ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Γενάρη 1995
Σελ. /48
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΤΑΛΙΑ
Ανάμεσα σε συμπληγάδες

Στις 22 Δεκέμβρη 1994, πέφτει στην Ιταλία η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι. Αναμφίβολα, υπήρξε η χειρότερη κυβέρνηση της ιστορίας της Δημοκρατίας, η πιο αντιλαϊκή και αντεργατική κυβέρνηση που είχε η χώρα από το 1945 και μετά.

Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, η οποία είχε τα ηνία για περίπου 9 μήνες, αποτελούνταν από το ίδιο το κόμμα του αρχηγού της κυβέρνησης (το "Φόρτσα, Ιτάλια!"), από τη "Λίγκα του Βορρά" του Ουμπέρτο Μπόσι και από τους φασίστες της "Εθνικής Συμμαχίας". Κατά τη διάρκεια των 9 αυτών μηνών, που η κυβέρνηση λειτούργησε, ήταν, ουσιαστικά, οι φασίστες της Εθνικής Συμμαχίας, με επικεφαλής τον Τζιανφράνκο Φίνι, που κυριαρχούσαν στον κυβερνητικό συνασπισμό και υπαγόρευαν την πολιτική γραμμή και στον ίδιο τον Μπερλουσκόνι. Οι Ιταλοί φασίστες έμειναν μακριά από την κυβέρνηση από την πτώση του καθεστώτος Μουσολίνι. Ο Μπερλουσκόνι, προσκαλώντας τους στη διακυβέρνηση της χώρας, τους έκανε δώρο μια νέα πολιτική και θεσμική νομιμοποίηση. Οι φασίστες, στη συνέχεια, κατάκτησαν μόνοι τους, με μια πολιτική, από τη μια πλευρά, έντονα αντεργατική και, από την άλλη, ρατσιστική και δημαγωγικά λαϊκιστική (αγώνας ενάντια στους μετανάστες και προτάσεις για "κοινωνική ιεραρχία") την εύνοια τόσο ενός μέρους του μεγάλου κεφαλαίου όσο και πλατειών μαζών της μικρής αστικής τάξης και του υποπρολεταριάτου.

Στο τέλος αυτής της κυβερνητικής εμπειρίας της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, μπορούμε να πούμε, με ανησυχία, ότι ο καινούριος "δυνατός άνδρας" στην Ιταλία είναι ο Τζιανφράνκο Φίνι, ο φασίστας ηγέτης, ο οποίος είναι τώρα ικανός να θέσει υπό την πολιτική του εξουσία ολόκληρη την ιταλική Δεξιά, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και της πολιτικής του οργάνωσης, του "Φόρτσα, Ιτάλια!".

Μια ολέθρια κυβερνητική διαχείριση

Ο Μπερλουσκόνι είχε κερδίσει τις εκλογές με την υπόσχεση στους Ιταλούς να τους "απελευθερώσει" από τον κομμουνισμό, να ανορθώσει την οικονομία, να εξαλείψει τα κρατικά ελλείμματα και να εγκαθιδρύσει "την κοινωνική ειρήνη". Είχε, ακόμα, επίσημα εγγυηθεί σε ολόκληρο τον ιταλικό λαό, από τις οθόνες όλων των τηλεοπτικών του σταθμών και από τις σελίδες όλων των εφημερίδων του, ότι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα παραχωρούσε στη χώρα 1.000.000 νέες θέσεις εργασίας. Το "1.000.000 θέσεις εργασίας" έγινε το σύνθημα του Μπερλουσκόνι κατά τη διάρκεια όλης της προεκλογικής του εκστρατείας.

Αντίθετα, μέσα στους 9 μήνες της διακυβέρνησής του, ο Μπερλουσκόνι έφερε την Ιταλία στο χείλος της καταστροφής: η λιρέτα υποχώρησε τόσο έναντι του μάρκου όσο και έναντι του δολαρίου, αγγίζοντας σημεία ιστορικής υποτίμησης, μέχρι που έφτασε το ένα μάρκο να αντιστοιχεί σε 1.070 λιρέτες. Το ECU, το ευρωπαϊκό νόμισμα, έφτασε στην αξία των 2.000 λιρετών και παραπάνω, οδηγώντας στην καταστροφή όλους τους εργαζομένους που είχαν πάρει τραπεζικά δάνεια πληρώνοντάς τα σε ECU. Το Χρηματιστήριο υποχώρησε πολλές φορές. Τα ξένα κεφάλαια έφυγαν μαζικά από την Ιταλία. Οι ίδιοι οι τίτλοι του κράτους υπέφεραν από υποτιμήσεις άνευ προηγουμένου. Η συνολική απώλεια της ιταλικής οικονομίας από τη διακυβέρνηση Μπερλουσκόνι υπολογίζεται, περίπου, στο εκπληκτικό νούμερο των 200.000 δισεκατομμυρίων λιρετών.

Στο μεταξύ, η σκληρότατη αντιλαϊκή πολιτική της δεξιάς κυβέρνησης (σημαντικές περικοπές στις συντάξεις, στα σχολεία, στην υγεία, στους κρατικούς σιδηροδρόμους, με όλες τις περικοπές να συνοδεύονται από μια αύξηση όλων των αμέσων και έμμεσων φόρων) έδινε το έναυσμα για την έναρξη μιας πλατιάς κοινωνικής αντιπαράθεσης στη χώρα. Μέσα στον Οκτώβρη και στον Νοέμβρη, δύο τεράστιες γενικές απεργίες, με εκατομμύρια πολιτών σε όλες τις πλατείες της Ιταλίας, έκαναν την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι να τρέμει.

Από το εκατομμύριο των θέσεων εργασίας που ο Μπερλουσκόνι είχε υποσχεθεί δε φαινόταν ούτε μία. Αντίθετα, η ανεργία αυξήθηκε μέχρι περίπου το 10% και οι νέοι άνεργοι που δημιούργησε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι ήταν, περίπου, 450.000.

Οι αντιδράσεις και το αποτέλεσμα

Οι μεγάλες απεργίες του Οκτώβρη και του Νοέμβρη και οι αντιπαραθέσεις που, καθημερινά, αυξάνονταν μέσα στα εργοστάσια, προκάλεσαν μια βαθιά κρίση στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού.

Από το Νοέμβρη και μετά, η "Λίγκα" του Ουμπέρτο Μπόσι, σύμμαχος του Μπερλουσκόνι, αρχίζει να ασκεί κριτική στην ολοένα και πιο μεγάλη βαρύτητα που οι φασίστες έχουν στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Στις αρχές Δεκέμβρη, η"Λίγκα" παρουσιάζει στη Βουλή μια πρόταση μομφής ενάντια στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, η οποία ενώθηκε με τις προτάσεις μομφής που κατατέθηκαν από το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς του Ντ' Αλέμα, από το Λαϊκό Κόμμα (πρώην Χριστιανοδημοκρατικό) και από το κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.

Στις 22 Δεκέμβρη, η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι πέφτει.

Η Εθνική Διεύθυνση του ΔΚΑ, στο μεταξύ, φέρνει στο φως ένα πολιτικό ντοκουμέντο με το οποίο κλείνει η εμπειρία ενότητας ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς (οι "Προοδευτικοί", στους οποίους συνέκλινε και η Κομμουνιστική Επανίδρυση) και επιλέγει τη στρατηγική ενότητα με το Λαϊκό Κόμμα.

Μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, ανοίγει στην Ιταλία μια φάση ιδιαίτερα επικίνδυνη: Ο Μπερλουσκόνι υποστηρίζει ότι μόνο αυτός θα μπορέσει να τεθεί επικεφαλής μιας νέας κυβέρνησης και ότι μια καινούρια κυβέρνηση χωρίς τους φασίστες και χωρίς το κόμμα "Φόρτσα, Ιτάλια!" θα ισοδυναμεί με πραξικόπημα.

Οξεία αντιπαράθεση και... "μια από τα ίδια";

Η πολεμική αρχίζει και γίνεται σκληρότατη ανάμεσα στην κυβερνητική Δεξιά και στην αντιπολίτευση. Για να αντιληφθούμε ως πού έφθασαν τα πράγματα, αρκεί να πούμε ότι ο Εουτζένιο Σκαλφάρι, ο διευθυντής της "Ρεπούμπλικα", της πιο μεγάλης καθημερινής ιταλικής εφημερίδας, έγραψε ότι η Ιταλία απέχει ένα βήμα από τον εμφύλιο πόλεμο και από την παρέμβαση του στρατού.

Το ΔΚΑ προτείνει μια κυβέρνηση πλατιάς συμμαχίας, που θα περιλαμβάνει τη "Φόρτσα, Ιτάλια!", το ίδιο το PDS, το Λαϊκό Κόμμα, τη "Λίγκα" και άλλες πολιτικές δυνάμεις, είτε μετριοπαθείς είτε δεξιές. Ο Ντ' Αλέμα (γραμματέας του ΔΚΑ) κάνει, επίσης, κατανοητό ότι μέσα στην "πλατιά" κυβέρνηση θα μπορούσαν να μπουν ακόμα και οι φασίστες της Εθνικής Συμμαχίας. Ωστόσο, ο πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά τον Ντ' Αλέμα, δεν πρέπει πια να είναι ο Μπερλουσκόνι.

Αντίθετα, η Κομμουνιστική Επανίδρυση τάσσεται ενάντια σε μια κυβέρνηση της κεντροδεξιάς, μιας κυβέρνησης - δηλώνει ο γραμματέας της Επανίδρυσης Φάουστο Μπερτινότι - "που θα συνέχιζε την ίδια αντιλαϊκή πολιτική του Μπερλουσκόνι". Με τις ψήφους των 39 κομμουνιστών βουλευτών, μια μετριοπαθής κυβέρνηση χωρίς τον Μπερλουσκόνι θα ψηφιζόταν στη Βουλή και, έτσι, μέσα στο κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης αρχίζει μια συζήτηση... Ενα μέρος (ο πρώην γραμματέας της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης Σέρτζιο Γκαραβίνι, μαζί με τη Λουτσιάνα Καστελίνα και τον Λούτσιο Μάγκρι) τάσσονται υπέρ του να ψηφίσουν μια μετριοπαθή κυβέρνηση με έναν πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου όπως ο Ρομάνο Πρόντι (ένας οικονομολόγος πρώην χριστιανοδημοκράτης). Ομως, μέσα στο κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης επικρατεί η γραμμή του γραμματέα Μπερτινότι και το κόμμα αποφασίζει ότι δε θα υποστηρίξει καμία κυβέρνηση αντιλαϊκής οικονομικής γραμμής.

Στις 13 Γενάρη, παραπάνω από 20 μέρες μετά την πτώση του Μπερλουσκόνι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εμπιστεύεται την εντολή της δημιουργίας καινούριας κυβέρνησης στον Λαμπέρτο Ντίνι, ήδη υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση της Δεξιάς. Ο Ντίνι, πτυχιούχος της Οικονομίας με ειδικεύσεις στα Πανεπιστήμια του Μίτσιγκαν και της Μινεσότα, είναι ένα είδος "Σικάγο μπόι" της ιταλικής οικονομίας, ένας οικονομολόγος της Δεξιάς του "θατσερικού" προτύπου, μια κορυφαία προσωπικότητα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για περίπου 20 χρόνια και, για άλλα 15 χρόνια, γενικός διευθυντής της Τράπεζας της Ιταλίας.

Ο Ντ' Αλέμα, μετά την εντολή στον Λαμπέρτο Ντίνι, δήλωσε ότι "το ΔΚΑ μπορεί να υποστηρίξει την καινούρια κυβέρνηση". Ο Φάουστο Μπερτινότι, γραμματέας της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, υποστήριξε, αντίθετα, ότι "ο Ντίνι είναι ένας άνθρωπος της Δεξιάς, ένας άνθρωπος του Μπερλουσκόνι, η πολιτική του δεν μπορεί παρά είναι μια πολιτική βαθιά αντιλαϊκή και η Κομμουνιστική Επανίδρυση θα ψηφίσει κατά της κυβέρνησής του".

Φόσκο ΤΖΑΝΙΝΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Τα λουριά σφίγγουν σε όλα τα μέτωπα

Σύμφωνα με μια άποψη, δυο σημαντικά γεγονότα έβαλαν τη σφραγίδα τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατά τη διάρκεια του 1994: α) Η διεύρυνσή της με την είσοδο σ' αυτήν της Σουηδίας, της Φιλανδίας και Αυστρίας, με την είσοδο των οποίων η εδαφική έκταση της Κοινότητας αυξάνεται κατά ένα τρίτο, ενώ ο πληθυσμός της κατά 21.000.000 (φθάνοντας στα 370.000.000) και το Ακαθάριστο Κοινωνικό Προϊόν της κατά 7%, και β) η διεξαγωγή των ευρωεκλογών, από τις οποίες αναδείχτηκε ένα νέο Κοινοβούλιο, που υποτίθεται θα έχει πιο διευρυμένες αρμοδιότητες, πράγμα για το οποίο πολλοί είναι εκείνοι που αμφιβάλλουν.

Αναντίρρητα, η εικόνα που δείχνει αυτός ο απολογισμός είναι πλαστή. Και αυτό για δύο λόγους:

- Ο ένας είναι ότι "ξεχνά" το νορβηγικό ΟΧΙ, του οποίου η εμβέλεια δεν έχει ακόμη επαρκώς μετρηθεί.

- Ο άλλος είναι ότι "ξεχνά" ότι, ακριβώς στο χρόνο που πέρασε, φάνηκε ότι η ΕΕ δείχνει να κατευθύνεται, όπως και ο υπόλοιπος καπιταλιστικός κόσμος, προς μια μόνιμη κρίση. Αυτή τη στιγμή, πάνω από 20.000.000 κάτοικοι των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι χωρίς δουλιά, ενώ η φτώχεια συνεχίζει να παίρνει όλο και δραματικότερες διαστάσεις. Το γεγονός ότι σημειώθηκε κάποια οικονομική ανάκαμψη, χωρίς να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση ή να μειωθεί η ανεργία (που, αντίθετα, αυξάνεται), αποδείχνει ακριβώς τη μονιμότητα της κρίσης, ότι, δηλαδή, συνεχίζεται και σε συνθήκες ανάκαμψης. Οι προοπτικές κάθε άλλο παρά αισιόδοξες μπορούν να θεωρηθούν, αφού από κανένα ινστιτούτο ή άλλο ίδρυμα της ΕΕ δεν ανακοινώνεται κανένα αισιόδοξο μήνυμα. Ταυτόχρονα, δε θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι τα οικολογικά προβλήματα περιπλέκονται και οξύνονται όλο και περισσότερο.

Ενας τομέας που ευημερεί

Οι εξελίξεις ήταν σοβαρές και στον πολιτικό τομέα.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στη διάρκεια του 1994 η στρατιωτικοποίηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει προσλάβει νέα ποιότητα. Ετσι, το γερμανο - γαλλικό σώμα στρατού, όπου, στο μεταξύ, ανήκουν τώρα οι Βέλγοι και οι Ισπανοί, και το οποίο ήδη έκανε τις πρώτες στρατιωτικές ασκήσεις, αποτέλεσε τη βασική δομή για ένα μελλοντικό στρατό των κυρίων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Γερμανία και η Γαλλία σήμερα χαρακτηρίζονται σαν οι "πρωτοπόροι" αναφορικά με τη διάθεση και αποστολή ενόπλων δυνάμεων σε διάφορες περιοχές του κόσμου, όπου υπάρχουν ή πρόκειται να ξεσπάσουν κρίσεις. Αυτές φέρονται αμετάκλητα αποφασισμένες να διατηρήσουν και να στερεώσουν τη στρατιωτική τους υπεροχή και κυριαρχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Από το αδιαμφισβήτητο αυτό, πλέον, γεγονός πηγάζει και ο μεγάλος κίνδυνος να μετατραπεί η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση σε ένα Ευρωπαϊκό Στρατιωτικό Σύμφωνο. Στις πρώτες μέρες του 1995, έκαναν ήδη την εμφάνισή τους για πρώτη φορά σε σύνοδο του Συμβουλίου της ΔΕΕ με το καθεστώς του παρατηρητή η Σουηδία και η Αυστρία, ενώ η Φιλανδία απουσίασε μόνο για τυπικούς λόγους. Αυτό σημαίνει ότι τα νέα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης καλούνται να παραιτηθούν από τη μέχρι τώρα στρατιωτική τους ουδετερότητα, ο οποία είχε εκφραστεί με το γεγονός ότι δεν ανήκαν σε καμιά από τις στρατιωτικές συμμαχίες ή θα ενσωματώσουν την αμυντική τους πολιτική ολοκληρωτικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Στη διάρκεια του 1995, την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναλαμβάνουν η Γαλλία και η Ισπανία. Ηδη, από τώρα, πολλοί μιλούν για "άσχημα μετεωρολογικά φαινόμενα", που θα ενσκήψουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σχετικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στις δυο αυτές χώρες θα διεξαχθούν πάρα πολύ σπουδαίες εκλογές.

Πάντως, πάρα πολλά είναι τα αβέβαια και αστάθμητα σημάδια και στοιχεία. Ενα τέτοιο στοιχείο είναι και το αν, πώς και με ποιες προτεραιότητες θα συντελεστεί η διαβόητη διεύρυνση προς ανατολάς.

Η βαρυσήμαντη κληρονομιά της γερμανικής προεδρίας

Με το τέλος του 1994, τελείωσε και η γερμανική προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτή, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζεται, δεν πραγματοποίησε προόδους σε κανένα τομέα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Εκείνο που απέμεινε από τις δραστηριότητες της γερμανικής προεδρίας είναι το, μέχρι στιγμής, άτυπο "Σχέδιο Σόιμπλε" της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής και Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης στην Μπούντεσταγκ. Το σχέδιο αυτό εμπεριέχει σκέψεις και ιδέες αναφορικά με το πώς οι συντάκτες του "οραματίζονται" τη μελλοντική δομή της Ευρώπης:

Πρώτον: Η Νομισματική Ενωση θα πρέπει πάση θυσία να προχωρήσει, εννοείται, μόνο για ένα μικρό κύκλο χωρών, πυρήνας του οποίου θα είναι η Γερμανία, η Γαλλία και σ' αυτές έρχονται να προστεθούν σαν γαρνιτούρα το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Και, φυσικά, οι άλλες χώρες δε θα έχουν αντικειμενικά καμιά δυνατότητα να εκπληρώσουν τους αυστηρούς όρους της εισόδου. Ετσι, τα προβλήματα δομής και απασχόλησης των ασθενεστέρων οικονομικά χωρών, λόγω της σκληρής πολιτικής λιτότητας, που αδίσταχτα εφαρμόζεται και επιβάλλεται από τον ιμπεριαλιστικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όχι μόνο δεν αναμένεται να λυθούν, αλλά, πολύ περισσότερο, πρόκειται να περιπλακούν και πάρα πέρα να οξυνθούν...

Δεύτερον: Σύμφωνα πάντα με το "Σχέδιο Σόιμπλε", οι θέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναφορικά με την εξωτερική πολιτική και τις στρατιωτικές δραστηριότητες, θα πρέπει πάρα πέρα να διευρυνθούν. Ετσι λοιπόν, τώρα, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει, στηριγμένη σε "δοκιμασμένα" μέσα, να ασκεί παγκόσμια πολιτική, με απαιτήσεις εξουσίας μεγάλης δύναμης, προκειμένου να εδραιώνονται ευρωπαϊκά συμφέροντα. Και, στα πλαίσια αυτά, η γερμανική κυβέρνηση, με σημαία την "εξομάλυνση", προωθεί την εξωτερική της πολιτική στο στρατιωτικό τομέα, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να επιταχυνθεί σημαντικά η στρατιωτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτή θα πρέπει να είναι μελλοντικά και η γενική κατευθυντήρια γραμμή της ευρωπαϊκής δομής.

Τρίτον: Καθώς η συζήτηση με την αύξηση του αριθμού των χωρών - μελών της Ενωσης, γίνεται δυσκολότερη, μια και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και όλο και περισσότερα συμφέροντα, το "Σχέδιο Σόιμπλε" προβλέπει ένα είδος ευρωπαϊκής παρακυβέρνησης με τη Γαλλία και τη Γερμανία σαν πυρήνα της Ευρώπης. Στο κέντρο αυτό θα γίνεται η επεξεργασία βασικών θέσεων, θα λαμβάνονται αποφάσεις, οι οποίες και θα είναι δεσμευτικής εφαρμογής. Οι άλλες χώρες θα μπορούν να ευθυγραμμίζονται ή να υφίστανται τις συνέπειες της άρνησής τους. Γενικά, πρόκειται για μια "Ευρώπη των δυο ταχυτήτων". Ετσι, είναι φυσικό, οι άλλες χώρες να μην έχουν καμιά επιρροή πάνω στις "άτυπες" αποφάσεις του βασικού αυτού ιμπεριαλιστικού πυρήνα. Στη θέση ενός "κοπιώδους" εκδημοκρατισμού, εμφανίζονται "ολοκληρωτικές" τάσεις...

Τέλος, στην επικείμενη Αναθεωρητική Διάσκεψη των 15 χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία θα πραγματοποιηθεί το 1996, τίθεται και ένα άλλο θέμα, που συχνά περνά απαρατήρητο, αλλά που περιπλέκει αποφασιστικά την κατάσταση: Στη διάσκεψη αυτή θα πάρουν μέρος 15 και ίσως περισσότερα μέλη, από τα οποία πολλά έγιναν μέλη μετά την έγκριση της Συνθήκης του "Μάαστριχτ Νο 1". Με άλλα λόγια, θα κληθούν να αναθεωρήσουν μια συνθήκη, στην οποία ποτέ δε μετείχαν, ούτε και είχαν αρχικά εγκρίνει.

Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο σύνολο των παραγόντων, ένα είναι το βέβαιο: Οι "ιδέες" του Σχεδίου Σόιμπλε αφήνουν να διαφανούν οι ολοκληρωτικές κατευθύνσεις, στα πλαίσια των οποίων θα κινηθεί το σύνολο των αναθεωρήσεων. Αλλωστε, από τώρα θεωρείται βέβαιο ότι, στον ορίζοντα, δε διαφαίνεται καμιά μεταρρύθμιση ή, έστω, αναθεώρηση προς όφελος των εργαζομένων...

Νίκος ΗΛΙΑΔΗΣ - ΗΛΙΟΥΔΗΣ

Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Αλαίν Ζυπέ (εδώ, σε συνάντηση με τον

Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Αλέν Ζιπέ (εδώ, σε συνάντηση με τον Γ. Κρανιδιώτη) αρχίζει την προεδρία του στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ σε συνθήκες, όπου τα προβλήματα της τελευταίας γίνονται όλο και πιο αβέβαια στη λύση τους

Οι μεγάλες απεργίες ήταν, αναντίρρητα, ένα από τα βασικά αίτια της αποχώρησης του Σ. Μπερλουσκόνι από την κυβέρνηση



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ