ερχόμασταν. Μας ακολουθούσαν σιωπηλοί. Μόνο τα μικρά παιδιά που έρχονταν από πίσω μιλούσαν δυνατά. Λογόφερναν μάλλον και σαν να ήθελαν να λύσουν κάποιες διαφορές. Οπως ακριβώς τα παιδιά όλου του κόσμου. Γιατί είδα πολλά παιδιά στα ταξίδια μου, και τώρα που τα θυμούμαι, όλα μοιάζουν μεταξύ τους. Από τις γειτονιές των Νέγρων του Κλίβελαντ, όπου βρωμάνε τα καμένα σκουπίδια, τα άδεια βενζινοβάρελα και οι δρόμοι βουλιάζουν από τις μελωδίες της Τ. Τάρνερ, μέχρι τις άλλες, της Κίνας. Εκεί, όπου, δίπλα στους βουδιστικούς ναούς του Τιαντσίν, μπερδεύονται οι μυρωδιές που αναδίνουν τα πολύχρωμα sticks με τις άλλες που ξεχύνονται μέσα από τα χαμηλά μαγειρεία, όπου όλα μαγειρεύονται με τζίντσερ και από τα δημόσια αποχωρητήρια που δεν έχουν πόρτες. Και τις άλλες τις γειτονιές, γύρω στα παζάρια της Λαχόρης, γύρω από τον κεντρικό σταθμό του Οσλο και του Τρομσέ, απ' όπου ξεκίνησε ο Αμούδσεν, για να εξερευνήσει το Βόρειο Πόλο. Σ' όλες αυτές τις γειτονιές, τα παιδιά είναι τα ίδια. Μιλούν δυνατά, κλοτσούν άδεια κονσερβοκούτια και σπρώχνονται. Ετσι και μπροστά στο χαμηλό φράχτη του νεκροταφείου στο Ναχούρ. Τα ίδια παιδιά. Πήγα κοντά τους. Σταμάτησαν το ψιλό τους καυγαδάκι και σώπασαν. Τότε είδα πως στις σφιγμένες τους χούφτες προσπαθούσαν να κρύψουν την αιτία του καυγά τους: τα κότσια. Αυτά που παίζαμε και μεις, όταν ήμασταν μικροί. Ισως και αυτά που φαίνεται να παίζουν ο Αχιλλέας και ο Αίαντας στο μελανόμορφο αμφορέα του 530 π.Χ., που τώρα βρίσκεται στο Μουσείο Βατικανού.

Ηθελα να τους ρωτήσω πώς έπαιζαν το παιχνίδι με τα κότσια. Ποιος κέρδιζε και πότε. Δεν μπορούσα όμως. Η γλώσσα μάς χώριζε, σαν ένα βαθύ ποτάμι. Από τη μια μεριά εγώ και από την άλλη τα παιδιά. Κι αυτό παντού. Δε θέλω εδώ να υποστηρίξω όσα ειπώθηκαν για τη γλώσσα. Οσα ταυτίζουν τη γλώσσα με το έθνος ή με την πατρίδα. Με τις μεγάλες ιδέες, τις μεγάλες νίκες ή τις μεγάλες ήττες. Μέσα μου, κυριαρχεί η άποψη πως η γλώσσα ταυτίζεται με την κοινωνία. Τρέχει μέσα στις φλέβες της κοινωνίας και την αναγκάζει να λειτουργεί και να επιζεί. Πρώτα η ζωή και μετά οι ιδέες, σκέφτομαι κάθε φορά που βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους, που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα μου. Κάθε φορά που προσπαθώ να συνεννοηθώ με τα χέρια και με τα μάτια, γιατί οι λέξεις μου για τους άλλους δε λένε τίποτε. Θυμούμαι, τώρα που τα γράφω αυτά, ένα βράδυ στην πλατεία του Πεκίνου, την Τιεν Α Μεν. Ηθελα να ρωτήσω την τιμή ενός μικρού ασημένιου βραχιολιού, που είχε κολλημένη επάνω του τη φωτογραφία του Μάο. Χρησιμοποίησα τα δάχτυλά μου, τις χούφτες μου, τα μάτια μου. Εβγαλα συριγμούς, αναστεναγμούς, έδειξα δεξιά - αριστερά. Εδειξα τις παγόδες που φαίνονται δίπλα, μέσα από τις υψηλές μάντρες της Απαγορευμένης Πόλης. Τίποτε. Ο μικροπωλητής και όσοι μαζεύτηκαν γύρω του έσκασαν στα γέλια. Με κοίταζαν και μου έδειχναν τα κούφια τους δόντια και γω τους κοίταζα σαν ηλίθιος. Εφυγα σχεδόν ντροπιασμένος.

Ετσι και στο Νοχούρ. Εβλεπα τα παιδιά που έπαιζαν τα κότσια, φωνάζοντας, και δεν ήξερα τι να πω. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω στο νεκροταφείο. Εκεί όπου τα πράγματα ήταν σιωπηλά κι, όμως, πιο εύγλωττα. Μπροστά μας, οι τάφοι μάς αποκάλυπταν το παραμύθι του δικέρατου. Μας πιστοποίησαν τη σχέση τους με τον Μεγαλέξαντρο. Μας άφηναν, όμως, ένα κενό. Γιατί εκεί αυτό το παραμύθι να επιζεί μέχρι σήμερα; Γιατί εκεί και όχι αλλού; Ποια μπορεί να είναι η σχέση αυτής της μυθικής επιβίωσης, με όσα μας παραδίδουν οι ιστορικοί που έγραψαν για την εκστρατεία του Αλέξαντρου;

Ολ' αυτά γυρνούσαν στο μυαλό μου, όσο το σοβιετικό τζιπ μάς έφερνε πίσω στο Ασκχαμπάτ. Στην πρωτεύουσα του Τουρκμενιστάν, που γιόρταζε εκείνες τις μέρες την ανεξαρτησία του. Οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι από κόσμο που γελούσε. Οι γυναίκες, ντυμένες πολύχρωμα φορέματα, που έφταναν μέχρι τον αστράγαλο, κοιτούσαν κατάματα το φακό, για να φωτογραφηθούν. Και μπροστά στην πόρτα του"Ac Altin", του μεγάλου τούρκικου ξενοδοχείου, μια ομάδα Αράβων με τις άσπρες κελεμπίες και τα μυστήρια μαύρα γυαλιά τους είχαν αραδιάσει πάνω από 50 κυνηγετικά γεράκια, που, ακίνητα, φορώντας τις μικρές τους κουκούλες, δεν έδιναν σημασία σε μας, που τα φωτογραφίζαμε έκπληκτοι. Την άλλη μέρα, όμως, έπρεπε να φύγουμε, γι' αυτό αφήσαμε τα γεράκια και πέσαμε για ύπνο νωρίς!

Μέσα μου, κυριαρχεί η άποψη πως η γλώσσα ταυτίζεται με την κοινωνία. Τρέχει μέσα στις φλέβες της κοινωνίας και την αναγκάζει να λειτουργεί και να επιζεί. Πρώτα η ζωή και μετά οι ιδέες, σκέφτομαι κάθε φορά που βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους, που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα μου. Κάθε φορά που προσπαθώ να συνεννοηθώ με τα χέρια και με τα μάτια, γιατί οι λέξεις μου, για τους άλλους, δε λένε τίποτε



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ