ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Αυγούστου 1997
Σελ. /40
ΚΕΝΗ

Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου 1949, η Δ/νση του Τάγματος μάς έδωσε ένα τετρασέλιδο έντυπο, με την εντολή να το συμπληρώσουμε και στη συνέχεια να το παραδώσουμε μετά από δύο ημέρες. Διαβάσαμε το έντυπο και είδαμε ότι μετά τα τυπικά στοιχεία μάς ζητούσαν ένα βιογραφικό σημείωμα, επίσης να απαντούσαμε σε ορισμένες ερωτήσεις. Μία από αυτές έλεγε: "Τι γνώμη έχεις για τον κομμουνισμό;". Η ερώτηση αυτή ήταν μια καθαρή παγίδα, έπρεπε λοιπόν να είμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί είμαστε στρατιώτες και δεν είχαμε, έστω και τυπικά, τα δικαιώματα, που υποτίθεται ότι είχαν οι άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι. Το επίσημο κράτος βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού που χαρακτηριζόταν κομμουνιστικό. Επίσημα λοιπόν, εχθρός τους έθνους ήταν ο κομμουνισμός. Ετσι, μπορούσαν να μας χαρακτηρίσουν ως εχθρούς του έθνους μέσα στις τάξεις του στρατού, να μας περάσουν στρατοδικείο και να μας τουφεκίσουν ακόμη. Για να αποφεύγαμε λοιπόν - όσο γινόταν - την παγίδα και για να μην έχουν στα χέρια τους επιβαρυντικά στοιχεία, σκεφτήκαμε ότι το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε, ήταν να απαντήσουμε, με κάποιο ελιγμό: Ετσι, στην ερώτηση αυτή απαντήσαμε: "Δεν έχω υποχρέωση να απαντήσω" ή "Δεν έχω καμία γνώμη". Σε δύο ημέρες παραδώσαμε τα έντυπα, ξέραμε, όμως, ότι δεν είχαμε τελειώσει. Είχαμε καταλάβει το σκοπό τους και περιμέναμε την αντίδρασή τους με αγωνία: Πέρασε σχεδόν μία βδομάδα και στις 5 Αυγούστου, παραμονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ένα γεγονός έμελλε να βάλει τη σφραγίδα στη ζωή του κλωβού μας. Το απόγευμα μία ομάδα του σύρματος δούλευε στην κατασκευή των φούρνων και με κασμάδες, κάτω από τον καυτερό ήλιο, ανοίγαμε λάκκους στο σκληρό χώμα για τα πέδιλα του κτιρίου. Γύρω στις 3, βρισκόμουν μέσα σε ένα λάκκο και έσκαβα, ενώ ένας άλλος συναγωνιστής πετούσε με το φτυάρι το χώμα στην επιφάνεια. Σε κάποια στιγμή, ακούσαμε έναν αλφαμίτη να φωνάζει μερικά ονόματα, που μέσα σ' αυτά ήταν και το δικό μου, επανέλαβε πάλι τα ονόματα και ζητούσε να παρουσιαστούν αμέσως. Κολυμπώντας στον ιδρώτα, τσακισμένοι από την κούραση και από το φόβο της άγνωστης τύχης, που μας περίμενε, πήγαμε στο μέρος του αλφαμίτη, που κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί. Τα ονόματα που φώναζε ήταν:

  • Σαμπατάκος Γιώργος
  • Σωφρονάς Χρίστος
  • Στυλιανός Δημήτρης
  • Στατίρης Νικήτας
  • Τσολακίδης Νίκος
Απάνθρωπη "ιεροτελεστία"

Τη στιγμή εκείνη, ένας ακαθόριστος φόβος μάς έσφιγγε την καρδιά, γιατί η επίσκεψη στο 2ο Γραφείο ήταν μεγάλη δοκιμασία, που το μέγεθος και η εξέλιξή της δεν μπορούσαν να υπολογιστούν. Κοιτάξαμε στα μάτια τους συναγωνιστές μας, που είχαν μαζευτεί γύρω μας - παρά τις προσπάθειες των αλφαμιτών να τους απομακρύνουν - για να πάρουμε κουράγιο και ξεκινήσαμε. Τέσσερις αλφαμίτες μάς έβαλαν στη μέση και μας πήγαν στο παράπηγμα του 2ου Γραφείου, που βρισκόταν περί τα 50 μέτρα βορειότερα. Οταν φτάσαμε, μας πέρασαν από ένα μισοφωτισμένο διάδρομο και μας σταμάτησαν μπροστά σε μία πόρτα στην ανατολική πλευρά του, ενώ οι αλφαμίτες την άνοιξαν και μπήκαν μέσα. Για λίγη ώρα δεν ακούγαμε τίποτα, σε κάποια όμως στιγμή, άνοιξε η πόρτα και ο αλφαμίτης που κρατούσε το χαρτί φώναξε το όνομα του Νικήτα, που μπήκε μέσα και η πόρτα έκλεισε. Η αγωνία μας είχε κορυφωθεί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ακούσαμε βλαστήμιες, αναποδογυρίσματα καθισμάτων και γδούπους χτυπημάτων. Μετά όλα σταμάτησαν και δεν ακουγόταν τίποτα, ενώ στο διάστημα αυτό προσπαθούσαμε να αυτοσυγκεντρωθούμε - σε τέτοιες στιγμές, η αυτοσυγκέντρωση βοηθάει την πίστη και επομένως το κουράγιο - για να αντιμετωπίσουμε τις εξελίξεις.

Σχεδόν μισή ώρα αργότερα, άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο ίδιος αλφαμίτης, ενώ η αγωνία μας όλο και μεγάλωνε, περιμένοντας να ακούσουμε το επόμενο όνομα. Ο αλφαμίτης φώναξε: "Να περάσει ο Σωφρονάς". Πρόλαβα μόνο να κοιτάξω τα άλλα παιδιά. Σαν να ήθελα να πάρω κουράγιο. Στα ελάχιστα αυτά δευτερόλεπτα, ο αλφαμίτης βρέθηκε πίσω μου και με μια κλοτσιά με έστειλε μπροστά από ένα τραπέζι, που πίσω του καθόταν ο Δ/ντής του 2ου Γραφείου, υπολοχαγός Μαριέτης. Μέσα στο γραφείο, βρίσκονταν έξι αλφαμίτες οπλισμένοι, κρατώντας στα χέρια τα σύνεργά τους. Σε λίγο, άνοιξε η πόρτα του διπλανού δωματίου και έκαναν την εμφάνισή τους κι άλλοι αλφαμίτες, ενώ μέσα από το δωμάτιο ακούγονταν συνεχή χτυπήματα και βογκητά του Νικήτα. Αργότερα, έσυραν τον Νικήτα στο γραφείο του διευθυντή με παραμορφωμένο το πρόσωπο, χωρίς να μπορεί να σταθεί στα πόδια του, κρατώντας στα χέρια του τα σπασμένα γυαλιά της μυωπίας. Στην κατάσταση αυτή, τον πέρασαν σε ένα τρίτο γραφείο. Με το πέρασμα του Νικήτα - στο κακό χάλι - από δωμάτιο σε δωμάτιο, ήθελαν να μου δείξουν τι με περίμενε.

Αμέσως μετά, ο διευθυντής, θορυβώδικα, κάνοντας πίσω την καρέκλα του με τα πόδια, σηκώθηκε όρθιος, ακούμπησε τις παλάμες των χεριών του πάνω στο γραφείο, έσκυψε όσο μπορούσε περισσότερο προς το μέρος μου και σχεδόν ακουμπώντας το κεφάλι του στο δικό μου, όμοια άγριος λύκος που ετοιμάζεται να κάνει το τελευταίο του πήδημα για να κατασπαράξει το θύμα του, είπε: "Για να δούμε τι θα κάνουμε τώρα με σένα" και συνέχισε: "Σου είχαμε δώσει να συμπληρώσεις ένα έντυπο και να παραδώσεις αυτό, αφού πρώτα απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις. Τι έκανες λοιπόν;". Του είπα ότι το είχα συμπληρώσει και παραδώσει την ορισμένη μέρα. Αυτός, εκνευρισμένος στο έπακρο, μου είπε "Ρε συ μη μας κάνεις τον χαζό" και αμέσως άρπαξε από το γραφείο ένα έντυπο και συνέχισε: "Θέλω να μου πεις τι απάντησες στην ερώτηση, τι γνώμη έχεις για τον κομμουνισμό"; Του είπα ότι δεν έχω καμία γνώμη. Πριν όμως προλάβω να τελειώσω τη φράση, πέταξε από τα χέρια του το έντυπο, σαν λυσσασμένος αναποδογύρισε το γραφείο, έκανε πίσω, άρπαξε ένα συρματόσχοινο και μου κατάφερε μερικά χτυπήματα και έδωσε την εντολή να με αποτελειώσουν. Σε κακή κατάσταση, με σήκωσαν από το πάτωμα και με έστησαν μπροστά από το γραφείο, που, στο μεταξύ, σηκώνοντάς το, το είχαν βάλει στη θέση του. Εκείνη τη στιγμή, άκουσα το διευθυντή να λέει: "Κακομοίρη μου και θα σακατευτείς και θα κάνεις δήλωση, μη μας κάνεις λοιπόν το σκληρό καρύδι" και, απευθυνόμενος στους τέσσερις αλφαμίτες που μας είχαν κουβαλήσει στο 2ο Γραφείο, τους είπε: Πάρτε τον και φέρτε τον με αλλαγμένο το μυαλό".

Αφάνταστη δοκιμασία

Τότε αυτοί με κλοτσιές με πέταξαν έξω από το γραφείο και βρέθηκα στα πόδια των τριών συναγωνιστών μου, που με ζωγραφισμένο τον τρόμο στα πρόσωπά τους προσπάθησαν να με σηκώσουν. Επεμβαίνοντας οι αλφαμίτες με έκαναν σηκωτό και κακήν κακώς με έβγαλαν έξω από το παράπηγμα.

Τη συνέχεια της απάνθρωπης "ιεροτελεστίας" στο γραφείο με τους τρεις συναγωνιστές μου, ευτυχώς, δεν την έζησα, αλλά ο καθένας μπορεί να φανταστεί.

Στη διάρκεια που μας είχαν στο 2ο Γραφείο, η είδηση μαθεύτηκε σε ολόκληρο το τάγμα και οι εκτός του σύρματος στρατιώτες είχαν μαζευτεί κατά ομάδες και από μακριά περίμεναν την έξοδό μας, ενώ οι συναγωνιστές του σύρματος, που δούλευαν στους φούρνους, ήταν γεμάτοι φόβους για την τύχη μας και γενικότερα για την τύχη του σύρματος. Γινόταν πια φανερό ότι η Διεύθυνση, στην προσπάθειά της να εξαφανίσει τον κλωβό - έτσι που να μην υπάρχει παράδειγμα προς μίμηση σε μελλοντικές αποστολές - αποφάσισε να εφαρμόσει το πείραμα αυτό. Σκέφτηκε λοιπόν να βγάλει μια πεντάδα, να ρίξει πάνω της ολόκληρο το μηχανισμό βασανισμού και να κατορθώσει να τη σπάσει από κει και πέρα, όπως νόμιζε, τα πράγματα θα γίνονταν πιο εύκολα γι' αυτήν και πιο δύσκολα για το σύρμα. Επρεπε λοιπόν να μην αποτύχει. Σύμμαχός τους - στον οποίον και στηρίζονταν ήταν η βασανιστική και μακροχρόνια κράτησή μας, η σωματική μας εξάντληση και οι αρρώστιες που μας τρυγούσαν.

Οταν με έβγαλαν από το παράπηγμα, κατάλαβα ότι θα με πήγαιναν στο εφιαλτικό πειθαρχείο γιατί με έσπρωχναν ανατολικά. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, σωστός Γολγοθάς για όσους τον περπάτησαν, έτσι και το περπάτημά του το είχαν επιστημονικά σχεδιάσει. Δύο αλφαμίτες πήγαιναν μπροστά και δύο πίσω, ενώ εμένα με είχαν βάλει στη μέση. Οι πισινοί με χτυπούσαν με τα ραβδιά τους, ο ένας στην πλάτη και ο άλλος στα πόδια, με αποτέλεσμα να πέφτω μπρούμυτα, τότε οι μπροστινοί, γυρίζοντας, μου πατούσαν τα δάχτυλα των χεριών με τις αρβύλες τους και όταν τα κατάφερνα να σηκωθώ, επαναλαμβάνονταν τα ίδια. Ετσι, πότε όρθιος πότε μπουσουλώντας έφθασα στο πειθαρχείο. Ο χώρος ήταν περιφραγμένος με κουλούρες αγκαθωτό σύρμα και μέσα σ' αυτόν ήταν στημένα 3 - 4 ατομικά αντίσκηνα. Από το μέρος αυτό δε φαινόταν τίποτα άλλο από πέτρες, αφάνες, σχίνα και ένα κομμάτι ουρανού. Δε σε άκουγε ούτε ο Θεός.

Στην πόρτα, με υποδέχτηκε άλλη ομάδα βασανιστών, που με τους τέσσερις έπεσαν επάνω μου, τέσσερις φορές λιποθύμησα και με συνέφερναν με κουβάδες νερού, που μου 'ριχναν στο πρόσωπο, από βαρέλια γεμάτα νερό, που είχανε κοντά στην πόρτα γι' αυτό το σκοπό. Αυτό το σχέδιο βασανισμού το εφάρμοζαν με ακρίβεια, όταν χτυπούσαν το θύμα τους, άφηναν λίγο διάστημα, που πάγωνε και οι πόνοι μεγάλωναν, ενώ το κορμί άρχιζε να μελανιάζει και να πρήζεται στα χτυπημένα μέρη. Μετά περνούσαν το θύμα τους από νέα δοκιμασία και διαρκώς του έλεγαν: "Θα κάνεις, ρε πούστη, δήλωση;". Για να αντισταθεί το θύμα έπρεπε να μπορεί να αντέξει τους νέους πόνους, που θα ήταν πολύ χειρότεροι από τους προηγούμενους, γιατί τα χτυπήματα πάνω στα μελανιασμένα μέρη προκαλούσαν αβάσταχτους πόνους, ενώ το πρησμένο δέρμα άρχιζε να ανοίγει και να πετάγεται αίμα. Ετσι, το κορμί γινόταν βαρύ και με δυσκολία ο χτυπημένος μπορούσε να κινεί τα μέλη του, το στόμα γινόταν θεόξερο, το λαρύγγι στεγνό, το στήθος ανεβοκατέβαινε, στην προσπάθειά του να βγάζει μισές τις ανάσες και η φωνή του λιγόστευε, ενώ η δίψα γινόταν ανυπόφορη. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να γλείψω - αναδεύοντας την κατάξερη γλώσσα μου - το νερό που κυλούσε στο πρόσωπό μου, όταν μου το έριχναν για να με συνεφέρουν. Στη σκέψη ότι αυτό θα συνεχιζόταν, μια έμμονη ιδέα κυριαρχούσε μέσα μου: Το πώς θα κατάφερνα να μην υπάρχω. Κατά τη διάρκεια του τέταρτου ξυλοδαρμού - και όταν ο ήλιος πλησίαζε να πέσει - ένας αλφαμίτης γονάτισε και μου είπε: "Ρε Σωφρονά, πάρτο χαμπάρι, δεν πρόκειται να βγεις ζωντανός από εδώ, άλλωστε οι άλλοι κάτω στο 2ο Γραφείο καθάρισαν, τι περιμένεις λοιπόν;", ενώ ταυτόχρονα μου πίεζε το κεφάλι. Τη στιγμή εκείνη - και ενώ άκουγα τα λόγια του πολύ αχνά, επιστράτευσα όση δύναμη μου είχε απομείνει, στην προσπάθειά μου να αρπάξω το περίστροφο που κρεμόταν από τη ζωστήρα του και που μπορούσα να φτάσω, όπως είχε γονατίσει, με σκοπό να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Αυτός όμως το κατάλαβε έγκαιρα και με ένα χτύπημα μού παρέλυσε το χέρι, λέγοντάς μου: "Αμ δε σου κάνουμε τη χάρη".

Νύχτα του φεγγαριού και του θανάτου

Σε όλο αυτό το διάστημα, χτυπούσαν τους τρεις συναγωνιστές στο 2ο Γραφείο, περιμένοντας από το πειθαρχείο το αποτέλεσμα σχετικά με τη στάση μας και διαρκώς τους έλεγαν: "Τι επιμένετε, ο Σωφρονάς καθάρισε".

Αφού λοιπόν δεν κατάφεραν τίποτα, αποφάσισαν να τους φέρουν στο πειθαρχείο. Σε μια στιγμή, άκουσα άγριες φωνές και χτυπήματα. Τη στιγμή εκείνη έφερναν σχεδόν σέρνοντας τους τρεις συναγωνιστές από το 2ο Γραφείο. Η εμφάνισή τους μου 'δωσε κουράγιο και θυμάμαι ότι ήμουν έτοιμος να δεχτώ μαζί τους τις αναμενόμενες δοκιμασίες. Στα τρία παιδιά επιφύλαξαν την ίδια υποδοχή, ενώ ιδιαίτερο μίσος έδειχναν στον Γιώργο Σαμπατάκο - είχε πολλές φορές κοντραριστεί μαζί τους - που ήταν ένας άξιος αγωνιστής, γεμάτος σεμνότητα και καλοσύνη, ήταν ένας από τους 45 στρατιώτες που είχαν μείνει χωρίς υποχώρηση, από τα ματοβαμμένα γεγονότα. Ηταν φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής, στέλεχος της ΕΠΟΝ.

Αρχισε πια να νυχτώνει και ξανάρχισαν. Βρισκόμαστε κυριολεκτικά στα νύχια των χασισωμένων θεριών. Ο μόνος μάρτυρας των στιγμών ήταν το αυγουστιάτικο φεγγάρι, που βρισκόταν στη γέμιση και που άρχιζε να ανεβαίνει σιγά - σιγά. Ορθιοι πια δεν μπορούσαμε να σταθούμε και αυτοί σαν ύαινες, έπεφταν πάνω στα αδύναμα και καταματωμένα κορμιά μας, να τα κατασπαράξουν. Οπως είμαστε πεσμένοι χάμω, μας ποδοπατούσαν και από το βάρος τους, μαζί με το συγκύλισμα που μας έκαναν, τα χαλίκια και τα πλέγματα από τα αγκαθωτά σύρματα, που είχαν ρίξει στο χώμα, μας τρυπούσαν τα κορμιά και τα έκαναν αιμόφυρτα. Για να κάνουν καλύτερα τη δουλιά τους, φώτιζαν τα κορμιά μας με φακούς, που τα αναβοσβήματά τους έμοιαζαν σαν κεραυνοί στο σκοτάδι και συντελούσαν πολύ στο σπάσιμο των νεύρων μας. Κατά διαστήματα, μας έριχναν νερό και συνερχόμαστε, αυτό ανακατευόταν με το αίμα, που κυλούσε από τις πληγές των προσώπων μας και έφτανε στα χείλια μας με υπόγλυκια γεύση. Ετσι, άρχισαν να μας φαίνονται όλα θολά και να χάνουμε την αίσθηση με το περιβάλλον. Θυμάμαι, σαν σε όνειρο, ότι μας έσυραν σε έναν κατηφορικό δρόμο, που αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν ο ίδιος ανηφορικός δρόμος που οδηγούσε στο πειθαρχείο, μας έβαλαν σε ένα κτίριο και έπεσαν πάνω μας πολλοί - πάρα πολλοί.

Μας γύρισαν πάλι στο πειθαρχείο και συνέχισαν. Είμαστε πια ανήμποροι να φυλαγόμαστε από τα χτυπήματά τους. Δεν μπορούσαμε να σειστούμε από τη θέση μας. Οι βασανιστές, με κλοτσιές, μας στρίμωχναν κάτω από τα αγκαθωτά σύρματα, που νιώθαμε να μας τρυπούν τις σάρκες, ενώ, παράλληλα, μας έσερναν πάνω σ' αυτά. Τα μάτια μας θολά έβλεπαν το φεγγάρι, που αργούσε να βασιλέψει και το παρακαλούσαμε να το έκανε γρήγορα για να χαράξει. Το σκοτάδι με τα αγρίμια γίνεται πιο σκιαχτερό. Τα κορμιά μας, σε κάποια στιγμή, τα αντιληφθήκαμε γυμνά. Φαίνεται πως έβγαλαν τα ρούχα μας τις ώρες που χάναμε τις αισθήσεις μας. Σε κάποια στιγμή, ένιωσα το κορμί μου πασπαλισμένο από τη μέση και κάτω με ακαθαρσίες μου. Δεν το είχα καταλάβει...

Τα σημάδια της θύελλας

Καθένας περνούσε το μαρτύριο μόνος του. Δεν μπορούσαμε να βλεπόμαστε, ούτε ξέραμε εάν είμαστε όλοι μαζί. Θυμάμαι μόνο ότι σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε κοντά με τον Γιώργο, κάτω από τα συρματοπλέγματα, ψηλαφιστά δώσαμε τα χέρια και τα σφίξαμε. Εκείνη τη στιγμή, άκουσα πολύ ξεψυχισμένα κάτι να μου λέει. Το μόνο που ξεχώρισα ήταν "κουράγιο", ενώ το φεγγάρι πήγαινε να βασιλέψει. Λίγο πριν βγει ο ήλιος, όπως μου είπαν πολύ αργότερα, όταν άρχισα να συνέρχομαι κάπως, ο Γιώργος ξεψύχησε, ο Δημήτρης έπαθε αφωνία και ο Νίκος έπαθε ζημιά στην κύστη. Είχε πια χαράξει για καλά, όταν είδα μπροστά μου όλες τις ανταύγειες του κόσμου και μετά σκοτάδι.

Ανανοήθηκα πάνω σε ένα κρεβάτι. Μου είπαν ότι βρισκόμουν στο αναρρωτήριο του τάγματος και ότι με είχαν πάει αρκετές ημέρες πριν, πονούσα πολύ, όλα τα μέλη μου έτρεμαν και το κεφάλι μου κουνιόταν σαν ελατήριο, ενώ δεν είχα σαφή αντίληψη του περιβάλλοντος. Αργότερα, μου είπαν οι συναγωνιστές ότι είχα πάθει αμνησία. Με πήγαν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο και μετά ένα μήνα θεραπείας μου, δεν κατάφεραν να με γιατρέψουν και μου έδωσαν αναβολή - σαν ανίκανο για τις τάξεις του στρατού - με την υπ. αριθμ. 5201/19 - 9 - 1944 γνωμάτευση της Επιτροπής Απαλλαγών.

Στην αξιοθρήνητη αυτή κατάσταση, δε με έστειλαν στο σπίτι μου, αλλά με πήγαν πάλι στο σύρμα, που οι συναγωνιστές μου με υποδέχτηκαν με απεριόριστη αγάπη, που ήταν σαν βάλσαμο. Αφού μας έδωσαν απολυτήριο, με έστειλαν σαν πολίτη στο Δ Τάγμα, στο βόρειο μέρος του νησιού. Αργότερα, με πήγαν στο ΒΕΤΟ, που πέρασα μαζί με άλλους της κατηγορίας μου νέα δοκιμασία. Μας έκλεισαν στο "Τρελάδικο" και όταν άρχισε να φυσάει, έστω και αμυδρός δημοκρατικός άνεμος, μας έστειλαν στην Αθήνα και η Ασφάλεια μάς παρέδωσε στους δικούς μας με πρωτόκολλο σαν πακέτα. Μετά από αρκετό χρόνο θεραπείας και οικογενειακής αγάπης, άρχισα να μπορώ να περπατάω και να έχω κάποια ελπίδα. Εμειναν, όμως, αρκετά σημάδια από την ψυχική μου θύελλα.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - 50 ΧΡΟΝΙΑ
Ανυπέρβλητο ηρωικό μεγαλείο

Μια μαρτυρία, μια στιγμή της ιστορίας, που έγραψαν οι αλύγιστοι Μακρονησιώτες. Ο Γιώργης Σαμπατάκος, από το θάνατο στην αθανασία των λαϊκών ηρώων

Στην επίπονη, βασανιστική μας προσπάθεια, που γίνεται για μια ζωντανή - συλλογική σκιαγράφηση της ιστορίας της Μακρονήσου, με την επέτειο των 50 χρόνων της, επικοινώνησα με τον σύντροφο Χρίστο Σωφρονά, που ξαναζωντανεύει τη μνήμη και περιγράφει απλά - ανθρώπινα και συντροφικά τον ομαδικό βασανισμό των πέντε συντρόφων μας του σύρματος του ΑΕΤΟ και ιδιαίτερα το θάνατο του Γιώργη Σαμπατάκου.

Ενα μικρό ιστορικό

Ο Γιώργης Σαμπατάκος γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Ανω Κάρεα της Λακωνίας. Φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής, μπήκε από την πρώτη στιγμή στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Θα αναδειχτεί σε στέλεχος της ΕΠΟΝ Σπουδαστών. Τον Ιούλη του 1947, στάλθηκε φαντάρος στο Α Τάγμα Σκαπανέων στη Μακρόνησο.

Εκεί, στον τόπο της δοκιμασίας, της προσφοράς και της θυσίας, χιλιάδες αγωνιστές θα γνωρίσουν στην πράξη τη γενναία, αταλάντευτη, αγωνιστική, σεμνή μορφή του συντρόφου και αδελφού μας Γιώργη Σαμπατάκου.

Στα αιματηρά - δολοφονικά γεγονότα, την 1η του Μάρτη 1948, στον 4ο Λόχο, θα βρεθεί απέναντι από τον Μπαρούχο, που με το πιστόλι στο χέρι έδωσε το σύνθημα της επίθεσης και της σφαγής. Ο Γιώργης θα υποχωρεί σιγά σιγά μαζί με όλους μας του λόχου. Οχι, δεν τρέχουμε κι όταν ακόμα μας δολοφονούν.

Από τον Απρίλη του 1948, θα ζει στην απομόνωση, στο γνωστό σύρμα ΑΕΤΟ. Πάντα πρώτος στη δοκιμασία, κοντά στους συντρόφους του.

Τελευταία Κυριακή του Μάη του 1948, ο υπολοχαγός Μηγιάκης, διοικητής του σύρματος, μ' ένα χαρτί στο χέρι, στη συγκέντρωσή μας θα μας πει: "Θα σας διαβάσω ένα γράμμα του αδελφού, του συναδέλφου σας Σαμπατάκου". Την ίδια στιγμή, ακούστηκε η κρυστάλλινη και σταθερή φωνή του Γιώργη:

"Κύριε υπολοχαγέ, δε σας επιτρέπω να διαβάσετε το γράμμα που στείλανε για μένα. Αυτό που κάνετε είναι παράνομο... Το γράμμα απαιτώ να μου το δώσετε".

Απόλυτη σιωπή. Ο Μηγιάκης σιώπησε κι αυτός. Νύχτα 5 προς 6 Αυγούστου 1949. Ο Σαμπατάκος μαζί με άλλους τέσσερις συντρόφους του σύρματος βασανίζονται για να τους αποσπάσουν δηλώσεις μετανοίας. Αυτή τη νύχτα, μας την περιγράφει, στο κείμενό του, ο σύντροφος Χρ. Σωφρονάς. Μα, εμείς θα θέλαμε κάτι γραμμένο κι από τον Γιώργη πριν ξεψυχήσει. Ασφαλώς, θα μας έγραφε, μα δεν είχε χαρτί και μολύβι. Αυτά που ξέρουμε είναι αυτά που γράφει ο Σωφρονάς: "Θυμάμαι ότι σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε κοντά με τον Γιώργη. Ψηλαφιστά δώσαμε τα χέρια και τα σφίξαμε. Εκείνη τη στιγμή, άκουσα πολύ ξεψυχισμένα κάτι να μου λέει. Το μόνο που ξεχώρισα ήταν η λέξη "κουράγιο"". Στο βιβλίο του "Ιστορία της Μακρονήσου", με το χέρι του συντρόφου Μάργαρη, το σύρμα ολόκληρο γράφει: "Τον κλάψαμε τον Γιώργη, γιατί ο Γιώργης μίλησε, πάλεψε με το θάνατο, ξεψύχησε για όλους μας. Ηταν η δική μας γνώμη, η δική μας θέληση, η δική μας καρδιά. Ηταν η ψυχή μας".

Διονύσης ΓΕΩΡΓΑΤΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ