ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Γενάρη 1995
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Αγώνας για τον "πρώτο" ρόλο

Επικίνδυνη διαμάχη για την εξασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή, στο πλαίσιο της "νέας τάξης"

Η ανατροπή του διπολισμού και η αναζήτηση νέων ισορροπιών του Διεθνούς Συστήματος Ασφάλειας, προσέδωσαν μετά το 1989 νέο περιεχόμενο και νόημα στην ελληνοτουρκική διαμάχη, η οποία με τη νεότερή της μορφή συμπληρώνει πια μισό αιώνα.

Από το 1945 και έπειτα Ελλάδα και Τουρκία, ενταγμένες στο ίδιο στρατόπεδο, διαγκωνίζονται για την εξασφάλιση του πρώτου ρόλου στην περιοχή, στο πλαίσιο πάντα του Νατοϊκού συνασπισμού. Πρόκειται για μια διαμάχη που χαρακτηρίστηκε από κρίσεις ποικίλης έντασης, που οδήγησε στο χείλος του πολέμου, στη διχοτόμηση της Κύπρου και στην παγίωση ενός επικίνδυνου κλίματος στο Αιγαίο.

Οι φιλοδοξίες των δύο χωρών έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους κοινούς τους προστάτες, οι οποίοι βρήκαν πρόσφορο έδαφος να εδραιώσουν τα συμφέροντά τους στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ηταν φυσικό, μετά το 1989 το ανταγωνιστικό παιχνίδι Αθήνας και Αγκυρας να λάβει νέες διαστάσεις. Η εμφάνιση νέου χώρου πρόσφορου σε άσκηση επιρροής, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και των σοσιαλιστικών καθεστώτων εκλήφθηκε από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών, ως "ιστορική ευκαιρία" προκειμένου να προωθήσουν τις ηγεμονικές τους φιλοδοξίες. Η αναζήτηση νέων ισορροπιών στην περιοχή και η ανατροπή των δεδομένων με βάση τα οποία λειτουργούσαν και διαμορφώνονταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τον τελευταίο μισό αιώνα, δημιουργούν το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός.

Καθώς οι δύο χώρες εξακολουθούν να βρίσκονται ενταγμένες στο ίδιο συμμαχικό στρατόπεδο, η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αποκατάσταση μιας νέας ισορροπίας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ο τρόπος όμως με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η διευθέτηση και οι λύσεις οι οποίες θα προωθηθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα δώσουν και την απάντηση στο ζήτημα της κυριαρχίας - πάντα μέσα στο πλαίσιο της νέας τάξης πραγμάτων - στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και τα Βαλκάνια. Αποδεχόμενες πλήρως το ανταγωνιστικό παιχνίδι οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας, θεωρούν, ότι η οποιαδήποτε διευθέτηση των προβλημάτων τους στο Αιγαίο και την Κύπρο θα ανοίξει τον δρόμο της κυριαρχίας της μιας χώρας έναντι της άλλης.

Ο χρόνος που πέρασε, λοιπόν, σημαδεύτηκε από διπλωματικές μάχες χαρακωμάτων των δύο χωρών. Το Αιγαίο, το Κυπριακό και οι τουρκοκοινοτικές σχέσεις αποτέλεσαν τα πεδία αυτών των μαχών, ενός πολέμου ο οποίος ασφαλώς και θα συνεχιστεί όσο στόχος των δύο χωρών είναι η εξασφάλιση του περιφερειακού ηγεμονικού ρόλου.

Οι διπλωματικές μάχες, καθώς είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες δύσκολα μπορούν να αποτιμηθούν. Ωστόσο, μια από αυτές έχει ήδη κριθεί, δυστυχώς σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Η πορεία του Κυπριακού τον περασμένο χρόνο επιβεβαίωσε τον επιλεκτικό χαρακτήρα με τον οποίο εφαρμόζονται οι κανόνες και οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Το αδιέξοδο σε αυτή την υπόθεση, χρόνια τώρα, προετοιμάζει το έδαφος για τη διεθνή νομιμοποίηση της εισβολής και της κατοχής τμήματος της Κύπρου, το οποίο αργά αλλά σταθερά διεκδικεί και κερδίζει στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας το "δικαίωμα" της αναγόρευσής του σε ξεχωριστό κράτος.

Για την ελληνική εξωτερική πολιτική, το Κυπριακό κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ανάχωμα με το οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν να ανακόψουν τις επεκτατικές προσπάθειες της Αγκυρας. Χαρακτηριστική αυτής της πολιτικής αντίληψης, ήταν η ελληνική άρνηση για την προώθηση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων και την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το ελληνικό βέτο, πράγματι απέτρεψε την αναβάθμιση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων, προς το παρόν όμως... Από την άλλη πλευρά, η τουρκική διπλωματία, εκφράζοντας τις πάγιες επεκτατικές διαθέσεις του στρατιωτικού κατεστημένου της Αγκυρας, επιχειρεί να καλύψει το κενό που δημιούργησε η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, υιοθετώντας τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια. Η στρατιωτική παρουσία της Αγκυρας στη Βοσνία, έστω και κάτω από την ομπρέλα του ΟΗΕ, η σύσφιξη των σχέσεών της με τα Τίρανα και ο έλεγχος που ασκεί στη μεγάλη τουρκική μειονότητα της Βουλγαρίας, δημιουργούν τεράστια προβλήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική και έμπρακτα αμφισβητούν το ρόλο που η Ελλάδα θα επιθυμούσε να αναλάβει στην περιοχή. Παράλληλα, η Τουρκία επιχειρεί, επιτυχώς, να εδραιώσει τα "κεκτημένα" της πολιτικής που με συνέπεια ακολουθεί στην Κύπρο και το Αιγαίο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με την εφαρμογή της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Τουρκία, με την πολιτική έντασης που ακολούθησε, κατάφερε να εγγράψει τις ενστάσεις της και να εμποδίσει την Ελλάδα να ασκήσει το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. στο Αιγαίο. Ακολουθώντας την ίδια τακτική η Τουρκία δεν κουράζεται να συντηρεί το ενδιαφέρον της για την τουρκική, όπως την αποκαλεί, μειονότητα της Θράκης και να απαιτεί την αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών.

Απέναντι στο μπαράζ των τουρκικών αξιώσεων η ελληνική διπλωματία εμφανίζεται αμυνόμενη, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο χρόνος περνά προς όφελος της Ελλάδας. Τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και κυρίως το κουρδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αγκυρα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ελληνικής διπλωματίας, θα εξαναγκάσουν σε δραματική αναδίπλωση την τουρκική εξωτερική πολιτική στο άμεσο μέλλον.

Εκτιμώντας ότι ο χρόνος εργάζεται για τα ελληνικά συμφέροντα, η Αθήνα επιμελώς αποφεύγει να προσέλθει σε ένα διάλογο εφ' όλης της ύλης με την Αγκυρα, παρά τις εντονότατες πιέσεις που τις ασκούνται τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την ΕΕ. Η κατοχή τμήματος της Κύπρου, από τουρκικά στρατεύματα, προσφέρει στις ελληνικές κυβερνήσεις ένα δίκαιο και σοβαρό επιχείρημα προκειμένου να αποφύγουν την έναρξη μιας συνολικής συζήτησης επί των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Μιας συζήτησης, που στην προκειμένη περίπτωση θα οδηγήσει σε συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, όχι με τους καλύτερους δυνατούς όρους για την Ελλάδα. Για την ακρίβεια, όχι με τους καλύτερους δυνατούς όρους για την εκπλήρωση των ελληνικών ηγεμονικών φιλοδοξιών.

Μέσα από αυτό το πρίσμα λοιπόν, η ελληνική διπλωματία και τη χρονιά που έρχεται, θα επιδιώξει να κερδίσει χρόνο, ώστε όταν χρειαστεί να διαπραγματευτεί, να το κάνει από θέση ισχύος.

Η τακτική των καθυστερήσεων που ακολουθεί η ελληνική διπλωματία, ασφαλώς μπορεί να αποβεί επωφελής, αρκεί να ικανοποιηθεί μια προϋπόθεση που η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί "αξιωματικά" δεδομένη: Οτι ο παράγοντας χρόνος, λειτουργεί σε βάρος της Τουρκίας. Αν όμως το "αξίωμα" αυτό δεν ισχύει, τότε κάτω από ποιους όρους θα επιχειρηθεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση;

Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ