ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Δεκέμβρη 1996
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ
Προδιαγεγραμμένη πορεία αφανισμού

Επί 15 χρόνια οι κυβερνήσεις υπονομεύουν τον κλάδο και οι εκπρόσωποι των μεγαλοεπιχειρηματιών κλείνουν τα εργοστάσιά τους στην Ελλάδα και ανοίγουν νέα στο εξωτερικό

Στον πλήρη αφανισμό οδηγείται ένας ακόμη βιομηχανικός κλάδος της χώρας και μάλιστα της βαριάς βιομηχανίας, η χαλυβουργία, που βρίσκεται σε διαρκή κρίση την τελευταία 15ετία, λόγω της πολιτικής που επέβαλλε αρχικά η ΕΟΚ και μετέπειτα η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η πορεία συρρίκνωσης και αφανισμού του κλάδου άρχισε με την είσοδο της χώρας στην Κοινότητα με το πρώτο καθοριστικό χτύπημα το 1980, όταν επιβλήθηκε - εκ των Βρυξελλών - στο όνομα της επιβίωσης και ενίσχυσης μόνο των μεγάλων πολυεθνικών συγκροτημάτων, το κλείσιμο των δύο υψικάμινων της μεγαλύτερης επιχείρησης χαλυβουργίας στη χώρα, που αποτελεί και τη μοναδική καθετοποιημένη επιχείρηση, της "Χαλυβουργικής". Τις άμεσες συνέπειες γεύτηκαν πρώτοι απ' όλους οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, όταν από τους 3.500 χιλιάδες που απασχολούνται συνολικά, οι 1.300 βρέθηκαν στο δρόμο. Τα τέλη της δεκαετίας του '80, βρήκαν την ελληνική χαλυβουργία σε πρόσκαιρη ανάκαμψη, ακολούθησαν όμως οι αποφάσεις της ΕΕ για μείωση της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, η οποία προδιέγραψε και την οριστική πλέον συρρίκνωση της εγχώριας χαλυβουργίας. Ετσι, στις αρχές της δεκαετίας, από τις 5 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο η μία της οικογενείας Στασινοπούλου στο Βόλο θα κλείσει. Η "Χαλυβουργία Θεσσαλίας", επίσης στο Βόλο, μειώνει το προσωπικό της στο ήμισυ στέλνοντας άλλους 250 εργαζόμενους στην ανεργία. Ο "Ελληνικός Χάλυβας" στη Θεσσαλονίκη, με βασικό μέτοχο γαλλο-ιταλο-ισπανική κοινοπραξία, που υπονομεύει συνειδητά την επιχείρηση, θα μετακυλίσει την τεχνητή κρίση, που έχει δημιουργήσει, στους εργαζόμενους απολύοντας 350. Ανάλογα κινείται σε σχέση με το προσωπικό της και η "Ελληνική Χαλυβουργία" στην Ελευσίνα.

Η "Χαλυβουργική" το 1994 προχωράει στην παύση της λειτουργίας ενός τμήματος σιδήρου και σε 200 απολύσεις. Κι αυτό ενώ οι μεγαλοϊδιοκτήτες Αγγελόπουλοι εκείνο ακριβώς το χρονικό διάστημα ανοίγουν νέα εργοστάσια στην... Αγγλία, το Βέλγιο και την Αμερική. Το τελειωτικό χτύπημα στην επιχείρηση, το οποίο εκτιμάται ότι θα συμπαρασύρει και ολόκληρο τον κλάδο, ήρθε φέτος, με την απόφαση της διοίκησης τον περασμένο Απρίλη να κλείσει τους ηλεκτρικούς κλιβάνους και στη συνέχεια το συνολικό τμήμα της παραγωγής μπετόβεργας, καθώς και ένα ακόμη τμήμα παραγωγής σιδήρου, προετοιμάζοντας 350 επιπλέον απολύσεις.

Το τέλος του κλάδου

Η απόφαση αυτή και ο προσανατολισμός της διοίκησης να μετεξελιχτεί η "Χαλυβουργική" σε εμπορική επιχείρηση σηματοδοτεί και το τέλος όχι μόνο της ίδιας, αλλά ολόκληρου του κλάδου. Οι ευθύνες των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι τεράστιες, αφού όλα αυτά τα χρόνια δεν πήραν κανένα μέτρο για την προστασία και ανάπτυξη του κλάδου, αλλά αντίθετα εναρμονίστηκαν απόλυτα με τις αποφάσεις των Βρυξελλών, που αργά αλλά σταθερά οδηγούσαν τον κλάδο στη συρρίκνωση και τώρα στον αφανισμό. Οι ευθύνες βαρύνουν πολύ περισσότερο την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που, ενώ είχε δεσμευτεί για τη δημιουργία μονάδας ανοξείδωτου χάλυβα στη ΛΑΡΚΟ, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κορμός μιας κλαδικής πολιτικής που θα έβγαζε τον κλάδο από την κρίση, δεν την υλοποίησε ποτέ, όπως και τόσες άλλες δεσμεύσεις. Η περίοδος που ο κλάδος κυριολεκτικά τελματώνει αποτελεί βασικό δείγμα της πολιτικής πλήρους συρρίκνωσης της βιομηχανίας και υποτέλειας στα πολυεθνικά κεφάλαια που εφαρμόζει η κυβέρνηση, αν αναλογιστεί κανείς ότι βρίσκονται σε εξέλιξη "μεγάλα έργα" για τα οποία απαιτούνται εκατομμύρια τόνοι χάλυβα και δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ούτε ένα γραμμάριο ελληνικού, με δεδομένη μάλιστα τη δυνατότητα που έχει εξασφαλιστεί για τη σύναψη προγραμματικών συμφωνιών με ελληνικές επιχειρήσεις.

Τα αίτια της κρίσης

Η παρεμβατική πολιτική της ΕΕ σε συνδυασμό με τον ανύπαρκτο ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο των εισαγωγών από την ελληνική κυβέρνηση, οι οποίες μάλιστα γίνονται και με τιμές ντάμπινγκ, παρά τα περιθώρια περιορισμού που υπάρχουν ακόμη και από αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που θέτει η Κοινότητα και που άλλες χώρες εφαρμόζουν, θεωρούνται ως βασικές αιτίες της κρίσης. Το 50% της εγχώριας κατανάλωσης αποτελούν οι εισαγωγές που στην πλειοψηφία τους είναι και κακής ποιότητας προϊόντα. Ενδεικτικό της ασυδοσίας που επικρατεί στον τομέα των εισαγωγών είναι το γεγονός ότι ενώ το 1994 - 1995 στις χώρες - μέλη της ΕΕ οι εισαγωγές μειώνονται κατά 10%, στην Ελλάδα αυξάνονται κατά 98%! Ο ανταγωνισμός προέρχεται κυρίως από πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και από την Ιταλία και την Ισπανία, όπως και την Τουρκία, από όπου εισάγεται σίδηρος. Ο κλάδος πλήττεται, όμως κυρίως από την πολιτική της Κοινότητας η οποία από το 1992 αποφασίζει και υλοποιεί ένα συνολικό σχέδιο μείωσης της παραγωγής χάλυβα κατά 19 - 24 εκατ. τόνους (11 - 15%) της συνολικής παραγωγής ανά έτος μέχρι το 1995. Το σχέδιο συνοδεύεται με κονδύλι ύψους 240 εκατ. ECU προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό τρανταγμό, αφού εκτιμάται ότι η μείωση αυτή θα στοιχίσει στην απασχόληση 50.000 θέσεις εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στόχος της Κοινότητας δεν είναι απλώς η μείωση της παραγωγής, αλλά το οριστικό κλείσιμο σημαντικών μονάδων για να περιέλθει ο έλεγχος της αγοράς στα χέρια των ολιγοπωλίων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σε επίσημο έγγραφο της Κοινότητας σημειώνεται ότι "ο στόχος είναι το κλείσιμο μονάδων, όμως για λόγους κοινωνικών αντιδράσεων θα επιλέγεται ο όρος αναδιάρθρωση της παραγωγής". Ταυτόχρονα, σε εφαρμογή της συνθήκης ΕΚΑΧ (πρόγονος της ΕΟΚ), απαγορεύονται οι ενισχύσεις σε επιχειρήσεις για επενδύσεις και αύξηση της παραγωγικότητας, με μία παρέκκλιση για 3 χρόνια 92, 93 και 94 γιαΕλλάδα και Ισπανία. Η παράταση για την Ελλάδα επεκτάθηκε μέχρι το 2000 στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών, για επενδύσεις μέχρι ύψους 15 δισ. δρχ. Ομως ακόμη και αυτής της πενιχρής δυνατότητας οι ελληνικές επιχειρήσεις, με ευθύνη δικιά τους, δεν έκαναν χρήση την τριετία 92 - 94 υποβάλλοντας επενδυτικά σχέδια στα πλαίσια του αναπτυξιακού νόμου, με εξαίρεση μόνο δύο και για συνολικό ποσό 1,2 δισ. δρχ. που θεωρείται μηδαμινό για τις ανάγκες που υπήρχαν. Είναι η περίοδος που η "Χαλυβουργική" θα μπορούσε να υποβάλλει τέτοιο σχέδιο, αλλά προτιμά να κλείνει παραγωγικά τμήματα, να διώχνει εργαζόμενους και να επενδύει ταυτόχρονα σε άλλες χώρες. Είναι επίσης η ίδια περίοδος που ο "Ελληνικός Χάλυβας" στη Θεσσαλία με βασικό μέτοχο (65%) κοινοπραξία που αποτελείται από κεφάλαια γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά (μέτοχος είναι και η ΕΤΒΑ με 35%) υπονομεύουν την εταιρία, αφού οι ίδιοι είναι και προμηθευτές πρώτων υλών τις οποίες προμηθεύουν σε τιμές πολύ υψηλότερες από τις διεθνείς. Ταυτόχρονα, με τη μείωση της παραγωγής και του προσωπικού έχει αρχίσει ένας άνευ προηγουμένου πόλεμος εναντίον των αγωνιστικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων που διεκδικούν το δικαίωμα στη δουλιά, αλλά και σκληρή εκμετάλλευση και εντατικοποίηση της εργασίας για τους εργαζόμενους, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να δουλεύουν 12ωρα, με πάγωμα των μισθών για δύο χρόνια. Υπό αυτές τις συνθήκες η συρρίκνωση του κλάδου της ελληνικής χαλυβουργίας ακολουθεί σταθερή πορεία, αφού έχει να ανταγωνιστεί ολόκληρα συγκροτήματα των ευρωπαϊκών κρατών από τη μια και τις αθρόες εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ από την άλλη, προϊόντων από τρίτες χώρες.

Η κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο

Η κρίση στην εγχώρια παραγωγή επιδεινώνεται και από την κρίση που περνάνε το ίδιο διάστημα οι επιχειρήσεις στα υπόλοιπα κράτη - μέλη, που μαστίζει και αφανίζει κυρίως μικρής δυναμικότητας επιχειρήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι ιταλικές αρχές το 1994, στα πλαίσια των "αναδιαρθρωτικών" προγραμμάτων της Κοινότητας, παρέλαβαν αιτήσεις από 68 επιχειρήσεις (50% των εταιριών της) για κλείσιμο μονάδων συνολικής δυναμικότητας 7,5 εκατομμυρίων τόνων, ενώ στη συνέχεια επέκτειναν τη μείωση της παραγωγής σε επιπλέον 5 εκατομμύρια τόνους υγρού χάλυβα και 250 χιλιάδων τόνων τσέρκι ψυχρής έλασης. Ωστόσο, η ιταλική κυβέρνηση, σε αντίθεση με την ελληνική, παρά τις απαγορεύσεις της Κοινότητας φροντίζει με εύσχημο τρόπο να ενισχύει τις επιχειρήσεις της, γεγονός που αναγκάζει την Κοινότητα μέχρι και να υποχρεώνει σε διάλυση των μονάδων που κλείνονται για να αποφεύγονται παράνομες χρηματοδοτήσεις.

Το μεγάλο πρόβλημα στην Κοινότητα σημειώνεται το 1991 - 92 όταν παρατηρείται έλλειμμα στις εμπορικές συναλλαγές ύψους 2,7 εκατομμυρίων τόνων κάτω από τις προβλέψεις, μεταφραζόμενο σε έλλειμμα 2 εκατ. τόνων στις εξαγωγές προς ΗΠΑ και τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και απρόβλεπτη αύξηση εισαγωγών ύψους 0,7 εκατ. τόνων. Ταυτόχρονα το 1992 σημειώνεται πτώση τιμών κατά μέσο όρο 20% που στα επιμήκη προϊόντα φτάνει το 30%. Την ίδια χρονιά οι εισαγωγές σε κοινοτικό επίπεδο αυξάνονται κατά 50%, γεγονός που δυσχεραίνει την κατάσταση ακόμη περισσότερο και αναγκάζει την ΕΕ να πάρει πρόσθετα μέτρα. Στην κατεύθυνση αυτή και ενώ εκτιμάται ότι το 1993, το 95% των κοινοτικών βιομηχανιών θα έχουν στο τέλος του χρόνου αρνητικό προϋπολογισμό, προχωρά, πέρα από το σχέδιο "αναδιάρθρωσης" μέσω κλεισιμάτων και τα συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα, προϋπολογισμού 240 ECU για τρία χρόνια, στην έκδοση στις 6/10/92 σύστασης προς τις ΗΠΑ οι οποίες κάνουν χρήση εμπορικών μέτρων για την προστασία της εγχώριας παραγωγής τους, συμμόρφωσης με τη συνθήκη της ΓΚΑΤΤ. Ταυτόχρονα αποφασίζει σκληρότερο έλεγχο στις εισαγωγές - εξαγωγές θέτοντας σε πιο αυστηρή ισχύ τον εκ των προτέρων και εκ των υστέρων έλεγχο που εφαρμόζεται χαλαρά από το 1970, καθώς και την επιβολή ποσοστώσεων από τον Ιούνη του 1993 με την Τσεχική και τη Σλοβακική Δημοκρατία αντίστοιχα.

Τα μέτρα θα αποδώσουν συγκυριακά για το 1993, όπου θα προκύψει σαφής βελτίωση του πλεονάσματος συναλλαγών. Τη χρονιά αυτή η ΕΕ θα είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής ανά τον κόσμο, εξάγοντας άνω των 10 εκατ. τόνων παλαιοσιδήρου. Τα πράγματα όμως θα δυσκολέψουν εκ νέου την αμέσως επόμενη χρονιά, καθώς ο ανταγωνισμός από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών, που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, θα ενταθεί. Με δεδομένη την εκτίμηση ότι η κρίση του κλάδου θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το 1997, η ΕΕ έχει στηρίξει τις ελπίδες της στην επίτευξη μιας πολυμερούς συμφωνίας για το χάλυβα σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτι όμως που θεωρείται ανέφικτο, αφού εξαρτάται από τις χώρες λίντερ του κλάδου, όπως ΗΠΑ και Ιαπωνία που δεν έχουν κανένα λόγω να συναινέσουν σε μια συμφωνία η οποία ουσιαστικά θα στραφεί ενάντια στα εθνικά τους συμφέροντα.

Χρύσα ΛΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ